παπα-Πάνος (1913-2οο3
Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου
Ο παπά Πάνος, αυτός ο σεβάσμιος γέροντας, που άφησε εποχή στο
χωριό μας, τις αγαθοεργίες δεν τις έκανε με το φως της ημέρας για να μην τον
βλέπουν. Ο καλός λόγος ήταν πάντα στο στόμα του και από καλοσύνη η ψυχή του ήταν γεμάτη. Το λυπημένο πρόσωπό
του φαινόταν όταν διάβαζε τους πατριώτες
για το τελευταίο τους ταξίδι.
Τις καθημερινές ημέρες ανασκούμπωνε το ράσο
του, στο παντελόνι του και δούλευε στα
χωράφια. Τον θυμάμαι που όργωνε τα χωράφια στις απάνου Ράχες, ενώ τις Κυριακές
φορώντας τα φτωχά άμφια του, λειτουργούσε στην εκκλησιά.Η φωνή του, ήταν
καθαρή, ξάστερη και δεν αναμασούσε τα λόγια του. Η ματιά του εκφραστική και η
αγάπη του πραγματική σε όλους. Στο σπίτι
του ξεπέζευαν οι ξένοι. Ήταν ένας ήρεμος παπάς, που συμμετείχε στα κοινά του
χωριού, με τον πρόεδρο και τον δάσκαλο. Είχε καλό θυμητικό. Δεν διάβαζε από χαρτί τα ονόματα στις
δεήσεις, τα ήξερε όλα απέξω. Έτσι τον θυμάμαι, απλό, επιβλητικό, με πληθωρικά
γένια, κατάμαυρα στην αρχή, σαν τα ράσα και το καλυμμαύχι του , ήρεμο , χωρίς
να θυμώνει και με Άγιο ύφος.