ΒΑΓΓΕΛΗΣ Κ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Όσο κόντευαν να έρθουν τα Χριστούγεννα, το ξεροπάγωνο γινόταν
αφόρητο. Στα βουνά τα σύννεφα ακούμπαγαν βαρυφορτωμένα επάνω τους και οι κορφές
φέγγανε από το άσπρο χιόνι που έριχναν. Στέλνανε και σε μας
χαμηλότερα την αντάρα και αδύναμες, καταϊδρωμένες νιφάδες χιονιού. Τα νερά κρουστάλλιαζαν, καθώς
ψιλόβρεχε ασταμάτητα και έκανε τα σοκάκια και τους δρόμους
της Γλανιτσιάς αδιάβατους από την
λάσπη. Το κρύο τσουχτερό, έριχνε όλη την κακία και την απειλή του επάνω μας.
Κοκκίνιζαν και μελάνιαζαν οι μύτες, τ’
αυτιά και τα ημίγυμνα και ξυπόλυτα πόδια μας. Μα κάπου και ο Θεός άκουγε τα
παρακάλια μας, έπαιρνε λίγο ο ήλιος, στέγνωνε ο τόπος και εμείς τα παιδιά
ξεδίναμε με παιγνίδι στην πλατεία του
χωριού. Γενικά το κρύο και τη βροχή δεν τα χαμπεριάζαμε τότε, ούτε τις
συνέπειες βέβαια. Το παν ήταν για μας το παιγνίδι.