Στοιβαγμένοι στα δυο παραγώνια και σε όλο το σπίτι, οχτώ νοματαίοι κοιμόμαστε . Πως και που κοιμόμαστε σε είκοσι τετραγωνικά μέτρα σπίτι , ένας Θεός το ξέρει. Είχε φωτίσει για τα καλά. Όλοι σχεδόν είμαστε στο πόδι. Η φωτιά έκαιγε στην γωνιά και ο καπνός ανέβαινε μισός στον αυλακωμένο τοίχο και ο άλλος σκορπίζονταν μέσα στο σπίτι. Έβραζε και ο τέντζερης τον τραχανά.
Στο μικρό παραθυράκι, μέχρι την μέση είχαμε βάλει ένα προσκέφαλο, να μην σοδιάζει όλο το κρύο μέσα. Αλλιώς έπρεπε να κλείσουμε το μονόφυλλο παντζούρι και μέσα θα είχαμε σκοτάδι.
Έξω ο τόπος είχε δυο
στρώματα χιόνι. Το πρώτο έπεσε πριν τρείς ημέρες. Ο έρμος ο βοριάς και
το κρύο το πάγωσε. Ένα ενιαίο κάτασπρο
πάπλωμα ήταν απλωμένο πάνω στην Γή και
τις στέγες. Δεν τόλμαγες ούτε στην βρύση για νερό να πάς. Απόψε πάνω στο παλιό χιόνι έπεσε φρέσκο,
σπειρωτό, μαλακό και καλοπάτητο. Το
ύψος πλησίαζε στο γόνατο, τόπους τόπους που το είχε μαζέψει ο αέρας.
Έγινε και ο τραχανάς, πήραμε
και από μια φτενή φέτα ψωμί ο καθένας
και τρώγαμε.
Οι δυο τσιούπες ανεμόχαβαν γρήγορα τον τραχανά. Γιόμιζαν τα ξύλινα
χουλιάρια και χαπ χουπ προσπαθούσαν να
τελειώσουν το φαί τους πιο γρήγορα. Είκοσι σφαχτά ήταν κλεισμένα νηστικά στο
κατώι και βέλαζαν, με τα μικρά τους.
Είχε κρατήσει για λίγο και
έπρεπε να πάνε να φέρουν κλαρί για τα πράματα, να μην ψοφήσουν ολότελα της
πείνας. Ο πατέρας φώναζε που αργούσαν να φάνε. Ήταν έτοιμος ο καιρός για
καινούργιο χιόνι.
__Άστε παιδάκι μου να
φέρτε λίγο μαλακό πουρναρίσιο κλαρί για τα πράματα. Βιαστείτε, ετοιμαστείτε ο
καιρός είναι έτοιμος να πιάσει.
Και ο
γείτονας τα έβαλε με την μεγάλη του
τσιούπα που δεν ήθελε να πάει για κλαρί.
Η μικρή τσιούπα ήταν
σχεδόν ξυπόλητη, με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού έξω. Που να πάει και δίκιο
είχε. Στο τέλος φόρεσε τις πλεχτές κάλτσες, τις γύρισε μπροστά στα νύχια που
και αυτές ήταν τρύπιες και ύστερα φόρεσε
τις σπίγες της. Κάτι παπούτσια με καουτσούκ από κάτω. Από πάνω είχαν βακέτα, και ψίδι γύρω γύρω με καρφιά
καρφωμένα.
Τα καρφιά είχαν κοπεί στα
πλάγια του δεξιού ποδιού και καθώς
πάταγε στα χιόνια, εκείνα έμπαιναν μέσα στο πόδι και έβγαινε από την άλλη , λειωμένο
νερόχιονο.
Η μεγάλη τα είχε βολέψει
από την Βαλτεσινιώτισα Νουνά της. Δεν ζει συγχωρεμένη να είναι, με τόσα καλά
που μας έκανε.
Πήραν δυο σκοινιά, το
πριόνι και κάνανε τον ανήφορο, για το πλάι στης Κουτσοδημητρούς ,να βρούνε καλό
πουρνάρι, μαλακό, καμιά γλαντζινιά, να το μασούν εύκολα τα πράματα.
Είδαν και άλλα πατήματα
στο χιόνι. Εκεί πάταγαν και προχωρούσαν αργά, να μην γλιστρήσουν και πέσουν.
Το αθέατο παγωμένο χιόνι
κορόιδεψε την μικρή τσιούπα και σε μια αλλαγή του ποδιού της έφυγε το άλλο πόδι
και φαρδιά πλατιά έπεσε κάτω.
__Να μην έσωνε η ώρα και η
στιγμή που το πάγωσε φώναξε αγανακτισμένη . Το χέρι της στράβωσε από το
πέσιμο. Βόηθησε και η μεγάλη και
σηκώθηκε, μα το παπούτσι έλλειπε από το πόδι. Ευτυχώς ήταν γερό το πόδι για να γυρίσει στο σπίτι. Ο πατέρας έφταιγες δεν έφταιγες μάλωνε, πώς να
γυρίσει πίσω Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.
Γύρισε κρατώντας το χέρι
που όσο κρύωνε, πόναγε.
__ Κάτσε στην φωτιά να
ζεσταθείς λίγο παιδάκι μου της είπε ο πατέρας, Σε λίγο η θεία Καλλιόπη η
πρακτική, το έφτιαξε και το έβαλε στη
θέση του. Ήταν μικρή η ζημιά.
__Να προσέχεις τσιουπίτσα
μου της είπε χαϊδευτικά και της
ευχήθηκε περαστικά. Και συ είπε στον πατέρα, που στέλνεις, με μισό μέτρο χιόνι ξυπόλυτα τα παιδιά!
Η μεγάλη τσιούπα, τράβηξε
τον ανήφορο, έκοψε δυο ζαλιές κλαρί, φορτώθηκε την μία και με ένα ραβδί για
αποκούμπι γύριζε στο χωριό. Καθώς
κατηφόριζε ζαλωμένη είδε και άλλα πατήματα
και στάλες κατακκόκινες αίμα πάνω
στο χιόνι. Κατάλαβε κάποιος λαθροκυνηγός ιχνηλάτης ήταν.
Πρόλαβε τον καιρό και
κουβάλησε και την άλλη ζαλιά της αδερφής της, χωρίς να κακοκαρδίσει, αλλά
ένοιωθε ευτυχισμένη που έκανε το χρέος
της. Φτάνει που είδε τα μάτια των ζώων να λάμπουν και το χαρούμενο βέλασμά τους.
Βαγγέλης Κ
Χριστόπουλος Γλανιτσιά 22.1.2021
πολυ καλο Βαγγελη!
ΑπάντησηΔιαγραφή