Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

                                                             Ο      Θ   Ε   Ρ   Ο   Σ



Η χρονιά αυτή ήταν εξαιρετική. Τα σιτάρια ρίξανε μπόϊ και τα στάχυα είχαν δέσει καρπό και γονατίζανε από το βάρος. Τα καταράχια και τα φτενά χωράφια χρειάζονταν θέρο. 

 Σε μια βδομάδα ήταν γενικός ο ξεσηκωμός στο χωριό. Δυο μέρες πριν ο γέρο Ντίνος με την μια του κόρη πρωί πρωί με τα δυο  γαϊδουράκια  πήγαν στο χωράφι και κάτω από τα δυο μεγαλύτερα δέντρα ξεκόλωσαν την σπαρμένη σίκαλη  που ήταν δυο μέτρα ψηλή, για να κάνει τα δεματικά.  Την έφεραν φορτωμένη στα γαιδουράκια στο χωριό και χεριές χεριές την άπλωσε στην αυλή κάτω από την συκιά. Την μπούχιξε πολλές φορές για να λουρώσει και έφτιαξε τα δεματικά , να είναι έτοιμα για το δέσιμο των δεματιών.


 Έφτασαν την άλλη μέρα το πρωί, στο Στρογγυλό στο μεγάλο χωράφι ,οι θεριστάδες. Ο γέρο Ντίνος η γυναίκα του με τις τρεις  κόρες, τον γαμπρό του και τον γιό με δυο γειτόνισσες την Πανούλα και την Ελένη.  Έδεσαν την μαρτίνα που την φώναζαν Μαρίκα, κάτω από έναν βαθύσκιωτο πρίνο με πράσινο χορτάρι και τα γαιδούρια τα άφησαν στο μεγάλο χερσάδι να βόσκουν. 

 Με το δρεπάνι στο χέρι σκύβουν και θερίζουν, κάνοντας έναν φαρδύ και μεγάλο διάδρομο μέχρι τον μεγάλο δέντρο που ήταν η σίκαλη  και γύρω από αυτό, για να ξεπεζέψουν. 

Η πρώτη ημέρα ήταν γιορτή, με αστεία, ευχές, καλό φαϊ και λίγη δουλειά. Σιγά και αργά στην αρχή, να συνηθίσουν την δουλειά.

Στα κλαδιά του δέντρου κρέμασαν τα τράστα με το ψωμί το προσφάι και την τέσσα με το φαγητό.  Πιο πέρα την νάκα με το μικρό παιδί και κοντά στον κορμό τις βαρέλες με το νερό. Τις σκέπασαν με μια κουρελού βρεγμένη για να διατηρείτε το νερό δροσερό. Ξεστρώσανε και τα δυο γαιδούρια να πάρουν αέρα και τα σαμάρια έγιναν σκαμνιά στον ίσκιο για να κάθονται και να  ξεκουράζονται.  

Οι γυναίκες  με το δρεπάνι σ
το χέρι, χίμηξαν κάνοντας τα χέρια πέρα, δώθε θερίζοντας.

Το ελαφρύ αεράκι ανέμιζε και σαν τα κύματα της θάλασσας γίνονταν τα στάχυα. Ο ήχος των δρεπανιών ακούγονταν με το κόψιμο του σιταριού και γυάλιζαν στον ήλιο.

Οι γυναίκες με τα άσπρα τσεμπέρια, τα μακριά φουστάνια και τις πουκαμίσες με τα μακριά μανίκια, φαίνονταν χαρούμενες και όμορφες στις κίτρινες φρεσκοθερισμένες καλαμιές. 

Το πρωινό βοηθάει και αυγατάει  η  δουλειά , αλλά και λουρωμένα από την δροσιά της νύχτας τα στάχια,  δεν τρίβονται. Όλη μέρα θερίζουν σκυφτοί, τα χέρια βαραίνουν, η κούραση μεγαλώνει και τα αστεία λιγοστεύουν. Βάζουν στο στόμα τους την πρώτη γουλιά νερό κάτω από το δέντρο και σβένουν την δίψα τους.   Ο γέρο Ντίνος αποτραβιέται για λίγο και πάει ψηλά στην χούνη εκεί έχει μια  απιδιά. Κουνάει το δέντρο και με  τα γινωμένα απίδια γεμίζει το τράιστο και τα φέρνει να ξελιγουριάσουν όλοι,  με την γλυκιά και γεμάτη χυμό γεύση τους.  

Το παιδί κρεμασμένο στο δέντρο με  την νάκα ξύπνησε και κλαίει. Πήγαινε κόρη μου της φωνάζει ο πατέρας,  το παιδί πεινάει. Εκείνη σηκώνει την κουρασμένη μέση της , καρφώνει το δρεπάνι σε ένα δεμάτι και πηγαίνει κοντά του.  Κουνάει την νάκα όπως είναι κρεμασμένη στο δέντρο για να μορώσει.  Το πήρε στα χέρια της , εκείνο κοιτάζει  στα μάτια την μάνα του, ανακλαδίστηκε, γέλασε και άρπαξε το βυζί της . Κλείνει τα μάτια του όσο βυζαίνει. Ποιος ξέρει τις σκέψεις του, τα όνειρά του, πιο μυστικό αφανέρωτο κρύβει. Η μάνα το τάισε, και το κοίταξε γεμάτη περηφάνια.  __Άντε να μεγαλώσεις σύντομα,  να βοηθάς στις δουλειές είπε και το έβαλε στην νάκα να κοιμηθεί. 

Ο ήλιος ψήλωσε και τα στάχυα βεργολυγίζουν  τα κορμιά τους  με τον πυρωμένο αέρα που ερχότανε από τα Λαγκαδινά βουνά.  Οι θρεμμένες κορφές τους φιλιούνται και ένας ψίθυρος ακατάληπτος ακούγεται ανάμεσά τους. Είναι τραγούδι χαράς για τον πλούσιο καρπό τους.

Οι θεριστάδες σκυφτοί , ιδρωμένοι, με τα μπρούτζινα από τον ήλιο πρόσωπά τους , σέρνουν ακούραστα τα δρεπάνια τους  και  χράπ  χρούπ γυαλιστερά και φρεσκοτροχισμένα καθώς είναι,  κόβουν συνέπαγα τα στάχυα.  Κάνουν τρείς  με τέσσερες  χεριές , τις αφήνουν χάμω και ύστερα  βάζουν το δρεπάνι στο ώμο.  Απελευθερώνουν τα χέρια τους,   παίρνουν  όλες τις χεριές   και  κάνουν τα χερόβολα.  Και όσο συνεχίζεται ο θέρος, τα στάχυα σκύβουν τα καρπερά κεφάλια τους και σιγοψιθυρίζουν . Μιλούν για τα δρεπάνια που κρατούν στα γεροδεμένα χέρια τους οι κοπελιές οι νιοι , οι θεριστές. 

Ο γέρο Ντίνος που και που, κοιτάζει πίσω του στο θερισμένο χωράφι. Σταματάει το θέρο, αφήνει το δρεπάνι σε μια γκορτσιά και παίρνει από κάτω τα χερόβολα που είναι πιθωμένα σε διάφορες μεριές.  Τα βάζει σταυρωτά, με μαστοριά στα γόνατα και κάνει τις αγκαλιές. Ύστερα με δυο ή τρεις αγκαλιές μαζί κάνει  τα δεμάτια.  Γεμίζει σιγά σιγά ο τόπος δεμάτια απλωμένα σαν πρόβατα.  Στο απέναντι  ύψωμα θερίζει η οικογένεια του Αγγελή και στις χούνες ο Αντρέας με την οικογένειά του στα δικά τους χωράφια. Κοντεύει  μεσημέρι. Θερίζει μαζί τους και η μικρότερη κόρη του  γέρο Ντίνου, άγουρη  και άμαθη. Οι άλλες αδελφές που την είχαν στην μέση, της έπαιρναν αθέριστο κομμάτι  και την βόηθαγαν  ή την έστελναν να τους φέρει  νερό για να την ξεκουράσουν.

Πεινασμένοι οι θεριστάδες  άφησαν τα τζιτζίκια να το λένε και μαζεύτηκαν στον βαθύ ίσκιο του δέντρου. Στρώσανε ένα υφαντό σεντόνι για τραπεζομάντηλο πάνω στην κουρελού και έβαλαν το ψωμί με το τυρί για να  φθάνουν όλοι. Στην τέσσα μοσχοβόλαγε το καλοψημένο κοτόπουλο με τις χυλοπίτες και ένας ένας έπαιρναν το μερτικό του και έτρωγε.

Η γίδα καθώς τους είδε όλους μαζεμένους βέλαξε και ο γέρο Ντίνος πήγε  την άρμεξε και  έφερε κοντά τους  το καρδάρι  κοντόγιομο  με  αφρισμένο γάλα.

Έφαγαν με την ησυχία τους ήπιαν και δροσερό νερό, ξεκουράστηκαν, έφυγε η μεγάλη ζέστη και όλοι μαζί ξεκίνησαν το θέρο. Θέρισαν όλη την ράχη, μέχρι ψηλά στο σύνορο με το δάσος. Έμεναν δυο καταράχια ακόμη, μια μεγάλη πλεύρα και ύστερα θα έμενε η καρπερή  λάκα που είχε την πολύ σοδειά. Μια βδομάδα πάλευαν όλοι τους και σταμάταγαν  με το φως του φεγγαριού. 


Ήθελαν να τελειώσουν το συντομότερο τον θέρο.  Είχαν φέρει μαζί τους και  ρούχα ύπνου.  Κάτω από το δέντρο και τα λαμπερά αστέρια της νύχτας  τα έστρωναν και κοιμούνται. Το πρωί με το γλυκοχάραμα σηκώνονταν και θέριζαν συνέπαγα μια στο ένα καταράχι μια στην μεγάλη  πλεύρα. Τους έφευγε η κούραση καθώς έβλεπαν την μεγάλη σοδειά που είχαν και δεν θα αγόραζαν για ένα χρόνο σιτάρι. Τα βράδια τους περίσσευε χρόνος να ξεκουραστούν να αστειευτούν, να παίξουν με το παιδί και να χαρούν. Και κείνες οι ώρες , ήταν γεμάτες μαγεία μέσα στην ησυχία. Ακούγονταν τα τριζόνια, μια κουκουβάγια που μάζευε τα μικρά της, οι φωνές άλλων εντόμων και ζώων.  φαίνονταν τα αστέρια που έπεφταν στον ουρανό. Το φεγγάρι που έβγαινε από την Αγιά Παρασκευή φώτιζε και έπαιζε με τα στάχυα. Έβλεπαν και παρακολουθούσαν την πούλια τον αυγερινό, την αλετροπόδα και όλα τα καμώματα της νύχτας. Έκλεβαν χρόνο από τον ύπνο, παρά την κούραση και απολάμβαναν την ομορφιά του χρόνου και τόπου.  

Σήμερα η μάνα θέριζε κοντά στην μάντρα που ήταν ο τρόχαλος, αγνάντιο στην κούνια του παιδιού να το βλέπει. Έκοβε με το δρεπάνι χεριές χεριές και το μάτι της άθελά, πήγαινε στην κούνια.

 Απότομα έβγαλε μια στριγκλιά, μια φωνή διαπεραστική,  ακούστηκε μια λέξη. Φίδι φίδι! Τα χέρια της άφησαν το δρεπάνι και τα χρυσοκίτρινα στάχυα έπεσαν  κάτω. Η ανάσα της κόπηκε, τα χείλη της έμειναν μισάνοιχτα και πρόλαβε να φωνάξει:

 Στο παιδί είναι φίδι.  ‘Όλοι ανατρίχιασαν και γύρισαν προς το μέρος της.


__Τι  έχεις γυναίκα ανήσυχος  φώναξε ο άντρας της , και ζύγωσε  κοντά της.


__Αστρίτης άντρα μου στο παιδί του είπε, με όση δύναμη της απόμεινε και ύστερα κιτρίνισε και βουβάθηκε.

Σαν αστραπή, σαν κεραυνός, σαν λάμψη φλόγας εκείνος, ζύγωσε με το δρεπάνι και έκοψε το φίδι στα δύο. Όλοι λιμάρισαν, αναστατώθηκαν και έτρεξαν προς το δέντρο. Εκείνη συνήλθε, άκουσε την λαλιά του παιδιού. Η καρδιά της χτύπησε, αναθάρρησε, έφτιαξε το τσεμπέρι στο κεφάλι της  και πήρε το παιδί της στα χέρια . Το έσφιξε στην αγκαλιά της και το φιλούσε.  Όλοι ήταν κοντά της να  της συμπαρασταθούν .

__Δόξα το Θεώ έλεγαν, μας φύλαξε ο μεγαλοδύναμος. 

 Δούλευαν από τ άγρια μεσάνυχτα, προτού ακόμη ξυπνήσουν τα πουλιά. Λογάριαζαν μέχρι το τέλος της εβδομάδας, να έχουν θερίσει το σιτάρι .  Ας έκαναν μια βδομάδα ακόμη,  να κουβαλήσουν τα δεμάτια και να έρθει η σειρά τους να αλωνίσουν.  Μέχρι τότε θα κουβαλούσαν την σοδειά τους στο κασόνι και θα τελείωναν τα βάσανα και οι κόποι τους.

Το άλλο πρωί θέριζαν απέναντι από την λάκκα κοντά στις μεγάλες τούφες που ήταν η στρούγκα. Καθώς προχωρούσε ο θέρος ένας κρότος αλλόκοτος ακούστηκε. Ήταν μια πέρδικα που έφυγε χτυπώντας με δύναμη τα φτερά της. Είχε την φωλιά της ανάμεσα σε δυο πέτρες και μια τούφα που με δυσκολία την βρήκαν αφού έδιωξαν τα χόρτα που την κάλυπταν.  Δέκα τρία αυγά είχε γεννήσει. Ανώφελο να τα άφηναν εκεί , η πέρδικα με την τρομάρα που πήρε δεν θα ξαναγύριζε. Μάνα ήταν και αυτή, τι μπορούσαν όμως να κάνουν;

Τώρα δούλευαν στην μεγάλη λάκα. Έκαναν μικρότερες χεριές. Τα χερόβολα ήταν ασήκωτα. Ο γέρο Ντίνος έκανε αγκαλιές και έκανε τον σταυρό  του ευχαριστώντας τον Θεό.  Απλωμένες στην μεγάλη λάκα φαινόταν ο πλούτος του χωραφιού. 

Τέλειωσε ο θέρος μέχρι το τελευταίο στάχυ. Έδεσε και τα τελευταία δεμάτια και ήταν πλέον έτοιμα για φόρτωμα και κουβάλημα στην θημωνιά, κοντά στο αλώνι.

Γύρισαν λίγο πριν το μεσημέρι όλοι μαζί στο σπίτι, χαρούμενοι που θ απέφευγαν  τα τσιμπήματα από τα κουνούπια, τα μερμήγκια  και τα άλλα έντομα και την κάψα που τους είχε ζαλίσει.  Για το κουβάλημα των δεματιών και για το αλώνισμα είχαν εξασφαλίσει δωρεάν  τα άλογα του μπάρμπα Γιάννη  του Τσαγκαρόγιαννη και όλα θα είναι  πιο εύκολα.

24/6/2024                                                                        Βαγγέλης Κ. Χριστόπουλος




1 σχόλιο:

  1. Πολυγραφοτατος,παραστατικος γεματο συναισθηματα το κειμενο,καλημερα

    ΑπάντησηΔιαγραφή