Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΔΕΝΤΡΟΥ




                                        Του Βαγγέλη Κ, Χριστοπούλου

Το τέλος του δέντρου θ’ ανιστορήσω, τα βάσανα και τα πάθη του. Τι τράβηξε στην ζωή του, ώσπου πήρε το πανύψηλο μπόι και τον όγκο του, δεν ξέρω. Είδα με τα μάτια μου, τον θάνατό του και αυτό,  δεν θα το κρύψω.
Εκείνον τον Ιούνιο πάντα θα τον έχω στην μνήμη μου. Τα χορτάρια άγρια και ήμερα, τριφύλλια, γρασίδια, φακές , παπαρούνες , χαμομήλια όλα, είχαν κατακαεί από τις φωτιές του ήλιου.  Ήταν ξερά. Μόνο οι αγράμπελες ήταν πράσινες , θέριευαν και έστελναν τις μυρωδιές τους παντού. Κι εκείνα τα πελώρια δέντρα με τα πριονωτά, βαθιά πράσινα φύλλα τους, με τα κλαδιά γεμάτα βελανίδια, μας άνοιγαν την όρεξη για φανταστικές ιστορίες.

 Με τον πατέρα,  βρεθήκαμε στα χωράφια στο Σύμπαινο. Θυμάμαι τις ακτίνες του ήλιου, όπως πέρναγαν, μέσα από τα κλαδιά  του μεγάλου τουφωτού δέντρου. Βάφονταν με τα φύλλα του και με  ευθείες γραμμές , φώτιζαν τον κορμό και τ’ απόσκια του.
Ο πατέρας με το τσεκούρι του, γκάπ, γκούπ, γκάπ, γκούπ, χτύπαγε τον κορμό του αλύπητα.  Δυό όρνια , έφυγαν από το δέντρο και ανέβαιναν με αργούς κύκλους στον ουρανό μέχρι που έφτασαν στην κορυφή του ψηλού λόφου , προς την στάνη του Βάγγου και χάθηκαν. Σκληρή εποχή. Εποχή μόχθου, δυσκολιών και κούρασης. Εκείνος ο δέντρος έπιανε ολόγυρα, την μισή λάκα. Εκεί ξεπεζεύαμε, χειμώνα καλοκαίρι. Αποφεύγαμε την βροχή και το κρύο, βρίσκαμε δροσιά και ίσκιο. Στα κλαδιά του κρεμάγαμε τα χρειαζούμενα για ασφάλεια.  Σπέρναμε σίκαλη για το δέσιμο  των δεματιών.
Ήταν το καμάρι, του χωραφιού μας, με την περήφανη κορμοστασιά του. Και τώρα ο πατέρας γκαπ, γκούπ, γκάπ, γκούπ χτύπαγε  με το τσεκούρι και ο ήχος πήγαινε προς την ρεματιά και κοροϊδευτικά γύριζε πίσω και ακουγόταν διπλός και τριπλός. Το πρόσωπό του γιόμιζε ιδρώτα, τα δάχτυλά του έτρεμαν και ή μάλλινη φανέλα που φορούσε κατάσαρκα ήταν και αυτή μούσκεμα. Μια σαύρα, σύρθηκε στο κορμό προς τα κλαδιά φοβισμένη και χιλιάδες μερμήγκια είχαν βγει στο κορμό τρομοκρατημένα.
Τα πνευμόνια του πατέρα αγκομαχούσαν, αγκομαχούσαν με την δύναμη που έβαζε και ήθελαν λίγο αέρα. Τρείς ώρες το χτύπαγε, από την μια πλευρά κι εκείνο ούτε που το ένοιαζε. Κάθε λίγο πετάγονταν μεγάλα πελεκούδια, οι σάρκες του, με θυμό πάνω του. Για μένα είχε σημαδέψει, μέχρι που θα ζύγωνα  κοντά του. Έπαιρνε βαθιά εισπνοή και με την εκπνοή, το τσεκούρι , έπεφτε με δύναμη πάνω στην σάρκα του δέντρου. Έτσι συνέχιζε το κόψιμο της μιας πλευράς και πήγε από την άλλη. Εδώ έβαλε πρώτο , στο στυλιάρι του τσεκουριού, το καλό του χέρι. Το ζερβί. Με αυτό το χέρι εδώ κάτω στο δέντρο,  μου έκανε μαθήματα και έγγραφε πράξεις αριθμητικής. Τώρα ήταν πιο εύκολο το κόψιμο του δέντρου. Δεν αστοχούσε ούτε μια τσεκουριά. Το τσεκούρι όλο και έμπαινε πιο βαθιά στο κορμί του δέντρου. Ολοτρόγυρα μια βαθειά χαρακιά είχε σχηματιστεί.
Ο δέντρος τώρα στα χτυπήματα, έδειχνε σημάδια εξάντλησης. Τα φύλλα του έτρεμαν και οι κλώνοι ταράζονταν. Συνέχιζαν να είναι απλωμένα, σαν ολομέταξα κυματιστά μαλλιά πάνω,  από το χώμα. Ο πατέρας σταμάταγε που και που, έκανε ένα γύρω στην μεγάλη σχισμή του κορμού  και καθώς έβλεπε το βάθος των τσεκουριών , έλεγε.
__Που θα μου πάς. Δεν θα σ’ αφήσω να μου χαλάσεις  άλλο το χωράφι. Θα μου λείψει , το βελάνι κι ο ίσκιος σου, αλλά θα πάρω τα ξύλα σου και θα γίνεται το σιτάρι μου.  Από μια βαρέλα έβρεχε το στόμα του με νερό, το ανακάτευε και το έφτυνε. Ύστερα έπινε αχόρταγα γουλιές γουλιές και έπιανε πάλι το τσεκούρι στα δυνατά του χέρια και συνέχιζε την δουλειά. Μακέλευε το κορμί του και αυτό στεκόταν αγέρωχο, αλύγιστο και όρθιο. Και άλλες φορές έκοβε τους περήφανους ψηλούς κλώνους του, μα κείνο ξανάβγαζε καινούργια βλαστάρια, ανανεωνόταν, γινόταν πιο χρήσιμο.
Τώρα φαινόταν ολοτρόγυρα,  το κέντρο του δέντρου, η καρδιά του. Ένα καφέ, στιλπνό χρώμα, που έκανε αντίθεση με την άσπρη σάρκα του.
Σταμάτησε για λίγο να ξεκουραστεί και με φώναξε.
__Πρόσεξε Άγγελε μου. Σε λίγο τελειώνουμε. Δεν θα πλησιάσεις κοντά στο δέντρο. Θα καθίσεις εκεί κοντά που βόσκουν  τα δεμένα γαϊδούρια μας. Όπου και να ναι το δέντρο θα πέσει. Αυτά μου είπε και σε λίγο, από μακριά άκουγα την φοβέρα του τσεκουριού.
Γιόμα ήταν, που άκουσα ένα συνεχόμενο τρίξιμο και το κορμί του έγερνε αλλόκοτα προς το μέρος μου. Αυτός ο γίγαντας, με έναν φοβερό μουγκρητό, έπεσε με ορμή στην γη. Πόναγαν και τα κλαδιά του που έσπασαν και έβγαζαν  άλλη κραυγή. Μα  και τα φύλλα ανατρίχιασαν σείστηκαν και χτυπούσαν το ένα με το άλλο βγάζοντας και αυτά  μυστηριώδη φωνές. Πήρε αρκετή ώρα ώσπου να ξαπλώσει αναπαυτικά, να ησυχάσει και να σκεφτεί το μεγάλο κακό που το βρήκε.
Ο ουρανός  άδειασε από τα κλωνάρια , το χωράφι  έπαιρνε μια άλλη εικόνα  με την νέα θέση του δέντρου.
Ο πατέρας, τρίζοντας ο κορμός του δέντρου, δεν μαρμάρωσε, δεν έμεινε ακίνητος, δεν τα έχασε. Είχε προετοιμάσει την φυγή του. Είχε και τον φόβο μην γύρει προς το μέρος του. Συμφωνία καμία δεν είχε γίνει. Τρέχοντας με το τσεκούρι στο χέρι, έφτασε στην άλλη πλευρά και έβλεπε με δέος το δέντρο να πέφτει.
Ένας στεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του, που χάθηκε με το βαρύ πέσιμο του δέντρου στο χώμα. Κανένας άλλος  εκτός από μένα δεν ήταν ολόγυρά του, ούτε κανένας τον βοήθησε να νικήσει αυτόν τον γίγαντα.
Τώρα στο μυαλό  του, ήλθαν πολλές σκέψεις. Χρόνια καθόταν στον ίσκιο του Τον είχε προφυλάξει  από βροχές και αέρηδες . Σήκωσε ψηλά το βλέμμα του και δεν είδε τα κλαδιά του, δεν άκουσε τους εξωτικούς ήχους. Είδε τον ουρανό ξέσκεπο και τότε τον έπιασε ένα ρίγος.  Φούντωσε μέσα του η αγωνία για το δέντρο που πέθαινε και του ήρθε να βάλει τα κλάματα.
Ακούμπησε το μέτωπό του σε ένα χοντρό κλωνάρι στενάζοντας, συλλογιόταν , τις αμέτρητες ώρες που ήταν στον ίσκιο του και ηρεμούσε  μαζί του. Κάτω από το δέντρο έπαιρνε καλές αποφάσεις , κοντά στις πεταλούδες, στα λουλούδια, στα πουλιά του . Στις κάψες του καλοκαιριού με τον θέρο εδώ την άραζαν για λίγη ξεκούραση και φαί.  Ξαποσταίνοντας από τα κενά των κλαδιών άκουγε υπέροχους ήχους. Το συμπαθούσε αυτό το δέντρο και τώρα  μετάνιωσε που το χάλασε.
Καημένο δέντρο, τι σου έμελε να πάθεις , με τα τόσα καλά που προσέφερες!
Με φώναξε κοντά του και μου είπε:
__Δεν έχω όρεξη, να συνεχίσω την δουλειά. Δυο φορτώματα ξύλα έχω κόψει να τα φορτώσουμε στα γαϊδούρια και να φύγουμε.  Γύρω από το δέντρο έφτασαν μα και διακόσια γίδια, με τα τσιοκάνια και τα κουδούνια τους να χτυπούν. Έτρωγαν, έτρωγαν τα τρυφερά φύλλα του.
Αφήσαμε το δέντρο πίσω μας, σωστό δράκοντα, πάνω στην γη, να φύγουμε. Ο πατέρας για λίγο πήγε κοντά στον κορμό του. Τον είδα , που άπλωσε πάνω του , το χέρι χαδιάρικα, το έσερνε σε χοντρούς κορμούς και στα φύλλα . Και ύστερα φύγαμε.
Ήταν ο αποχαιρετισμός του δέντρου που πέθαινε……
Για χρόνια, έμεινε εκεί ο ροζιασμένος θεόρατος  κορμός του. Δεν δεχόταν το κομμάτιασμα του άλλο, με το τσεκούρι. Ούτε με τις βαθιές τρύπες και τα φουρνέλα που έβαζε ο πατέρας. Ούτε με άλλον τρόπο.  Ε κ δ ι κ ι ό τ α ν. …  

Για χρόνια εμείς τα παιδιά, βρισκόμαστε κοντά του, ανεβαίναμε στον κορμό του, περπατάγαμε, καθόμαστε και πάντα χαιρόμαστε τις υπηρεσίες του μα και λυπόμαστε για την τύχη του.  

Τώρα κοντά στο παλιό δέντρο, καινούργια φυτρωμένα δέντρα μεγαλώνουν. Είναι η ανάστασή του.

13.9.2018

1 σχόλιο:

  1. Τέλειο στην διηγηματική ανάμνηση!... Συγκίνηση η εξιστόρησης, ξυπνάει κοιμισμένες μνήμες της πολύπαθης ζωής....

    ΑπάντησηΔιαγραφή