Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου
Ήταν δέκα η ώρα το πρωί και το κρύο ήταν τσουχτερό. Τα κεραμίδια έσταζαν από το λιώσιμο του πάγου και τα απόσκια ήταν ακόμη κάτασπρα. Βγαίνοντας έξω στην αυλή να πάρω ξύλα για την φωτιά, μια αγριόγατα χάθηκε , στην άλλη γωνιά του κήπου και κρύφτηκε κάτω από θάμνους. Πισωγύρισα , μπήκα μέσα στο σπίτι , πήρα ένα κομμάτι συκώτι καλοψημένο που είχε περισσέψει από το βράδυ και το πέταξα στους θάμνους.
Ήταν δέκα η ώρα το πρωί και το κρύο ήταν τσουχτερό. Τα κεραμίδια έσταζαν από το λιώσιμο του πάγου και τα απόσκια ήταν ακόμη κάτασπρα. Βγαίνοντας έξω στην αυλή να πάρω ξύλα για την φωτιά, μια αγριόγατα χάθηκε , στην άλλη γωνιά του κήπου και κρύφτηκε κάτω από θάμνους. Πισωγύρισα , μπήκα μέσα στο σπίτι , πήρα ένα κομμάτι συκώτι καλοψημένο που είχε περισσέψει από το βράδυ και το πέταξα στους θάμνους.