Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ΜΙΑ ΤΡΑΪΣΤΙΝΑ* ΧΟΡΤΑ


                       Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου                

Πρωί πρωί, φάγανε τον τραχανά και  μικροί και μεγάλοι σκορπίσανε για δουλειές. Άλλος για ξύλα, άλλος για νερό, στα πρόβατα και στις κατσίκες. Έτσι γινότανε στο χωριό ο καθένας πήγαινε στο πόστο του. 

 Οι τρείς γειτόνισσες συνεννοημένες, πήραν και σήμερα από μια τραϊστίνα έβαλαν μέσα ένα σακί άδειο και τα μαχαίρια τους , την κρέμασαν  στον ώμο τους και το πρωί  αναχώρησαν για τα κάτω καλύβια. Πήραν και ένα ξεροκόμματο ψωμί μην τις πιάσει καμιά λιγούρα. Εκεί ήταν παχιά η γη , τα χώματα κατάμαυρα και τα χόρτα με την βροχή και την ζέστη θέριευαν. Τα χόρτα ήταν εκλεκτά για να γίνουν, τσιγαριστά, βραστά και  πίτες. Αυτές οι Καυκαλίδες, τα Τζωχιά και τα Μυρόνια ευωδίαζαν τον τόπο και μοσκοβόλαγε το σπίτι καθώς τα μαγείρευαν.
Μια ώρα δρόμο έκαναν ώσπου να φτάσουν, αναψοκοκκινισμένες  από το τσουχτερό κρύο και το περπάτημα. Έφτασαν σε μια λάκα και η αναπνοή των λουλουδιών, γέμιζε την ψυχή τους,  Όσο έκοβε το μάτι τους μπροστά, έβλεπαν, δέντρα, μάντρες, συστάδες θάμνων  και ένα  πράσινο χαλί γεμάτο δροσιές. Το τοπίο ήταν με μικρά υψωματάκια, ισιώματα, χούνες με άγρια φυτά και οπορωφόρα δέντρα.  Μέσα από τις φυλλωσιές ακούγονταν τα τραγούδια των πουλιών.

Στο βάθος ήταν ένα καλύβι και κάτι γίδες τσιμπολογούσαν τα φρέσκα φυλλαράκια μιας κυδωνιάς, που κρέμονταν χαμηλά.
Εκεί κοντά είδαν δυο σκυλιά φύλακες , κουλουριασμένα που δεν τις ανησύχησαν και μια γριούλα, με το φουστάνι της ανασκουμπωμένο, με το μαχαίρι στο ένα χέρι, έσκυβε και ψάχνοντας στην χορταριασμένη γη μάζευε χόρτα.
Τα τρία κορίτσια πήραν δεξιά μια χούνη, με άπατο χορτάρι, έσκυβαν και διάλεγαν πλατύφυλλα γουλωτά χόρτα.   Φορούσαν ποδιές ανασκουμπωμένες στην μέση και χεριές χεριές τα έβαζαν  εκεί. Δεν είχαν καιρό για χάσιμο, μόλις γέμιζαν τις ποδιές τις άδειαζαν στα σακιά. Κείνη την μέρα βρήκαν πολλά χόρτα. Πήραν συνέπαγα την χούνη ήταν και οι τρείς σε ευθεία γραμμή και καθώς ήταν ανηφοριά ούτε που τις κούραζε το σκύψιμο και το μάζεμα των χόρτων.
Κουβέντιαζαν μεγαλοφώνως και έλεγαν τα νέα του χωριού με τους νέους που πείραζαν τις κοπέλες, πως η Μαρία ήθελε τον Μήτσο και εκείνος την Ασήμω. Τα προικιά της Βγένως και το συνοικέσιο με την Βασίλω που είναι έτοιμο να χαλάσει, γιατί ο πατέρας της αθέτησε και δεν δίνει για προίκα το χωράφι στο Δεντρούλι.
Πέσε το ένα πέσε το άλλο έχωναν τα μαχαίρια στη γη και έβγαζαν χόρτα, γέμιζαν τις ποδιές και τα σακιά χωρίς να σηκώσουν κεφάλι.  Έριχναν και ματιές ολοτρόγυρα μην παρουσιαστεί ο ιδιοκτήτης και τις διώξει από το χωράφι του. Προς το βουνό ακούγονταν γιδοκούδουνα και σκυλιά να γαβγίζουν, καπνός να βγαίνει από τα καλύβια και ανθρώπινες παρουσίες που έκαναν τις δουλειές τους. Ήρθε το δειλινό χωρίς να το καταλάβουν. Έπρεπε να γυρίσουν στο σπίτι, να κάνουν καμιά δουλειά και να ετοιμαστούν για την επαύριον που θα πήγαιναν στο παζάρι. Άλλη δουλειά και τούτη. Αν είχαν και άλλες γυναίκες πολλά χόρτα πηγεμένα, έπρεπε να πάρουν τις γειτονιές και τις ρούγες , σπίτι σε σπίτι, να χτυπούν τις πόρτες για να δώσουν την πραμάτεια τους , τα χόρτα τους.  Αγαπημένες μου, πόσο νοιώθω την κούραση σας, τον κόπο σας, την αγωνία σας, την ελπίδα σας και την χαρά που σας έδινε η τίμια δουλειά  σας.    
Είχαν και τα καλά τους με τα χόρτα που μάζευαν και τα ανάποδά τους . Ήταν μέρες που ο ήλιος έτσουζε και λιάζονταν και ζεσταίνονταν και δεν άφηναν τον ήλιο να φύγει χωρίς να τον ευχαριστηθούν. Μα και μέρες που έβρεχε και ο βοριάς περόνιαζε το σώμα τους και τα πόδια τους βρεγμένα μέχρι το γόνατο δυσανασχετούσαν , υπέφεραν πονούσαν. Δεν το έβαζαν όμως κάτω. Χαίρονταν την φύση την ζωή, τον ήλιο και το κάθε τι. Καθώς άλλαζαν θέση ζουζούνια ολοπράσινα προσαρμοσμένα όμοια με το βαθύ πράσινο χρώμα των χόρτων πέταγαν γύρω τους περπατούσαν ερωτοτροπούσαν και προσπαθούσαν να κρυφτούν.
__Θαυμάσια ημέρα η σημερινή κάποια είπε και οι άλλες συμφώνησαν. Και η μία συμπλήρωσε.
__Δεν υποφέρεται ο χειμώνας και αυτές οι βροχές φέτος γδάρανε τον τόπο. Γίνανε ρεματιές εκεί που δεν υπήρχαν, τα γεννήματα πνίγηκαν και εμείς κλειστήκαμε μέσα και καψαλίζαμε τα πόδια μας στην φωτιά. Και καθώς μιλούσαν πάλι έσκυβαν και έβγαζαν Ραδίκια, Τζοχιά με τα μικρά κίτρινα λουλουδάκια τους στην κορυφή, Μυρόνια, Καυκαλίδες, Βοιδόγλωσσες, Μαγκουνίδες, Λάπατα, Χεροβότανα Μουτζούχρες, Λαδούσες και άλλα.  Αγριόχορτα και αγριοχόρταρα έβγαιναν πολλές φορές  μαζί με τους βλαστούς και τις  ρίζες  αδερφωμένες. Η ποικιλία των χόρτων τις γέμιζε χαρά γιατί εύκολα θα εύρισκαν αγοραστές.

__Τι πλούτο έχε αυτή η γη στα κάτω καλύβια μίλησε μια από τις κοπέλες . Αυτά τα χόρτα είναι δυσεύρετα. Και η διπλανή της συμπλήρωσε.
__Και η Ντίνα η Αθηναία με τα ψηλοτάκουνα εύκολα μπορεί να μαζέψει εδώ. Καθώς ήταν στο τέλειωμα και στοίβαζαν τα σακιά και τις τραϊστίνες, στην κορυφή του βουνού ταξίδευαν άσπρα σύννεφα. Ο ήλιος έτσουζε υπερβολικά και ήξεραν πως το απόγευμα δεν θα την έβγαζαν καθαρή. Ίσως και να έβρεχε. Κάπως έτσι γινόταν και άλλες φορές. Βιάστηκαν, φορτώθηκαν στην πλάτη τα χόρτα και καθώς ανέβαιναν στην κορυφή του λόφου, έμοιαζαν σαν τις γυναίκες της Πίνδου που κουβαλούσαν πολεμοφόδια. Έφτασαν στην μεγάλη ρεματιά την Λιάσκοβα που τρέχανε νερά χειμώνα καλοκαίρι. Άδειασαν τα χόρτα σε μια γούρνα με νερό να πλυθούν και να φύγουν τα χώματα. Βγήκαν τα νύχια τους, από το κρύο νερό, ώσπου να τελειώσουν και να βάλουν τα χόρτα στα σακιά. Βιάστηκαν γιατί άκουσαν μπουμπουνητά και καθώς φορτώθηκαν εκ νέου τα χόρτα, εκείνα στράγγιζαν  και το νερό έπεφτε στο κορμί τους.

Ούτε να φάνε δεν είχαν χρόνο και τώρα η πείνα τις βασάνιζε και τα παπούτσια με τα βρεγμένα πόδια τις γέμιζαν θλίψη και πόνο.
Ένα χαμόγελο άνθιζε στα χείλη τους και μια ελπίδα στην σκέψη τους πως αύριο Κυριακή θα ήταν καλύτερα στο παζάρι.
Θα πωλούσαν τα χόρτα και να πάρουν μακαρόνια, ένα φύλλο μπακαλιάρο καμιά  ρέγκα να αλλαξοαφαίσουν από τον τραχανά και τις χυλοπίτες. Έμπαιναν στο χωριό φορτωμένες, μπαϊλντισμένες, κουρασμένες με ευχαριστημένα πρόσωπα. Διάλεξαν στενά σοκάκια και απόμερους δρόμους να φτάσουν στα σπίτια τους. Στην στροφή του δρόμου απρόσμενα είδα της μιάς κοπέλας  , την δεξιά παλάμη και τον αντίχειρα δεμένα με μια κορδέλα από ένα παλιό πουκάμισο. Φορτωμένη το σακί με τα χόρτα και την τραϊστίνα κρεμασμένη στον ώμο. Στα χέρια κρατούσε ένα  μαχαίρι. Ήταν ξεμανίκωτο, είχε φύγει το ξύλο από την λαβή του και φαινόταν σαν ένα ξεγυμνωμένο γεμάτο σκουριές σίδερο. Η λάμα του όμως έλαμπε. Την ρώτησα:

__Γιατί το χέρι σου είναι φασκιωμένο;
__Αυτός ο διάβολος μου είπε και μου έδειξε το μαχαίρι. Η λαβή του χάλασε και το σίδερο που έμεινε, κάθε φορά που το έμπηγα στο χώμα, μου αγκύλωνε το χέρι μέχρι που πληγώθηκα , χωρίς να το καταλάβω.  Μα και οι άλλες κοπέλες είχαν το φόρτωμά τους και την ίδια ποσότητα χόρτων. Αύριο ήταν η γιορτινή τους, θα πήγαιναν στα Λαγκάδια τρείς ώρες ποδαρόδρομο να πουλήσουν τα χόρτα. Για να καλύψουν τις ανάγκες του σπιτιού αν πουληθούν τα χόρτα, να φέρουν και κείνο το έρμο  το πετρέλαιο και το αλάτι που δεν τρώγονται τα φαγητά και το ψωμί, όταν λείπει. Να αγοράσουν και κλωστές , νήματα και υφάδια να φτιάξουν την προίκα τους. Κοινή η μοίρα και η φτώχια των κοριτσιών στα χωριά . Όλες πάσχιζαν να πουλήσουν χόρτα , βορβούς, άχερα, ξύλα στην πόλη να πάρουν κάτι . Κυριακή αύριο, μεταφέρουν τα χόρτα στο παζάρι. Ήταν καλός καιρός και γυναίκες πολλές από το ίδιο και από άλλα χωριά καταφθάνουν με χόρτα.
Έτσι πήραν στις ρούγες, γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, από πόρτα σε πόρτα να πουλήσουν τα χόρτα. Πήραν λίγες δραχμές, πήραν λίγο ψωμί, πήραν ευχές όπου τα χάριζαν και την συμπάθεια και αγάπη των Λαγκαδιανών.
Σαν ξεπούλησαν στην χώρα τα ξύλα, τα χόρτα, ψώνισαν λίγα πράγματα και  ζάχαρη για γιατρικό, μπομπότα, τσαπελόσυκα και γύριζαν φορτωμένες, κουρασμένες, νηστικές.  Τράβαγαν το δρόμο του γυρισμού με την ψυχή στο στόμα . Καθώς επέστρεφαν, έβλεπαν βοσκοτόπια, χωράφια, λόφους βουνά με αλλαγμένα χρώματα. Κοπάδια γιδοπρόβατων, να αργοσαλεύουν  και   μουλάρια, γαϊδούρια, ανθρώπους να πηγαινοέρχονται.   Τώρα λαχταρούν τον χαμένο παράδεισο, την ΝΙΟΤΗ, την επικοινωνία με την μάνα φύση με το φως τον αέρα και τον ήλιο. Λαχταρούν λίγο πράσινο και τον διαυγή ορίζοντα από το γκρίζο χρώμα των πολυκατοικιών και το μαύρο χρώμα των δρόμων.   *Τραϊστίνα = Μεγάλο τράιστο (ταγάρι)

  Βαγγέλης Κ. Χριστόπουλος   21.8.2018






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου