Του ΒΑΓΓΕΛΗ Κ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Στου Ζαρντέ, στου Μπόβου, στου Μητρόγιαννη και στα
γύρω βουνά άρχισε να πέφτει σιγά,
σιγά το βαθύ γερανί χρώμα. Ο ήλιος βασίλευε και άρχισε να σκοτεινιάζει.
Όλη η οικογένεια ήταν ανήσυχη. Κανένας δεν είχε όρεξη
να βάλει μια μπουκιά ψωμί στο στόμα του. Η Αντώνα ήταν ανάστατη. Κάθε τόσο
έβγαινε έξω στην πέτρινη σκάλα, αγνάντευε γύρω τα βουνά, στεκόταν λίγο και πάλι
έμπαινε μέσα στο σπίτι της ανήσυχη και φοβισμένη....