Στη θεια-Λένη μου του
Τασιουκλή
Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου
Χειμώνας ακόμη και λογαριάζαμε τον κάθε μήνα, την κάθε βδομάδα, την κάθε ημέρα που πέρναγε, ώσπου να ‘ρθει του Αγιωργιού.
Ήταν μια ξεχωριστή ημέρα.
Ήταν μια γιορτή για τους Γιώργηδες, για τον Αγιώργη μας στον Παλιόπυργο, για όλο
το χωριό μας. Φέτος ήταν ζωντανή η
άνοιξη, με την πράσινη φορεσιά, τις κατακόκκινες παπαρούνες ,τις κάτασπρες μαργαρίτες και τα
μπουμπουκιασμένα χαμομήλια της.
Είκοσι μέρες από πριν σχεδιαζόταν στο μυαλό μας το πανηγύρι. Ο
καθένας κι ένα όνειρο
Πόσα σχέδια και στοχασμοί
γεννιόσανται στο νου της μεγαλοκοπέλας που τα χρόνια της πέρασαν! Μέσα της έχει μια δειλή φλόγα, έχει αγωνία,
περιμένει! Θα την καλέσει στο χορό το παλικάρι
που χρόνια το αγαπά; Να μην πάει άλλος χρόνος χαμένος!