Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

ΠΙΚΡΑ ΧΡΟΝΙΑ


                                                          ΠΙΚΡΑ ΧΡΟΝΙΑ

                                                     Του Βαγγέλη Κ Χριστοπούλου

Ήταν κάπου χρόνος που έφυγε από την ζωή ο πατέρας της. Για το τέλος του, ήξερε μα ούτε που ήθελε να το θυμάται.  Οι άνθρωποι πεθαίνουν από αρρώστιες, ατυχήματα, γεράματα,  από την εξάντληση την πείνα…


 Ο δικός της πατέρας εκτελέστηκε στον εμφύλιο χωρίς να περάσει δικαστήριο. ΄

Η  Α.Μ. έμενε στο σπίτι της, με την μεγαλύτερη αδερφή της και τα δυο μικρότερα αδέρφια της σε ένα φτωχό χωριό της Ευρυτανίας. Τα καλοκαίρια την έστελναν στο χωριό  της  μιας γιαγιάς σε άλλο χωριό που την πρόσεχαν ,να δυναμώσει που ήταν  μικρή και ταλαιπωρημένη.

Ήταν αδύνατη και το χειρότερο ήταν σαραβαλιασμένο  το ένα της πόδι από το σπάσιμο,  που έπεσε  από μια σκάλα.

Εύκολα έκλαιγε και τα δάκρυα, κυλούσαν  στα μάγουλά της. Ήταν παιδί της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Εκείνο το αδύνατο, κακοποιημένο κορίτσι, έζησε για λίγο στα χέρια των φονιάδων του πατέρα της.  Αυτό της άφησε για όλη της την ζωή μια μαυρίλα στην ψυχή. Δεν θα μπορέσει ποτέ να το ξεχάσει.

Θυμάται έντονα, κείνο το πρωινό που ο πατέρας της, την είχε αγκαλιά στο κρεβάτι  και της έλεγε παραμύθια. Χτύπησε δυνατά η πόρτα στο σπίτι και άνοιξε η αδερφή της. Μπήκαν τρείς κύριοι μέσα και τον πήραν δια της βίας μαζί τους.

Φοβήθηκε, έκλαψε, έβαλε τις φωνές , αλλά τι μπορούσε να κάνει; Τίποτε!! Όλη η οικογένεια αναστατώθηκε είπαν τα δικά τους , φοβήθηκαν….

Όλη μέρα περίμενε να γυρίσει στο σπίτι, μέχρι την άλλη μέρα, που πήραν και την ίδια για ανάκριση. Ακόμη ακούει στ αφτιά της , τις ερωτήσεις τους,  στο δωμάτιο του δίπατου  σπιτιού που την οδήγησαν.

«Μπάσταρδο μαρτύρα και πέσε την αλήθεια για τον πατέρα σου». Θυμάται στον κρόταφο  το μπιστόλι που της έβαλαν, αλλά και τον κουβά με το κρύο νερό που της έριξαν στο κεφάλι. Από τότε σκότωσαν ένα παιδί. Αυτοί ήταν και από τους Γερμανούς πιο κακοί.

Και τα βράδια που ξάπλωνε στο κρεβάτι και έκλεινε τα μάτια, έβλεπε τον πατέρα  της να έρχεται. Και χαιρόταν μέχρι που άνοιγε τα μάτια της και κοίταγε γύρω να ιδεί. Άλλες φορές κουκούλωνε το πρόσωπό της να μην την βλέπουν  και έκλαιγε!

Όταν την  ρωτούσαν πως πέθανε ο πατέρας, δεν απαντούσε. Ήθελε να είναι ζωντανός στην μνήμη της.

Ξέρει πως δεν άνοιξε τάφος γι αυτόν όπως και για πολλούς άλλους. Δεν τον στόλισαν, δεν τον έκλαψαν, ούτε στην εκκλησιά τον έψαλαν. Ποιος ξέρει πόσα ταξίδια έκανε το μυαλό της κοντά του. Πόσες φορές έκλαψε και πληγώθηκε και πόσες βολές ζήλεψε τα παιδιά στο δρόμο που κρατούσαν το χέρι του πατέρα.

Τότε είχε πέσει μεγάλη  πείνα και στα χωριά. Ο εμφύλιος συνεχιζότανε και τα παιδιά ακόμη έβλεπαν την δυσκολία. Το σχολείο ήταν κλειστό, ο κόσμος ανάστατος και τα παιδιά έμεναν αγράμματα. Δυσκολίες πολλές για την πενταμελή οικογένεια χωρίς την προστασία του πατέρα. Τα τρόφιμα είχαν τελειώσει  και δεν ήξεραν την άλλη μέρα αν βρεθεί κάτι να φάνε.

Διέδωσαν πως τα ορφανά παιδιά που είχαν ανάγκη μπορούσαν να πάνε προσωρινά στην Στυλίδα. Και δεν ήταν ψέμα. Λειτουργούσε εκεί σχολείο και είχαν συσσίτιο

Έτσι ένα απόγευμα η Α,Μ, βρέθηκε εκεί μέσα, με πολλά άλλα παιδιά. Διστακτική, φοβισμένη, άγνωστη και σε άγνωστο περιβάλλον τρόμαζε και η καρδιά της χτυπούσε σαν το φυλακισμένο πουλί. Σούφρωσε σε μια γωνιά, κάτι έφαγε μαζί με άλλα παιδιά στην τραπεζαρία και πριν δύσει ο ήλιος της έδειξαν το δικό της κρεβάτι.  Γνώρισε φίλες ξέχασε για λίγο όσο γινόταν τις κακές μέρες, αλλά δεν έμελε να καθίσει εκεί  για πολύ. Μετά από δυο μήνες μεταφέρθηκε στην Καβάλα σε άλλη παιδόπολη.

  Εδώ ήταν σαν να βρίσκεται σε ξένη χώρα. Μικρά και ασήμαντα γεγονότα για τους μεγάλους σημαντικά και δύσκολα για τα παιδιά. Το ίδρυμα της Καβάλας ήταν οργανωμένο. Την καλοδέχτηκαν, της έδωσαν το κρεβάτι  της, τα απαραίτητα που χρειαζόταν και η ζωή της εκεί ξεκίνησε όμορφα. Κάθε μέρα είχε εγερτήριο, πλύσιμο , στρώσιμο των κρεβατιών, πρωινό και σχολείο.

Οι αίθουσες ήταν μεγάλες  με σειρές από κρεβάτια διώροφα. Στο διάδρομο την πλησίασε η ομαδάρχισσα.

__Πως σε λένε κούκλα μου και από πού ήρθες; Την ρώτησε. Ήξερε το όνομα της, ήθελε όμως να της δώσει θάρρος και να πιάσει φιλία.

__  Ήρθα από την Στυλίδα και με λένε  Α.Μ.  και είμαι από την Ευρυτανία.

__Μην φοβάσαι της είπε, είμαστε όλοι φίλοι. Να τρως όλο το φαγητό σου, είσαι αδύνατη και να κοιμάσαι. Χθες έμαθα όλη νύχτα  πως δεν κοιμήθηκες.

__Μάλιστα  κυρία. Απάντησε. Τι να ειπεί, η προσαρμογή οι πολλές έννοιες. Σκεπτόταν στο σπίτι τους δικούς της, ζούνε ή μήπως πέθαναν και έμεινε μόνη. Ήταν και ο θάνατος του πατέρα που δεν μπορούσε να ξεχάσει και την αναστάτωνε κάθε στιγμή. Ευτυχώς στο σχολείο διάβαζε, έγγραφε και τις ελεύθερες ώρες κένταγε. Ξέχναγε τα προβλήματα και τις έννοιας. Μα τα βράδια το μυαλό ταξίδευε στο χωριό της.

Ήταν καλή, έξυπνη έγγραψε έκθεση για τις ωφέλειες από την εργασία. Η δασκάλα της την επαίνεσε μπροστά σε όλη την τάξη. Την  διάβασε κιόλας  με την ζεστή φωνή της μεγαλοφώνως στην τάξη.  Η Α.Μ. άκουγε με ευχαρίστηση και χαιρόταν για την δημιουργία της. Έτσι κέρδιζε μέρα με την μέρα την φιλία και την αγάπη τους.    

Ήταν πραγματικό ταλέντο, κείνο το ντροπαλό και αδύνατο κορίτσι της Ευρυτανίας και στην γραμματική και στην αριθμητική. Στην Καβάλα τελείωσε το δημοτικό σχολείο με τον γενικό βαθμό άριστα  ΑΡΙΣΤΑ!!

Η σχολή δεν την χώραγε πλέον. Τις  καλύτερες μαθήτριες τις  έστελναν σε   επαγγελματικές  σχολές ή στο γυμνάσιο.

Έτσι λοιπόν την στέλνουν στην Οικοκυρική και  Επαγγελματική σχολή  η ‘’ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ’’  στο Ιωσηφόγλειο στην Ν Σμύρνη για την επαγγελματική της αποκατάσταση. Ειδικεύεται στην ραπτική πλεκτική και στο κέντημα.

Οι προσπάθειά της και η επιμέλεια της στην οικοκυρική και επαγγελματική σχολή ήταν αξιέπαινη. Αποσπά το πρώτο βραβείο στην ραπτική και το κέντημα. Η δε πρόοδος στα θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα  και η αποφοίτησης της γίνεται με γενική βαθμολογία « ΑΡΙΣΤΑ».

Κέντημά της που ήταν το καλύτερο της σχολής,  δωρίζεται στην Βασίλισσα. Ενώ άλλα κεντήματα και συμμαθητριών εκτίθενται σε έκθεση, πωλούνται και ενισχύονται τα οικονομικά τους. 

Στο πατρικό της σπίτι, σε ένα παλιό μπαούλο, βρέθηκαν πέντε τετράδια με εκθέσεις. Τετράδιο με δείγματα εργόχειρων πάνω σε ύφασμα και ραμμένα πάνω στις σελίδες του.  Πραγματικά έργα τέχνης. Τετράδιο με ρητά και ιστορίες, μαγειρική κλπ.

Είναι η χαρά της όλη, καμαρώνει και χαίρεται για κείνα τα δύσκολα χρόνια. Χρόνια όμως που έμαθε γράμματα, πλεκτική ραπτική και κέντημα.

Τον τελευταίο καιρό στην σχολή είχε μια όψη τελείως σαστισμένη, ανέκφραστη, στενόχωρη.  Σκεπτόταν πως σε λίγο καιρό θα έβγαινε στην κοινωνία. Έπρεπε να δουλέψει, να ζήσει και είχε να αντιμετωπίσει πολλά και δύσκολα προβλήματα. Δεν είχε κάποιον δικόν της να την περιμένει, να της προσφέρει στέγη, τροφή, δουλειά. Η μάνα της στο χωριό με τα την αδελφή και τον ένα γιό.  Ο άλλος ταξίδευε στα καράβια. Η θύμηση του πατέρα που είχε πεθάνει, με όλα τα άλλα προβλήματα που ανοίγονταν μπροστά της, της έφεραν στεναχώρια.

Βγαίνοντας από την σχολή φιλοξενήθηκε σε φιλικό σπίτι ανταποδίδοντας εργασία για την φιλοξενία.  Με όσα έμαθε  στο ίδρυμα δεν ήταν εύκολο το αντικείμενο δουλειάς της στην κοινωνία.  Έτσι εργάστηκε σε εργαστήριο  χρυσοχοΐας κάνοντας καδένες. Νοίκιασε ένα μικρό δωμάτιο και με τα χρήματα που έβγαλε στην αρχή πήρε ένα κρεβάτι, τραπεζάκι με μια καρέκλα.   Έτρωγε λιτά για να περισσεύουν χρήματα. Ψωμί τυρί ελιές, χαλβά.

Είχε μάθει πολλά πράγματα στην σχολή και εύρισκε σιγά σιγά πελατεία και κυρίες που ήθελαν τον καλλωπισμό του σπιτιού τους.  

Εδώ ανάδειξε τα προσόντα της, δημιουργώντας φανταστικά εργόχειρα, κεντήματα πλεκτά δαντέλες. Κέντησε τραπεζομάντηλα, κουρτίνες, μαξιλάρια, υφάσματα που προορίζονταν για τον στολισμό των επίπλων.

Ειδικεύτηκε αργότερα στην κατασκευή κουρτινών και καλυμμάτων. Η ακρίβεια και η τέλεια εφαρμογή τους, την καθιέρωσαν στα καλύτερα σπίτια των Αθηνών και του Κολωνακίου.

Όμως η παιδική κακοπέραση, τα έντονα προβλήματα και η θύμηση του πατέρα της άφησαν πάνω της πολλά σημάδια….

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου