Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Ε Κ Λ Ο Γ Ε Σ


 Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου

 Τελικώς από τις τέσσερες υποψήφιες ομάδες,  οι δυο κατόρθωσαν να κάνουν συνδυασμό για εκλογή Κοινοτάρχη: « Η ΠΡΟΟΔΟΣ» και η « ΝΕΑ ΣΥΜΜΑΧΙΑ»
Στην ομάδα με τον γενικό τίτλο  « Η ΠΡΟΟΔΟΣ»  ήταν  επικεφαλής  για πρόεδρος ο  Γεώργιος  Ξουράφης, μεσήλικας, δυναμικός, καταφερτζής και πάντα χαρούμενος. Εκτίμησε τα οφέλη και τις ψήφους που θα έδιναν στο κόμμα του και συμπεριέλαβε στο ψηφοδέλτιο ,ως συμβούλους: 

 Τον Γεώργιο Κάντα, τον Γληγόρη Κάζο, τον Γιάννη Λαθούρη και τον Αντώνη Γαλάνη. Δεν ενέταξε στο ψηφοδέλτιό  του τον Γεώργιον Κόλια. Αυτός θύμωσε και ζήτησε να  ενταχτεί  στον έτερον συνδυασμό, προς αντιπερισπασμό και  ως δυναμικός κρίκος στην ομάδα
πλησίαζαν κι οι εκλογές, την πλεύρισαν καμπόσοι
την ψήφο της γυρέψανε, λευκή σαν περιστέρι
όμως αυτή αυθάδικα δίχως να μετανοιώσει
τους έδειχνε τα σκέλια της με το ζερβί το χέρι
« Η ΠΡΟΟΔΟΣ»  συγκέντρωσε τους περισσότερους υποψήφιους  συμβούλους. Ήταν ο επικρατέστερος συνδυασμός για εκλογική νίκη. Ο επικεφαλής , ήταν επί σειρά  ετών πρόεδρος της Κοινότητας.  Εργάσθηκε  σκληρά,  κάνοντας  ρουσφέτια στους ψηφοφόρους του,  για να τους έχει με το μέρος του σ’ αυτές τις εκλογές.
Ο δεύτερος  συνδυασμός, «ΝΕΑ ΣΥΜΜΑΧΙΑ», είχε  λιγότερους υποψήφιους. Μόλις κατάφερε να συμπληρώσει τους τέσσερεις συμβούλους. Αλλά άπαντες  γνώριζαν τα μαγειρέματα, τα εκλογικά τερτίπια και τα ψέματα.  Επικεφαλής του ψηφοδελτίου ήταν ο Θεόδωρος Κλωνάρης και οι προκριθέντες, από ομάδα φίλων και συγγενών του, οι σύμβουλοι: Ο Κίμων Δημάδης, κάτοικος της  κάτω γειτονιάς, ο Κυριάκος Βλαστός κάτοικος στο κέντρο του χωριού, ο  Γιάννης Κατσίρης συνεργάτης σε οικοδομικές δουλειές, κάτοικος της πάνω  γειτονιάς και ο Γεώργιος Κόλιας της πέρα Γειτονιάς.   Από τη θέση και μόνο της διαμονής  των συμβούλων  του  μάθαινε το κάθε τι για την πορεία και την κίνηση,  των αντιπάλων.
Οι δύο άλλες ομάδες απέτυχαν να κάνουν συνδυασμό. Ήταν  η  ομάδα «ΤΩΝ ΑΓΑΜΩΝ»  . Τα μέλη της διαφώνησαν για την αρχηγία και διαλύθηκε, πριν ακόμη δημοσιοποιηθεί, ο συνδυασμός.  Η ομάδα διατηρήθηκε  και έγινε αργότερα «Σύλλογος  Αγάμων».
Και ο συνδυασμός  «ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΕΙΑΣ»  έγινε  από  φτωχούς καλυβιώτες .  Δεν συγκέντρωσε ανάλογο αριθμό συμβούλων και έμεινε μισοδρομίς.
Της πρώτης μεγάλης  παράταξης, «Η ΠΡΟΟΔΟΣ», υποστηρικτής ήταν ο δάσκαλος και ο παπάς του χωριού, της Νέας Συμμαχίας ο  Γραμματέας της Κοινότητας.
Ο Κόλιας Γιώργης ήταν μια ενδιαφέρουσα περίπτωση υποψήφιου. Δεν συμπεριελήφθη στην  ΠΡΟΟΔΟ,  και είχε «σταυρώσει» τον αρχηγό της ΝΕΑΣ  ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ να τον  συμπεριλάβει στον συνδυασμό του.
Ο αρχηγός Θεόδωρος Κλωνάρης κάλεσε εσπευσμένα την ομάδα στο σπίτι του, να ερωτηθεί ένας έκαστος,  αν αποδέχεται την υποψηφιότητα του Κόλια, που του έγινε, τρείς μέρες τώρα, «τσιμπούρι» και στενός κορσές.
__Σήμερον οφείλουμε να πάρουμε απόφαση χωρίς αναβολή. Να ειπούμε αν θα είναι με τον συνδυασμό μας.  Πέστε μου ένας ένας την γνώμη σας .
Πήρε το λόγο ο Κυριάκος Βλαστός.
_ Είναι συγγενής μου, μα θα το ειπώ. Δεν κάνει για τη δική μας παράταξη. Είναι ευφυής μεν, αλλά τρακαδόρος , πολυλογάς  και σαλταδόρος.
Έφερε αντίρρηση και άλλος της ομάδας, μα πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία, μπήκε ο Κόλιας μέσα και ζήταγε τσιγάρο και ψήφο εμπιστοσύνης!..
__ Πώς θα περάσουμε τον Χειμώνα χωρίς τα καλαμπούρια του;  είπε τότε ο κύριος Κλωνάρης,  και όλοι συμφώνησαν  να είναι στον συνδυασμό  τους για υποψήφιος σύμβουλος.
 Είχε το σκουλήκι  της  πολιτικής μέσα του. Χρόνια υποψήφιος, μια φορά κατάφερε να επιλεγεί πρώτος επιλαχών και  όταν παραιτήθηκε ένας Σύμβουλος, κατέλαβε την θέση για τρίμηνο. Κάθε φορά που γίνονταν εκλογές έλπιζε να ξεπεράσει σε ψήφους τους αντιπάλους του. Ήταν υπεραισιόδοξος!  Ο τύπος του ήταν λίγο απ’ όλα!...
Και σ’ αυτές τις εκλογές είχε πάρει την απόφαση, πάση θυσία, να πολιτευτεί. Εξέφερε τις απόψεις του ελεύθερα στην πλατεία, στα καφενεία και όπου βρισκότανε και τις υποστήριζε με πάθος. Ήταν αφελής στους τρόπους και στις ιδέες. Δεν είχε παράδες να ανταπεξέλθει στα έξοδα και οι ψηφοφόροι απαιτούσαν κεράσματα.
Πλησίαζαν οι εκλογές και κείνος πήρε τα μέτρα του. Μετέδωσε μυστικώς σε τρεις αφελής  συγχωριανούς του,  που ήξερε ότι είχαν χρήματα στην άκρη, ότι πωλεί το χωράφι του στην περιφέρεια Καρέκη. Αν ήθελαν να το αγοράσουν, έπρεπε να δώσουν προκαταβολή, τώρα που είχε ανάγκη. Έτσι τους έβαλε στο χέρι, επήρε τον παρά να κάνει τάχα μου την  δουλειά του και τα συμβόλαια καθυστερούσε σκόπιμα να τα κάμει. Έμειναν για  μετά τις εκλογές. Έτσι τους πίεζε να του δώσουν και ψήφους . Τους είχε διαμηνύσει πως, αν δεν έβγαινε σύμβουλος, δεν θα έκανε συμβόλαια και εκείνοι ας έκαναν ότι ήθελαν. Οι αγοραστές  έκαναν υπομονή μέχρι που τέλειωσαν οι εκλογές. Το μυστικό διέρρευσε μετά τις εκλογές και ο Κόλιας διέδιδε, ότι οι συγχωριανοί του ήταν χρηματοδότες της Παράταξης!  Υποστήριζε  ακόμη και στο Δικαστήριο, ότι  τα χρήματα  δεν ήταν   προκαταβολή του χωραφιού και ζητούσε  την  αθώωσή του!.
__Ευκαιρία  είναι να ξεκαθαρίσουμε ποιοι είναι οι  κομματικοί  μας  φίλοι,  είπε  στην ομάδα του ο Κλωνάρης, σε μια προεκλογική συνεργασία.   Διάβαζε τα ονόματα των ψηφοφόρων από τον εκλογικό κατάλογο και οι σύμβουλοι έπαιρναν τον λόγο, να ειπούν αν  θα ψηφίσουν ή όχι τον συνδυασμό τους.
Για άλλους έλεγαν ότι είναι δηλωμένοι ψηφοφόροι τους, για άλλους αμφέβαλαν ή ήταν δίβουλοι και για άλλους ότι ήθελαν «πλάνεμα» κάτι…. να έλθουν με το μέρος των.
Ο υποψήφιος Σύμβουλος πλέον Κόλιας Γεώργιος, σε όλη την προεκλογική περίοδο, είχε έντονη και πληθωρική την παρουσία του σε πολλούς ρόλους.
Ο ίδιος πρώτος, πριν δυο μήνες κοντά, είχε προαναγγείλει την υποψηφιότητά του .
__Και δεν ξέρω με ποιους θα είμαι υποψήφιος, να με έχετε υπόψη σας, έλεγε στους ψηφοφόρους.  Έδινε συχνά  το παρόν στην πλατεία και τα καφενεία, στα σπίτια γνωστών και φίλων.
__Συμπέθερε, για να πετύχεις, δεν χρειάζεται δείλιασμα και στενοχώρια. Έξω καρδιά χρειάζεται και όχι συννεφιασμένο πρόσωπο.
__Και το χω υπόψη μου.
_Πως βλέπεις την εκλογή σου συμπέθερε;
__Και  συμπέθερε, είμαι κι αισιόδοξος!
Το είχε πιάσει το νόημα και δεν δυσκολευόταν  στο κυνήγι ψήφων. Όπως ζήταγε τσιγάρο, ζήταγε και την ψήφο και από τους ίδιους τους υποψήφιους ακόμη.
Μια σκέψη τον βαραίνει ώρες ώρες.  Θα τον ψηφίσουν αυτοί που φανερά και κρυφά του τάζουν,  για να βγει σύμβουλος;  Ξέρει ότι πολλοί τον κοροϊδεύουν και γελάνε.
Για τον Κόλια δεν ασχολήθηκε μόνο η τοπική κοινωνία , μα και τα περίχωρα και η Αθήνα.  Ήταν πολύ γνωστός  χοραταντζής  και όλοι, γνωστοί και φίλοι, του εύχονταν, αστεία και σοβαρά, καλή επιτυχία.  Το ηθικό του αναπτερώνεται.
Τί  ήταν να μπει  κείνη την μέρα στο καφενείο, τη στιγμή που ένας της αντίπαλης παράταξης  ζήταγε  την ψήφο των θαμώνων;  
__Εμείς έχουμε τον Κόλια,  του έλεγαν εκείνοι με νόημα, δεν τον αλλάζουμε.
__Καλά, όπου πηγαίνω, όλοι το ίδιο μου λένε, παραπονέθηκε  ο υποψήφιος .  Αυτό πλέον  με έχει τρελάνει. Δεν το αντέχω να το ακούω. 
 Οι περισσότεροι αντίπαλοί του έφτασαν στο σημείο να λένε το ίδιο!
__Και μείς τον Κόλια θα ψηφίσουμε!
Τελευταία εβδομάδα των εκλογών. Ετοιμάσθηκε  να πάει από τους πρώτους για ψηφοθηρία στον Παλιόπυργο, σ’ ένα συνοικισμό του Χωριού.
Σαν είδε στο χωριό τον κουμπάρο του τον Γιάννη, τον ρώτησε:
__Τι κλίμα υπάρχει κάτου στα καλύβια κουμπάρε;
Ο Γιάννης ήταν και φίλος του. Τον συμπάθαγε, μα και το διασκέδαζε μαζί του. Έπαιζε τον ενδιάμεσο στα νιτερέσα του, στις δουλειές του, στις δοσοληψίες του με άλλους, καλόκαρδα, ευχάριστα και χωρίς αμοιβή. Ανταμοιβή του το ανεπανάληπτο γέλιο και το καλαμπούρι. «Και μόνο ότι κάνω παρέα με τον Κόλια, μου φτάνει», έλεγε.
__Το κλίμα είναι καλό και παρθένο, Κόλια . Κανένας άλλος υποψήφιος δεν έχει έρθει. Κάνε τον κατήφορο να βγάλεις και ένα λόγο. Τους πολλούς θα τους πιάσουμε. Ορισμένοι φοβερίζουν να πάνε στο αντίθετο κόμμα!
__Και θα τους φτιάξω εγώ! Φοβέριζε.
Είχε και χωράφια στον Παλιόπυργο, που τα χρειάζονταν οι τσοπάνηδες!
__Τάξε ότι θα φέρεις νερό στα καλύβια. Τάξε και κάτι!
Έτσι έκανε κάτου ο Κόλιας . Άφησε τις δουλειές του, καβάληκε την τσίλικη φοράδα του και πάει στον Παλιόπυργο.
Ο Γιάννης ο  κουμπάρος και φίλος του, γνώριζε τις κινήσεις του. Ενήμερος από πριν,  φρόντισε να λείπει με κάποια αληθοφανή δικαιολογία.  Πληροφόρησε τους καλυβιώτες, συντοπίτες του, για τον ερχομό του υποψήφιου Συμβούλου.
__Μαζευτείτε ρε, όσοι αδειάζετε εκεί χάμου να τον υποδεχτείτε και να γελάσετε.
Αυτή την φορά  σαν είδαν την φοράδα να κατηφορίζει στις Παλιότεντες, τρεις τον περίμεναν στο έμπα του Παλιόπυργου. Σαν πλησίαζε κάτι είπαν και γέλασαν σκαστά.
__Ανθρωπίσκοι, εσείς οι λίγοι είστε μαζεμένοι; Τους ρώτησε και έσπασε ένα χαμόγελο χαράς, που βρήκε έστω κι αυτούς.
__Λέγαμε ότι θα καθυστερήσεις. Οι περισσότεροι είναι στο Μπουντρούμι να κόψουν βάγιες να στρώσουν στο δρόμο που θα ερχόσουνα.
__Από σας το περίμενα αυτό!  Αλλά και από μένα να ξέρετε, μετά την εκλογή μου, θα γίνουν ενέργειες στο Νομάρχη να έρθει το νερό στον Παλιόπυργο, χάμου στον Άγιο. Και θα είχε έρθει το νερό και η Δημοσιά θα είχε γίνει, αν με ψηφίζατε πρόπερσι.
__Δεν είχαμε μυαλό, Κόλια! Του είπαν γελώντας
__Και ξέρετε οι άλλοι δεν έκαναν τίποτα οκτώ χρόνια. Κι αν θέλετε κοιτάτε το συμφέρον σας.
Σαν τέλειωσε την δουλειά του τάχαμου, παρουσιάσθηκε κι ο κουμπάρος. 
__Μην τον  έχετε για κουτό. Ο αρχηγός, που τον επέλεξε στον συνδυασμό, κάτι ξέρει! Ο Κόλιας κανονικά έπρεπε να είναι αρχηγός! Είναι ενεργητικός και θα το  φέρει το νερό, αν θελήσει, τον καιροπέταξε, κλείνοντας το μάτι στους άλλους.
Καλά μας τα είπες Κόλια, τον κολάκευσε ο Κουμπάρος του ο Γιάννης.  Γύρισε προς τους συντοπίτες του, που εν τω μεταξύ είχαν μαζευτεί αρκετοί από τα καλύβια ,και τους επεσήμανε  με νόημα:
__  Τώρα δεν μπορούμε να τον γελάσουμε. Το νερό είναι στο δρόμο. Έρχεται!
Πολλοί χαμογέλασαν φωνάζοντας: Ναι, ναι, έρ-χε-ται.
Τιμητικά δήθεν συνόδεψαν τον υποψήφιο σε μερικές αυλές των καλυβιών του Παλιόπυργου και έτσι έμαθαν όλοι την αιτία του ερχομού του. Εκείνος προς σεβασμό στο πρόσωπό τους, κράταγε την σκούφια στα χέρια του και κείνοι θαρρεύοντας του ζητούσαν χάρες και ρουσφέτια, άλλοι στα αστεία κι άλλοι στα σοβαρά. Οι παλιοπυργήσιοι διασκέδασαν αρκετά με την παρουσία του Κόλια στον συνοικισμό τους…….
__Και άιντε παρέκει στην φοράδα και ξεκρέμασε το τράϊστο και φέρτο δώ, είπε στο φίλο του τον Γιάννη. Πήρε από το τράϊστο ψηφοδέλτια με έναν μεγάλο σταυρό στο όνομά του και μοίραζε.
__Και μην τα χαλάστε, δεν έχω άλλα.
  Έτσι τέλειωσε η περιοδεία της ψηφοθηρίας στον Παλιόπυργο. Ήθελε να γυρίσει στο χωριό, που τον περίμενε πολύ δουλειά  στη «ΝΕΑ ΣΥΜΜΑΧΙΑ».
Ο αρχηγός της άλλης παράταξης,  « Η ΠΡΟΟΔΟΣ» κάλεσε τους υποψήφιους συμβούλους του, να τους μιλήσει.
__Συνυποψήφιοι , τους είπε, οι εκλογές χάνονται και κερδίζονται δια μιας και μόνο ψήφου. Οι εκλογές χρειάζονται κεράσματα, τρεχάματα, γλώσσα, που να μην σταματάει , ψέματα και περπατήματα.  Από αύριο Δευτέρα, πάρτε τα καφενεία σβάρνα και κερνάτε αβέρτα.
Γίνονται μυστικά μαζώξεις, ελέγχουν και επιθεωρούν τον κατάλογο των ψηφοφόρων. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, προέδρου και συμβούλων, ένας ολόκληρος κόσμος βρισκόταν σε αναστάτωση, σε κίνηση, σε εκνευρισμό. Εκλογές είχαμε,  και οι άντρες έκαναν βόλτα στην πλατεία, ανά δύο, ανά τρείς. Άλλοι κάθονταν στα τουράκια της εκκλησιάς. Αστειεύονταν , γελούσαν, χειρονομούσαν. Οι υποψήφιοι πλησίαζαν  και ζητούσαν την ψήφο τους. Όπως πάντα, έτσι κι απαράλλαχτα γίνονται και τώρα. Το χωριό βρίσκεται σε μεγάλο αναβρασμό!
__Αν μπορούσα να πάρω με το μέρος μου τον Γιώργη της Διαμάντως, τον Δήμο της Κανέλλας και το Γιώργη τον Μαρουδή, πολλά θα ήταν τα οφέλη, εξομολογήθηκε  ο Γεώργιος Ξουράφης  σε σύμβουλό του.
_Τα πίνουν στην Παράγκα, τον ενημέρωσε εκείνος. Είναι καμιά ώρα  εκεί.  Είναι δυο τρείς ακόμη μαζί τους. Πήγαινε, ξέρεις από τέτοια εσύ. Θα τα καταφέρεις!
Εκείνοι  έπιναν,  μα το μάτι τους έβγαινε έξω  από την είσοδο και το μεγάλο παράθυρο.  Όποιος έμπαινε μέσα, πέρναγε  από κόσκινο.
Ο Ξουράφης πλησίασε στην είσοδο και ο Δήμος  έσκυψε στο αυτί του Γιώργη και ,τάχα μου, του κρυφομιλούσε.  Ύψωσε την φωνή σκόπιμα δυνατά  και του έλεγε:
_Δεν μου γεμίζει το μάτι, παιδαρέλι είναι!
Και ο Γιώργης απάντησε:
__Και μένα δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη!  Να ψηφίσουμε  τον Γ. Ξουράφη. Αυτός είναι για μας.
Τα έκαναν και τα έλεγαν σκόπιμα, να τ’ ακούσει ,  καθώς έμπαινε μέσα,   ότι αυτός είναι ο καλύτερος, με σκοπό να τον κολακεύσουν και να τον υποχρεώσουν σε κέρασμα .
Ο Δήμος εννόησε  τί ήθελε να ειπεί ο Γιώργης , γελώντας κούνησε το κεφάλι του και συνέχισε:
__ Είναι ο πιο έμπειρος και στην παράταξή του έχει υπεύθυνους και καλούς συμβούλους.
Έδωσαν τα χέρια , συμφώνησαν  να τον ψηφίσουν και ύστερα γέλασαν με την καρδιά τους.
Ο υποψήφιος Πρόεδρος με αργά βήματα εισήλθε στο κρασοπουλειό του Θανάση,  στην Παράγκα. Άκουσε όλη την στιχομυθία των φίλων, ευχαριστήθηκε  με την συμφωνία τους, και έδωσε εντολή :
__Κέρασε τους γέρους, Θανάση, κρασί και βάλτους και στραγάλια!

_Να μας ζήσεις αρχηγέ, τον χαιρέτησαν  και του ευχήθηκαν καλή επιτυχία.
Οι  τρείς φίλοι σε όλα ήταν σύμφωνοι:  Πότε θα συναντηθούνε, σε  ποιο καφενείο θα πάνε, πόσα κατρούτσα θα πιούνε, από ποιους θα δεχθούν κεράσματα.  Δεν ήθελαν εσκεμμένα να υποστηρίξουν έναν και τον αυτόν  κομματάρχη.  Δεν χάλαγαν την ζαχαρένια τους, ο ένας υποστήριζε τον έναν, ο άλλος τον άλλον  για να τους κερνούν όλοι οι κομματάρχες. Οι τρεις τους ταιριαγμένοι, περνούσαν κατά την διάρκεια των εκλογών , με γέλια, χαρές και φαγοπότι.
Το είχαν δίπορτο και τρίπορτο και καμιά παράταξη ή ο αρχηγός της δεν μπορούσε να τους πάρει όλους  με το μέρος του. Όλοι τους κέρναγαν!  Ας έκαναν κι αλλιώς, να μην τους κέρναγαν.  Θα γύριζαν σε όλα τα καφενεία και στην πλατεία και το χωριό και θα διέβαλαν τους υποψηφίους και το κόμμα τους.
Θα αποκαλούσαν στριμμένους , κολοβά φίδια και ανίκανους να κυβερνήσουν το χωριό, κι αυτό δεν συνέφερε τους υποψήφιους κοινοτάρχες.  Για τον κάθε έναν είχαν ράμματα για την γούνα τους. Είχαν κάποια μυστικά, όπως έλεγαν,  και φοβέριζαν να τ’ αποκαλύψουν στους ψηφοφόρους τους, αν δεν τους κέρναγαν.
Οι  υποψήφιοι κοινοτάρχες  και οι σύμβουλοι δεν ήθελαν να πέσουν στην δυσμένεια των τριών φίλων. Όλο και κάτι θα ήξεραν να ειπούν στον  κοσμάκη. Μα και αν δεν ήξεραν, μπορούσαν να βγάλουν από μόνοι τους  κάτι εις βάρος των. Ο κόσμος που θ’ άκουγε,  θα έλεγε: Από μικρό και μεθυσμένο μαθαίνεις την αλήθεια, και θα τους πίστευε.
Είχε νυχτώσει καλά. Η παράγκα φωταγωγημένη! Οι τρείς φίλοι έπιναν το  πρώτο μπρίκι  τους.  Μετ’ ολίγον εισήλθε κομματική ομάδα του υποψήφιου Σύμβουλου Κίμωνα Δημάδη,  γιό του Μενέλαου. Ο καφετζής έφερνε  στο τραπέζι  των φίλων νέο μπρίκι με κόκκινον  οίνο.  Σε λίγο έφερε και δεύτερον μπρίκι, κατ΄ εντολή του Κίμωνα.
Οι τρείς φίλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ήταν  ικανοποιημένοι με το κέρασμα.
Ο Γιώργης της Διαμάντως, κατόπιν νεύματος των δυο άλλων, κατάλαβε  τί ήθελαν και κάλεσε κοντά του τον Κίμωνα. Ψιθύρισε φράσεις που δεν άκουσαν οι άλλοι, αλλά εννόησαν ότι του έταξε την ψήφο του.
Ο Κίμων, αν έβγαινε σύμβουλος, αυτός και το κόμμα του  θα είχαν σοβαρά  οφέλη.  Θα ήταν το δεξί χέρι του Κοινοτάρχη, θα είχε ελαφρύνσεις στους φόρους. Δεν θα κουραζότανε σε μεροκάματα προσωπικής εργασίας προς την Κοινότητα και ίσως να διοριζόταν αγροφύλακας!  Παρέμεινε αρκετή ώρα  κοντά τους και έπινε μαζί τους.
Οι τρεις φίλοι σήκωσαν ψηλά τα ποτήρια γεμάτα κρασί και τον χαιρέτησαν, ευχόμενοι να πάει μπροστά το κόμμα.  Άδειασαν γρήγορα τα ποτήρια και τα ξαναγέμισαν. Σκοπός τους ήταν να μείνει άδειο το μπρίκι όση ώρα ήταν κοντά τους, οπότε ίσως έδινε νέα παραγγελία στον καφετζή. Κατάλαβε ο υποψήφιος τον σκοπό των φίλων, μα ήταν αργά να τους αφήσει και να φύγει.  Έπιναν , καλοχαιρέταγαν   και ρωτούσαν τον Κίμωνα: πώς πάει  ο αγώνας.  Κι εκείνος απάντησε:
__Αν δώσετε και σεις την ψήφο σας, που τάξατε, προβλέπω να βγούμε πρώτο κόμμα.
__Εμείς, με το ένα μπρίκι κρασί,  τάξαμε να πάρεις μια ψήφο, είπε ο ένας της παρέας.
 Άρεσε στον Κίμωνα και διέταξε τον καφετζή απόψε να κερνάει αβέρτα τους φίλους.
__Δεν το περίμενα ότι θα έρθετε με το κόμμα μου . Τώρα έχουμε πολλές πιθανότητες και μάλλον είμαι σίγουρος για την επιτυχία. Σας ευχαριστώ πολύ, τους είπε. Εγώ φεύγω, είναι αργά και αύριο τα λέμε. Πριν εξέλθει του καφενείου τον χαιρέτησαν λέγοντάς του να ξανά έλθει αύριο κοντά τους, να μάθουν νέα του.
Ήταν Τρίτη απόγιομα. Στον πλάτανο ήταν μαζεμένοι  πολλοί κομματικοί φίλοι και Παλιοπυργήσιοι του κόμματος της  Ν. Συμμαχίας.  Ο  Κλωνάρης δεν έχασε την ευκαιρία να τους μιλήσει, όπως έκανε και ο αρχηγός  του κόμματος της  Προόδου.
_Φίλοι μου, σκοπός μας είναι να βγούμε πρώτο κόμμα και να κάνουμε έργα στο χωριό, που έπρνα έχουν γίνει εδώ και δέκα χρόνια. Εμείς δεν είμαστε από κείνους,  «όνομα και μη χωριό», που τρώνε τα λεφτά του κοσμάκη και αφήνουν τα έργα ημιτελή και ξανά βυζαίνουν τον κόσμο με φορολογίες. Θα φροντίσουμε να εξαλειφθεί η φτώχεια και όλοι να μπορούν να έχουν βραδιάς αλάτι. Θα φτιάξουμε το δρόμο για της Κυράς το Γεφύρι και το μεγάλο αυλάκι να ποτίζονται τα χωράφια του κάμπου.  Θα ψηφίσουμε νόμο, οι τσοπάνηδες να βόσκουν τους καλοκαιρινούς μήνες  ελεύθερα σε όλη την επικράτεια, χωρίς περιορισμούς και αμποδίσματα.
__Ζήτω η Νέα Συμμαχία! φώναζαν οι μουστακοφόροι τσοπάνηδες και σήκωναν τις γκλίτσες ψηλά χαρούμενοι. Μια ώρα μίλαγε ο κύριος Κλωνάρης και έρχονταν ψηφοφόροι  και της άλλης παράταξης, να τον ακούσουν.
Η γριά Γιαννούλα καθότανε στο τουράκι της εκκλησιάς στριμωγμένη με άλλες γυναίκες και γέρους. Έβαλε φωνή στον υποψήφιο σύμβουλο Κίμωνα Δημάδη, που την πλησίασε:
__Καλά τα λέει!  Αλλά λαλάκιασε η γλώσσα του. Φέρτου ένα κανάτι με νερό να βάλει στο στόμα του,  να συνεχίσει ο άνθρωπος.
__Συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια. Τώρα κοντεύει να τελειώσει. Της απάντησε, και συνέχισε λέγοντας:
__Γυρνάτε την πλάτη στο κόμμα της Προόδου και στον Ξουράφη.   Σας καλώ να κλείσετε την πόρτα οριστικά στο παρελθόν. Θα δουλέψουμε για σας και τα παιδιά σας. Για το παρόν και το μέλλον . Το μέλλον σας εξασφαλίζεται,  αν έρθετε κοντά μας. Θα σταματήσουμε τα ρουσφέτια, τους φόρους στα βοσκοτόπια και τα χαράτσια. Θα φτιάξουμε τους δρόμους  προς Αγιοθόδωρο και Παλιόπυργο . Ψηφίστε με να μην βγούνε οι αντίθετοι και γίνει καταστροφή στον τόπο.
__Πολλά λέει ο Κλωνάρης και πολλά τάζει, έλεγαν αντίπαλοι ψηφοφόροι, που τον άκουγαν. Σε έξι ψηφοφόρους  έταξε να τους διορίσει αγροφύλακες και σε πέντε γραμματικούς!.
Τελειώνοντας τον λόγο του ο Κλωνάρης, έσπευσε να χαιρετήσει τους φίλους του.
__Και ωραία τα είπες και συγχαρητήρια!  τον κολάκευσε ο Κόλιας! Και πάμε τώρα στην Παράγκα να κεράσεις, πρόσθεσε.
Όλοι κατευθύνθηκαν εκεί για τσίπουρα και κοκκινέλι.
Υποψήφιος Σύμβουλος του κόμματος « Η ΠΡΟΟΔΡΟΣ»  ήταν  και ο Γεώργιος Κάντας, αγροφύλακας. Υπολόγιζε να νικήσει το κόμμα του και αυτός να παραμείνει αγροφύλακας. Ευελπιστούσε ότι κάποτε θα τον αξίωνε ο Θεός να γίνει και κοινοτάρχης στο χωριό και να βάλει τέρμα σε φόρους κι αυθαιρεσίες, όπως υποστήριζε. Ήταν καλά προετοιμασμένος και είχε καταρτίσει πίνακα ψηφοφόρων του. Εκείνη η αόριστη στάση του ανιψιού   του τον σκότιζε. Ο ανιψιός του το είπε καθαρά:  δεν θα ήταν με το κόμμα του και δεν θα τον ψήφιζε.
Ο Κάντας, ως τόσο, βασιζόταν να πάρει πολλούς ψήφους από  συγγενείς και χωριανούς, που έβοσκαν παράνομα τα πρόβατα σε απαγορευμένα λιβάδια. Τον είχαν ανάγκη και θα τον ψήφιζαν.
Έβγαλε στην πλατεία  και… βαρυσήμαντη ομιλία:
__Πατριώτες , αποφασίσαμε  να κατέλθουμε  στις κοινοτικές εκλογές και να ταράξουμε  τα νερά. Να φτιάξουμε δρόμους, να φέρουμε συγκοινωνίες και τέρμα οι κοροϊδίες.  
Έβαλε και τον γιο του μπροστά. Αρραβώνες διέρρεε με την ανιψιά του παπά την μια φορά, για μια δασκάλα έκανε λόγο, την άλλη.
Από όλα τα μετερίζια γύρευε ψήφους. Και σε χήρες έταζε γαμπρούς και, ω! του θαύματος, γύρισαν όλοι με το μέρος του και του έλεγαν γελώντας.
_Η εκλογή είναι δική σου.
Είχε όμως και αυτός απογοητεύσεις στην προτίμηση των ψήφων δικών του ανθρώπων και ξένων. Ο ξάδελφος  του, που του έλεγε:  όταν έλθει ο καιρός για ψήφους, εγώ θα είμαι μαζί σου, τώρα επικαλείται ότι αδυνατεί να τον ψηφίσει. Η κόρη του, λογοδοσμένη, έχει υποχρέωση στους συμπεθέρους, που την θέλουν για νύφη, και είναι του αντίθετου κόμματος.
Το απόγευμα της Τρίτης κάλεσε για καφέ ψηφοφόρους της γειτονιάς του. Την Θεια Μαριγώ, τον άνδρα της τον μυλωνά, τον κυρ Θόδωρο Μπάντο, τον Κώστα Απίκραντο και άλλους δέκα τέσσερεις γείτονες  διαφόρων ηλικιών. Όλοι αυτοί, κατά καιρούς, του είχαν υποσχεθεί την ψήφο τους, σαν έφτανε το πλήρωμα του χρόνου.
Στην  αυλή του σπιτιού, που ήταν περιφραγμένη με πρόσφατα καλοχτισμένη μάντρα, έφερε τρείς σανίδες, τις τοποθέτησε σε τρίποδα και έκανε καθίσματα. Στο κέντρο της είχε βάλει παλιό ξύλινο τραπέζι  και επάνω τοποθέτησε  την καπνοσακούλα και μια ντραμουντζάνα με κόκκινο κρασί.
Ξέχασε όμως ότι τελευταία  είχε κακοκαρδίσει τους γείτονές του με φοβέρες για μηνύσεις, γιατί άφηναν τα ζώα και τις κότες ελεύθερες. Γι΄αυτό, σχεδόν όλοι, είχαν συνεννοηθεί να μην πάνε στην πρόσκληση που τους έγινε. Τίμησαν με την παρουσία τους  μόνο ο Χαράλαμπος ο Μυλωνάς και δυο τρείς γυναίκες, που φίλευε «από καιρού εις καιρόν  κλεμμένας οπώρας» και τις είχε υποχρεώσει.  Μεγάλος ο πονοκέφαλος για τον Κάντα! Η εκλογή του αρχίζει να γίνεται προβληματική.

Σύμβουλοι και ο αρχηγός τους Θ. Κλωνάρης  διέδωσαν το πρωί της Τετάρτης, ότι το κόμμα τους, η Ν Συμμαχία, θα υπερισχύσει των εκλογών. Οι υποψήφιοι  σύμβουλοι    όλη μέρα γελούσαν, ξεφάντωναν και τα κεράσματα αφθονούσαν.
__Και τόξερα εγώ, έλεγε ο Κόλιας, πηγαίνοντας προς το καφενείο, πως θα έβγαινε  η Ν Συμμαχία. Και είναι καλός ο πρόεδρος.
Δεν πρόλαβε να εισέλθει στο καφενείο, οι ατσίδες που ήθελαν να γελάσουν  παραφύλαγαν και μπούκαραν και αυτοί μέσα. Έφτασαν και άλλοι φίλοι, περίεργοι, αντίπαλοι και φώναζαν: «Άσπρο,  άσπρο στον Κόλια, να ιδεί ο τόπος άσπρη μέρα!»
__Ο Κόλιας έχει μεγάλο ρεύμα ψηφοφόρων. Πρώτος σύμβουλος θα βγει!. Έλεγε και ξανάλεγε ο Λάμπης  ο Βουτσής.
__Ποιους έχει;  ρώτησε αδιάφορα τάχα ένας  της παρέας, για να συνεχισθεί το καλαμπούρι.
__Μέχρι τώρα θα τον ψηφίσει ο Παλιόπυργος ανάσπιτα!  Έπειτα  του έταξαν ψήφο οιΜητρογιανναίοι, Γιαννοπουλαίοι, Παπαδαίοι.. … Ακόμη και η Βλασόνυφη   ήρθε από τον Πύργο να τον ψηφίσει!. ….
Ο κόσμος το διασκέδαζε με όλους τους τρόπους!
αν ήρθε το βράδυ της Τετάρτης, η παράταξη  της Ν Συμμαχίας συγκεντρώθηκε στην  Παράγκα. Είχαν καλυφθεί όλα τα ξύλινα τραπεζάκια και ο καφετζής πρόσθεσε ενδιάμεσα  προς εξυπηρέτηση των πελατών και  τα ολοστρόγγυλα  τσίγκινα, που είχε για τέτοιες περιστάσεις. Οι υποψήφιοι του άλλου κόμματος ,της Προόδου, και οι φανεροί ψηφοφόροι τους, έφευγαν ο ένας μετά  τον άλλον για τα άλλα καφενεία, για να μη στιγματιστούν.

Ο κουμπάρος και φίλος του Κόλια,  ο Γιάννης Φωτιόγιαννης ,είπε φράσεις στο τραπέζι της παρέας του δήθεν σιγά, αλλά ακούσθηκαν  σε όλο το καφενείο.

__Ώστε όλοι εσείς θα τον ασπρίσετε τον Κόλια!.

Επιβεβαίωσε την απόφασή του και  ο Γιώργης ο Ρουμελιώτης.
__Εσύ δεν θα τον ψηφίσεις τον Κόλια; Τον ρώτησε ο Φωτιόγιαννης.

__Κι εγώ τον Κόλια θα ψηφίσω,καμώθηκε εκείνος. Και όποιος ερωτάτο: ποιόν θα ψηφίσει;  έκλεινε το μάτι στον Κόλια, ότι ήταν με το μέρος του.

__Και δεν σας το είπα εγώ, έχω μεγάλο ρεύμα, φώναξε με χαρά ο Κόλιας. Ενθουσιασθείς, έψαξε την τσέπη του και βρήκε ό,τι είχε απομείνει, μικρό μέρος των χρημάτων της προκαταβολής του κτήματος, που θα πωλούσε.

Φώναξε τον καφετζή να κεράσει από μια φορά τους ψηφοφόρους, που δεν σταμάτησαν να φωνάζουν:  άσπρο άσπρο στον Κόλια…

__Και που ‘σαι  καφετζή;  Κέρασε και ότι θέλει τον Αντρέα.

__Μα, ο Αντρέας είναι άλλου κόμματος. Παρέμεινε ν’ ακούσει μυστικά και να τα μεταφέρει στους δικούς του,  του απάντησε εκείνος.
__Και είναι φίλος. Ας είναι με το άλλο κόμμα.
Ο Αντρέας ευχήθηκε υγεία και καλή επιτυχία και συνέχισε πειράζοντας τον Κόλια.
__Έτσι μου έρχεται ,να ρίξω κι εγώ άσπρο στον Κόλια!.
Και ο Κόλιας στο τέλος, πριν να διαλυθεί η παρέα, του ψιθύρισε στο αυτί:
__Και μετά τις εκλογές στείλε την γυναίκα σου να της δώκω πέντε οκάδες αλεύρι!.  
Ο Γιάννης Κατσίρης πάλι, εκτιμώντας την τιμή που του έγινε από το κόμμα της Ν. Συμμαχίας, να τον δεχτεί για σύμβουλο, δεν ήθελε να μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Το κόμμα , έλεγε η προπαγάντα,  κινδύνευε να μείνει δεύτερο.  
Συνεννοήθηκε  και με τον Κυριάκο Βλαστό να υπάγουν επισκέψεις, σε σπίτια ψηφοφόρων, που ήταν αμφίβολη η βοήθειά τους.
__Τί, να χαλάμε τα παπούτσια μας άδικα;  έλεγε ο Βλαστός. Οι ψήφοι μας περισσεύουν!.

__Κάλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε, του αποκρίθηκε ο Κατσίρης.

Συμφώνησαν να υπάγουν στα δυο ακρινά σπίτια του χωριού το σούρουπο, για να μην τους δουν οι άνθρωποι του αντίπαλου κόμματος.

Πλησιάζοντας πρώτα  στου Νίκου του Μπάκου, άκουσαν συζήτηση και μετά από λίγο γέλια γνωστών ανθρώπων.
__Πάμε να φύγουμε Γιάννη. Μέσα είναι ο αντίπαλός μας, ο Γληγόρης ο Κάζος. Ακούω τα γέλια του.
Αναχώρησαν εσπευσμένα, να μην εξέλθει του σπιτιού και τους δει.  Το δεύτερο σπίτι που θα επισκέπτονταν εκείνο το βράδυ, ήταν του Θόδωρου Ντάνου. Ο Θόδωρος , εκτός της δικής του ψήφου, είχε της γυναίκας του και των τριών παιδιών του. Μετά χαράς τους δέχτηκαν και τους έδωκαν άφθονες υποσχέσεις. Η κυρία Ντάνου, καθώς έφευγαν, τους διαβεβαίωσε ότι θα τους ψήφιζαν όλοι τους,  με χέρια και με πόδια. Και χωρίς να το καταλάβουν, σαν έφθασαν στην εξώπορτα , ύψωσε το δεξιό χέρι με ανοικτά δάχτυλα και τους… ξεπροβόδισε.
Κείνο το βράδυ συνέχισαν και άλλες επισκέψεις. Χτύπησαν την πόρτα του μπάρμπα Διαμάντη.  Εκείνος είχε μείνει το βράδυ αυτό  χωρίς τσιγάρο και παραπονιόταν ότι δεν βλέπει καλά. Η γριά γυναίκα του άκουσε τον  χτύπο και πήγε και άνοιξε την πόρτα.

__Να μπούμε μέσα, θεια ; Την ρώτησε ο Γιάννης ο Κατσίρης.

__Ποιός είναι ο άλλος;  Α! ο Κυριάκος είσαι;

__Καλησπέρα θεια. Εγώ είμαι.

__Ρωτάτε;  Σας περίμενα, μα δεν φανήκατε  πουθενά τούτες τις μέρες, περάστε μέσα.

Εκείνοι μπήκαν στην σάλα και τους έβαλε να κάτσουν πάνω στην κασέλα

 __Καλά που ήρθατε, ο γέρος σας ήθελε.
Μπαίνοντας στην σάλα τρεκλίζοντας ο γέρο Διαμάντης, πήρε το στριμμένο τσιγάρο, που του έδωσαν, το άναψε και κάθισε κουλουριασμένος σε ένα σκαμνί. Το μυαλό του ήταν θολωμένο και προσπαθούσε να θυμηθεί σε ποιο κόμμα ανήκαν. Τελικά δεν απέφυγε την ερώτηση.
__Σεις με ποιο κόμμα είστε;
__Με το κόμμα της Συμμαχίας, που θα κυβερνήσει αύριο το Χωριό μας.
__Ξέρω γιατί ήρθατε.  Αλλά εμείς θα ψηφίσουμε τον ανιψιό μου τον Γιάννη τον Λαθούρη, και συγχρόνως τους ζήτησε, αν έχουν, να τον φιλέψουν ακόμη ένα τσιγάρο.
__Το ξέρουμε ότι είναι ανιψιός σου, μα να, κι εγώ δεν είμαι ξένος! Του απάντησε ο Γιάννης ο Κατσίρης. Η μάνα μου και η μάνα της γυναίκας σου είναι δεύτερες ξαδερφάδες. Οι μανάδες τους πρώτες ξαδερφάδες.
__Σιγά την συγγένεια! Τρίτα και  τέταρτα πάρτα και πέτατα. Έτσι λένε, απάντησε ο Διαμαντής.
__Έννοια σου ξάδερφε! Πήρε τον λόγο η Διαμαντού. Εγώ θα σε ψηφίσω.
__Κείνο που λε εγώ θα γίνει, την διέκοψε ο Διαμαντής. Έχουμε τον ανιψιό μου, αυτόν θα ψηφίσουμε.
__Δεν θα βάλεις καπίστρι σε μένα, να με τραβάς όπου θέλεις, αντέτεινε η Διαμαντού με θυμό.
__Δεν ήρθαμε για να μαλώσετε! Αντρόγυνο είστε, συνεννοηθείτε και αποφασίστε, τους είπε ο Κατσίρης και σηκώθηκαν από την κασέλα όρθιοι, να αναχωρήσουν. Άκουσαν και άλλες βαριές κουβέντες και βρισιές.
__Ρε ντε, φώναξε ο Διαμαντής, με όση δύναμη μπορούσε. Το δικό μου θα περάσει. Όχι το δικό σου! Εσύ κάνεις κουμάντο εδώ μέσα;
__Αφήστε το παιδί σας τουλάχιστον να με ψηφίσει, επέμεινε ο Γιάννης Κατσίρης.
__Συμπαθάτε , μα οι ψήφοι είναι κανονισμένοι, τους απάντησε ο Διαμαντής.
__Πάμε, είπαν ο ένας στον άλλον, μη βάζουμε σκάνδαλα και μαλώνει το ανδρόγυνο.
Προσπάθησαν να εξέλθουν της πόρτας συνοδευόμενοι ,με την λάμπα αναμμένη, από την Διαμαντού, μέχρι την πέτρινη σκάλα.
Την  καληνύχτισαν και ο Γιάννης ο ξάδερφος πρόφθασε να ακούσει την Διαμαντού στο δεξί του αυτί να του λέει:
_Ο γέρος αύριο θα φύγει με τα πράματα, να φέρεις έτοιμο ψηφοδέλτιο για μένα.
Είχε κόψει η νύχτα και θεώρησαν σκόπιμο, την επαύριον να συνεχίσουν οι δυο τους τις επισκέψεις. Καθ’ ότι, όπου κι αν πήγαιναν, οι εξελίξεις δεν ήταν πολύ θετικές μέχρι τώρα. Έκαναν καλά και κατέληξαν στο σπίτι του Γιάννη Κατσίρη, για να συνεννοηθούν καλύτερα για την επομένη.
Βρήκαν και έφαγαν χαρόνια και λίγο παστό ο καθένας και ήπιαν άφθονο κρασί. ‘Ηταν περασμένα μεσάνυχτα που χώρισαν ζαλισμένοι από το πιόμα! Στον  κώλο της ντραμουτζάνας φαινόταν το λίγο κρασί που απόμεινε.
Την επομένη ημέρα,  Τετάρτη,  ξύπνησαν αργά και  καβάλα στα μουλάρια κίνησαν για τα καλύβια. Είχαν πάρει δυο κούτες τσιγάρα και ένα ξακρίδι ξερό ψωμί στο τράϊστο τους. Υπολόγιζαν σε όποιο καλύβι κι αν πέρναγαν, θα τους έδιναν βραστογαλιά, να τρίψουν και να φάνε άμα πεινάσουν.
Ο Θόδωρος Κλωνάρης, ο αρχηγός τους, άκουσε τα κουδούνια των μουλαριών τους και βγήκε μπροστά στο δρόμο και τους περίμενε. Τούς ρώτησε για πού το βάλανε και πληροφορηθείς τον σκοπό τους,  συμβούλεψε να γυρίσουν πίσω και να ασχοληθούν με τους ψήφοφόρους του χωριού.
__Αργήσατε νε ξεκινήστε. Από πολύ νωρίς γυρίζει  τα καλύβια  η Πρόοδος ! Οι αντίπαλοί μας, με τον κομματάρχη  Γ. Ξουράφη με τρεις συμβούλους του, κάνουν ψηφοθηρία.

__Μα τι ώρα πέρασαν;
_Μια ώρα θα πηγαίνει. Άδικος κόπος θα είναι να πάτε και εσείς. Υπάρχει κίνδυνος να έρθετε σε ρήξη και σε μαλώματα. Έπρεπε να είμαστε και άλλοι μαζί σας.

Η εκλογική περιφέρει Μπουλιμέτι  Περαμεριά και  Κοκκαλιάρα είναι δύσκολη και οι αντίπαλοί μας έχουν μεγάλη πρόσβαση.
_Εμείς δεν θα πάμε στα καλύβια για ψήφους; Ρώτησε με απορία ο Κυριάκος Βλαστός.

__Αυτές τις μέρες θα κάνουμε ομαδική επίσκεψη με συμμετοχή όλων των υποψηφίων.

Έτσι η κάθοδος αναβλήθηκε  και η  ψηφοθηρία στα καλύβια θα γίνονταν αργότερα.
Την ίδια εκείνη μέρα, πρωί-πρωί, από την παράταξη της Προόδου, ο κομματάρχης Γεώργιος Ξουράφης, καβάλα στο ψηλό και γεροδεμένο μουλάρι του, πήγαινε μπροστά. Ακολουθούσε ο Γεώργιος Κάντας πάνω στο δικό του ζω. Του Κάντα το μουλάρι, ήταν πιο λαμπροφορεμένο, με καινούργια καπίστρια, στέρεο σαμάρι και ένα κατακόκκινο κιλίμι επάνω. Είχε ιππεύσει της διχάλας, ακούμπαγε τα πόδια του στις σκάλες και το ταξίδι του ήταν άνετο. Ακολουθούσε ο Γιάννης Λαθούρης, με μια τρίχρονη άσπρη φοραδίτσα, όλο τσαχπινιά και καμάρι. Μαζί τους είχαν πάρει τον γεροδεμένο Θανάση Νταή, που ήξερε καλά τους δρόμους στα καλύβια, αλλά και θα μπορούσε να τρομοκρατήσει ορισμένους, που δεν θα ήθελαν να τους ψηφίσουν.
Αυτός πήγαινε με τα πόδια. Στις μεγάλες στροφές έκοβε το περικοπό, περπάταγε στα μονοπάτια και βρισκόταν   μπροστά από τα μουλάρια. Άλλες φορές   καθυστερούσε το περπάτημα και βρισκόταν πίσω. Ο Γ. Ξουράφης  ώρες ώρες κοντοστεκότανε με το μουλάρι. Στο μυαλό του κατέβαιναν ιδέες για τις εκλογές, καθώς πήγαινε  καβάλα  μέσα στη φύση.  Πλησίαζαν και σταμάταγαν και οι άλλοι και έδινε ειδικές και γενικές οδηγίες για τις εκλογές.  Μεταξύ τους μεγαλοφώνως έλεγαν ιστορίες και καλαμπούρια, σατίριζαν τους αντιπάλους και γελώντας προχωρούσαν στο δρόμο.
Σε μία στροφή του κακοτράχαλου δρόμου, το μουλάρι του Γιώργη Κάντα, στύλωσε τα πόδια του και δεν ξεκίναγε. Έφτασε και το ζώο του Γιάννη του Λαθούρη, μα και κείνο δεν έλεγε να προχωρήσει. Μύρισε το ένα ζω το άλλο και στάθηκαν.
__Τι έχει και δεν προχωρά Γιώργη; Ρώτησε ο Γιάννης ο Λαθούρης.
__Κάτι υποπτεύομαι! Κατέβηκε από το ζω του. Εκείνο κούναγε την ουρά του δεξιά αριστερά, να διώξει έναν αβαδαίο που ήθελε αίμα και σήκωνε με τρόπο το αριστερό μπροστινό πόδι του.
Να, γιατί δεν προχωράει το μουλάρι μου!
__Γιατί; Τι συμβαίνει; Ρώτησαν οι δυο άλλοι.
__Να! Έφυγε το πέταλο από το πόδι του και είναι ξυπόλητο!  Το θέμα είναι πού να έπεσε και τί να κάνουμε τώρα;
__Πριν από το Εικονοστάσι, το είχε το πέταλο, απάντησε ο Νταής. Το έβλεπα,  γιατί ερχόμουν πίσω από το ζω. Εδώ κοντά βγήκε στα διακόσια με τριακόσια μέτρα. Θα γυρίσουμε πίσω, να το βρούμε. Εύκολο είναι. Δεν είναι βελόνα!.
 Έτσι έκαναν. Λίγα μέτρα πιο πάνω βρήκαν το πέταλο του ζώου.  Χαρούμενος ο Γ. Κάντας το έβαλε μέσα στο τράϊστο του.Δεν είχε και άλλο να του φορέσει. Καλά που το βρήκανε και δεν το χάσανε ολότελα.
__Τι πάθατε ρε! Φώναξε ο Γ. Ξουράφης, που είχε τραβήξει μπροστά.
__Το πέταλο έπεσε από το ζω ,του είπαν και τράβηξαν τον δρόμο κοντά του.
__Είσαι  άτυχος Θανάση Νταή, σχολίασε ο Γιώργης Κάντας. Σκεφτόμουν να κατέβω και να πας και συ λίγο δρόμο καβάλα. Εκείνος δεν απάντησε.
Έφταναν όπου και να ‘ναι στο Γεφύρι. Στο πρώτο καλύβι η Μαριγώ του Σταμίρη στεκόταν στη σούδα του χωραφιού της και του δρόμου.

__Καλώς όρισες ξάδερφε. Είπε στον Ξουράφη. Ήρθατε να τρυγήσετε ψήφους;

__Περάσαμε και για ψήφους, αλλά περισσότερο  να σας δούμε.

Σας περιμέναμε εγώ κι ο Κώστας, ο άντρας μου. Το έλεγε χθες το βράδυ: « Να δεις πόσοι θα μας   θυμηθούνε αυτό τον καιρό». Δεν ξέρω, μη σας είδε και στον ύπνο του.
__Καταλαβαίνει ο Κώστας ότι ψυχοπονάμε τους ανθρώπους!. Πού είναι τος;  Να του δώσουμε τα ψηφοδέλτια. Και προσοχή ξαδέλφη, μην τα βάζετε σε μικρές τσέπες και ζυμουριαστούν,  θα τα βγάλουν άκυρα οι αντίπαλοι. Όπως καταλαβαίνεις γίνεται μεγάλη μάχη.

__Θα φωνάξω τον Κώστα να συνεννοηθείτε. Ήταν κοντά στα γίδια απόψε. Κάνουν ζημιές τα έρμα και όλη την νύχτα ξενυχτάει. Περιμένετε λίγο.

Έσπευσε να ξυπνήσει τον άντρα της. Εκείνος μισοκοιμισμένος, μισοξύπνιος, σαλάγησε τα γίδια μια φορά και, από τις έντονες φωνές της Μαριγώς, άνοιξε τα μάτια του, χασμουρήθηκε και γύρισε πλευρό.
_Δεν ακούς άνδρα μου;  Του φώναξε.
__Τί λες μωρέ γυναίκα;
__Ήρθε ο ξάδερφος από το χωριό με ψηφοδέλτια.
 Εκείνος σηκώθηκε, φόρεσε το παντελόνι του, το υφαντό  πουκάμισο, έζωσε το παντελόνι με ένα ζωνάρι και ξυπόλητος εξήλθε της καλύβας του.  Σαν δεν βρήκε τα παπούτσια του εκεί, επέστρεψε μέσα . Τα βρήκε, τα φόρεσε και πέρασε το πρόχειρο χώρισμα του αυλόγυρου, όπου περίμεναν οι επισκέπτες. Άπλωσε το χέρι του, χαιρετώντας τους επισκέπτες έναν προς έναν. Εκείνοι , παρά τις παρακλήσεις της Μαριγώς  και τις δικές του τώρα,  δεν ήθελαν να εισέλθουν εντός του καλυβιού, λόγω της έντονης μυρουδιάς από τα περιττώματα των ζώων.  Προφασίσθηκαν ότι θα αργούσαν και δεν είχαν καιρό.

__Κώστα, φέραμε  τα ψηφοδέλτια,  του είπε ο Λαθούρης. Αφήνω και λίγα για τον Μπόγια και τους Ρουμελιωταίους. Δεν ξέρουμε αν θα βρούμε χρόνο, να τους δούμε.

__Εγώ θα πάρω από τον ξάδερφο,  που είναι γούρικα.

 Σαν πήρε τα ψηφοδέλτια από τον ξάδελφο τον Ξουράφη, εκείνος του έδωσε και μια κούτα τσιγάρα Καρέλια  κοντόγιομη.

__Δεν είχα άλλο τίποτα να σε φιλέψω. Σαν έρθεις στο χωριό, να περάσεις από το καφενείο να σε κεράσω και ουζολούκουμο.

__Πολλά είναι τα τσιγάρα ξάδερφε, με υποχρέωνεις.
__Φίλεψε και κανέναν άλλον που καταλαβαίνεις πως είναι δικός μας. Δώσε και τα ψηφοδέλτια, μην χάσουμε  ψήφους.
__Έννοια σου, όλα θα γίνουν και τα ψηφοδέλτια θα πάνε στη θέση τους και συμφάμελα   θα έρθουμε να σας ψηφίσουμε, βεβαίωνε ο Κώστας.
Η συντροφιά αφού χαιρέτισαν και την ξαδέλφη, πέρασαν της Κυράς το Γεφύρι και κατευθύνθηκε στα καλύβια του Μπουλημέτι.  Κατέβηκαν από τα ζώα, γιατί ήταν μεγάλη ανάβαση και τα πουρνάρια σκίαζαν τον στενό δρόμο. Μπορούσε κάποιο πουρνάρι, σε  μια στροφή, να τους βγάλει τα μάτια.
__Οι καλυβιώτες περιμένουν από την κεντρική εξουσία, να ξυαλίσει τα πουρνάρια και να κόψει τα κλαδιά των πρίνων, για να περνούν άνετα.  Δεν μπορούν δέκα πέντε άνθρωποι ένα πρωϊνό να κάνουν τον δρόμο βατό. Παρατήρησε  χολωμένος κάπως ο Ξουράφης.
__Θα ακούσης και παράπονα από πάνω. Ότι δεν έφτιαξες τον δρόμο. Είπε γελώντας ο Λαθούρης.
__Θα τους πάμε με το γάντι, μέχρι που να ψηφίσουν και μετά τις εκλογές θα τους υποχρεώσω, εφ’ όσον πάρουμε την εξουσία, με προσωπική εργασία, να κάνουν τον δρόμο δημοσιά.  Να περνούν δυο ζώα φορτωμένα. Έννοια σου!
Κάτω στον τουφωτό πρίνο, περίμεναν οι αδελφοί Κώστας και Τρύφωνας Κατσιαλέπης.  Από της Μαριγώς το καλύβι τους είχαν δει και υπολόγιζαν και την  ώρα  της άφιξής  τους εδώ. Ο Δεύτερος, ο Τρύφωνας, έκανε πάντα τον μάστορα και ορμήνευε τον πρώτον. Είχαν δυο ημικατεργασμένα πουρναρίσια στειλιάρια, ένα σκεπάρνι κι ένα αρνάρι. Ο ένας πελεκούσε και ο άλλος αρνάριζε τα ξύλα , για τους κασμάδες τους. Είδαν την άνοδο  των τριών ζώων με τους πεζούς  αναβάτες τους, τους είχαν γνωρίσει και περίμεναν να έλθουν κοντά τους.

Μόλις πλησίασαν άφησαν τα σύνεργα στον ίσκιο του δέντρου, πάνω στο πεζούλι και τους καλωσόρισαν. 
Ο Τρύφωνας αγκάλιασε τον Ξουράφη και του ευχήθηκε  καλή επιτυχία. Ο Κώστας ο αδελφός του, αφού τους χαιρέτισε όλους, έκανε παράπονα για τις ημέρες προσωπικής εργασίας ,που τον υποχρέωσαν να κάνει, στο άνοιγμα του ποτιστικού αυλακιού στον κάμπο.
__Μας αδίκησες πρόεδρε, του είπε. Άλλοι με διπλάσια και τριπλάσια κτήματα, έκαναν τα ίδια μεροκάματα με εμάς.
_Μην στενοχωριέσαι! Αν σας αδίκησα φέτος, πλαϊνά, με την ψήφο σας που θα  βγω κοινοτάρχης, θα επανορθώσω την αδικία.
Ο Ξουράφης, έβγαλε μια ταμπακέρα με καπνό που μοσκοβόλαγε και παρότρυνε τους δυο Κατσιαλεπαίους να γεμίσουν τις ταμπακέρες τους. Βιαστικά εκείνοι άναψαν από ένα στριφτό τσιγάρο και ο τόπος ντουμάνιασε από καπνούς.  Πήραν για δώρο και από μια σακούλα για να έχουν καπνό και για μετά τις εκλογές.
Παιδομάνι, γυναίκες, άντρες, μαζεύτηκαν όλοι γύρω στον πρίνο με τους υποψήφιους. Αυτοί μοίραζαν καραμέλες στα μικρά παιδιά.
__Θέλω να σας βοηθήσω, τους είπε ο Ξουράφης, γιατί είστε φίλοι μου και τόσα χρόνια δεν το είχα σκεφθεί.
_Πως;  Ρώτησαν οι Κατσιαλεπαίοι με απορία.
__Να! Στο χωριό σφάζω εκατό λιανόματα, προβατίνες και γίδες το χρόνο. Εκεί που κάνω αγορές από άλλους, σκέπτομαι να γίνονται από εσάς.
__Μακάρι να το έκανες αυτό. Εμείς τόσα χρόνια σε ψηφίζουμε. Κάνε και συ ένα καλό!.
__ Μεθαύριο που θα ‘ρθείτε  για ψήφο, φορτώστε δυο προβατίνες στα ζώα σας. Βοηθείστε  να γίνει ένα καλό γλέντι στο κόμμα σας κι εγώ θα βρω τρόπο να το ξεπληρώσω.
Εκείνοι δεν κατάλαβαν την πονηριά του Ξουράφη, που τις ήθελε δωρεάν τις προβατίνες και συμφώνησαν μέσω πολλών μαρτύρων και η συμφωνία έδεσε!
__Εκλογές έχουμε, ψιθύρισε στο αυτί  του αρχηγού του  ο Λαθούρης,  χωρίς ψέματα και κοροϊδίες δεν γίνονται.
__Άδικα θα πάνε τα τσιγάρα και ο καπνός και τόσο κόπο που κάναμε να έρθουμε εδώ; Απάντησε μυστικά στον Λαθούρη.
Οι Κατσιαλεπαίοι λογάριαζαν αυτή την φορά να μεταπηδήσουν στο κόμμα της Ν. Συμμαχίας,  μα η επίσκεψη αυτή  άλλαξε την γνώμη τους. Κάλεσαν τους υποψήφιους να καθίσουν να συμφάγουν το μεσημέρι και να συνεορτάσουν μαζί την ανανέωση της κομματικής τους φιλίας.
__Καλά σας είδαμε, έχουμε και άλλους καλυβιώτες να ιδούμε. Ώρα να πηγαίνουμε. Πιο πέρα στις φούρκες κρεμόταν η τσαντίλα με το φρεσκοπηγμένο τυρί. Τακ,Τακ,έσταζε από την τσαντίλα  ο τυρόγαλος στη μεγάλη καρδάρα.
Έκοψαν πάνω σε μεγάλο πλακουδερό πλατανήσιο ξύλο το ολοστρόγγυλο κάτασπρο τυρί, σε πολλά κομμάτια και όλοι έπαιρναν και έτρωγαν. Ο Κώστας ο Κατσιαλέπης πήρε ένα μεγάλο μισοφέγγαρο κομμάτι από τυρί, που δεν είχε κοπεί, και το έβαλε στο τράϊστο, που ήταν κρεμασμένο στο μουλάρι του Ξουράφη, να το πάρει μαζί του για τον δρόμο. Φευγοντας  όλοι ευχήθηκαν καλή επιτυχία.
Ο δρόμος  που θα ακολουθούσαν έβγαινε στα καλύβια των Γιοβαίων. Θεώρησαν καθήκον τους να υπάγουν εκεί και ας μην έπαιρναν ψήφους των. Αυτοί ήταν στενοί συγγενείς του Κυριάκου Βλαστού, του υποψήφιου κόμματος της Ν. Συμμαχίας. Τα κτήματά του ήταν στις αυλές των καλυβιών τους και ήταν δύσκολο να αποσπάσουν έστω και μια ψήφο.  Θα τους ζητούσαν,  σαν έφθαναν εκεί, την υποστήριξη τους και εκείνοι ας έκαναν ότι ήθελαν.
__Και μια ψήφο να μας δώσουν,  θα  το χρωστάμε χάρη, είπε ο Κάντας.
__Εσύ Κάντα, παρατήρησε ο Λαθούρης , δεν παίρνεις τον λόγο καθόλου, να αλλάξεις το φρόνημα των ψηφοφόρων. Καλά έφαγες τα κουμούτσια το τυρί, όλα από μένα και τον Ξουράφη τα περιμένεις;
__Έχουμε κι άλλα καλύβια με ψηφοφόρους φίλους μου, θα ειπώ κι  εγώ τα δικά μου, απάντησε εκείνος.
Σε δυο καλύβια που είδαν κοντά σε ένα αλώνι πλησίασε ο Νταής. Χτύπησε τις χαμηλές πορτούλες, φώναξε. Άδικος κόπος! Δεν ήταν κανένας εκεί.
Είχαν ιδεί την κουστωδία των υποψηφίων από μακριά και έγιναν άφαντοι. Κρύφτηκαν  μέσα στο δάσος, γιατί ήταν με το άλλο κόμμα.
__Αμ! Πού θα πάτε; Θα σας συγυρίσω εγώ, είπε ο Κάντας.
_Τάραξέ τους στα πρωτόκολλα, τον παρότρυνε ο Λαθούρης. Τί αγροφύλακα σε έχουμε;
__Εμείς δεν θέλουμε την ψήφο τους, ήρθαμε να καταγράψουμε τα προβλήματά τους, είπε ο Κάντας ,κάνοντας  τους άλλους  να γελάσουν μαζί του.
Στην συνέχεια επειδή τα καλύβια στην Περαμεριά  ήταν πολλά και διάσπαρτα, συμφώνησαν να τα επισκεφθούν ανά δύο και να μοιράσουν ψηφοδέλτια για να τελειώσουν καμιά φορά.
__Εσύ Κάντα με τον Νταή, πηγαίνετε  προς το καλύβι του Μπαλάση και τα Μαρουδαίϊκα στη Μαρτίτσα. Εμείς θα τραβήξουμε προς τα Γιοβαίϊκα.
Αυτές τις οδηγίες έδωσε ο Ξουράφης. Είχαν να περάσουν από πολλά καλύβια. Της Χαϊδίνας, της Σταντούς, της Μάρως, του Πετρούλια, του Μπαρούνη, του Σιαψιάνη, του Πλακωτή, του Μπουρνά και άλλα δέκα ακόμη καλύβια!
Μετά από μια ώρα συμφώνησαν να σμίξουνε, στο ύψωμα προς Κάπελη και Κοκκαλιάρα.
__Φοβερίστε και κανέναν, που καταλαβαίνετε  ότι δεν έρχεται μαζί μας, τους παρότρυνε ο Ξουράφης.
Ο Νταής, μιας και πήρε την άδεια, άλλο που δεν ήθελε. Δυο Μαρουδαίους, που αντιστέκονταν στις απόψεις τους και επέμεναν να ψηφίσουν το κόμμα της Συμμαχίας ,τους καταχέρισε.
__Δεν φτάνει το ξύλο που θα φάτε, τους επίπληξε ο Κάντας, θα σας κάνω πρωτόκολλα που κάνετε ζημιές με τα κοπάδια σας.
Ύστερα τους καλόπιασε και τους έδωσε σημαδεμένα ψηφοδέλτια. Αν τύχαινε και δεν ψήφιζαν το κόμμα του,  θα πάθαιναν όλα τα κακά του Αδάμ και της Εύας.

Ο γέρο Μαρουδής τελικά εγγυήθηκε, ότι θα ψηφίσουν το κόμμα της Προόδου και γλύτωσαν τα χειρότερα.
Ο Ξουράφης και ο Λαθούρης έκαναν και αυτοί τις επισκέψεις τους στο Γιοβαίϊκα καλύβια, χωρίς επιτυχία. Η γριά Κότσιαινα  μόνο συναίνεσε να αδιαθετήσει την Κυριακή των εκλογών και να μην ψηφήσει την αντιπολίτευση.
Η ώρα είχε παρέλθει και ο Ξουράφης με τον Λαθούρι έφθασαν πρώτοι στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης. Οι δύο άλλοι αργούσαν. Μα σαν έφτασαν έδειχναν κουρασμένοι. Ο Κάντας για την αργοπορία επικαλέσθηκε ότι ήδη ετοίμαζε μηνύσεις, ο δε Νταής, μιας και τον είπαν τραμπούκο, ισχυρίστηκε ότι… βρήκε πολύ δουλειά!  Η πραγματικότητα ήταν ότι ανακάτεψαν το γάλα με το κρασί που έπιναν και είχαν συνεχείς στομαχικές διαταραχές. Για αυτό και άργησαν.
Όλοι μαζί αναχώρησαν εσπευσμένα για την Κοκκαλιάρα, ένα μικρό συνοικισμό.
Πολλοί  τους κατοίκους της   τους   έλεγαν Παναγουλαίους. Η καταγωγή τους  ήταν από το Βαλτεσινίκο.  Άλλοι  λέγανε πως κρατούνε από ράτσα αρματωλού. Κάποιος πρόγονός τους , ο Γιάννης Κωνσταντόγιαννης, πήρε μέρος στον ξεσηκωμό του Γένους κι αυτό τους έκανε περήφανους και δυναμικούς.
Εκεί σε μικρή ακτίνα το ένα από το άλλο ήταν πέντε καλύβια, μα  οι ψήφοι υπερέβαιναν τις τρείς δωδεκάδες!  
Οι Κοκκαλιαρήσιοι είχαν καραούλι  ολημερίς και ,  όποιος  άνθρωπος  πήγαινε εκεί, τον έβλεπαν από μακριά και το  μάθαιναν αμέσως.  Είχαν ένα τουφωτό πουρνάρι, που ήταν χώρος υποδοχής.
 Το απόγιομα εκείνο πρώτος ένας  γιός του Χρηστιά , ο Πάνος, διέκρινε από απόσταση  τα τρία ζώα με τους αναβάτες, που κατευθύνονταν  προς τα κει. Φώναξε και τον γέρο Χρηστιά και τον Μητρόγιαννη, που κάθονταν πιο πέρα καπνίζοντας τα τσιμπούκια τους. Και οι τρεις αγνάντευαν περίεργα.
__Οι γέροι  σαν κάποιον να  βλέπουν να’ρχεται, είπε ο γέρο Θύμιος στην γυναίκα του, την Γιαννουλίτσα. Εκείνη δεν έχασε καιρό, βγήκε αγνάντια  στην αυλή, έβαλε το χέρι της στα μάτια, να μην την στραβώνει ο ήλιος, κι αγνάντευε.
Είδε και κείνη σκόνη που σήκωναν τα πέταλα των ζώων. Η γριά Αρετή έλεγε στη Γιαννουλίτσα, ότι είναι γύφτοι και φώναξε τους άντρες να μην τους αφήσουν να πλησιάσουν στα καλύβια τους.
__Εκλογές έχουμε, άρα υποψήφιοι έρχονται, παρατήρησε ο Αγγελής ο Χρηστιάς και το επιβεβαίωσε ο Γιάννης ο Καράμπελας.
Οι Κοκκαλιαρήσιοι ειδοποιημένοι ο ένας  με τον άλλον, άλλοι έρχονταν και άλλοι  περίμεναν συγκεντρωμένοι  προς συνάντηση με τους επισκέπτες τους.
Φτάνοντας ,τους καλωσόρισαν  όσοι  εκ των γερόντων ήταν εκεί. Οι επισκέπτες έδεσαν τα ζώα τους απόμακρα το ένα από το άλλο, να μην μαλώνουν,  τους έριξαν σανό να φάνε και γύρισαν στον ίσκιο του πρίνου. Ο Λαθούρης , βλέποντας τις θερμές υποδοχές και τις χειραψίες, που του έδιναν οι Παναγουλαίοι, θεώρησε βεβαία την επιτυχία του και σίγουρη  την εκλογή του κόμματος.
Από τα σπίτια εξέρχονταν παιδιά χοροπηδώντας ,και δειλά δειλά έκαναν την παρουσία τους  και οι γυναίκες.
Τους δόθηκε η εντολή από τους άντρες τους,  να μαγειρέψουν και να συμφάγουν όλοι μαζί.  Είκοσι πέντε  νοματαίοι  είχαν δώσει το παρόν.  Πολλοί έλλειπαν με τα κοπάδια, άλλοι στον κάμπο και άλλοι αλλού.
__Φέρατε φρέσκο καπνό για τα τσιμπούκια μας; Ρώτησε ο γέρο Θύμιος ,για να πιάσει κουβέντα.
__Πια  γιατί ήρθαμε; Απάντησαν γελώντας οι υποψήφιοι και έδωσαν την καπνοσακούλα τους να γεμίσουν τα τσιμπούκια . 
Οι Κοκκαλιαρήσιοι απαίτησαν, για να ψηφίσουν το κόμμα της Προόδου, από τον Γεώργιο Ξουράφη, να κάνει τα στραβά μάτια στην φορολογία των ποιμνίων τους και των μεγάλων ζώων. Να τους φτιάξει μικρό εξωκκλήσι για τις θρησκευτικές τους ανάγκες.  Επίσης  ζήτησαν να βόσκουν τα πρόβατα στου Κόλια το Βουνό, που είναι κοινοτικός χώρος, χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.
Το άνοιγμα μεγάλου   δρόμου ήταν αίτημα χρόνων και άρχισε να υλοποιείται.

Ο Ξουράφης συμφώνησε να τα δει  τα αιτήματα αυτά με καλό μάτι, καθότι δεν ήταν μόνος του, να αποφασίζει για όλα εν λευκώ.    

Δεν παρέλειψαν ν’ ανέβουν στο καλύβι του γέρο Αναστάση, που ήταν κατάκοιτος να τον ιδούν και να του ειπούνε έναν  καλό λόγο. Η τακτική τους ήταν και ψηφοθηρική, να ενδιαφέρονται για τους αδύνατους, τους κατατρεγμένους και να κερδίζουν ψήφους.

Ο Γ.  Ξουράφης δήλωσε την συμπάθεια και την αγάπη,  που τρέφει για τον γέρο Αναστάση και ζήτησε από τον γέρο Χρηστιά, που καθόταν δίπλα του, να μάθει την ηλικία του.

__Εγώ, είπε ο γέρο Χρηστιάς, γεννήθηκα το 1874. Ο Αναστάσης γεννήθηκε το 1882 και ακολουθεί ο Θύμιος το 1885.

__Ο Μητρόγιαννης του Μήτρου, πότε γεννήθηκε;

__Εγώ, φώναξε εκείνος, είμαι νέος μπροστά τους!. Γεννήθηκα το 1887.

__Να ζήστε και να τα εκατοστίστε,  είπαν όλοι γεμάτοι θαυμασμό και αγάπη.
Η ώρα με την συζήτηση πέρασε ,μα και το φαγητό σχεδόν είχε γίνει. Όλοι είχαν πεινάσει. Αφού έπιασαν τις θέσεις τους φιλοξενούμενοι, οι γέροι , ο ένας μετά τον άλλον, μετακινήθηκαν στο μεγάλο τραπέζι. Κράπ  κράπ τα τσαρούχια τους, με την φούντα και τα καρφιά, έτριβαν την γη κι ακουγόταν ρυθμικά ο κρότος.  Επιάσανε πρώτη θέση.  Δίπλα στους γέρους κάθισαν οι γριές, Μητρογιαννού και η Αρετή με τις φουστάνες τους και τις μαντίλες δεμένες στο κατωσάγονο. Στο τραπέζι κάθισαν  όλοι οι απόγονοι των Παναγουλαίων, που ήταν ψηφοφόροι και ευρίσκοντο εκεί. Αδέλφια, ξαδέλφια, σύμπλεγμα από χρηστιαίους, Σμποραίους, Μητρογιανναίους, Καραμπελαίους, έπαιρναν θέση κοντά τους, στο μεγάλο τραπέζι.

Οι κάτασπρες υφαντές πουκαμίσες των γερόντων φώτιζαν τον ίσκιο του μεγάλου πουρναριού. Εκείνες οι καλοφτιαγμένες τσιγκελωτές μουστάκες , οι κούκοι στα κεφάλια τους, τα αρυτίδωτα κοκκινωπά πρόσωπά τους και η αγέρωχη κορμοστασιά τους  έδιναν έναν ιδιαίτερα γιορταστικό τόνο  στην ομήγυρη.

Μια όμορφη ατμόσφαιρα είχε δημιουργηθεί,  που πολλοί θα ζήλευαν.

Ο γέρο Χρηστιάς καθόταν αναπαυτικά με το τσιμπούκι στο χέρι, κοίταγε καταπάνου στον πρίνο και κάτι  σκεφτόταν. Μετά έφερε την ματιά του στον Λαθούρη και τον ρώτησε για τους υποψήφιους του άλλου κόμματος. Έγινε κουβέντα. Εν τω μεταξύ

τον ενενηντάχρονο γέρο Αναστάση, που δεν μπορούσε να βγει από το καλύβι του, πήγε να δει ιδιαίτερα για λίγο και ο Γιάννης Λαθούρης και γύρισε γρήγορα.

 Σαν κάθισαν όλοι κάτω από το πουρνάρι ήρθε και η ώρα για φαγητό.

__Άιντε γυναίκες!  πεθάναμε της πείνας και οι ξένοι  θα λένε,  ότι δεν έχουμε να φάμε.  Βιαστείτε!.

Οι γυναίκες είχαν βράσει σε δυο τεντζερέδες  δυο κότες και έναν μεγάλο κόκορα, έριξαν και χυλοπίτες μέσα και ο τόπος μοσκοβόλαγε. Θα χόρταιναν όλοι και τα φαγητά θα περίσσευαν.

Οι κοπέλες κουβάλησαν ψωμί,  τυριά και βραστογαλιές και δυο κανάτια κρασί. Τα εναπόθεσαν όλα στους τρείς ενωμένους κορμούς λεύκων επεξεργασμένων σε επίπεδη επιφάνεια. Αυτό ήταν το μεγάλο τραπέζι που έτρωγαν, γλένταγαν και προσκαλούσαν τους φίλους τους οι Κωνσταντινοπουλαίοι, λεγόμενοι από τον κόσμο και  Παναγουλαίοι.

Ο γέρο Χρηστιάς πρώτος έκανε τον σταυρό του και χαιρέτησε τους υποψήφιους, κάνοντας ευχή, να βγούνε πρώτοι για το καλό του χωριού και της Κοκκαλιάρας.

Ακολούθησαν τα τσουγκρίσματα με τις κούπες και οι ευχές έδιναν και έπαιρναν. Στον Ξουράφη έβαλαν στο πιάτο του για φαί  ένα μπούτι του κόκορα για να γίνει δυνατός και να αντέξει  ως τις εκλογές. Στον Γιάννη τον Λαθούρι πρόσθεσαν και το κεφάλι του. Όλοι γεύονταν τις νόστιμες χυλοπίτες με το κρέας και έπιναν μπόλικο κρασί.

Ο Γ. Κάντας ζήτησε συγνώμη, που τράβηξε σε μια περίπτωση τα άκρα και καταδίκασε παλιότερα τον κλέφτη,  γιό του Θύμιου, σε φυλάκιση.

Ο δε Νταής ,μετά το τρίτο ποτήρι κρασί που ήπιε, δήλωσε ότι τίθεται στην διάθεσή τους, σε ότι τον χρειαστούν με κατοίκους της διπλανής κοινότητας.

Η συζήτηση έγινε σε πνεύμα κατανόησης και συνεργασίας και ήταν επωφελής για όλους. Στους γέρους ο Ξουράφης έφερε καπνό για τα τσιμπούκια τους και στα παιδιά τους  πακέτα σιγαρέτων. Υπολόγισε των αριθμό των ψηφοφόρων και σε κάθε έναν πρόσφερε από ένα. Δεν του βγήκαν όμως σωστά και δυο δεν πήραν και θα έμεναν χολωμένα. Τους έταξε την ημέρα τον εκλογών, που θα έρχονταν στο χωριό, θα τα έπαιρναν διπλά.
Είχαν φάει, όταν ο Καράμπελας ζήτησε από τον Ξουράφη να ίδει παλαιό συμβόλαιο, που είχε φυλαγμένο στην κασέλα του καλυβιού του. Ο Ξουράφης, σαν εξήλθε του σπιτιού, οι παραφουσκωμένες τσέπες του ήταν χαλαρές. Άφησε φαίνεται στο σπίτι του Καράμπελα άγνωστα πράγματα , που φούσκωσαν την φαντασία συνυποψήφιων και ψηφοφόρων. Ο Καράμπελας έλεγε μετά από λίγο στο τραπέζι που κάθισαν:

__Επί τέλους βρέθηκε ο άνθρωπος που θα ενδιαφερθεί και για τις  οικογένειές μας και τον τόπον. Όλοι πρέπει να ψηφίσουμε το κόμμα της Προόδου.Ο Λαθούρης , αφού άκουσαν και δυο τρία κλέφτικα τραγούδια, έγνεψε στον Ξουράφη να φύγουν για το χωριό.

Φεύγοντας χαιρέτησαν με ιδιαίτερη θέρμη, τους γέροντες και τους λοιπούς ψηφοφόρους και είπαν επαινετά λόγια για τις γερόντισσες μάνες τους και τις   γυναίκες των.

Ευχαρίστησαν για μια ακόμη φορά τους φίλους των, άφησαν και ένα μεγάλο μάτσο ψηφοδέλτια και έφυγαν….
__Πέρασε κι αυτός ο κάβος, χωρίς απώλειες ψήφων, είπε με χαμόγελο ο Λαθούρης.

__Πάμε να φύγουμε από κοντά τους, απάντησε ο Ξουράφης, μην ζητήσουν και διορισμούς.

__Καλά τους πλέρωσες, τον αποστόμωσε ο Γ. Κάντας, και εννοούσε τις κατά φαντασία λίρες, που υποπτεύονταν όλοι, ότι άφησε στο καλύβι του Καράμπελα.

__Του άφησα ψηφοδέλτια, είπε ο Ξουράφης, και δυο δεκάφραγκα για να πάρει τσιγάρα να τα μοιράσει σε όλη την παρέα τους.

Του έδειξα εμπιστοσύνη και εκείνος την  θεωρεί τιμή μεγάλη και πραγματική φιλία, την κατ’ ιδίαν, έστω και για λίγο, συζήτηση. Κολακεύεται βλέπεις ο Καράμπελας  και έτσι έπρεπε να κάνω, για να τον δέσω με την φιλία μου και να μην θέλει να φύγει από κοντά μας.

Κουβεντιάζοντας πώς είδαν τους ψηφοφόρους, ποιες πιθανές απώλειες ψήφων θα είχαν και καταμετρώντας στα δάχτυλα άλλοτε τους σίγουρους και άλλοτε τους πιθανούς  ψήφους,  έφτασαν στο χωριό, που ο αγώνας θα συνεχιζόταν  σκληρός.
Ο Ανδρέας  ο Πίκος, ήταν αφοσιωμένος ψηφοφόρος της παράταξης   « Ν. Συμμαχία». Θεωρούσε τσαρλατάνους τους συμβούλους του άλλου κόμματος ,της Προόδου και ανίκανους να διοικήσουν  και να κάνουν έργα στο χωριό.

Πέρναγε  όμως από το καφενείο «Η φθήνεια», που είχε έδρα του η Πρόοδος και έβρισκε ανταπόκριση. Τον θεωρούσαν δικόν τους, τον κέρναγαν κανένα λουκούμι, κανένα τσιγάρο και χαριεντιζόταν  με ψηφοφόρους και συμβούλους του κόμματος της Προόδου.

Δεινός χαρτοπαίκτης , έπαιζε το χαρτάκι του, αλλά τελευταία φαινόταν  αφηρημένος στο παιγνίδι και έχανε παρά φύση. Το μυαλό του το είχε στις  κομματικές συζητήσεις και υπέκλεπτε μυστικά.

Κίνησε όμως την περιέργεια του συμβούλου της Προόδου Γαλάνη Αντώνη. Παρακολούθησε τον Πίκο και διαπίστωσε ότι μετέφερε μυστικά στο αντίπαλο κόμμα!.

Και νά, πώς τον έπιασε στα πράσα!.

Ο Αντώνης Γαλάνης  δήλωσε φωναχτά σε φίλο του, για να ακούει ο Ανδρέας Πίκος, αγανακτισμένος για το κόμμα του, την Πρόοδο:

__ Έμαθα ότι δυο σύμβουλοί μας  είναι καταχραστές!  Δεν με εκφράζει πλέον αυτή η Παράταξη!. Ευκαιρία ζητώ, του είπε, εκ του αντιθέτου κόμματος να μου κάνουν απλό νεύμα, για  να υπάγω με το μέρος των. Είπε και άλλες κατηγορίες για το κόμμα του…..

Την επομένη ο  Γιάννης Κατσίρης  πλεύρισε τον Αντώνη Γαλάνη και του είπε:

__Έμαθα ότι θέλεις να συνεργασθείς μαζί μας και ότι είσαι πικραμένος με το κόμμα σου. Δεν έρχεσαι μαζί μας;

__Αν με θέλει ο αρχηγός σας, που είναι και ανιψιός μου, να έλθω, του απάντησε εκείνος.

Κατάλαβε ότι ήταν δάκτυλος του Ανδρέα  του Πίκου, που είχε μεταφέρει και άλλες ειδήσεις. Την ιδίαν ημέρα τον  κάλεσε ιδιαιτέρως για να μην τον προσβάλει δημόσια και του μεταβίβασε την θέληση του:
__Ανδρέα, μην έρχεσαι στο καφενείο που λέγομε τα μυστικά του κόμματος, έως ότου  τελειώσουν οι εκλογές. Διαφορετικά είμαι υποχρεωμένος να σε καταδώσω σαν σπιούνο και ρουφιάνο.
Την επομένη  ημέρα, ,Πέμπτη, ο  Γ. Ξουράφης, επικεφαλής της Προόδου, κάλεσε  στο σπίτι του  τους συμβούλους Γεώργιο Κάντα και Γιάννη Λαθούρη.

__Ελάτε στο σπίτι μου αύριο, τους είπε. Πρέπει να κουβεντιάσουμε. Αλλού, οι τοίχοι έχουν  αυτιά και θα μας ακούσουν!.
Ζήτησε από τον Γ. Κάντα κατάσταση χωριανών, που εκκρεμούσαν σε βάρος τους δικαστικές αποφάσεις και υποστήριζαν τώρα  την  άλλη παράταξη, τη Συμμαχία. Ζήτησε και τα ονόματα των μηνυτών, που είχαν κάνει πρωτόκολλα για αγροζημιές. Ο Γ.  Κάντας, με υπερβολικό ζήλο, είχε κάνει, λίγο πριν τις εκλογές, πολλά πρωτόκολλα.

Επηρέαζε και παρότρυνε τους μηνυτές να υποβάλλουν μηνύσεις και ,με την σύμφωνη γνώμη τους, θα απάλλασσαν αργότερα στο Δικαστήριο  τους μηνυμένους, φ’ όσον θα ψήφιζαν το κόμμα του.  Ο Κάντας και ένας ακόμη σύμβουλος  έπρεπε να κάνουν τις επαφές  με τους μηνυτές και μηνυμένους. Για όσους  έβλεπαν  με κακό μάτι τον Γ. Κάντα και δεν τον χώνευαν,   θα αναλάμβανε την διεκπεραίωση αυτού  του συμβιβασμού ο Γιάννης Λαθούρης. Τέλειο προεκλογικό τέχνασμα!

__Καλά που το σκέφτηκες Ξουράφη, του είπαν. Το εγχείρημα αυτό θα είναι θετικό, συμφώνησαν από κοινού και οι τρεις. 

Την ίδια ημέρα ο Κάντας επεσκέφθη τον Νίκο Ρουμπογιάννη και του ζήτησε χωρίς περιστροφές την ψήφο του.

__Ψήφησέ με, του είπε, κι εγώ αργότερα έχω τον τρόπο να σε απαλλάξω στο Δικαστήριο!.

__Ξέρω, του είπε εκείνος!. Τα έχεις κάνει πλακάκια με τους άλλους συμβούλους και κάνετε αβέρτα μηνύσεις. Μα εγώ δεν πρόκειται να ψηφίσω εσένα και  το κόμμα σου.

 Ο Ρουμπογιάννης, θυμωμένος , έβγαλε οργισμένη και δυνατή φωνή και τον διέταξε να εξέλθει του σπιτιού του.
_Μας μηνύσατε για να εισπράξετε ψήφους. Μα έχουν γνώση οι φύλακες!.
Οι φωνές του ακούστηκαν σε όλη την γειτονιά. Ο Κάντας εξήλθε από το σπίτι του Ρουμπογιάννη άπρακτος και εξυβριζόμενος.  Δεν τόλμησε να κάνει άλλη επίσκεψη σε σπίτι μηνυμένου. Είπε όμως κι αυτός  τις δικές του φοβέρες,  καταφερόμενος στον Ρουμπογιάννη.
__Θα σε ταχτοποιήσω εγώ στα δικαστήρια. Έννοια σου και θα σκεφθώ μήπως σου κάνω μήνυση για εξύβριση Αρχής!
Το γεγονός μαθεύτηκε στην γειτονιά και στο χωριό και στην πλατεία ήταν το πρώτο θέμα συζήτησης.

Το κόμμα της Ν. Συμμαχίας εκδήλωσε έμπρακτα την συμπαράστασή του με επισκέψεις  στο  σπίτι  του Ρουμπογιάννη και σε άλλους που είχαν μηνυθεί. Διαμήνυσαν δε στον Γ. Κάντα ότι, εφ’ όσον θα έβγαιναν στην εξουσία, θα τον έδιωχναν και θα διόριζαν δικόν τους άνθρωπο για αγροφύλακα.
Ήταν τελευταίες ημέρες προ των εκλογών και ο Κυριάκος Βλαστός, υποψήφιος του κόμματος της Ν. Συμμαχίας, επεσκέφθη τον ξάδελφο του Θεόδωρον Ντάλα. Αυτός είχε,  μαζί με τα παιδιά του, εφτά ψήφους.
__Βόηθησέ με ξάδερφε, του είπε. Εγώ και το κόμμα μου κινδυνεύουμε.
__Δεν έχω άλλον ξάδερφε, παρατήρησε εκείνος. Εσένα έχω.  Δεν ξέρω τί θα κάνει η Ζέμπα, και εννοούσε την σκληροτράχηλη  γυναίκα του, την Βαγγελιά, που της είχε δώσει το όνομα μιας  σκύλας όμορφης και έξυπνης, που είχε. Σε εσένα όμως ανήκουν οι ψήφοι.
__Πώς δεν έχουμε, του είπε η γυναίκα του, που ήταν στην αυλή και άκουσε την στιχομυθία.  Έχουμε και καλύτερους από σας, απευθύνθηκε  στον άντρα της. Εγώ θα ψηφίσω τον ξάδερφό μου, και εννοούσε τον Γ. Ξουράφη,και συ κάνε ότι θες.
__Θα στα κόψω τα χέρια! Απάντησε με θυμό ο άντρας της, αν κάνεις κάτι τέτοιο και, γυρίζονταστον Βλαστό του είπε: Μην την ακούς!. Ότι θέλω εγώ θα γίνει εδώ μέσα.
_Θα γίνει κόκκινα, ότι θέλεις εσύ!.  Εγώ και τα παιδιά μου θα ψηφίσουμε Ξουράφη, που μας προστατεύει.
__Αν το ‘ξερα, ότι θα μαλώνατε, δεν θα ερχόμουν, ξάδερφε. Τώρα τί να σου ειπώ;  ότι μπορείς κάνε. Θα τα ειπούμε αργότερα και στο καφενείο. Τον χαιρέτησε κι έφυγε. 
Ο Κυριάκος ο Βλαστός σαν έφυγε, η  γκρίνια συνεχίσθηκε για ώρες και από το σπίτι ακούστηκαν  τσιρίγματα, στριγκλιές και κατάρες. Πίσω από τα παραθυρόφυλλα οι γειτόνισσες  ήταν όλο αυτιά και άκουσαν πράγματα και θαύματα, μέχρι αργά το βράδυ. Αυτός ο καυγάς εξελίχθη σε οικογενειακή κωμωδία πρώτης τάξεως!.
_Ακούστε γειτόνισσες που με βρίζει, φώναξε κάποια στιγμή αγανακτισμένη η Βαγγελιά.
Ο Ντάλας, μη μπορώντας να ακούσει άλλο τις φωνές της, απομακρύνθηκε του σπιτιού. Εκείνη νομίζοντας ότι έφυγε για την πλατεία και δεν θα την άκουγε, ξεστόμισε ύβρεις. «Αϊ στο διάολο η ψυχή σου κερατά, εκεί που σε βρήκα»!.
Εκείνος, βλέποντας ότι η γυναίκα του όχι μόνο δεν συμμορφωνότανε , ούτε έπαιρνε από λόγια ,αλλά αγρίευε επικίνδυνα, έκανε ότι δεν άκουσε τίποτε,  άφησε την αυλή και για δυο ώρες έφυγε για το καφενείο, ώσπου εκείνη να εκτονωθεί.
__Ακούς να μαλώνει το αντρόγυνο για τις ψήφους, έλεγαν οι γειτόνισσες!  Μη χειρότερα!.
Κείνο το βράδυ και για δυο άλλα  ακόμη, όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι  ο άντρας της, κείνη έπαιρνε το απλάδι της, το έστρωνε κοντά στην πόρτα και κοιμότανε.
Δυο φορές που βγήκε για προς νερού του εκείνος , μέσα στο σκοτάδι, δυο φορές  την πάτησε σκόπιμα. Αλλά αυτή ούτε στεναγμό έβγαλε, ούτε μιλιά. Όταν την φόρτισε ο άντρας της να κοιμηθεί κοντά του, είπε  πως κάνει πολύ ζέστη και προτιμά  να κοιμηθεί κοντά στον αέρα και μόνη. 
Αιτία βέβαια δεν ήταν η ζέστη, αλλά η διαφωνία περί της ψήφου. Ο Ντάλας εννόησε  μιας εξ αρχής και προσπάθησε να πάρει ανακωχή και να συζητήσουν εκ νέου το θέμα της ψήφου.  Εκείνη παρέμεινε θυμωμένη και σχεδόν αμίλητη και αμετακίνητη στις προθέσεις της. Ούτε κατσαρόλα έβαζε στη φωτιά   με φαί.  

__Θα σε κανονίσω εγώ, μονολογούσε. Από δω και πέρα  δεν θα φοβάται η γυναίκα τον άνδρα, αλλάο άνδρας την γυναίκα. 

__Μπελάς μεγάλος έγινες για μια ψήφο!  Κάνε ότι σε φωτίσει ο Θεός και δώσε την  όπου θέλεις,  της είπε κάποια στιγμή ο άντρας της και κατευθύνθηκε  προς την πόρτα  της αυλής.

__Έπρεπε να φτάσουμε  εδώ, για να δώσεις την άδεια να ψηφίσω τον Ξουράφη; Απάντησε εκείνη.

Εκείνος σαν την άκουσε, έδωσε μια μούντζα, χωρίς να ειπεί λέξη και κατευθύνθηκε στο καφενείο.   Είχε συγκέντρωση η Ν Συμμαχία.

Υπήρχε η σχετική ανακοίνωση, ότι θα συγκεντρωθούν στις οχτώ η ώρα, να δείξουν την δύναμή τους. Κουμάντο για τη συγκέντρωση έκαναν οι τρείς  σύμβουλοι, αλλά φάνηκαν κάπως αδιάφοροι για την σημασία και αξία της συγκέντρωσης.  Δεν ενημέρωσαν έγκαιρα τον κόσμο και τους φίλους ψηφοφόρους.

Σύνολο  είχαν συγκεντρωθεί με τους συμβούλους δέκα εννέα  άτομα. Πολλοί δεν ήθελαν να τα χαλάσουν με το άλλο κόμμα και δεν έρχονταν  στην συγκέντρωση.

Ο Κλωνάρης βλέποντας την αποτυχία έφυγε δια επείγουσα δουλειά, όπως είπε μεγαλοφώνως στους συμβούλους του, ενώ μυστικώς τους συμβούλεψε να αναστείλουν  την συγκέντρωση για άλλο βράδυ.
Ο καπνός από  διπλανό φούρνο ήταν ορατός και η μυρουδιά μάραθου και κρεμμυδιού κέντρισε το ενδιαφέρον των τριων φίλων, Κουτσού, Ζιογούλα και Τζιμπάκου, που έμπαιναν κείνη την ώρα στο καφενείο της Παράγκας.

Ρώτησαν τον καφετζή και, μετά την απάντηση που έδωσε κείνος,  τον παρακάλεσαν να φέρει  μια μερίδα να πιούν τα κρασιά τους.

__Πηγαίνω να ρωτήσω  την γυναίκα μου, τους είπε ο κάπηλος και εξήλθε του καφενείου, μεταβαίνων  για λίγο στο σπίτι του.

Εκείνοι έψαξαν με τα μάτια τους, για να ιδούν αν ήτο άδειο το τραπέζι που κάθονταν συνήθως.  Πήραν και μια καρέκλα που έλλειπε και κάθισαν  τρίβοντας τα χέρια τους από αμηχανία, που δεν είχαν ποτήρια και κρασί.

Η μια καρέκλα χειροποίητη, φτιαγμένη από πολλά χρόνια, πλατανήσια, ευμεγέθης , ψηλή. Σ΄αυτή  στυλωνόταν η πλάτη κι ο σβέρκος ξεκούραστα.  Συνήθεια παλιά, πρόφτασε και έκατσε  εκεί ο Κουτσός,  για να κάνει κουμάντο.

Ύστερα από λίγο  ήρθε ο κάπηλος, έφερε ένα  σαγάνι με πλατοκούκια ψημένα στον φούρνο σκεπασμένα με μια πετσέτα. Μοσκοβόλησε ο τόπος!

Έφερε στο τραπέζι τους ποτήρια και κρασί και σε ένα μικρό πιάτο μετρημένα κουκιά.

__Ποτήρι και κουκί, έλεγε ο κουμανταδόρος Κουτσός, για να μην τελειώσουν.

Μαζί με τους φίλους προσκολλήθηκαν και άλλοι φίλοι και έπιναν και δεν ξεκολλούσαν από κοντά τους.

Είχε μαθευτεί η συγκέντρωση της Ν. Συμμαχίας από το αντίθετο κόμμα, της Προόδου. Ο Γιάννης Λαθούρης, είχε υπό την προστασία του ομάδα μικρών παιδιών που φώναζαν ρυθμικά.

__Ζήτω το κόμμα της Προόδου. Ζήτω ο Λαθούρης.

 Εκείνος τους μοίρασε καραμέλες και τους έταξε να μοιράσει και στραγάλια, αρκεί να φωνάζουν τα συνθήματά του, έξω από το καφενείο στην μεγάλη πλατεία. Και τα παιδιά συνέχιζαν:

__Κάτω οι ανίκανοι. Ζήτω το κόμμα της Προόδου.

Ήταν και παιδιά που οι δικοί τους υποστήριζαν το κόμμα της Συμμαχίας. Μα τί να έκαναν οι γονείς τους, που τα παιδιά ήταν ξεροκέφαλα και δεν τους άκουγαν;
Τη χρονιά εκείνη, για πρώτη φορά, ήταν γραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους ο γιός του,  ο Γιάννης Πολύξερος. Διέμενε στην Αθήνα, μα σαν του έγραψε ο πατέρας  του,  Κώστας Πολύξερος, για τις  εκλογές,  ήρθε πέντε ημέρες κοντά του, να ξεκουραστεί και να ψηφίσει κιόλας.

Από καιρό ο πατέρας του  είχε βολιδοσκοπήσει και σκεβότανε   πώς να εκμεταλλευτεί τις τρείς ψήφους:  της γυναίκας του, του γιου του και την δική του.

Στις προηγούμενες εκλογές  κατάφερε να πάρει λεφτά και από τα δυο κόμματα. Έλεγε στο ένα κόμμα, θα ρίξει μαύρο στο άλλο και το αντίθετο. Κι έτσι κατάφερνε να τους  παραπλανεί.  Αλήθεια είναι ότι ήταν φτωχός, αλλά και τεμπελάκος και ένα κουσούρι  στους πνεύμονες, όπως έλεγε ότι έχει,  τον εμπόδιζε να καλλιεργεί   τα σιταροχώραφα. Με τέτοια  τερτίπια την έβγαζε χρονιές χρονιές.

Ήξεραν τα κόμματα με τί  άνθρωπο είχαν να κάνουν και στις φετινές εκλογές, ούτε ο Ξουράφης  ούτε ο Κλωνάρης τον πλησίασαν να κάνουν συναλλαγή.

Ο Πολύξερος γυρορχότανε  στην πλατεία, μάθαινε τις δυσκολίες του ενός κόμματος και του άλλου ,  τον κέρναγαν κανένα λουκούμι,  μα το στόμα του το κράταγε κλειστό, όταν τον πείραζαν και τον ρωτούσαν, ποιόν θα ψηφίσει.
__Πού θα μου πάνε, έλεγε!. Αυτοί καίγονται για  ψήφους και ψήνονται  για την πολιτική. Άμα σφίξει το ζουνάρι και έχουν ανάγκη και κόψιμο, θα με ζυγώσουν.
Ο Κλωνάρης μετρώντας ξανά και ξανά  τις ψήφους, δεν του έβγαιναν να πάρει την εξουσία. Κάθε ψήφο που θα έπαιρνε από τον αντίπαλο, μέτραγε διπλός. Έναν που θα κέρδιζε και έναν που θα έχανε ο αντίπαλος,  μάς κάνουν  δύο. Αν μπορούσε να πάρει εφτά  ψήφους από το κόμμα της Προόδου, θα ήταν το πρώτο κόμμα και θα κέρδιζε  τις εκλογές.
__Πήγαινε,  διέταξε σχεδόν  τον Κυριάκο τον Βλαστό. Συνεννοήσου να τον πλανέσουμε  με ένα φόρτωμα αραποσίτι, για να πάρουμε τις ψήφους.
Ο Βλαστός την είχε στημένη και τον σταμάτησε  το βραδάκι φεύγοντας από το καφενείο, κάτω στη γέρικη αιωνόβια μυγδαλιά του Πόταγα.
_Κάτσε σε θέλω, του είπε.

Το φεγγάρι πέρναγε το φως του ανάμεσα από  τα αραιά κλαδιά της μυγδαλιάς και οι δυο άντρες καθώς συζητούσαν, φαίνονταν.

__Ένα πλευρό αραποσίτι έχεις. Δέχεσαι να έρθεις με το κόμμα μας;

__Οι άλλοι μου δίνουν παραπάνω, απάντησε στον Βλαστό,  και θα με γράψουν στους άπορους.

__Και μείς θα σου δώσουμε παραπάνου.  Ένα ολόκληρο φόρτωμα.

__Είναι και η ψήφος του παιδιού  ντέ!  Βάλτε κάτι ακόμα!.

__ Τότε να στείλεις το βράδυ κιόλας την γυναίκα σου να πάρει το ένα πλευρό απόψε και το άλλο αύριο. Και μια σακούλα αλεύρια έξτρα.  Πιστεύω να μην έχεις παράπονο.

__Παράπονο όχι!  Μα να, Κυριάκο, αν φόρτωνες το μουλάρι σου και το έστελνες στο σπίτι μου με ένα παιδί, θα απέφευγα την γκρίνια  από την Πολυξένη, τη γυναίκα μου.

__Δεν γίνεται Κώστα αυτό. Ο κόσμος θα ακούσει τα πέταλα του ζώου στην αυλή σου και θα ιδεί το μουλάρι. Μην επιμένεις!  Θα γίνουμε ρεζίλη στον κόσμο.

__Μάρτυράς μου η Μυγδαλιά και συ, Κυριάκο. Εγώ θα τηρήσω την υπόσχεσή μου.

Δώσανε τα χέρια, συμφωνήσανε και αναχώρησαν για τα σπίτια τους.

Οι κατάσκοποι του Ξουράφη, που είδαν τί έγινε, μετέφεραν αμέσως  την είδηση.  Εκείνος το ίδιο βράδυ έστειλε στο σπίτι του Πολύξενη  μαντατοφόρο και του παράγγειλε:

__Ή ψηφίζεις εσύ και η οικογένειά σου το κόμμα της Προόδου και παίρνεις, επί πλέον από όσα χρωστάς, ένα σακί αλεύρι ασπροσίτι,  ή επιστρέφεις πάραυτα το φόρτωμα το καλαμπόκι, που οφείλεις και τις εκατόν τριάντα πέντε δραχμές!.

Ευκαιρία είναι, σκέφτηκε  ο Πολυξένης, να ενώσω το αραποσιτάλευρο της Συμμαχίας με το σιταρένιο αλεύρι της Προόδου και να περάσω κι εγώ με την οικογένειά μου ένα μήνα μπέηκα.

Αφού θα του χάριζαν και τα χρωστούμενα, τί ανάγκη είχε να μην δεχτεί;

 Ζήτησε όμως απόδειξη έγγραφη, για όλα που συμφωνήσανε.

Το άλλο βράδυ  πήρε το σακί με το αλεύρι και μια απόδειξη ότι δεν χρώσταγε τίποτε στον Ξουράφι.

Πήρε και  τρία σημαδεμένα ψηφοδέλτια και, όταν ήρθε η ημέρα της κάλπης , ψήφισε το κόμμα της Προόδου, γιατί είχε πολλαπλάσια οφέλη, ενώ κοβόταν τάχαμου, για να θολώσει τα νερά τις τελευταίες ημέρες, για το κόμμα της Συμμαχίας.
Η γριά Γιαννούλα έλεγε ότι δεν έχει ιδεί καλό από τα κόμματα και δεν αισθάνεται  καμία υποχρέωση  να πάει να ψηφίσει.
Στις προηγούμενες εκλογές την πείραζαν ότι η ψήφος της δεν μέτραγε στο αποτέλεσμα,  είτε πήγαινε να ψηφίσει,  είτε όχι. Οσάκις το θυμότανε και της ζητούσαν την ψήφο της, μούντζωνε και ορκιζότανε ότι θα τους μαυρίσει όλους.
__Εσείς, τους έλεγε, θέλετε γαϊδουρινούς ψήφους και όχι την δική μου.  
Τόλμησε την παραμονή της ψηφοφορίας να οδηγήσει τον γάϊδαρό της κοντά στο εκλογικό κέντρο, για να τους εκδικηθεί.
__Πού  πας θεια με τον γάιδαρο; Την ρώτησε ο στρατιώτης. Εδώ είναι εκλογικό κέντρο!.
__Το ξέρω, απάντησε εκείνη, αλλά θέλουν και γαϊδουρινούς ψήφους!
Η γερόντισσα ήταν κωμικός τύπος και με την πράξη της αυτή  διασκέδασαν και η ίδια  και οι παρευρισκόμενοι εκεί τριγύρω με πολλά γέλια,  όσο εκείνη απομακρυνόταν.
Ο μικρός Νίκος, γύριζε ξυπόλητος, με κατασκονισμένα πόδια, κοντό παντελονάκι και άσκεπη  τουφωτή κεφαλή, στην αγορά.

__Έλα δω ανιψιέ, του φώναξε ο Ξουράφης. Ο πατέρας σου είναι στο σπίτι;

__Στο σπίτι είναι. Απάντησε ο μικρός.

__Πήγαινε να τον φωνάξεις, να έρθει εδώ, που τον θέλω.

__Μπάρμπα, ετοιμαζόταν  να φύγει. Δεν ξέρω, αν θα τον βρω εκεί!.

__Βιάσου πριν φύγει!  Να έρθει εδώ που τον θέλω.

 Σαν έφτασε ο Τάσος στην αγορά , ο Ξουράφης τον καλωσόρισε πρώτα και ύστερα του ζήτησε να πιάσουν τον ίσκιο, στον πλάτανο προς του Τούρκου τον κήπο, που δεν υπάρχουν άνθρωποι, να ειπούνε τα μυστικά τους.  Αφού κάθισαν σε ένα παγκάκι, ο Ξουράφης πήρε τον λόγο:

__Ξάδερφε,  οι εκλογές είναι δύσκολες και όλοι πρέπει να βοηθήσετε. Αν πάρουν οι άλλοι την εξουσία, θα έχουμε όλοι προβλήματα.

__Εγώ και η φαμελιά μου θα σε ψηφίσουμε και όσους μπορώ θα τους επηρεάσω!  Τι άλλο θέλεις να κάνω;

__Πολλά μπορείς να κάνεις!.  Θέλω να υποχρεώσω ορισμένους ψηφοφόρους. Κατάλαβες τώρα τί θέλω;
__Κατάλαβα ξάδερφε. Δεν σε ξέχασα. Δεν θα σε άφηνα έτσι.  Κάτι έχω βάλει στην άκρη. Πότε θέλεις να τα φέρω.

__Αύριο που είναι Σάββατο, θέλω να κρέμονται στο τσιγκέλι. 
Αποβραδύς  τρείς γίδες κουβάλησε σφαγμένες, γδαρμένες στο κατώι του. Το πρωί του Σαββάτου, πήρε την πρώτη, την κρέμασε στην ακακία που ήταν στην πλατεία του χωριού.  Εκεί τον περίμενε ο Ξουράφης, ο ξάδερφος, με μια χασαπομαχαίρα  και τον κρεατοκόπτη. Τεμάχισε το μπροστινό μέρος της γίδας, έκανε μια βρασιά ολόκληρη και την έστειλε με τον βοηθό και φίλο του τον Χρίστο, που υποστήριζε το κόμμα του, πεσκέσι σε πολυφαμελίτη.  Κείνο το Σάββατο έκανε πολλές βρασιές και μοίραζε το κρέας σε φαμελιές. Ο Χρίστος όπου πήγαινε έλεγε:

__Το στέλνει ο Γ. Ξουράφης, ημέρες που είναι να αρτυθεί η φαμελιά σας.

Σε δώδεκα οικογένειες έστειλε κρέας και οι δυο γίδες σχεδόν είχαν μοιραστεί. Έστειλε και στον Φώτη του Ντάνου. Εκείνος, σαν είδε το κρέας , έμεινε αναποφάσιστος και σκεπτότανε, αν θα έπρεπε να  το κρατήσει  και ρώτησε τον Χρίστο.

__Μήπως έγινε λάθος; Εμείς δεν είμαστε του κόμματός του. Πώς μας στέλνει κρέας;

__Για σας το στέλνει ο κύριος Ξουράφης. Να το πάρετε.

__Εμείς δεν είμαστε από κείνους που ψηφίζουνε δύο κόμματα. Πάρε το κρέας από δω και να το δώσετε εκεί που ξέρετε.

 Και άλλος ψηφοφόρος ήθελε να το επιστρέψει. Δήλωσε όμως, ότι το είδε η γυναίκα του, που ήταν γκαστρωμένη, και λιγώθηκε για έναν μεζέ.

__ Θα το κρατήσω το κρέας , μα δεν θα ψηφίσω το κόμμα σας, είπε γελώντας.
Μήπως και από το κόμμα της Ν. Συμμαχίας δεν γίνονταν τα ίδια;

Να! Ο Κυριάκος ο Βλαστός από πρωίας μάζεψε απίδια, κατακίτρινα και πεντάγλυκα. Τα άφησε τα δυο σακκιά σκόπιμα πάνω στην ξερολιθιά του κτήματός του και πλησίον του διερχόμενου δρόμου  να φαίνονται. Οι πεζοί που πέρναγαν από εκεί κουρασμένοι, πεινασμένοι  και ταλαιπωρημένοι έβλεπαν τ’ απίδια και τους άνοιγε η όρεξη να βάλουν κάτι στο στόμα τους. Πειρασμός πραγματικός !. Εκείνος, τάχα μου, έβοσκε δυο μαρτίνες κι όλο κοντά στ’ απίδια και το δρόμο  βρισκόταν και σαν πλησίαζαν  εκεί  οι οδοιπόροι τους φώναζε:

__Ελάτε να πάρετε δυο απίδια να τα βάλετε   στο στόμα σας να ξεληγουριάσετε. Αφού έπαιρναν τ’ απίδια και δάγκωναν ένα, τους ρώταγε. Πώς βλέπουν τις εκλογές. Τους γέμιζε και τις τσέπες τους για τα παιδιά τους  και τους έλεγε: Αν δεν έχετε άλλη υποχρέωση δώστε και μένα μια ψήφο.

Η Ν. Συμμαχία με τον Κλωνάρη αρχηγό, υπέδειξε σε  συνοδοιπόρους  να βοηθήσουν αφιλοκερδώς ψηφοφόρους του άλλου κόμματος  σε οικοδομικές δουλειές.

Ο Θ. Κλωνάρης και οι συνεργάτες του γύριζαν στις αυλές και στα σπίτια και έκαναν μετρήσεις.

Έξω στην αυλή του σπιτιού της, ήταν η Βάσω του Αργύρη. Είχε βάλει σκύβαλο στην ποδιά της και το έριχνε στο χώμα, να ταΐσει τις κότες της.  Μια από αυτές είχε σφηνωθεί στο πίσω μέρος της μάντρας, κακάριζε και δεν ερχότανε  να φάει.

Φώναξε τον Πανάγο, τον μικρό της γιό και τον έστειλε να την απελευθερώσει. Το παιδί, ανίδεο και άπειρο από τέτοια, έπιασε το ένα πόδι και τράβαγε ενώ το άλλο ήταν πιασμένο. Ανεβαίνοντας το δρόμο ο Γιάννης Κατσίρης απελευθέρωσε την κότα και κατευθύνθηκε  προς το σπίτι της Βάσως.

__Σε σας έρχομαι, αν με θέλετε, της φώναξε.

__Κόπιασε ,του απάντησε εκείνη.

__Δεν θα καθίσω πολύ. Τα μέτρα θα πάρω τώρα που έχω λίγο χρόνο. Είδες τι έπαθε η κότα σου, που απελευθέρωσα;
 Άπλωσε ένα σχοινί που είχε για μέτρο και πήγε στην γωνιά του κήπου.
__Μα τί θα κάνεις; Τον ρώτησε  Βάσω.

__Θα ιδείς, της είπε. Φώναξε και τον Αργύρη.

Εκείνη φώναξε τον άντρα της και βάζανε σχέδια, μέτραγαν και ξανά μέτραγαν να φτιάξουν καινούργιο κοτέτσι.

__Ο μάστορας δεν θα ‘ρθει; Ρώτησε τάχα μου με αφέλεια ο Αργύρης και εννοούσε τον Θ. Κλωνάρη.

__Κατ’ εντολή του ήρθα, να πάρω τα μέτρα, γιατί κι εκείνος έχει δουλειά.

__Πότε βλέπεις να ξεκινήσετε;

__Να!  Περνάγοντας οι εκλογές θα είμαστε έτοιμοι για να το φτιάξουμε.

Τον παρακάλεσαν να πιουν καφέ μαζί, μα κείνος βιαζόταν. Κείνη τη μέρα είχε πολλές υποχρεώσεις. Θα έπαιρνε μέτρα για μια σκεπή, να παραγγείλουν  τα κεραμίδια να έλθουν  και μετά τις εκλογές να την έφτιαχναν. Είχε και  μέτρα να πάρει για έναν φούρνο, να ησυχάσουν οι άνθρωποι από  το πήγαινε έλα στο φούρνο των  γειτόνων τους. Και να γλυτώσουν και κάμποσο ψωμί που μοίραζαν, για όρεξη ζεστό ζεστό από υποχρέωση.

Ο Θεόδωρος Κλωνάρης είχε στείλει και τον άλλο υποψήφιο σύμβουλό του,  τον Κίμωνα Δημάδη, να πάρει μέτρα  για δυο αποθήκες.

Μετά τις εκλογές είχαν υποσχεθεί να ανοίξουν δυο κατωγόπορτες και έξι παράθυρα. Κείνη τη χρονιά είχαν χωρίσει  τ’ αδέλφια τα σπίτια τους στα δυο και στα τρία, γιατί έκαναν δικές τους οικογένειες.

Ήθελαν ο Κλωνάρης και οι βοηθοί του, να βοηθήσουν τους φτωχούς  συγχωριανούς τους με το αζημίωτο βέβαια, εφ όσον τους ψήφιζαν. Αλλά μετά τις εκλογές θα  ερχόταν η βοήθεια!

Είχαν πάρει σειρά οι ψηφοφόροι, ανάλογα με τις ψήφους που είχαν , ποιος πρώτος ποιος μετά. Τα σχέδια γίνονταν και, σχεδόν μετά τις εκλογές , αμέσως θα άρχιζαν οι εργασίες  και σύντομα θα τέλειωναν . Εννοείται, αν κέρδιζαν τις εκλογές.

Όλες οι προεκλογικές υποσχέσεις και τα κόλπα στη φόρα!
Ο Γ. Ξουράφης  πάλι μέχρι πρότινος ήταν Κοινοτάρχης. Ένα μήνα πριν τις εκλογές , είχε δώσει εντολή να μην συνεχισθεί η συντήρηση  του δρόμου προς Άγιον Θεόδωρο, γιατί το βάρος έπεφτε στην ανακαίνιση του δρόμου προς Κοκκαλιάρα για διευκόλυνση των δικών του ψηφοφόρων.

Είχε και άλλους λόγους γι’αυτή του την απόφαση. Θα ανέστελνε την προσωπική εργασία ψηφοφόρων του και αργότερα ίσως την χάριζε, εφ’ όσον νικούσε το κόμμα του. Κατά δεύτερον ο δρόμος προς Άγιο Θεόδωρο  θα παρέμενε κακοτράχαλος και δεν θα μπορούσαν γέροι ψηφοφόροι του κόμματος της Συμμαχίας να έλθουν να ψηφίσουν.

Αμέσως ήρθε η αντίδραση από τον αντίπαλο.

Οι πέντε υποψήφιοι του κόμματος της Συμμαχίας, κάλεσαν και πολλούς ψηφοφόρους των και έκαναν διαδήλωση στην πλατεία και τους γύρω δρόμους. Ύστερα μετέβησαν έξω από το σπίτι του Γ. Ξουράφη, απαιτούντες την άμεσο έναρξη των εργασιών του δρόμου προς Άγιο Θόδωρο. Στη συνέχεια,  σύσσωμοι μετέβησαν πλησίον του χωριού σε πλευρωτό κοινοτικό χώρο, που είχε πρόσφατα καταπατηθεί από φίλο του κόμματος της Προόδου.  Έβγαλαν τα παλούκια, χάλασαν την περίφραξη και ξερίζωσαν τις μυγδαλιές, που είχε φυτέψει ο ψηφοφόρος  του κόμματος της Προόδου στον καταπατημένο χώρο. Η Αστυνομία που έφθασε την επομένη, δεν πρόσφερε τίποτε. Μόνο συστάσεις έκανε και έφυγε εσπευσμένα σε άλλο χωριό για σοβαρά επεισόδια.

__Δεν θα περάσουν οι ραδιουργίες και διαβολές σας ,φώναζαν στους υποψήφιους του κόμματος της Προόδου που συναντούσαν.
Το Σάββατο οι δυο παρατάξεις  εξασφάλισαν  ως κέντρο εξόρμησης,  η Πρόοδος το καφενείο η «Φθήνεια» και η Ν  Συμμαχία το καφενείο της Παράγκας.

Μέλη του κόμματος των αγάμων που δεν είχαν  διαλυθεί παντελώς, συγκεντρώνονταν στο καφενείο «τα πέντε αδέλφια».
Από την Παρασκευή ο Θ. Κλωνάρης αγόρασε συκωταριές έξι σφαγμένων ζώων! Έδωσε ρητή οδηγία στον καφετζή της Παράγκας να ετοιμάσει τα μεζεδάκια. Την άλλη ημέρα, Σάββατο,  να κερνά στα τραπεζάκια, που κάθονταν ψηφοφόροι, από μια οκά κόκκινο οίνο και μεζέδες.

__Καλά θα είναι να κεραστούν όλοι. Κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι όπως θα έρχονται από τα καλύβια, είπε.

__Εάν δεν χορτάσουν, τον διέκοψε ο καφετζής, θα είναι αδιάφοροι στην ψηφοφορία. Μπορεί να ρίξουν άκυρο και λευκό ψηφοδέλτιο την άλλη ημέρα.

__Οι φίλοι δεν θα το κάνουν αυτό. Εκβιαστές θα υπάρχουν στο κάτω κάτω. Αν θέλουν,  ας ψηφίσουν . Το μεγάλο γεύμα, εφ όσον κερδίσουμε, θα το προσφέρουμε άλλη ημέρα. Αυτό να διαδώσεις στους ψηφοφόρους.

__Τους ξέρω εγώ!. Έχουν πολλές αξιώσεις. Πρέπει να την τυλώσουν σήμερα και αύριο για να έχεις καλά αποτελέσματα και να σε τιμήσουν με την ψήφο τους, επέμεινε ο καφετζής.

__Πρόσεξε, του είπε ο Κλωνάρης. Έρχονται και ξένοι και γύφτοι εδώ αυτές τις μέρες. Μην τελειώσει ο οίνος και οι μεζέδες με άσχετους ανθρώπους.

__Τους τρείς φίλους που μπεκροπίνουν όλη μέρα να τους κεράσω;

__Χαθήκαμε, αν δεν κεράσεις τον Κουτσό με την παρέα του!  Θα μας μάθουν και τα ξένα χωριά για κακούς….

Την άλλη μέρα, Σάββατο, ανάμεσα στο κρασί και τους μεζέδες, καλούσε τους καλυβιώτες και φίλους ψηφοφόρους, την Τρίτη με την νίκη του, που θα έκανε το μεγάλο τραπέζι,  να είναι όλοι εκεί.

Από το  Σάββατο το μεσημέρι μέχρι αργά το βράδυ, καλά πέρασαν πολλοί ψηφοφόροι και φίλοι με κρασί και μεζεδάκια.
Τα δύο κόμματα είχαν φανερούς και φανατικούς οπαδούς. Είχαν όμως και κρυφούς ψηφοφόρους και φίλους, με στόχο να κατοπτεύουν την άλλη πλευρά, να ερευνούν, να μαθαίνουν και να πληροφορούν τους υποψήφιους.  Μια από κείνες τις μέρες τέσσερεις   φίλοι και ψηφοφόροι της Προόδου:  Γιάννης Αλετράς, Κώστας Αρβάνης κι ο Μπέμπης ο Γιαννιός με τον ξάδερφό του,  πήγαν στο καφενείο της Παράγκας, να παρακολουθήσουν την κίνηση.
_Για να είστε εδώ, θα είστε φίλοι του κόμματός μας, παρατήρησε ο Κίμων Δημάδης.

__Είμαστε, είπε θαρρετά ο Αρβάνης, και με το κόμμα σας και με τα άλλα κόμματα. Ευχαριστημένος ο Δημάδης τους κέρασε καφέ και, στη συνέχεια, άλλοι υποψήφιοι τους έστειλαν κρασί  στο τραπέζι τους .  Ήπιαν κρασί και σχεδόν εμέθυσαν.

 Στην Παράγκα είχαν καλέσει μια κιθάρα και τον Βιολιτζή και έπαιζαν χαρούμενους σκοπούς. Εκείνοι πιάστηκαν στο χορό και οδήγησαν και άλλους φίλους τους που ήταν στην πλατεία και ήταν φίλοι του κόμματος της Προόδου.

Αυθόρμητα έβγαλαν τις σκούφες των, τις πέταξαν ψηλά και εύχονταν ανέλπιστα μπροστά στους υποψήφιους της Ν. Συμμαχίας, καλή επιτυχία στο κόμμα τους, στην Πρόοδο!

Οι σύμβουλοι  της  Ν. Συμμαχίας δεν κατάλαβαν  και τους κέρναγαν αβέρτα οίνο με ρεβίθια, που είχε για μεζέ ο καφετζής.

Από το καφενείο « Η Φθήνεια» ξεγλίστρησαν πολλοί θαμώνες, προσποιούμενοι δουλειά και κατέληγαν στο πίσω μέρος της Παράγκας, από όπου εισέρχονταν μέσα να ακούσουν τραγούδια και να πιούν κι ένα ποτηράκι.

Οι νεοφερμένοι, ψηφοφόροι του κόμματος της Προόδου, σήκωναν τα ποτήρια ψηλά και εύχονταν : « καλή επιτυχία στο κόμμα μας»!.  Τότε «λύθηκε  το Μουσκάρι» στη Ν. Συμμαχία. Κατάλαβαν ότι είχαν εισχωρήσει ξένα προς το κόμμα τους στοιχεία!

__Αυτό είναι πια  γαϊδουριά σας!  Εμείς να σας κερνάμε και οι ευχές να δίδονται στο κόμμα της Προόδου!  Είπε με θυμό ο Κυριάκος Βλαστός.

Σταμάτησαν τα όργανα και απαίτησαν την άμεση αποχώρηση των αντιπάλων ψηφοφόρων.

Προς στιγμή επήλθε κομματική παρεξήγηση  και αναταραχή. Ύστερα είδαν την πράξη τους σαν θεατρική κωμωδία και αμφότεροι ένθεν κι ένθεν γέλαγαν χωρίς άλλα έκτροπα.
Το απόγευμα του Σαββάτου  ο Γ.  Ξουράφης δεν άφησε πόρτα κλειστή. Χτύπαγε στους κομματικούς φίλους ζητώντας ψήφους. Πολλοί ήταν του αντίθετου κόμματος  και τους πίεζε να του δώσουν το λόγο τους για σιγουριά.

__Αν δεν μας ψηφίσετε,  πρέπει να ξέρουμε, για να ιδούμε τί θα κάνουμε, τους έλεγε.  

 Άλλοι ανθίσταντο στις πιέσεις του και του έλεγαν για να αποφύγουν:

__Θα ιδούμε, τί θα αποφασίσουμε  απόψε!  Μέχρι αύριο  θα ξέρεις.

__Τώρα να αποφασίσετε, αύριο θα είναι αργά! Απαντούσε εκείνος.

 Χτύπησε και στου κουμπάρου, του Ντίνου και του είπε:

__Άκου κουμπάρε. Αύριο δέκα η ώρα θα κατέβω οικογενειακώς για την ψηφοφορία. Θέλω και σεις να είστε έτοιμοι, να ενωθείτε με τους δικούς μου ανθρώπους.  Οι ψηφοφόροι μας πρέπει  να είναι συμπαγής ομάδα,  για  να τρομάξουμε τους αντιπάλους.

__Ότι θέλει ο Κουμπάρος, θα γίνει. Απάντησε ο Ντίνος.

__Τα έδωσες εκείνα;
__Τα έδωσα τα ψηφοδέλτια, μη στενοχωριέσαι. Είναι δικοί μας άνθρωποι. Θα μας ψηφίσουν. Είναι όλα κανονισμένα. Έβγαλε από την τσέπη του και άλλα ψηφοδέλτια με έναν σταυρό ιδιόμορφο μπροστά στο όνομά του.
__Να κουμπάρε, από αυτά δώσε σε αυτούς που έχεις αμφιβολία και κράτησε ονόματα. Είναι σημαδεμένα, μη μας γελάσουν. Τα έχω σταυρώσει με τον δικό μου γραφικό χαρακτήρα. Κουμπάρε, μην με σταυρώσουν σαν το Χριστό!  Σταυρό θέλω να μου βάλουν. Πρόσεχε και όπως είπαμε για αύριο. Φεύγω τώρα θα περάσω από τον ξάδερφο τον Ανάστο να τον ορμηνέψω κι αυτόν. Καλή αυριανή.
__Καλή επιτυχία, του είπε ο Ντίνος.

Ο Ξουράφης  τα ίδια είπε και στον ξάδερφο, και στον γείτονα ,και στον κουμπάρο του κουμπάρου: « Αύριο όλοι μαζί, στις δέκα η ώρα ομαδικά μπροστά στις κάλπες, να δείξουμε την δύναμή μας, να νικήσουμε».

__ Από μένα ότι θέλετε, ακόμα και την ψυχή μου θα σας δώσω!  Έταζε.
Στις ένδεκα και μισή  ώρα του Σαββάτου, σχεδόν μεσάνυχτα,  στρατιώτες κάλεσαν τον καφετζή να εκκενώσει το καφενείο, γιατί ξημέρωνε Κυριακή, ημέρα των εκλογών και τα πάντα έπρεπε να είναι κλειστά.  Στην Παράγκα είχε απομείνει μια παρέα από ηλικιωμένους και αναπολούσαν ανέκδοτα από παλιές εκλογές.

Ο γέρο Χρίστος φέρνει στη μνήμη του παλιές εποχές που ψήφιζαν στο χωριό. Θυμάται τις δυο μεγάλες αίθουσες του σχολείου με τα δυο εκλογικά τμήματα, ανδρών και γυναικών, ως τόπο εκλογικής αναμέτρησης.

Τους ψηφοφόρους σε μια ατέλειωτη ουρά είκοσι  μέτρων από το αγκωνάρι της εκκλησιάς μέχρι την πόρτα του σχολείου.

Θυμάται την στρατιωτική φρουρά με πλήρη εξάρτηση, μπαλάσκες, όπλο, ξίφος εφ’ όπλου για την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών. Την εφορευτική επιτροπή με ανθρώπους εμπιστοσύνης του κάθε συνδυασμού  και  κ ό  ο  σ  μ  ο   να κινείται στον χώρο της πλατείας και τους δρόμους.
Οι εκλογές ήταν σωστό πανηγύρι. Πολλά ψέματα κυκλοφορούσαν από τους υποψήφιους, υποσχέσεις δίνονταν με το σακί και άλληλοκοροϊδεύονταν  εν γνώσει τους. Στην μνήμη του έρχονται ανεπανάληπτες σκηνές . Όμορφες και  άγριες, όταν μάλωναν και βρίζονταν στο άρπαγμα των ψήφων.
Ήταν πλέον αργά. Καληνύχτισαν και σκόρπισαν.

Κυριακή του 19…… Ημέρα εκλογών………

__Ψήφο στην  Πρόοδο!  ακούστηκε η φωνή του κυρ Αντώνη Γαλάνη. Στυλωμένος στο βορεινό αγκωνάρι της εκκλησιάς, από κει  που ξεκίναγε η ουρά των ψηφοφόρων, φώναζε: Ψήφο στην Πρόοδο!  Το επανέλαβε πολλές φορές. Ήλθαν και συγγενείς του, κάθισαν δίπλα του και φώναζαν μαζί του,  ψήφο στην Πρόοδο, σοβαρά, χαμογελαστά και περιπαιχτικά.

__Άσπρο στην  «ΠΡΟΟΔΟ» και μαύρο στην «  ΣΥΜΜΑΧΙΑ»!....Γενικεύτηκε το σύνθημα.

 Αντίπαλοι, μη συγκρατούμενοι του θυμού, φώναζαν!
__Μαύρο στην «ΠΡΟΟΔΟ»  και άσπρο στην « ΣΥΜΜΑΧΙΑ»!

Ύστερα ο κυρ Αντώνης  Γαλάνης ξεκούμπωσε το παραφουσκωμένο σακάκι του και έβγαλε ψηφοδέλτια να δώσει στους ψηφοφόρους.

Από το σημείο που καθόταν ενδιάμεσα του σχολείου και της εκκλησίας  κατόπτευε όλον τον χώρο και οι ψηφοφόροι θα πέρναγαν από μπροστά του. Όλοι θα έπαιρναν ψηφοδέλτια.

Είχε όμως και άλλον λόγο. Ανέμενε δικούς του ανθρώπους, που μέχρι τώρα δεν είχαν εμφανισθεί και δεν τους είχε δώσει ψηφοδέλτιο.  Η άγαμη  εξαδέλφη του, η Ελένη, κόρη της αδελφής τής μάνας του, καθώς και η γριά Θεια Γιαννούλα, αδελφή του  μακαρίτη του πατέρα του. Είχε και δυο φίλους τσοπαναραίους από καλύβια, που βοσκούσαν τα χωράφια του και θα έπαιρνε και από αυτούς κανένα ψήφο.
Η Ελένη, είχε καυγαδίσει με γείτονά της, αντίπαλο του Αντώνη για τα προσόντα του.  Του έλεγε  ότι είναι ο καλύτερος και «δεν πιάνουν μία», άλλοι μπροστά του.  Σ’ αυτήν λοιπόν πόνταρε για την ψήφο της καθώς και στη θεια Νικολιά, τη μάνας της.
Και τώρα τί βλέπει! Δεν τον γελούν τα μάτια του. Η Ελένη ερχόταν συνοδεία με  άγαμο υποψήφιο του αντιπάλου κόμματος και πάρα πίσω ακολουθούσε η γρια μάνα της! Στο χέρι της κρατούσε φάκελο!  Φως φανάρι σκέφτηκε, πάνε οι ψήφοι, τους πήρε ο άλλος!

__Και συ μωρή, με εγκατέλειψες;

Η Ελένη δεν απάντησε και κοίταγε τον συνοδό της στενοχωρημένη.

__Είναι δικοί μου ψήφοι, είπε ο άγαμος φίλος και προσπέρασε τον κυρ Αντώνη.

__Γιατί δεν μιλάς μωρή; Την ξανά  ρώτησε.

 Καλά κρασιά θεια και για σένα! Είπε στη Νικολιά.Τύχας έχουμε και κρασιά. Κατέληξε πικραμένος.

 Και η θεια του, ντροπιασμένη, ακολούθησε την κόρη, σαν να μην τον είδε , σαν να μην τον απάντησε.

Να ήταν οι πρώτοι ψήφοι που έχανε;  κακή υπομονή! Στο  Θόϊκο, τον κουμπάρο του, τρεις φορές  πήγε στο σπίτι του, χωρίς να καταφέρει να  τον ιδεί. Από τότε, που κυκλοφόρησαν τα ψηφοδέλτια, κρυβόταν.  Υποψιαζόταν πως αλλού είχε τάξει την ψήφο του. Μόλις τον είδε στην ουρά για να ψηφίσει του είπε:
__Κουμπάρε,  περιμένω να με ψηφίσεις.
__Έχεις τον λόγο μου, κουμπάρε, απάντησε εκείνος.

__Την ψήφο σου θέλω, όχι τον λόγο σου.

Δεν έφθαναν απανωτά δυο αποτυχίες, είχε και την θεια Γιαννούλα, υπερήλικη  και αγράμματη, που περίμενε.
Αλλά τη γρια θεία του, την συνόδευε αγκαζέ, ο Θεόδωρος Κλωνάρης, ο αρχηγός της Νέας Συμμαχίας!  Τάχα μου, την ψυχοπονέθηκε  και προσφέρθηκε  να την βοηθήσει να πάει μέχρι την κάλπη.
Ο Κλωνάρης, σαν πλησίασε τον κυρ Αντώνη, του χαμογέλασε και έδωσε την εξήγησή του.

__Αντώνη, από πέρσι μου έχει τάξει την ψήφο της. Δεν πρέπει να με γελάσει. Άναψαν τα αίματα του κυρ Αντώνη και με θυμό φώναξε:

__Άστη  την γρια  κάτω! Είναι δική μου!  Εγώ θα την πάω στην κάλπη.

Την έπιασε σφιχτά από το ένα χέρι  και στο άλλο της έδωσε φάκελο με ψηφοδέλτιο να κρατάει.

__ Μη με κουνάς  Αντώνη μου, του είπε εκείνη, έχω ψηφοδέλτιο, και του έδειξε τον κόρφο της.

__Ας έχεις!.  Φέρτο  δω  φτούνο,  δεν είναι καλό.

 Η γρια είναι δική μου, μονολόγησε, και συνόδεψε την θεία του μέχρι την κάλπη.

Η θεια του, την ώρα της  ψηφοφορίας, ανέσυρε ψηφοδέλτιο αγνώστου υποψηφίου από την ζώνη της και το έριξε στην κάλπη!

  Είδε τα καθέκαστα ο κυρ Αντώνης, μούντζωσε την θεια και την ψήφο της και εξήλθε στο πόστο του, φωνάζοντας υπέρ της παράταξής του:

__  Ψήφο στην «ΠΡΟΟΔΟ» και προσπαθούσε να ενεχειριάσει κανένα ψηφοδέλτιο.
__Πώς βλέπεις τον Αντώνη; Ρώτησε ένας των ψηφοφόρων, που καθότανε στην ουρά, σε  γνωστόν του.
__Πώς να ιδώ, απάντησε εκείνος. Δεν θ’ αφήσει ο Αντώνης να βγει άλλος!
Πόσο τον απατούσαν τα φαινόμενα!
Γιατί  έγινε  κι αυτό, που δεν περίμενε ο κυρ Αντώνης,  από τον αδελφό και  τον ανιψιό του. Έκριναν  περιττή, λέει, την υποψηφιότητα του, τον αγνόησαν και βοήθησαν το αντίπαλο κόμμα!
Ο Αντωνάκης ευθύς αμέσως δήλωσε παραίτηση, κλείσθηκε στο σπίτι του και  δεν εξήλθε μέχρι πέρατος της δεύτερης προς τρίτη εβδομάδα, μετά την ψηφοφορία.
Ο δεύτερος εκ των υποψηφίων Συμβούλων του κόμματος της ΠΡΟΟΔΟΥ, Γρηγόρης Κάζος, δεν απείχε πολύ του αποτελέσματος του κύριου Αντώνη. Συγγενής του, παμπόνηρος γέρος, δήθεν τον συμβούλευε πολλές  ημέρες πριν  της ψηφοφορίας. Του έκανε κατήχηση, πώς να τραπεζώσει τους φίλους του.

__Άκουσε Γρηγόρη, του είπε.  Τα παιδιά από την Περαμεριά και τον Παλιόπυργο, για να σε ψηφίσουν, δεν αρκεί το κέρασμα.

__Δηλαδή, τί άλλο να κάνω; Θα τους κεράσω και μια κούτα τσιγάρα.

__Δεν φτάνουν αυτά. Κάτι πρέπει να φάνε, μέχρι τ’ απόγιομα δεν λημεράνε. Να τους κάνεις τραπέζι στο σπίτι , να τους καλοπιάσεις, απέ να ιδείς πώς θα σε ψηφίσουνε.

 Πότε θα εύρισκαν άλλη τέτοια ευκαιρία; Συλλογίστηκε ο γέρος, ο πονηρός.

Ήταν συνεννοημένοι ψηφοφόροι καλυβιώτες και ντόπιοι.  Είχαν βάλει στο μάτι,   στερφόγιδα που έτρεφε ο Γληγόρης στο κοπάδι του. Ευκαιρία ήταν και ,μια ο ένας, μια  ό άλλος, τον παρακινούσαν  να  κάνει το τραπέζι. Το βρήκε σωστό ο Κάζος, πείστηκε και συμφώνησε.

Τον πρότειναν το φαγοπότι να γίνει στην σάλα, ν’ ακούγονται οι φωνές και να βλέπουν την πολυπληθή παρέα οι περαστικοί στο  δρόμο.

Ο παμπόνηρος γέρος του έλεγε:

__ Γληγόρη, βράσε δυο γίδες αντί για μία .Τί  είναι για σένα τον μεγαλοτσέλιγκα;

__Δεν είναι εποχή, που κλέβαμε και δυο και πέντε γίδες, μπάρμπα. Τώρα όλα τα πλερώνουμε, του είπε ο κυρ  Γρηγόρης. Η μία αρκετή είναι.

__Θα μαζευτούμε δέκα πέντε νοματαίοι, θα φτάσει;

__Αν δεν φτάσει, θα την φτάσουμε εμείς, είπε ο Γρηγόρης.

__Το τραπέζι να γίνει το βράδυ αργά, είπε ο γερο συγγενής, μετά τα αποτελέσματα, να προφθάσουν οι άνθρωποι να πάνε και στα σπίτια τους.

Άπαντες, φίλοι  και συγγενείς, μόλις μοσχοβόλησε η βρασμένη γίδα, προσποιήθηκαν ότι τον υποστηρίζουν στην εκλογή.

__Επί τέλους! Να βγάλουμε και δικόν μας σύμβουλο, ρε παιδιά, φώναξε χαρούμενος  ο γεροντότερος.

 Σαν κάθισαν στο τραπέζι, ήταν όλοι σχεδόν σίγουροι για την εκλογή του, και του ευχήθηκαν: άξιος! άξιος!

__Για να βγω πρώτα!. Ψιθύρισε ο κυρ Γρηγόρης.

__Είσαι βγαλμένος , απάντησε με γεμάτο το στόμα  συγγενής του,  από την γωνία του μακρόστενου τραπεζιού, που καθότανε για φαί. Έκαναν τον σταυρό τους κι ευχήθηκαν καλή επιτυχία .

Όλοι άρχισαν να τρώνε βιαστικά, βιαστικά και άλλοι γέλαγαν ασυγκράτητα.

__Για φάτε γρήγορα, να τελειώνουμε, σε λίγο θα βγαίνουν τ’ αποτελέσματα και πρέπει να είμαστε εκεί, είπε ένας της παρέας.

__Φάτε να φύγουμε, μην βγούνε τ’ αποτελέσματα και χάσουμε το φαί! Απάντησε άλλος.

 Αλλού έδωσαν  την ψήφο τους!  Στον υποψήφιο φίλο και συγγενή τους  άφησαν σωρό τα κόκαλα στο τραπέζι και γελώντας το διασκέδασαν καλά.  Αφού έφαγαν και ήπιαν, εξήλθαν στο δρόμο κατευθυνόμενοι στο εκλογικό κέντρο, να μάθουν κάτι για τ’ αποτελέσματα.  Προκλήθηκαν όμως από ψηφοφόρο της άλλης παράταξης!.

__Είστε χαμένοι από χέρι! Ο δικός σας,  ο Γρηγόρης,  δεν πρόκειται να βγει Σύμβουλος. Και αν θέλετε στοιχηματίζω!

 Αυτός ήταν χολωμένος που δεν προσκλήθηκε στο φαγοπότι. Γι αυτό έλεγε και άλλα πολλά…

Ο ανιψιός του κυρ Γρηγόρη θεώρησε προσβολή, να μην απαντήσει στις προκλήσεις του.

__Ωραία!  Και ποιο είναι το στοίχημά σου;

__Δυο  τραγιά θα χάσω, αν βγει  ο θείος σου, απάντησε  κείνος.

 Στον ανιψιό  καλοάρεσε  και βρήκε εύκολη λύση στο… αντιστοίχημα.

__Και μεις βάζουμε  τρεις γίδες από το κοπάδι του μπάρμπα μου.

 Και τί  είχε εκείνος να χάσει;

Ο γερο πονηρός κούνησε προς τα κάτω το κεφάλι και συμφώνησε. Και άλλοι ζητούσαν την επισημοποίηση του στοιχήματος, παρακινώντας το Γρηγόρη να δώσει το χέρι και να κλείσει η συμφωνία. Μα κείνος είχε αόρατους φόβους, δείλιασε μέσα του.

__Λίγες ώρες μένουν για το αποτέλεσμα, δεν χρειάζεται στοίχημα, είπε.

Ως το πρωί είχαν διασκορπισθεί  οι ψεύτες και κόλακες του κυρ Γρηγόρη.!
Ο Γ. Ξουράφης στην γρια Κουφίνα,  επί μια εβδομάδα, έκανε μάθημα ψηφοφορίας. Πέρασε από το κονάκι της και σήμερα για το τελευταίο μάθημα, μην μπλέξει τα ψηφοδέλτια και χαθεί η  ψήφος  της. Στις προηγούμενες εκλογές εκείνη έκανε λάθος , έριξε κενόν τον φάκελο και έχασε  την ψήφο  το κόμμα του.
Το κακό όμως έγινε πάλι! Σήμερα τα ψηφοδέλτια ,που της έδωσαν, τα έβαλε όλα στο φάκελο και από κει στην κάλπη! Μάλιστα, βγαίνοντας έξω από το εκλογικό κέντρο, περηφανευόταν  ότι η ψήφος της θα πιαστεί για δύο!

Το μεσημέρι ήρθε στην κάλπη ο γέρο Ρούσσας.  Είχε βάλει το ψηφοδέλτιο στην μια θήκη  του σελαχιού του.  Στην άλλη είχε  τρία φύλλα  τσιγαρόχαρτο, για να στρίβει τσιγάρα, που του έδωσαν να τον καλοπιάσουν και να δώσει την ψήφο του στην παράταξη της Προόδου.

Τελευταία στιγμή έθεσε στον εκλογικό φάκελο το τσιγαρόχαρτο αντί  του ψηφοδελτίου!   Βγαίνοντας έξω της κάλπης, έψαξε στην τσέπη για το χαρτί, να φτιάξει τσιγάρο. Κατάλαβε τί είχε γίνει!  Εισήλθε εκ νέου στην εφορευτική επιτροπή και απαιτούσε  να του  επιστρέψουν το τσιγαρόχαρτο, που ήτο πλέον μέσα στην κάλπη!

Αυτό βέβαια δεν ήταν δυνατό να γίνει και πολλοί γέλασαν με την αποκοτιά του γέρου. Κάποιοι βέβαια λυπήθηκαν.
Ο Κλωνάρης πάλι είχε δώσει οδηγίες σε φίλο του κόμματος, να μεταβεί με  δυο μουλάρια  στα καλύβια του Άγιο Θόδωρου. Να τις υποχρεώσει και να  βοηθήσει  για να έρθουν για ψήφο οι δυο γερόντισσες,  ανήμπορες να περπατήσουν τόσο δρόμο με τα πόδια.  Δυστυχώς τον περισσότερο δρόμο ήρθαν με τα πόδια, γιατί δεν μπορούσαν να σταθούν επάνω στα μουλάρια. Από τον Άγιο Θόδωρο έμπαιναν στο χωριό κουρασμένες  από το περπάτημα. Τα πόδια της Αγγελίνας ήταν  ξεκάλτσωτα και στο δεξί πόδι ,κάτω στο γόνατο, φαίνονταν ξεραμένα αίματα. Αγκάθια της είχαν  γδάρει   το πόδι.

Ο Λαθούρης, αντίπαλος του Κλωνάρη, έτρεξε  πρώτος κοντά τους. Είδε τα ματωμένα πόδια, και δήλωσε ότι το πρώτο έργο που θα εισηγηθεί να γίνει, θα είναι  ο δρόμος προς τον Άγιο Θόδωρο.
Προεκλογικά κόλπα βέβαια…

Ο Θ. Κλωνάρης  δυσαρεστήθηκε πολύ,  βλέποντα τον Γιάννη Λαθούρη να συνοδεύει τις ψηφοφόρους από τον Άγιο Θεόδωρο, κοντά στου Τζιράκα το σπίτι, μέχρι την εκκλησιά και το σχολείο.  Σαν τον είδε μάλιστα, να ψιθυρίζει στο αυτί του Φώτη  Φουρνόδαυλου, φώναξε:

__Τί θέλει αυτός και ομιλεί με τους δικούς μας  ψηφοφόρους ;  

Πλησιάζοντας,  τους  καλωσόρισε και, χωρίς να ειπεί λέξη στον Λαθούρη , άρχισε κι αυτός να ομιλεί μυστικά στον Πολυχρονόπουλο τον Κώστα. Ο Λαθούρης, πριν αποχωρήσει από κοντά τους, του είπε:
__Μη φοβάσαι, μια καλημέρα είπα! Δεν τους παίρνω δικούς μου. Μόνο μπορείς να μου ειπείς, πώς τους έδεσες και  έγιναν δικοί σου;
__Όσα δεν έφτανε η αλεπού, τα άφηνε κρεμαστάρια, του είπε ο Κλωνάρης γελώντας.  Τα βλέπεις τα πόδια τους τρυπημένα και τα ρούχα τους ξεσκισμένα από τα πουρνάρια του δρόμου; Τόσα χρόνια που κυβερνάτε, τί κάνατε;
Ο Λαθούρης απέφυγε ν’ απαντήσει  και να δώσει συνέχεια.
Πολλοί ψηφοφόροι ήταν και με τα δυο κόμματα. Οικογένειες έδιναν ψήφο και στο ένα κόμμα και στο άλλο. Ήθελαν να τα έχουν καλά και με το ένα κόμμα και με το άλλο και δεν φανέρωναν την πρόθεσή τους  στις παρατάξεις.

Οι ψηφοφόροι και οι υποψήφιοι, συνεννοούντο με την νοηματική γλώσσα, με σχήματα των χεριών στο κενό, με γκριμάτσες, με κούνημα του κεφαλιού, με νεύματα διάφορα.

Απαντούσαν στους υποψηφίους, αν τους ψηφίσουν, με κούνημα του κεφαλιού προς τα κάτω και με δύναμη προς τα πάνω. Και θετικά και αρνητικά σαν το Μαντείο των Δελφών.
Ο κυρ Ντίνος δέχεται πιέσεις όλες τις μέρες αυτές, ακόμη και σήμερα, που είναι Κυριακή των εκλογών. Παρ’ όλον ότι οι του κόμματος της Ν. Συμμαχίας γνώριζαν, ότι ήταν κομματικός φίλος του Γ. Ξουράφη και  της  παράταξής  του.  Συνεταιρίστηκαν δύο ψηφοφόροι, να τον μεταπείσουν να μεταπηδήσει στο αντίπαλο κόμμα.
Ο ένας ήταν  καλυβιώτης και είχε ενοικιάσει στον κυρ Ντίνο, το κατώϊ του σπιτιού του στο χωριό, έναντι ολόκληρης βδομάδας  εργασίας σε θέρο και σε σκάψιμο των κτημάτων του. Και έβαζε τα λίγα ποίμνιά του μέσα τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Τώρα τον φοβέριζε  και ηρνείτο να του δώσει το κατώϊ με οποιοδήποτε άλλο τίμημα, εκτός της ψήφου στο αντίπαλο κόμμα.
Ο δεύτερος ήταν συνοριάτης κτήματος μαζί του. Την  είσοδο στο κτήμα του ο κυρ Ντίνος  έκανε από δρομίσκο μέσα από το κτήμα,  που του είχε παραχωρήσει ο γείτονας.  Ο παλαιός δρόμος είχε καταστραφεί. Τώρα τον εκβίαζε ότι θα μήνυε τον Ντίνο, εάν έφερε τα πρόβατα δια βοσκή, καθ’ ότι θα ζημίωνε το χωράφι  του. Υπάρχει συμβιβασμός, του έλεγε, και να περνά τα πρόβατα ελεύθερα  και να τα βόσκει, εάν ψήφιζε το αντίπαλο κόμμα.
Ο κυρ Ντίνος δεν άλλαξε κόμμα. Ήξερε ότι όλα λέγονταν  πριν τις εκλογές, μετά όλα ξεχνιούνταν. 
Ήταν έντεκα η ώρα, που το Κουγιουφαίϊκο σόι, ομαδικώς ερχότανε στο δρόμο, κάτω από το Ντουσιαίϊκο σπίτι,  για να πάνε στην κάλπη.  Οι άντρες έβαλαν τις γριές μανάδες τους μπροστά με τις μαντήλες στα κεφάλια, δεμένες οι άκρες τους στο κάτω σαγόνι. Πιο πίσω οι γυναίκες τους και τα κορίτσια με τα  άσπρα τσεμπέρια. Και ακολουθούσαν πιο πίσω όλοι οι άντρες, γέροι και νέοι με τον υποψήφιο σύμβουλο στο μέσο και τον ορμήνευαν σχετικά.
Έπρεπε να τελειώσουν γρήγορα την ψηφοφορία, να φάνε και να επιστρέψουν στα καλύβια,  στις δουλειές τους.
Χαρμόσυνα πειράγματα, χαμόγελα και αισιόδοξες προβλέψεις ακούγονταν, καθ’ όλη την διάρκεια της πορείας τους.
__Έρχονται οι Κουγιουφαίοι και Κολοκοτρωναίοι, για να βγάλουν τον πρόεδρο, έλεγαν από τα μπαλκόνια των σπιτιών και τα στενά δρομάκια του χωριού, σαν τους έβλεπαν. Και εκείνοι, γυναίκες και άντρες, κορδωνόντανε, γέλαγαν και καμάρωναν με την δύναμη που είχαν.
__Πώς βλέπεις τα πράγματα μπάρμπα; ρώταγαν τον επικεφαλής Κατσιαλεποκώστα.
__Καλά, καλά, απαντούσε εκείνος. Δικός μας είναι ο πρόεδρος, και γέμιζε με αισιοδοξία τους δικούς του, ευτυχία στον υποψήφιο, που τους συνόδευε και στενοχώρια στο αντίπαλο κόμμα.
Εκείνες τις ημέρες έβλεπες  όλες τις παραξενιές, όλα τα συναισθήματα στα πρόσωπα του κόσμου, όλες τις πονηριές και όλα τα όμορφα  αλλά και τα ευτράπελα που γίνονταν .

Βάρβαρη πράξη χαρακτήρισε το κόμμα της Προόδου, την εγκατάλειψη του ταλαίπωρου γέρο Ντόκα στα τουράκια της εκκλησιάς  και άξεστο  το κόμμα της Συμμαχίας που έχει τέτοιους υποψηφίους.

Τον υπερήλικα και ασθενή τούτον γέροντα, έφεραν καβάλα βασταζόμενο, πάνω σε γάϊδαρο από τα καλύβια του Παλιόπυργου, μέχρι την κάλπη.

Μετά την ψηφοφορία του, τον άφησαν στην τύχη του. Ούτε παπούτσια του έδωσαν, όπως του είχαν τάξει από το κόμμα της Συμμαχίας, ούτε σκούφο. Καθόταν στα τουράκια της εκκλησίας με λίγο νερό και ένα κομμάτι ψωμί και ουδείς ενδιαφερόταν  για την τύχη του.  Εκείνος ζήταγε τώρα  την βοήθεια του  άλλου κόμματος, της Προόδου.

Από την Ν. Συμμαχία οι υποψήφιοι έτρεχαν να μοιράζουν  ψηφοδέλτια,  να παρακινούν τους ψηφοφόρους και να ζητιανεύουν ψήφους. Δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν μαζί του.

Μόνο   ο υποψήφιος Σύμβουλος Γεώργιος Κόλιας κατάλαβε ότι με τη θλιβερή εικόνα του γέροντα και την κατάντιά του ο κόσμος  θα τους μισούσε  και  θα έχανε ψήφους αυτός και το κόμμα του. Έτσι  μερίμνησε και  τον πήγε στο σπίτι του μέχρι την επαύριον, που τον μετέφερε  στον Παλιόπυργο.
Μεγάλη ημέρα!. Ημέρα των εκλογών. Ο Κόλιας παλεύει με χέρια και με δόντια να εκλεχθεί Σύμβουλος. Από το πρωί βρίσκεται στην πλατεία και στα καφενεία. Με προθυμία, με όρεξη και ενθουσιασμό μοιράζει ψηφοδέλτια. Τον συνέπαιρνε η ιδέα της εκλογής του , τον μεθούσε η εξουσία.
Σήμερα που είναι εκλογές έχει άλλη όψη. Τα πυκνά μαλλιά της κεφαλής του κουρεμένα, καλοχτενισμένα, γυαλισμένα με μπριγιόλ, πέφτουν ελαφρά στο κούτελό του, με γούστο για να αρέσει στους ψηφοφόρους. Η σκούφια του στο κεφάλι γερτά προς το δεξί αυτί  και το γελεκάκι κουμπωμένο, δίνει γοητεία στο ίσιο κορμί του.  Τί ενθουσιασμός τον συνέπαιρνε και τον μεθούσε, όλες αυτές τις μέρες των εκλογών!
Δεν κρατήθηκα και τον ρώτησα:
_Πώς τα βλέπεις τα πράγματα συμπέθερε;   __Αθάνατε  Κόλια!!!!
__Και καλά, έλεγε με την ιδιόμορφη προφορά του.  Έχω ρεύμα, με αγαπάει ο κόσμος και θα με ψηφίσει. Και είμαι αισιόδοξος.

__Ζήτω ο Κόλιας, φώναζα μόνος μου και γέλαγα με την ψυχή μου. Αφού ο πατέρας μου, στενός συγγενής, δεν δεχόταν να τον ψηφίσει…

Κι ο Κόλιας συνέχιζε την εκλογική του προσπάθεια:

.__Κι έλα παρέδω Γιώργη, φώναξε ψηφοφόρο, και κάτι έχω να σου ειπώ.

Κατά πρόσωπο ζήτησε την ψήφο του και προσπάθησε ν΄αποσπάσει  το λόγο του. Κανένας δεν του αρνείτο, όπως και κανένας  σχεδόν δεν τον ψήφιζε!

Τρείς ψήφους πήρε τότε όλους-όλους!... Αθάνατε Κόλια!… Αισιόδοξε  Κόλια!…

Τρεις , αλλά ψήφους, θα έλεγε ο Αίσωπος!
Μιας και ο λόγος είναι για τον Κόλια, ιδού και μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματά του.

Ήταν ένας χαμογελαστός άνθρωπος, με ψηλό ανάστημα, μαύρα μάτια, μαυριδερό και αρυτίδωτο πρόσωπο,  με αγέρωχη στάση, γλυκομίλητος σε τρανούς, μα και σε ταπεινούς πατριώτες.
Γοήτευε με την αδέξια γραμματική του, τα τερτίπια του, την προφορά και τα επιχειρήματά του.

Έκανε μικρούς και μεγάλους να τον πειράζουν και κείνος, με την σειρά του, τους έκανε  όλους να γελούν.

__Αυτοί  γελούν  με δώδεκα κι εγώ με δέκα τρείς, έλεγε….

Και τώρα που οι εκλογές ήταν στο φόρτε τους, ο Κόλιας, τα μάτια του τα είχε δεκατέσσερα!.

Έδωσε και στην Παλιοπυργήσια  Θοδώρα διπλωμένο ψηφοδέλτιο να τον ψηφίσει. Τόσον αγώνα έκανε στον Παλιόπυργο,  να την κερδίσει!.

__Πρόσεξε,  μην τα μπλέξεις, Θοδώρα, της είπε.

 Δεν ήξερε ο δόλια γράμματα και την ορμήνευε.  Έβαλε μέσα στο δικό του ψηφοδέλτιο ένα μικρό ξύλο.

__ Σαν πας στο παραβάν, της εξήγησε, πέταξε τα ψηφοδέλτια, που θα σου δώσουν. Βγάλε το ψηφοδέλτιο με το ξυλάκι, πέταξε το ξύλο από μέσα και ύστερα βάλτο στον φάκελο.  Αυτό να ρίξεις στην κάλπη. Το κατάλαβες;

__Ξέρω, ξέρω, του απάντησε εκείνη, από τις άλλες εκλογές, και προχώρησε εντός του εκλογικού τμήματος των γυναικών.

__Ψήφισες όπως σου είπα; Την ρώτησε, σαν εκείνη βγήκε έξω που την περίμενε.

__Σε ψήφισα. Τί,  θα σε γέλαγα;

__Το ξυλάκι  τί το έκανες;  Επέμεινε εκείνος να μάθει.

__Μέσα Γιώργη μου, το έβαλα, στον φάκελο μαζί με το ψηφοδέλτιο.

Ο Κόλιας κατάλαβε ότι έχασε μια  σίγουρη ψήφο!

__Το ψηφοδέλτιο, Θοδώρα, θα βγει άκυρο, της είπε με λύπη.

__Εγώ πάντως σε ψήφισα, του είπε γελώντας εκείνη για το ακούσιο πάθημά της.

Κι  ο Κόλιας γέλασε με την ψυχή του και συνέχιζε την δουλειά του, να μοιράζει ψηφοδέλτια.

Δεν άργησε να χαμογελάσει και πάλι ο Κόλιας, όταν ο γιός αντίπαλου συνυποψήφιου, του δήλωσε ότι προτίμησε να ψηφίσει τον Κόλια παρά τον πατέρα του. Και ο Κόλιας, που ήξερε την ρήξη γιου και πατέρα πρόσθεσε:

__Και μετά τις εκλογές θα ειπώ στον πατέρα σου να την δεχτεί για νύφη……
Έξω του σχολείου  ακούστηκε  έντονη λογομαχία, φωνές και μαλώματα δυο αντίθετων συνυποψήφιων. Ήσαν ο Γιώργης ο Κάντας και ο Γιάννης  Κατσίρης.

Ο πρώτος έδωσε ψηφοδέλτιο στην θεια του δεύτερου, στην  γρια Μαριγώ. Εκείνη δεν εδέχθη να το πάρει και τότε εκείνος με τρόπο έβαλε ψηφοδέλτιο  δικό του στην τσέπη της φουστάνας της. Το κατάλαβε η Θεια Μαριγώ και το έβγαλε στην φόρα. Πλησιάζοντας  στην είσοδο του σχολείου, διαμαρτυρήθηκε  στον ανιψιό της Γιάννη Κατσίρη κι εκείνος έψαξε την τσέπη της και βρήκε εντός της,  σταυρωμένο ψηφοδέλτιο του Γ. Κάντα, ενώ το δικό του έλλειπε.

Ο Γεώργιος Κάντας υποστήριξε, ότι έπεσε το ψηφοδέλτιο μόνο του από την τσέπη της κυρα Μαρυγώς!

Έσγυψε, το πήρε και το έβαλε  εκεί από όπου  της έπεσε.

Με την παρέμβαση δυο φίλων ψηφοφόρων επήλθε συμβιβασμός και δεν έγιναν τα χειρότερα.Τις μέρες αυτές,  η παραμικρή συναναστροφή, ακόμα και η εγκάρδια καλημέρα, μεταξύ αντιπάλων υποψηφίων και ψηφοφόρων δημιουργούσε  υποψίες για τη σιγουριά των ψήφων. Οι εκλογές γίνονταν   με πείσμα και οι υποψήφιοι  έκαναν τεμενάδες, γλυκομιλούσαν και έταζαν πράγματα και θαύματα σε παρακατιανούς, σε τσοπαναραίους και σε κάθε καρυδιάς καρύδι ψηφοφόρους.

Το κόμμα της Ν. Συμμαχίας, βλέποντας ότι κινδυνεύει η εκλογή του, έφερε ζεύγος ανήμπορων γερόντων να ψηφίσουν. Ο γέρος έριξε στην κάλπη την ψήφο και η γερόντισσα έφτασε έμπροσθεν της κάλπης και δήλωσε στην επιτροπή, ότι επιθυμεί την ψήφιση του Θ. Κλωνάρη. Σταύρωσε την κάλπη για να πάει καλά ο ανιψιός της , έριξε μέσα το προετοιμασμένο ψηφοδέλτιο και αναχώρησαν βοηθούμενοι  για το σπίτι τους.

Γι  αυτό, το κόμμα της Ν Συμμαχίας, δέχτηκε  σφοδρά κριτική από τον Γιάννη Λαθούρη.

__Έφεραν να ψηφίσουν  μισοπεθαμένους ανθρώπους και τώρα πάνε να βρούνε και πεθαμένους!.... Αμ!  Δεν τους σώνει τίποτε!

Πλησίαζε το τέλος της ψηφοφορίας. Όπου να ‘ναι θα χαθεί  ο ήλιος πίσω απ’τα βουνά και  το ένα από τα δυο κόμματα απόψε θα χάσει την εξουσία.

Τα πρόσωπα των υποψηφίων Συμβούλων από την αϋπνία, την αγωνία, την κούραση και τον φόβο της αποτυχίας έπαιρναν παράξενες μορφές και χρώματα.

Ανέμεναν το κλείσιμο της κάλπης και την καταμέτρηση των ψήφων. Σύμβουλοι και ψηφοφόροι των δυο συνδυασμών, κάνουν νευρικές βόλτες στην πλατεία, άλλοι κάθονται στα καφενεία και οι περισσότεροι πειράζουν ο ένας τον άλλον.

Μέσα στο σχολείο, επί τρείς ώρες, υπήρχε έντονη λογομαχία, μεταξύ των μελών των εφορευτικών επιτροπών. Αυτοί της εφορευτικής επιτροπής της Προόδου έβγαλαν  πολλά ψηφοδέλτια άκυρα της Ν. Συμμαχίας.  Οι άλλοι πάλι επικαλούντο τον νόμο, διάβαζαν κιτάπια, που είχαν εφοδιαστεί, και διαφωνούσαν με την ακύρωση.

Ύστερα κατέληγαν στον Δικαστικόν  Αντιπρόσωπο, που κι εκείνος, μιλημένος από το κόμμα της Προόδου, έβγαζε πολλά ψηφοδέλτια άκυρα. Η καθυστέρηση ήταν μεγάλη και τ’ αποτελέσματα αργούσαν.

Κάποια στιγμή τα μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής έβγαλαν το άχτι τους.  Με την διαλογή των ψηφοδελτίων εξευρέθηκε  ψηφοδέλτιο της Προόδου με ζωγραφισμένο επάνω γάϊδαρο με πόδια, κεφαλή και ουρά.

Το μέλος  της επιτροπής περιέφερε το ψηφοδέλτιο σε όλα τα  άλλα μέλη,  να το ιδούν και να αποφανθούν για την ακύρωσή του ή όχι. Το επέδειξαν,  μετά από διαφωνία των μελών, στον Δικαστικό αντιπρόσωπο.

__Το παρόν, είπε εκείνος, αποτελεί δείγμα ζωοφιλίας και δείχνει τα λεπτά αισθήματα του ψηφοφόρου, που θέλει και τα ζώα να κυβερνούν. Ναι μεν, το ψηφοδέλτιο είναι άκυρο, αλλά ο ψηφοφόρος θα μπορούσε να επαινεθεί!

Ο αγγελιοφόρος ανήγγειλε αμέσως το εύρημα στο καφενείο της Παράγκας και σφυρίγματα, γέλωτες και αλαλαγμοί ακούγονταν για ώρα!

__Να ποιοι θέλουν να μας κυβερνήσουν!  Είπε ο Γιάννης ο Κατσίρης.

Άλλην άποψη είχαν στο καφενείο «η Φτήνεια»  σύμβουλοι και ψηφοφόροι. Έλεγαν ότι τα γαϊδούρια και τα γουρούνια τα βάζουν σκόπιμα οι εχθροί της παράταξης.

 Η πρώτη πληροφορία από την καταμέτρηση των ψήφων  έφτασε επί τέλους , και το κόμμα της Προόδου ήταν πρώτο. Για κάποιο διάστημα πήγαινε με πολλούς ψήφους μπροστά η Ν. Συμμαχία.

 Όσο περνά η ώρα επιβεβαιώνεται η πρωτοπορία  και η αύξηση της διαφοράς της παράταξης  της Προόδου. Όλα έδειχναν ότι ο Ξουράφης και το κόμμα του θα επικρατούσε. Οι πιο ψύχραιμοι του κόμματος της Ν Συμμαχίας παραμένουν στην πλατεία, αλλά οι περισσότεροι εγκατέλειψαν ωχροί, αμίλητοι, φοβισμένοι και στενοχωρημένοι τον χώρο. Ο ψηφοφόροι του κόμματος της Προόδου θρασύνονταν και φώναζαν:

 Ζήτω το κόμμα της Προόδου!

Κάτω η Συμμαχία.

 Χαίρονταν, γελούσαν και το ‘ριχναν στο γλέντι και στο πείραγμα των χαμένων.

Τρεις αγγελιαφόροι  κάθονταν στην είσοδο του σχολείου και μετέφεραν τα αποτελέσματα της καταμέτρησης, εναλλάξ στο ένα καφενείο και στο άλλο, όπου περίμεναν οι υποψήφιοι.
Κοντά  στο μεσονύκτιο  τελείωσε η καταμέτρηση των ψήφων.  Οι ψηφίσαντες ήσαν  εν όλω  τετρακόσιοι ογδοήκοντα πέντε  (485). Άκυρα ψηφοδέλτια βρέθηκαν 17.

Το κόμμα της Προόδου πήρε 240 ψήφους και 228 ψήφους έλαβε το κόμμα της Ν. Συμμαχίας. Με την επιβεβαίωση του τελικού αποτελέσματος, οι του κόμματος της Ν. Συμμαχίας ψηφοφόροι, κλείστηκαν στα σπίτια τους, για να αποφύγουν τις κόντρες και το χουνέρι που θα παθαίνανε,  μέχρι να περάσουν λίγες ημέρες.

Οι νικητές των εκλογών και ψηφοφόροι τους,  καμάρωναν, σχολίαζαν  την νίκη τους, μα προπάντων πείραζαν τους χαμένους, τους σατίριζαν, χτύπαγαν άδειους ντενεκέδες, έπιναν και μεθούσαν.
Ο κύριος Κλωνάρης δεν αποδέχτηκε την ήττα  του και ήταν πολύ εξαγριωμένος και φοβέριζε να καταφύγει στο Πρωτοδικείο.

Σύμβουλοι και ψηφοφόροι, εξήλθαν της Παράγκας και φώναζαν:

__Κάτω το κόμμα της νοθείας.

Ο Θεόδωρος Κλωνάρης υποστήριξε ότι  τα άκυρα ήταν όλα ψηφοδέλτια του δικού του κόμματος.  Το κόμμα της Προόδου επηρέαζε, όπως έλεγαν,  την  Εξελεγκτική  Επιτροπή και έβγαλε άκυρα τα ψηφοδέλτια της Ν. Συμμαχίας.

__Η νίκη μας ανήκει, έλεγαν οι  Σύμβουλοι της Ν Συμμαχίας. Αν προσθέσουμε στις 228 ψήφους τα 17 άκυρα ψηφοδέλτια, το σύνολο γίνεται 245 ψήφοι.

Εμείς είμαστε οι νικητές, έλεγαν και φώναζαν:

 Ζήτω η Ν. Συμμαχία!...

Αυτό όμως δεν είχε συνέχεια. Το αποτέλεσμα κυρώθηκε επίσημα.

Να ιδούμε θα ησυχάσει αυτός ο τόπος;
Μουδιασμένοι και απογοητευμένοι οι ψηφοφόροι και σύμβουλοι της Ν. Συμμαχίας βγήκαν αργά το πρωί στα καφενεία.
Ο Κίμων Δημάδης, σαν είδε τον Κουτσό με την παρέα του να πίνουν, ευχαριστημένος που βγήκε Σύμβουλος, μα και υποχρεωμένος, τον ρώτησε:

__Μπάρμπα Γιώργη, να κεράσω ένα κατρούτσο;

__Παιδάκι μου,  τί να σου ειπώ! Του είπε διστακτικά. Να μην κεράσεις!.

Πρώτη φορά δεν δεχόταν κέρασμα.

__Μα γιατί μπάρμπα, δεν δέχεσαι το κέρασμά μου;

__Με έμπλεξε  παιδάκι μου, κείνος ο παπάς και δεν σε ψήφισα. Ψήφισα τον Λαθούρη.

 Έτσι εξηγείται η άρνησή του, να  τον κεράσω, σκέφθηκε ο Κίμωνας Δημάδης.

__Δεν πειράζει μπάρμπα, του είπε . Πιες να μου ευχηθείς καλορίζικος, που έγινα Σύμβουλος. 

__Το ήξερα ότι είσαι τόσο καλός, μα με έμπλεξαν… δικαιολογήθηκε στην Κίμωνα.
Την επομένη οριστικοποιήθηκαν τα αποτελέσματα και πρώτο κόμμα ήταν η παράταξη της Προόδου με πρόεδρο τον Γεώργιο Ξουράφη και συμβούλους τον Γεώργιο Κάντα και Γιάννη Λαθούρη. Από το κόμμα της Ν. Συμμαχίας, εκτός από τον Θεόδωρο Κλωνάρη, εκλέχθηκε Σύμβουλος ο Κίμων Δημάδης.

__Μας γέλασαν ψηφοφόροι μπροστά στα μάτια μας. Μας γέλασε ο Πολύμερος, μας ακύρωσαν ψήφους και χάσαμε, έλεγε ο Κλωνάρης.

Να πας να του πάρεις το αραποσίτι, είπε στον Βλαστό.

__Θα πάω να το γυρέψω, μα θα το δώκει; Απάντησε κείνος, ή θα με κοροϊδεύει και θα σηκώσω μαγκούρα και θα βρω το μπελά μου με δαύτον!
Το κόμμα της Συμμαχίας και ο Βλαστός ο ίδιος, μετά την ήττα, πήγε δυο φορές στο σπίτι του Πολύμερου και ζήτησαν  να τους επιστραφεί το αραποσίτι.

__Πολύμερε, να επιστρέψεις το αραποσίτι.

__Εγώ κράτησα τον λόγο μου. Τρεις ψήφους πήρατε!

__Πώς μας ψήφισες;  Αφού κανένα σημαδεμένο ψηφοδέλτιο δεν βρήκανε οι άνθρωποί μας   κατά την καταμέτρηση.

 Ο Πολύμερος δικαιολογήθηκε  ότι τα ψηφοδέλτια τ’ ακούμπησε  πάνω στο τραπέζι και βράχηκαν, από ένα κανάτι νερό, που χύθηκε εκ λάθους.

__Μη μας δουλεύεις Πολύμερε, και ξέρω τι κουμάσι είσαι. Να δώσεις το αραποσίτι πίσω.

__Εγώ την συμφωνία την τήρησα.

__Τότε γιατί δεν ζήτησες άλλα ψηφοδέλτια;

__Ήθελα να ψηφίσω ελεύθερα και να σας σταυρώσω μόνος μου.

__Το ξέρω! Άλλαξες κόμμα και έγινες λιποτάκτης και γυρολόγος.

__Μην με ενοχλείς άλλο Κυριάκο! Εγώ ξέρω τί ψήφισα και στο είπα. Την συμφωνία την τήρησα.

Ο Πολύμερος τα κατάφερε  περίφημα κι αυτή τη φορά!
Την μεθεπομένη των εκλογών μαζεύτηκαν οι σύμβουλοι και ψηφοφόροι της Προόδου, με τον αρχηγό τους  κον  Ξουράφη στο καφενείο « Η Φθήνεια». Ήπιαν τον καφέ ,που κέρασε ο Γιάννης Λαθούρης, μιας και εκλέχθηκε  Σύμβουλος. Άλλοι έπιναν ρακή και άλλοι κόκκινο εύγευστο οίνο , που είχε εφοδιαστεί για αυτήν την περίσταση ο καφετζής.

Προ της δύσεως του ηλίου, ενθουσιασμός κατείχε τους ψηφοφόρους και ιδιαιτέρως τους  οπαδούς  του εκλεγέντος Συμβούλου Γεώργιου  Κάντα, που θα εκπροσωπούσε την πέρα γειτονιά του χωριού.

Τραγουδούσαν και έστησαν χορό. Είχαν ειδοποιηθεί τα όργανα και, μόλις κατέφθασαν, ο χορός γενικεύθηκε  και όλοι χόρευαν από χαρά, είτε ομαδικώς είτε κεχωρισμένως.

Άφθονο κρασί έρεε! Ως και η σκούφα του Θοδωράκη ήπιε, σαν γύρισε  και χύθηκε το γεμάτο ποτήρι ,που είχε στην κεφαλή του.

Στο γλέντι ήταν και μυστικοί ψηφοφόροι του άλλου κόμματος που διασκέδαζαν καθώς και οι τρεις φίλοι: Κουτσός, Ζιογούλας και Τζιμπάκος.

Οι ψηφοφόροι του κόμματος φώναζαν: « ζήτω  η  Π ρ ό ο δ ο ς», χόρευαν ξυπόλητοι, πέταγαν τις σκούφιες των στον αέρα.

Μπήκε και ο Ξουράφης μπροστά και χόρευε για το καλό . Σαν έφτασε μπροστά στον βιολιτζή τον ασπάστηκε,  ύστερα τον κιθαρίστα και τους συμβούλους έναν έναν. Τόσο ξεχείλισε η ψυχή του από χαρά!
Όταν έφθασαν τα δυο λεβέτια με τις βραστές γίδες,  προσφορά του Γεώργη Ξουράφη, όλοι γεύονταν  μεζέδες και έπιναν κρασί…..

B GIRAKAS 27/7/2015

                                                  



  

 

   











                                                                                               


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου