Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ

 Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου

Το σπίτι του,  ήταν φτιαγμένο από τον  παππού του, δηλαδή τον προπάππου μου.   Τότε  μαζί με τους παππούδες μου, συγκατοικούσαν οι γονείς μου, τα αδέρφια του πατέρα μου, οι  ανύπαντρες αδελφές τους και ένα σωρό κουτσούβελα και άλλο συγγενολόι που είχε ανάγκη βοήθειας. 

Κάθονταν δύο και τρείς γενιές μαζί και ίσως παραπάνω. Οι άνθρωποι είχαν έκφραση, χιούμορ, γέλιο και  η συμβίωση δεν επέτρεπε σοβαρές δυστροπίες. Είχαν άλλη αντίληψη για το ντύσιμο. Οι παλιότεροι φορούσαν μπενοβράκια, τσουράπια, τσαρούχια, φουστανέλες και καμάρωναν. Οι νεώτεροι φορούσαν μοντέρνα ρούχα, παντελόνια, πουκάμισα τραγιάσκες . Γενιά με γενιά ξεχώριζε με την παλιότερη  ντοπιολαλιά που μίλαγε, με την γενειάδα που άφηνε και  από  τον τρόπο που εκφραζόταν . Το σπίτι του παππού χωρίστηκε πάλαι σε μικρότερες καμαρούλες,  με ενδιάμεσο χώρισμα, κασόνια η ξύλινες μισάντρες , για να χωρέσουν περισσότερα μέλη και να μην γκρινιάζουν μεταξύ τους. Σήμερα χωρίζεται σε τρείς ιδιοκτησίες. Του πατέρα μου έχει εμβαδόν 19,80 τετραγωνικά μέτρα.  Παλιότερα το περιέγραψα με λίγες παραλήψεις.
Η μικρή ξύλινη πορτούλα και τα δυο παράθυρα του μικρού φτωχόσπιτου, μετρίαζαν τον αέρα, το φώς και το κρύο να μπαίνουν  μέσα  στον ενιαίο χώρο του.
Το πάτωμα φτιαγμένο στις αρχές του περασμένου αιώνα, ήταν σαρακοφαγωμένο με αραιές και ακανόνιστες  σανίδες.
Τα ξερομαχισμένα σανίδια άφηναν μεταξύ τους φυράδες και αρκετά ροζιά ήταν φευγάτα. Η επιφάνεια αλλού ανώμαλη, σκληρή και απλάνιστη και αλλού νοτισμένη, γκριζόχρωμη και σάπια.
Φαίνεται ο πατέρας, το βάρος  το έριχνε στο μεγάλωμα των παιδιών. Έλεγε έχει ο Θεός για το πάτωμα, κάποτε θα γίνει κι αυτό.
Στη μικρή αυλή, ξυπόλητα έξι παιδιά, παίζαμε και ανακατώναμε  με τα πόδια μας, το μπουχό η την λάσπη,  χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Μαθαίναμε αναρρίχηση στον χοντρό κορμό μιας συκιάς, που έκανε μαύρα γλυκά σύκα και ήταν ο κορμός της γεμάτος μερμήγκια.   
Δεν μπορούμε να προσπερνούμε έτσι απλά κι απληροφόρητα την ζωή των παλιότερων χωριανών μας, σαν να μην είχε τίποτε να μας διδάξει , να μας προσφέρει, να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον . Και τότε έλλειπε το προσφάι και το ψωμί όπως σε πολλούς ανθρώπους και σήμερα.
Να που τώρα χρειάζεται να παρακάμψουμε, να γυρίσουμε πίσω και να μάθουμε για τ’ αχλαδόψωμο, το βελανόψωμο, την μπομπότα, το μοίρασμα της φέτας του ψωμιού. Όλα γυρίζουν πίσω θέλοντας και μη.  Έχει ο καιρός γυρίσματα!
Ο πατέρας δούλευε και γύριζε στο σπίτι πεζός ή καβάλα στο γάιδαρο άλλοτε όταν τέλειωνε η δουλειά και άλλοτε όταν τέλειωνε η ημέρα.

Φτάνοντας στην αυλή, με φωνές τρέχαμε τα παιδιά , τον τραβούσαμε από το παντελόνι, τον διπλώναμε στα πόδια, του πιάναμε τα χέρια και τα μεγαλύτερα ανεβαίναμε στους ώμους του, κάνοντάς τον ευτυχισμένο.
Κάναμε  γύρους στην μικρή αυλή και η χαρά ήταν μεγάλη.
Εκείνος έπαιρνε τα δυο μικρότερα, πότε το ένα πότε το άλλο στην αγκαλιά του χαμογελώντας.
Όταν τον ρώταγαν πόσα παιδιά έχεις, αστειευόμενος απαντούσε. « Ούτε κι εγώ ξέρω, γυρίζουν τόσο γρήγορα σαν σβούρα και δεν μπορώ να τα μετρήσω»
__Αφήστε τον πατέρα σας να ησυχάσει, φώναζε η μάνα  και κείνος αντιδρούσε και ας ήταν κουρασμένος.
__Άστα παιδιά  μην τα μαλώνεις, πρέπει να παίξουν. Σαν κατέβαζε από τον ώμο  το τράϊστο γεμάτο με απίδια, τρέχαμε  και το τραβάγαμε το καθένα από το δικό μας  μέρος. Η μάνα φώναζε.
__Θεέ και κύριε  τι κάνουν αυτά τα παιδιά. Δεν πρόλαβε  να τελειώσει την κουβέντα της και η μικρή αυλή γέμισε με απίδια σκόρπια εδώ κι εκεί. Προσπαθούσε να τα μαζέψει, παρακινώντας και εμάς  τα παιδιά,  που  γελώντας τα μαζεύαμε  ,  βάζοντας  και από ένα στο στόμα . Το ίδιο είχαν γίνει με ένα κοφίνι σταφύλια και η αυλή γέμισε ρόγες.  Τα χέρια και τα ρούχα λερωμένα με χυμό από το τράβηγμα του τσαμπιού μεταξύ μας. Τέτοια μαλώματα ήταν συχνά.
__Καθίστε ήσυχα έλεγε ο πατέρας σοβαρά και θυμωμένα. Είμαι κουρασμένος σε λίγο θα σας βάλω καβάλα στον γάιδαρο και το βράδυ θα τραγουδήσουμε και θα ψάλουμε όλοι μαζί ψαλμούς. Έτσι καλμάραμε  και ησυχάζαμε  κάπως. 
Μετά το δείπνο ήρθε και η ώρα για ύπνο.  Κουρελούδες και  σάϊσματα έστρωνε η μάνα στο πάτωμα και πάνω έριχνε  άλλα στρωσίδια και ακολούθησαν άλλα σκεπάσματα .
Βοηθάγαμε  όλα τα παιδιά  μικρά και μεγάλα, γιατί το είχαμε παιγνίδι. Ανακατώναμε τα στρωσίδια, τα χαλάγαμε και τα ξαναφτιάχναμε άλλοτε γελώντας και άλλοτε κλαίγοντας, μέχρι που κουραζόμαστε   και  ύστερα  αποκαμωμένα όλα τα παιδιά , ξαπλώναμε και  κοιμόμαστε   ροχαλίζοντας.  Το πρωί, όλα τα παιδιά ήμαστε στο πόδι νωρίς. Ο χώρος στενός και μικρός,  οι μεγαλύτερες αδερφές και η μάνα,  έπρεπε να κάνουν δουλειές και μας πατούσαν στα πόδια . Τσιρίζαμε, κλαίγαμε μα δεν γινόταν αλλιώς,  τα στρώματα έπρεπε να σηκωθούν και να ελευθερωθεί ο χώρος. Νυστάζαμε  και τον ύπνο δεν τον χορταίναμε.

Για  τα μικρότερα παιδιά ήταν ανέμελη και ευτυχισμένη  η ζωή . Τότε διασκέδαζαν  αδιάκοπα, τραγουδούσαν, χόρευαν και χαίρονταν  την ζωή και μεγάλωναν. Και όλο μεγάλωναν………………

Η μάνα πάσκιζε το καλύτερο για τις κόρες, να τις μάθει να πλέκουν, να κεντούν, να αγοράζουν μαλλιά και να μαθαίνουν να υφαίνουν και να φτιάχνουν την προίκα  τους.

Όσο πέρναγαν τα χρόνια, τόσο το μυαλό έπηζε.  Η μάνα έκανε σχέδια πως θα εξοικονομήσει ένα τσιτάκι για ένα φουστάνι στις μεγαλύτερες κόρες πρώτα,  που είναι γυμνές όπως έλεγε.  Ύφαινε φορέματα και πουκάμισα στον αργαλειό.  Ύστερα ερχόταν η σειρά των μικρότερων παιδιών, για κανένα παπούτσι που θα φόραγαν στα πόδια πάνω από τις πλεχτές μάλλινες  κάλτσες. Στον άντρα της έλεγε:
__Κι εσύ άντρα μου, δυο χρόνια, δυο παντελόνια γεμάτα μπαλώματα έχεις. Θέλεις παντελόνι να πάρεις. Κι εκείνος απαντούσε:
__Το βλέπω  τώρα δεν έχουμε για όλους.   Βλέπω και τις μικρές που μεγαλώσανε και πρέπει να πάνε σχολείο να μην μείνουν στραβές. Δεν θέλουν φουστάνια;. Σιγά σιγά όσο μεγάλωναν τα παιδιά μια βαθειά αλλαγή ερχόταν στην οικογένεια του Ντίνου. Ο πατέρας και η μάνα πνιγότανε από την λύπη τους,  για την ανέχεια. Κατάπιναν την στενοχώρια,  την μια μετά την άλλη. Έκαναν υπομονή. Το πρωί πολύ συχνά θυμάμαι την μάνα, γυρισμένη στην γωνιά του σπιτιού, προς το εικονοστάσι, έκανε τον σταυρό της. Τα χείλη της παίζανε, παρακάλια θα έκανε και ζητούσε και από εμάς να κάνουμε τον σταυρό μας .Όσο μεγαλώναμε το κάθε παιδί ήξερε την δουλειά του. Άλλο πήγαινε για νερό, άλλο έφερνε χόρτα για την μαύρη γεννημένη γουρούνα , άλλο φίλαγε τα πρόβατα. Και στα χωράφια πηγαίναμε για ξύλα, για μάζεμα βελανίδια κι αχλάδια.
Τ’ αχλάδια τα βάζαμε στα σακιά ή σε  μια γωνιά του σπιτιού, Κείνα σάπιζαν και έπαιρναν το βαθύ καφέ χρώμα,  χωρίς να χάσουν την ευωδιά τους. Διαλέγαμε από αυτά και τρώγαμε να χορτάσουμε την πείνα μας, μαζί με ψωμί. Τα περισσότερα έτρωγαν τα  γουρούνα,  με τα μικρά τους. Από τότε είχα ακούσει την λέξη παζάρι, που γινότανε στα Λαγκάδια.
Με έφερε η τύχη να πάω με γουρουνάκια,  της γουρούνας  που είχαμε για πούλημα.  Τρείς ώρες και πάνω περπατούσαμε με την αδερφή μου,  να φθάσουμε με το γαϊδουράκι εκεί. Κάτω στο γυμνάσιο, στον πλακόστρωτο, όλο στροφές ανηφορικό δρόμο, ξεφορτώσαμε  τα τέσσερα γουρουνάκια.
Εκείνα ήταν κατάμαυρα σαν την μάνα τους, όμορφα όλο χάρη με τα παιγνίδια   και τις ζηζανιές τους που έκαναν.  Το ένα μάλιστα, καθώς το κοιτούσαν υποψήφιοι αγοραστές, βγήκε από το μικρό κασελάκι και πήγαινε για καφέ στο παζάρι. Έτρεξα  κοντά του εγώ μην χάσει το δρόμο του γυρισμού και το χάσουμε. Σχεδόν ένα σακί αλεύρι πήραμε που  το πουλήσαμε. Πραγματικό διαβολάκι δεν πιανότανε. Όσο έτρεχα κοντά του να το πιάσω, άλλο τόσο κι εκείνο έτρεχε και διπλωνόταν στα πόδια του κόσμου.
Όλοι γέλαγαν, μόνο εγώ κι εκείνο είμαστε σοβαροί και αγέλαστοι και κυνηγιόμαστε. Τελικά από τα πολλά γέλια που έκαναν οι άλλοι, μόλις είχε σχίσει ένα φουστάνι, το έπιασα και άρχισα να γελάω κι εγώ. Οι ιστορίες με τα ζώα, σαν ήμουν μικρός στο χωριό  δεν έχουν τελειωμό. Πολλές βολές βοηθήσαμε τις κατσίκες και τα πρόβατα να γεννήσουν .  Εκείνες βέλαζαν και μας έδιναν το προμήνυμα της γέννας. Εύρισκαν μέρος κρυφό  μέσα στο δάσος για να φέρουν στον κόσμο τα νεογέννητα. Το βλέπαμε και βοηθούσαμε πολλές βολές  στην γέννα και κουβαλάγαμε τα παιδιά τους  στην αγκαλιά μας από το δάσος στο χωριό. Είχαμε καλές σχέσεις με όλα τα ζώα. Τα περισσότερα είχαν  ονόματά  και τα φωνάζαμε. Κι εκείνα μας κοίταγαν στα μάτια και στα χέρια κι έρχονταν κοντά μας. Όλο και κάτι τους δίναμε και η φιλία μας μεγάλωνε και όταν  πουλούσαμε κανένα, όλο στενοχώρια ήμαστε. Συμβιβαζόμαστε όμως γιατί έπρεπε να αγοράσουμε αλεύρι και άλλα χρειαζούμενα.
Όσο μεγαλώναμε συμμετείχαμε σε όλες τις δουλειές. Στο όργωμα, στο βοτάνισμα, στο θέρο στο αλώνισμα, στο φύλαγμα  και την βοσκή των ζώων.
 Και όσο τα χέρια άντεχαν, σκαλίζαμε τους κήπους, κόβαμε ξύλα, σκάβαμε και κάναμε όλες τις δουλειές.
Είμαστε παντού μπροστά σε δικές μας δουλειές και σε ξένες. Έτσι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, μεγαλώσαμε με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Το έργο μας ήταν ιερό και μεγάλο. Προστάτευε ό ένας τον άλλον.   Ο πρωτότοκος γιός  έβγαλε το  γυμνάσιο σπούδασε δάσκαλος  και ήταν φευγάτος από το χωριό. Δούλευε και έστελνε χρήματα για το σπίτι. Η μεγάλη αδερφή πήγαινε για ελιές και για σκάψιμο και έκανε μεροκάματα. Έτσι βόηθαγε κι εκείνη το σπιτικό. Όταν άρχισε η βοήθεια στο σπίτι από τα παιδιά η  μάνα αρρώστησε βαριά και στον τέταρτο χρόνο έφυγε από την ζωή.  Οι δυο μεγάλες κοπέλες ανέλαβαν τις δουλειές του σπιτιού. Τα τρία άλλα παιδιά μικρά μεγαλώναμε με το παράπονο που δεν είχαν το χάδι της μάνας.  Πέρασαν αρκετά χρόνια ώσπου η οικογένεια να βρει τον ρυθμό της. Είχε φύγει ο στυγερός του σπιτιού,  η μάνα και όλα ήσαν δύσκολα. Οι δυο μεγάλες κόρες παντρεύτηκαν στο χωριό, μια μικρότερη έφυγε για την Αθήνα και ο μικρός γιός μετά τις γυμνασιακές σπουδές έφυγε και κείνος για την Αθήνα.
Έτσι,  εκείνο το χαρούμενο σπίτι του Ντίνου διαλύθηκε,  σχεδόν ολότελα. Όπως γινόταν τότε,  με όλα τα σπίτια του χωριού.
Στο σπίτι μένει ο πατέρας με την μικρότερη κόρη να τον φροντίζει.  Είχε τα γαϊδουράκια του, δυο τρείς μαρτίνες, τα χωραφάκια του. Μια το σκάψιμο του κήπου, μια το όργωμα και το κλάδεμα τ’ αμπελιού, το φύτεμα και το σπάρσιμο με την βοήθεια της κόρης , όλο και κάτι έκανε και πέρναγε ο καιρός.
Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε μείνει μόνος. Είχε την μικρή κόρη να του δώσει ένα ποτήρι νερό,  να έχει ένα πιάτο  φαί και να ειπεί έστω και έναν λόγο , όταν είχε ανάγκη και  τον απασχολούσε κάτι.  
__Μου φαίνεται τσιούπα πως γέρασα, της είπε ένα βράδυ, καθώς άπλωνε τα τρεμάμενα χέρια του, στην φωτιά, κοντά στο τζάκι.
__Σώπα πατέρα, που γέρασες του είπε η κόρη του και ας έβλεπε το τρέμουλο στα χέρια. Πως σου ήρθε και τούτο.
__Το βλέπω καημένη μου. Τα μάτια θαμπώνουν τα χέρια και τα  πόδια κόβονται. Δεν είμαι αυτός που ήμουν.

__Όχι! Δεν γέρασες ακόμη ,έχεις χρόνια μπροστά σου, να γίνεις γέρος. Και εκείνος βάλθηκε να μετρά τα χρόνια και δεν τα έβρισκε λίγα. Τα ξανά μετρούσε και δεν τα  έβρισκε πολλά. Έτσι ανακάτευε  τα χρόνια με την ζωή και κύλαγε με λιγότερο άγχος Οι συνομήλικοι του, ένας ένας έφευγαν από την ζωή και οι πιο νέοι άφηναν το χωριό και αλάργευαν στην Αθήνα. Μέρα με την μέρα στο χωριό ερχόταν η μοναξιά και η σιωπή.
Τα παιδιά του χωριού είχαν φύγει για να βρεθεί ένα παιδί για  την  Δέσπω.  Και εκείνη ήταν όλο άγχος και παράπονο. Κρυφά φανερά όταν σμίγαμε τα έλεγε.
Σήμερα που ήρθα  στο χωριό, με το απογευματινό λεωφορείο και μπήκα στο σπίτι ούτε καν με περίμενε.
__Αδερφούλη μου καλώς ήρθες. Μου έδωσε μια τρανή αγκαλιά και πολλά καυτά φιλιά και δεν ήθελε να ξεκολλήσει από πάνω μου.
__Οι δυο σας εδώ με τον πατέρα κάνετε θαύματα της είπα.  Κρατάτε το σπίτι ανοιχτό. Με τα ζά σας, τα περιβολικά,  τις δουλειές . Πως τα πάτε;
__Πως να τα πάμε αδερφέ,  δεν μονιάζουμε και τσακωνόμαστε. Θέλει να μην σταματάμε καθόλου από τις δουλειές . Είναι ταμαχιάρης και πρέπει να γίνουν όλες οι δουλειές  εδώ και τώρα, λέει πως έχω συνέχεια την όρεξή του. Ένα πικρό χαμόγελο άνθησε στα χείλη της που μίλησε  έτσι για τον πατέρα της. Όμως σε κάποιον έπρεπε να ειπεί το παράπονό της.
 Με συγκίνησε, με την καθαρή σκέψη της, με το δίκιο της, με τα επιχειρήματά της. Ο πατέρας έλλειπε από το σπίτι και είχαμε όλο το χρόνο να κουβεντιάσουμε.
__Αδερφέ,  εδώ η ζωή μου,  είναι όλο  κούραση και μοναξιά. Έτσι έχετε εσείς  κανονίσει την ζωή μου. Ο γέρος δύστροπος και σκληρός, τα θέλει όλα δικά του. Η εντολή είναι και νόμος. Δεν την εκτέλεσες έστω και μια φορά, την έβαψες.
__Πρέπει να κάνεις υπομονή με τον πατέρα. Άλλωστε έχουμε υποχρέωση να τον φροντίζουμε. Και τι δεν έκανε για μας να μας μεγαλώσει. Ξέχασες με την αξίνα στον ώμο και το ξενοδούλι, μας τράνηνε, μας σπούδασε μας βοήθησε. Τώρα είναι η σειρά μας.
_Εδώ θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω. Σαν πέτυχα στο Γυμνάσιο για μένα κλείσανε οι στράτες για την Στρέζοβα,  να σπουδάσω. Με αφήσατε αγράμματη και ας επέμεινε ο Δάσκαλος μου ο Σταθάς  και ας παρακαλούσα εγώ,  να πάω στο γυμνάσιο. Το ξέχασες από τις πρώτες μαθήτριες ήμουν.

__Άστα  τώρα αυτά πέρασαν. Δίκαιο είχες , τώρα τι κάνουμε;

__Τώρα αδερφέ, εσείς φύγατε από το χωριό,  τελείωσαν τα βάσανά σας, Εγώ τι θα κάνω;

__Θάρθει η ώρα σου , να φύγεις κι εσύ. Κάποιο  παιδί έχει βρεθεί. Σίγουρα δεν είναι το χωριό για σένα. Θα ακολουθήσεις μια μέρα κι εσύ στην Αθήνα.  Σε λίγες μέρες θα ανεβούμε μαζί στην Αθήνα, να ιδείς το παιδί αν σου αρέσει.
__Και τον πατέρα θα τον αφήσουμε μόνον εδώ; 
__Για την ώρα,  δεν έχουμε λύση. Σκοτείνιασε το πρόσωπό της και έσφιξε τα χείλη της, το πρόσωπό της συσπάστηκε και τα μάτια της θόλωσαν, γέμισαν σύννεφα έτοιμα για βροχή. Τι και αν ήταν σκληρός και την μάλωνε που και που ,  πατέρας της ήταν.
Είχε ζήσει μαζί του, γνώρισε την αγάπη του και τις χάρες του. Όσο περνούσαν τα χρόνια κοντά του  και ο πατέρας μεγάλωνε, οι σκοτούρες και οι παλιές έννοιες τον  είχαν καταβάλει.  Είχε χάσει την ζωντάνια και την ενεργητικότητά του. Γινόταν πιο μαλακός, πιο ήρεμος, υποχωρούσε πιο εύκολα στα καπρίτσια του. Την μικρή κόρη του, που ήταν μαζί του όλο και περισσότερο την αγαπούσε, την είχε αποκούμπι, την πρόσεχε.
Οι οικονομίες του σε αυτήν πήγαιναν, να πάρει κουβέρτες, ρουχισμό του σπιτιού και να αυξήσει την προίκα της. Πάντα είχε την έννοια της. Και εκείνη το ήξερε. Γιαυτό τώρα στενοχωριόταν και άλλαζε χρώματα που σκεπτόταν τον πατέρα της μόνον.   
Ο πατέρας και η Δέσπω ήταν πλέον  η έννοια μας .
__Τώρα που θα ‘ ρθει και ο πατέρας  τσιμουδιά. Κάνε την ανήξερη. Δεν είπαμε τίποτε για φευγιό. Το βήξιμό  του  στην αυλή προμήνυε τον ερχομό του στο σπίτι.  Είχε μάθει για την άφιξή μου και έμπαινε στην πόρτα λαχανιασμένος αλλά χαρούμενος.

__Καλώς ήρθες! Πως ήταν και τούτο, τέτοιον καιρό. Δεν σε περίμενα. Με φίλησε και τον φίλησα και όρθιοι καμάρωνε ο ένας τον άλλον.__Να πατέρα, πήρα από την δουλειά λίγη άδεια και ήρθα να σας δω.
__Καλώς όρισες παιδί μου. Κάτσε να σε ιδώ και πες μου τα νέα σου. Γερό σε βλέπω. Την άλλη φορά που ήρθες ήσουν αδύνατος. Είστε όλοι καλά;
__Καλά πατέρα. Όλοι καλά είμαστε . Σου στέλνουν χαιρετίσματα πολλά και τις ευχές τους για περαστικά. Μάθαμε πως είχες πρόβλημα με το στομάχι σου.

__Από που το μάθατε! Γιατί σας στενοχωρήσανε. Εγώ δεν ήθελα να το μάθετε.

__Τώρα πως είσαι;

__Πως να είμαι παιδάκι μου. Με ενοχλεί το κέρατο. Πονάω  και έχω συνέχεια αναγούλες. Όταν με πιάνει διπλώνομαι στα δύο.

__Και τι σου είπε ο γιατρός.
__Έλκος. Έλκος δωδεκαδακτύλου είναι. Μου έδωσε κάτι μεγάλα χάπια, τετράγωνα τα αλντρόξ έτσι τα είπε. Να παίρνω ένα πρωί ένα  βράδυ και θα γίνω καλά. Τώρα πάντως είμαι καλά.
__Αδερφέ, τόση ώρα που είμαστε εδώ, δεν σου πρότεινα , να πιείς κάτι. Έχει τσίπουρο δυναμίτη. Δεν θές λίγο να πιείς με τον πατέρα;

__Μπούλι , δεν μας βάζεις λίγο ρακί από το φρέσκο να δοκιμάσουμε,  πρότεινε χαϊδευτικά ο πατέρας της Δέσπως.
__Δεν θέλω, αλλά για να κάνω παρέα με τον γέρο, βάλε και μένα λίγο στον πάτο του ποτηριού. Εκείνη πήρε τα δυο ποτήρια με το μπουκάλι από το ντουλάπι και έριξε να μας κεράσει. Ο γέρος κατσούφιασε. Κάποια θύμηση του ήρθε στο νου. Σε κάποια  έμοιαζε τούτη η  τσούπα με τους τρόπους της. Σαν τότε που τον περιποιόταν η συγχωρεμένη η γυναίκα του. Δεν είπε τίποτε, πήρε το ποτήρι και με μιας το κατέβασε χωρίς να χαιρετίσει, χωρίς να περιμένει να ακούσει κάτι. Δεν πρόλαβε να το πιεί και ζήτησε  δεύτερο ρακί .

__Βάλε ένα ακόμη μωρ’ τσιούπα.

__Θα σε ζαλίσει πατέρα τώρα που είσαι  νηστικός. Εκείνος κάτι είχε καταλάβει και έκανε την ερώτηση:
__Τώρα για να έχουμε και καλό ρώτημα.  Εμένα δεν μου κρύβεσαι! Κάτι τρέχει, για να έρθεις τέτοιον καιρό εδώ. Καθώς έλεγε αυτά, το πρόσωπό του άλλαξε και αγωνιούσε να μάθει. Κάτι είχε πάρει το αυτί του μέσες άκρες και περίμενε. Έπρεπε τώρα να μάθει τον λόγο της επίσκεψής μου στο χωριό κι εγώ δεν έκρινα κατάλληλη ακόμα την ώρα.
__Έχουμε ημέρες μπροστά μας , να κουβεντιάσουμε και να τα ειπούμε πατέρα.
Πέρασε η ώρα, η Δέσπω έστρωσε το τραπέζι, φάγαμε και μάζευε τα ψίχουλα. Σαν τελείωσε την δουλειά της, φάνηκε ο προβληματισμός του πατέρα που περίμενε σοβαρά νέα. Μα κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Έτσι αποφάσισα να κάνω την νύξη.
__Άκου πατέρα, ήρθα για να σας δώ,  μα και να κουβεντιάσουμε για την Δέσπω. Είναι κόρη σου, άρχισα να του λέω και μένα αδερφή μου. Πιστεύω πως θέλεις να την δεις ευτυχισμένη όπως και όλοι. Κι εσύ σαν πατέρας να βοηθήσεις γιαυτό.
__Εγώ περιμένω να βρεθεί κανένα καλό παιδί, να δώσουμε λόγο και να την δω ευτυχισμένη. Τι άλλο νομίζετε πως πρέπει να γίνει;
Η Δέσποινα με κοίταξε με έκπληξη, το τι θα έκανα. Με δυο λόγια την είχα ενημερώσει για τον λόγο της επίσκεψής μου στο χωριό.. Τώρα μου δινόταν η ευκαιρία  να τα πω καθαρά και ξάστερα στον πατέρα. Πριν δώσω κάποια απάντηση πρόλαβε η Δέσποινα και ρώτησε:
__Δεν θέλετε έναν καφέ;
__Να φτιάξεις τους καφέδες και να κάτσεις μαζί μας. Υπάρχει σοβαρός λόγος ν’ ακούσεις. Ο πατέρας δεν σηκώθηκε από την γωνιά του μεγάλου ξύλινου τραπεζιού που ήταν στο χειμωνιάτικο. Εγώ μετακινήθηκα και έκατσα στην άλλη πλευρά του τραπεζιού από τον πατέρα και η Δέσπω σαν έφτιαξε τους καφέδες έκατσε απέναντι κοντά προς το τζάκι σε ένα κρεβάτι,  φάτσα με μας.
__Ξέρεις πατέρα η Δέσπω πρέπει να ανέβει στην Αθήνα  του είπα.
Το βλέμμα του πατέρα θάμπωσε, ήταν μελαγχολικό, σαν κάτι να διαισθανόταν. Ήταν ανυπόμονος για την συνέχεια.  Ότι είχε σκεφθεί για το καλό της το είχε πει. Να βρεθεί ένα καλό παιδί στο χωριό και να μείνει εδώ κοντά του.  Τώρα όλα ανατρέπονται.

Κι εγώ είχα ακούσει τον πατέρα να λέει την σκέψη του,  για την Δέσπω, να μείνει στο χωριό. Μα το χωριό διάλυσε , οι νέοι είχαν φύγει, δεν υπήρχε ζωή,  δεν γινόταν να μείνει εκεί. 
__Άκουσε πατέρα του είπα. Χωρίς ελιγμούς, ευγένειες , περιστροφές. Στην Αθήνα έχει βρεθεί ένα καλό παιδί και αυτός είναι ο λόγος που ήρθα εδώ. Να το κουβεντιάσουμε. Δεν τελείωσα την φράση μου, ετοιμόλογος, παρακλητικός, στενοχωρημένος , δυστυχισμένος,  απάντησε.
_Δηλαδή μετά τόσα παιδιά θα μείνω μόνος μου εδώ; Αυτή την μοίρα θα έχω; Γιαυτό αγωνίστηκα, γιαυτό έφαγα την ζωή μου στα ξενοδούλεια. Ήθελε να συνεχίσει  τον λυπητερό λόγο του χωρίς σταματημό, μα ένα καυτό δάκρυ κύλισε από τα μάτια του και ένας λυγμός βγήκε από το στόμα του, που τον έκανε να μπερδέψει τον ειρμό στις κουβέντες του και να σταματήσει.

__Μην κάνεις έτσι πατέρα, του είπε η κόρη του, που και κείνη δεν ένοιωθε καλύτερα. Και αν αυτό γίνει, εγώ δεν θα σε αφήσω εδώ.

__Τα βλέπω εγώ τα μαύρα φίδια που με ζώνουνε και θα με φάνε!!

Άς αφήσουμε τώρα την Δέσπω να αφηγηθεί όταν θα έφευγε για την Αθήνα:

«Όταν ήρθε η ημέρα να φύγω ο πατέρας ήταν πολύ στενοχωρημένος μα και χαρούμενος. Με αγκάλιασε, με φίλησε και μου έδωσε την ευχή του. Και μου είπε, να είσαι εσύ καλά και άσεμε εμένα , μη στενοχωριέσαι. Έτσι  έφυγα από το χωριό.
Αφού έφυγα κλαίγοντας, που άφησα τον πατέρα μου μόνον του, Πλησίαζε ο καιρός που θα σπέρναμε και τα χωράφια κι εγώ  ήθελα να φύγω. Ο πατέρας μου ήταν άξιος άνθρωπος. Τον είχα και σαν μάνα αφού δεν την είχα γνωρίσει. Ήταν καλός όσο κανένας άλλος στον κόσμο , γιατί ήταν ο πατέρας μου. Είχε πολλά ελαττώματα και πολλές καλοσύνες. Ήταν σκληρός που τον είχε κάνει το περιβάλλον , η μόρφωση, τα πολλά προβλήματα και η ζωή.»
Χειμώνας! Ο πρώτος χειμώνας στο χωριό μόνος. Το τζάκι έκαιγε, το ράδιο στο διαπασών έπαιζε να απασχολεί το μυαλό του. Ζει με την θύμηση καλών εποχών που  ήταν στα πόδια του τα παιδιά του. Το μεγάλωμά τους, το γέλιο τους, τις χαρές τους, τις ,  σπουδές τους , η παντρειά τους , ήταν η ευτυχία του. Τώρα δύσκολες οι χαρές στην ζωή. Τον θάνατο ακόμη δεν τον είχε σκαφθεί. Κοιταζόταν στον καθρέφτη, τα μάγουλά του είχαν δυο ρυτίδες, δυο τρείς στο κούτελο χωρίς δική του ευθύνη, απλά είχε περάσει ο χρόνος. Ακόμη το βλέμμα άστραφτε, το μυαλό έκοβε, μόνο που λίγο τα μάγουλα λίγνεψαν και τα πόδια αδυνάτισαν. Το κορμί όμως κράταγε τους αέρηδες,  να τον πάρουν.

Ο πατέρας έμεινε εκεί στο χωριό , συνέχισε να σπέρνει τα λίγα χωραφάκια με τα δυο γαϊδουράκια που είχε. αισθανόταν όμως πολύ μόνος.  Κάθισε 3-4 χρόνια στο χωριό και δεν μπορούσε να φύγει και να αφήσει τα ζώα του,  τις 2 κατσικούλες, τα γρασίδια του,  τα περιβόλια του. Τα καλοκαίρια κατέβαινα στο χωριό κάναμε παρέα αλλά πάντα κάτι του έλλειπε.
Πούλησε τα ζώα του και οι υποχρεώσεις του ήταν λίγες. Ανέβαινε στην Αθήνα τον χειμώνα και καθόταν με την αγαπημένη του κόρη και  λίγα χρόνια αργότερα ήρθε μόνιμα και καθόταν μαζί της.
Το σπίτι  του Ντίνου ,τώρα στο χωριό είναι της Δέσπως. Αυτό θα ήθελε κι εκείνος. Το επισκεπτόμαστε κάθε χρόνο και το τιμάμε με την παρουσία μας. Μας θυμίζει εκείνα τα όμορφα μακρινά χρόνια, που είμαστε φτωχοί, πεινασμένοι, ξυπόλητοι. Μας θυμίζει τον φούρνο, με το αφράτο ψωμί που τρώγαμε. Την σκάφη που μας έκανε μπάνιο η μάνα στην αυλή το Σαββατόβραδο για να πάμε την Κυριακή στην εκκλησία. Την παρουσία των γειτόνων και συγγενών,  με τα χαρούμενα πρόσωπα, τα γέλια και τα αστεία τους. Μας θυμίζει τις ρίζες μας και τον χώρο που νοιώσαμε την αγάπη και την στοργή.
Όλα, σε αυτό το σπίτι, από τα παράθυρα, τα κόκκινα κεραμίδια, τον τοίχο και την αυλή,  βγαίνει ένας γλυκός λυγμός που πλημυρίζει την ψυχή μας όταν βρισκόμαστε εκεί. Δεν ξεχνούμε τον χειμωνιάτικο καιρό,  με τα κρύα, τα  χιόνια και τις βροχές, που καθόμαστε στην ζεστή γωνιά. Στο σπίτι του Ντίνου καταλήγαμε όταν το κρύο περόνιαζε το κορμί μας, όταν η βροχή μας έκανε μούσκεμα και το χιόνι πάγωνε τα πόδια και την ψυχή μας.
Πόσο όμορφο ήταν κείνο το σπίτι με το δαντελένιο κουρτινάκι, στο στενό παράθυρο, με τον σκύλο της υφαντής πάντας στον έναν τοίχο και με το ελάφι της Θεάς Άρτεμις από τον άλλον. Σε κείνο το σπίτι δεν μας έλλειπε τίποτε και τραγούδια και κλάματα και μοιρολόγια.

Εδώ στο σπίτι του ΝΤΙΝΟΥ  όταν βρισκόμαστε, θυμόμαστε την χαμένη νιότη, τα περασμένα χρόνια, την μαγική εποχή της περασμένης ζωής.

Βαγγέλης Κ. Χριστόπουλος




























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου