Του Βαγγέλη Κ Χριστοπούλου
Η Ασήμω λογάριαζε με τα δάχτυλά της, οχτώ αυγά και άλλα οχτώ κάνουν δέκα έξι. Με αυτά έλεγε κάνω δυο οκάδες χυλοπίτες και με άλλα δέκα έξι κάνω άλλες δυο οκάδες . Τα αυγά τα είχε στο κασόνι που ήταν γεμάτο γέννημα, απλωμένα να μην χαλάνε από την ζέστη.
Όσα μέτραγε τα μέριαγε στην άκρη του κασονιού και συνέχιζε το μέτρημα να ιδεί πόσες οκάδες χυλοπίτες θα κάνει με ενενήντα αυγά. Είχε υπόψη της στην βραδινή συγκέντρωση να καλέσει τις γειτόνισσες να την βοηθήκουν να φτιάξει χυλοπίτες.Δεν περιμένανε να ξαναφάνει το φεγγάρι από τα σφενταμάκια και την Αγια Παρασκευή. Η Ντίναινα και η Ασήμω πρώτες απ’ όλες έπαιρναν τις ρόκες τους ή τα πλεχτά τους και κάθονταν στην μεγάλη πλάκα, που ήταν ακανόνιστος βράχος, ανάμεσα στα σπίτια τους, στον μικρό κατηφορικό στενοσόκακο, δίπλα από το γαλάρι του Μητσιαίλα.Νυχτέρια κάνανε και στο κάτου χωριό, στου Καλόγερου τα’ αλώνι με την Μαλεβή την Ντρούλιαινα και άλλες νοικοκυρές. Αλλά και στο Παπαδαίϊκο αλώνι . Εκεί ήταν ξάγναντα από το χωριό και ακούγονταν οι φωνές ,τα τραγούδια και οι συζητήσεις, αρκεί να έβαζες αυτί.Ακολουθούσαν ύστερα από λίγο με τα πλεκτά τους ή τις ρόκες τους η Βγενιά ηΜπιτσίλαινα με την αδερφή της την Ανθούλα, η Σταμηροβαγγελιά, η Κουτσίνα και άλλες νοικοκυρές. Απόψε ήρθαν και Παλιοπυργήσιες, Γιωργίτσα η Σπηλιόταινα και Ταλία η Ζανού.Η πλάκα ήταν μεγάλη ριζωμένη μέσα στην γή και χώραγαν καθιστοί πάνω από δέκα πέντε νομάτοι. Είχε ίσια επιφάνεια, εσοχές, εξογκώματα και ήταν μαλακή στο πάνω μέρος από το πάτημα των ζώων και των ανθρώπων και το καθισιό των γυναικών.
Τα καλοκαίρια σχεδόν κάθε βράδυ με το νυχτέρι στο στενό
δρομάκι και πάνω στην πλάκα, υπήρχε ζωή από τις φωνές, τ’ αστεία, τα πειράγματα
τις ευχές, τα τραγούδια, τις ιστορίες, τ’ ανέκδοτα, τα κουτσομπολιά, τα νέα και
τα παλιά που έλεγαν οι γυναίκες.Η Ασήμω λογάριαζε με τα δάχτυλά της, οχτώ αυγά και άλλα οχτώ κάνουν δέκα έξι. Με αυτά έλεγε κάνω δυο οκάδες χυλοπίτες και με άλλα δέκα έξι κάνω άλλες δυο οκάδες . Τα αυγά τα είχε στο κασόνι που ήταν γεμάτο γέννημα, απλωμένα να μην χαλάνε από την ζέστη.
Όσα μέτραγε τα μέριαγε στην άκρη του κασονιού και συνέχιζε το μέτρημα να ιδεί πόσες οκάδες χυλοπίτες θα κάνει με ενενήντα αυγά. Είχε υπόψη της στην βραδινή συγκέντρωση να καλέσει τις γειτόνισσες να την βοηθήκουν να φτιάξει χυλοπίτες.Δεν περιμένανε να ξαναφάνει το φεγγάρι από τα σφενταμάκια και την Αγια Παρασκευή. Η Ντίναινα και η Ασήμω πρώτες απ’ όλες έπαιρναν τις ρόκες τους ή τα πλεχτά τους και κάθονταν στην μεγάλη πλάκα, που ήταν ακανόνιστος βράχος, ανάμεσα στα σπίτια τους, στον μικρό κατηφορικό στενοσόκακο, δίπλα από το γαλάρι του Μητσιαίλα.Νυχτέρια κάνανε και στο κάτου χωριό, στου Καλόγερου τα’ αλώνι με την Μαλεβή την Ντρούλιαινα και άλλες νοικοκυρές. Αλλά και στο Παπαδαίϊκο αλώνι . Εκεί ήταν ξάγναντα από το χωριό και ακούγονταν οι φωνές ,τα τραγούδια και οι συζητήσεις, αρκεί να έβαζες αυτί.Ακολουθούσαν ύστερα από λίγο με τα πλεκτά τους ή τις ρόκες τους η Βγενιά ηΜπιτσίλαινα με την αδερφή της την Ανθούλα, η Σταμηροβαγγελιά, η Κουτσίνα και άλλες νοικοκυρές. Απόψε ήρθαν και Παλιοπυργήσιες, Γιωργίτσα η Σπηλιόταινα και Ταλία η Ζανού.Η πλάκα ήταν μεγάλη ριζωμένη μέσα στην γή και χώραγαν καθιστοί πάνω από δέκα πέντε νομάτοι. Είχε ίσια επιφάνεια, εσοχές, εξογκώματα και ήταν μαλακή στο πάνω μέρος από το πάτημα των ζώων και των ανθρώπων και το καθισιό των γυναικών.
Η κάθε μια που ερχόταν εκεί, έφερνε μαζί της κανένα φύλλο κουρελού από το σπίτι της κανένα σκαμνί και νέα της γειτονιάς και του χωριού..
Καθισμένες η μια δίπλα στην άλλη είχαν διαλέξει τις θέσεις που κάθονταν και τα άλλα βράδια κουβέντιαζαν και ο καταός που κατέβαινε από τα διαβολάκια τις δρόσιζε από την κάψα του καλοκαιριού.
Απόκοντα ερχόσανται και τα κορίτσια τους, η Γαρούφω, η Γιώτα,η Γιαννούλα, η Ελένη, η Διαμάντω η Πανούλα και οι υπόλοιπες μιλώντας και γελώντας αναμεταξύ τους.
Πείραζαν τις γριές μάνες τους, έλεγαν υπονοούμενα για τα κουσούρια των νέων, παράσταιναν τις φωνές εκείνων που είχαν μια παραφωνία και στραβομουτσούνιαζαν τα χείλη και τα μάτια τους για άλλους που είχαν κάποιο ελάττωμα. Μέχρι και για τον παπά έλεγαν όταν γύριζε την ψαλμωδία στο τσάμικο.
__Όλη τη νύχτα έβλεπα φως στο σπίτι τους, είπε χαμηλόφωνα η Γιαννούλα στις άλλες κοπέλες για να μην καταλάβουν οι γριές μανάδες τους. Χωρίς να ειπεί όνομα, και σπίτι με τα υπονοούμενα οι κοπέλες κατάλαβαν για ποιους μιλάνε.
__Τι να τρέχει; Μην είναι ο γέρος άρρωστος; Είπε μια από τις κοπέλες.
__Μπα το σπίτι έχει νιόπαντρους και θέλει να βλέπει ο ένας τον άλλον, συμπλήρωσε άλλη.
Τα κορίτσια είχαν και αυτά τα δικά τους πλεκτά, έδιωχναν τις γριές μάνες τους από την μια πλευρά της πλάκας να μπορούν να κάθονται όλες μαζί και ψιθυριστά να μπορούν να συνεννοούνται καλύτερα. Δεν αργούσαν να το ρίξουν στο τραγούδι και στην μικρή αυλή της Ασήμως κοντά στην πέτρινη σκάλα, πιανόσαντε και χορεύανε του καλού καιρού.
Εχθές είχαν πάει σε ξέλαση, σε ξέφυλλο αραποσιτιού. Είχαν πολλά να ειπούν να μάθουν και οι μανάδες τους. Όλο και κάποιος νέος θα στραβοκοίταξε και τις δικές τους τσιούπες με πονηρή ματιά.
Εκεί λοιπόν πάνω στην πλάκα μαζεύτηκαν οι γειτόνισσες και κουβέντιαζαν για το σιτάρι και τ’ αλώνια, για τ’ αμπέλια και τους δραγάτες για τα κουμπαριά και τα συμπεθεριά, τα στεφανώματα και τα προικιά. Όσο έκοβε η νύχτα καινούργιες θύμησες διαδέχονταν η μια την άλλη. Πότε παντρεύτηκαν, πότε γέννησαν τα πρώτα παιδιά τους, τι καιρός ήταν, για το θέρο του καλαμποκιού και τον ξέφυλλο……
__Να προσέχετε να μην σας γελάσουν, είναι μουρντάρηδες οι γιοί του. Το ίδιο έκανε και ο πατέρας τους και άφησε μια ορφανή και αδύνατη κοπέλα στο ράφι τους είπε η Ανθούλα σοβαρά σοβαρά και κοίταγε προς το μέρος των δικών της κοριτσιών.
__Τόκανε εκεί που περνούσε είπε η Ντίναινα. Οι δικές μας οι τσιούπες τα ξέρουν αυτά και κοιτάνε την δουλειά τους. Η Βγενιά που ήθελε και κείνη να πάρει θέσει στην κουβέντα είπε: Αν το γράφει η τύχη τους να γίνει, θα γίνει και δεν πα να λέτε σεις ότι θέλετε.
__Εμείς οι φτωχοί πρέπει ν’ απλώνουμε το χέρι μας μέχρι κει που φτάνει. Συμπλήρωσε η Ανθούλα.
__Η Μαριώ σου Βγενιά γιατί δεν ήρθε κοντά μας απόψε, να πάρει και κείνη το πλεχτό της και να κάτσει δω χάμου παρέα μας; Ρώτησε η Κουτσίνα.
__Ξέρω ότι την αγαπάς ιδιαίτερα την Μαριώ. Όπου και να είναι θα έρθει. Την άφησα να συγυρίσει λίγο το σπίτι και να περιμένει να βράσουν οι φακές. Αύριο θα πάει στα παλιοκάλυβα. Είναι τρείς μέρες ο γέρος νηστικός και διψασμένος , να του φτιάξει μια στάλα ζουμί.
__Κάτι καλό ακούσαμε. Είναι αλήθεια;
__Τι ακούσατε;
__Ότι τον σκλάβωσε το νιό με την φωνή και το τραγούδι της στο ξενοδούλι και ήρθανε προξενιά . Προτού ακόμα δώσει απάντηση η Βγενιά η μικρότερη κόρη της που δεν κρατήθηκε, γελώντας της είπε:
__Σιγά μην δώσουμε την αδερφή μου, στον κοιλαρά με τους χαυλιόδοντες που προεξέχουν να την φάει. Όλες γέλασαν με την περιγραφή που έκανε η κόρη της και η μάνα συμπλήρωσε.
__Δεν την δίνουμε στα ξένα και σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε. Εκείνη την στιγμή ήρθεκρατώντας το σκαμνάκι της, στο ένα χέρι και με το άλλο την ρόκα της η Γιωργίτσα η Σπηλιώταινα.
__Πως τα κουβεντιάζετε γειτόνισσες και προσπάθησε να στριμωχθεί και να κάτσει ανάμεσα στις γυναίκες.
__Τα χθεσινά λέμε είπαν η Ανθούλα και η Βγενιά σχεδόν μαζί. Η Γιωργίτσα δεν κατάλαβε τηνσκέψη τους και νόμισε ότι γνώριζαν για τον γαμπρό που πήγε στον Παλιόπυργο.
__Έλα κάτσε από δω, χάμου στην κουρελού να ξαποστάσεις μωρή. Τις είπε η Κουτσίνα. Χωράς εδώ και άσε το σκαμνί. Ήθελε να ακούει καλύτερα τα νέα , που εκείνη θα έλεγε.
Η Γιωργίτσα σ’ ένα μικρό τσακωνάκι, που είχε στον ώμο της, έβγαλε ζούλες, απίδια και μοίρασε από τέσσερα στην κάθε μια. Άφησε πέντε – έξι μέσα για καμιά γειτόνισσα που θα ερχόταν μετά από αυτή καθυστερημένη , να μην μείνει παραπονούμενη.
__Ζάχαρη είναι είπε η Βγενιά και η Ανθούλα συμπλήρωσε:
__Και πολύ ζουμερά. Να είσαι καλά Γιωργίτσα, της είπαν και οι άλλες γυναίκες. Ξελιγωθήκαμε και δεν είχαμε τι να βάλουμε στο στόμα μας.
__Είναι καλά τ’ απίδια του Παλιόπυργου, αλλά πρέπει να προλάβεις τα πρόβατα που ξέρουν και πάνε πρώτα από μας κάτω από τις απιδιές. Κάθισε κοντά στην Κουτσίνα και έλεγε τα νέα της χωρίς να βγάζει κακή κουβέντα για κανέναν. Ούτε κατηγόρια ήξερε να ειπεί και ήταν μετρημένη και τυπική σε όλα της.
__Τύχη καλή βρήκε η τσιούπα. Φτωχούλα η καημένη, τι να σου κάνει. Ο γαμπρός στέκεται καλά και ήρθε με τον πατέρα και τα τρία αδέρφια του και την ζήτησε. Προς στιγμήν οι γυναίκες δεν ζήτησαν εξήγηση, ποια τσιούπα αφορούσε και τι συμπεθεριό κουβαλήθηκε στον Παλιόπυργο. Μα και η Γιωργίτσα δεν ήξερε ότι χάλασε και συνέχισε την αφήγηση .
Ο γαμπρός άκουσα ότι ήταν πολύ όμορφος , ψηλός και γεροδεμένος. Μόνο που δεν μίλαγε. Μακάρι και οι δικές μας τσιούπες να βρούν τέτοιους γαμπρούς.
__Δεν έχει όνομα η τσιούπα Γιωργίτσα; Την ρώτησε η Ασήμω.
__Εγώ έλεγα πως το ‘ξερες Ασήμω και αυτά κουβεντιάζεις εδωχάμω, μια και είναι και συγγενής σου. Όλες τότε κατάλαβαν και κάτι είχαν ακούσει με μισόλογα από την Ασήμω.
__Αυτό δεν είναι τωρινό. Έχει οχτώ ημέρες που έγινε, αλλά η κουνιάδα μου δεν δέχτηκε. Καλό το παιδί και προκομμένο αλλά στο σπίτι κάθονται τρία τα παιδιά και ένας ο πατέρας τέσσερεις. Εγώ της είπα να μην το αποφασίσει. Και δεν είναι μόνο αυτό, μέσα κάθεται και η γριά μάνα του πεθερού που μάθαμε ότι είναι κακιά και άσκημη.
__Αμ αυτά Ασήμω δεν τα έμαθα εγώ δικαιολογήθηκε η Γιωργίτσα. Εγώ ξέρω ότι πήγε στην Τασιουκλίνα και τις ζήτησε τα παπούτσια που πήρε στο πανηγύρι η μεγάλη της κόρη, να τα φορέσει η νύφη το βράδυ που θα ερχότανε ο γαμπρός. Να μην παρουσιαστεί μπροστά του ξυπόλυτη .
__ Εγώ έμαθα και άλλα γυναίκες , είπε η Βαγγελιά που δεν κρατιότανε και πήρε τον λόγο. Μου φαίνεται δεν τα ξέρεται καλά. Το συμπεθεριό στον Παλιόπυργο χάλασε για ένα σαμάρι και έβαλε τα γέλια. Χαμογέλασαν και οι άλλες γυναίκες και την άφησαν να συνεχίσει. Αίτία δεν ήταν οι άντρες που ήταν γεμάτο το σπίτι. Η δική μας στον Παλιόπυργο έδινε για προίκα το γαϊδούρι ξύστρωτο γιατί το είχε τάξει το σαμάρι στον άλλο γαμπρό. Το σαμάρι θα το έδινε μετά από ένα χρόνο και ο γαμπρός δεν δεχόταν.
Όταν τα μισό έφτιαξαν για την προίκα, έβαλε η γυναίκα στο τραπέζι ψωμί και ότι άλλο είχε στην φτώχια της και δεν έφαγε κανένας.
__Γιατί δεν έφαγαν ρώτησαν σχεδόν όλες μαζί την Βαγγελιά.
__Το ψωμί ήταν λίγο ξερό. Αυτοί τόσοι που ήταν στο σπίτι τους το ψωμί δεν προλάβαινε να ξεραθεί το έτρωγαν φρέσκο και σχεδόν ζεστό. Ήταν καλομαθημένοι και κακομαθημένοι. Πώς να φάνε μπαγιάτικο ψωμί. Προκειμένου να μουρλάνουν την τσιούπα της και να την θέλουν μόνο να τους ζυμώνει τα χάλασε. Άκουσα και άλλες παραξενιές μα δεν ξέρω αν είναι αλήθεια είπε η Βαγγελιά. Οι γυναίκες που ήθελαν να μάθουν για τα συμφέρματα άλλων ανθρώπων, την κέντηξαν να τους ειπεί ότι έμαθε.
__Τι να σας ειπώ. Άκουσα ότι ο γαμπρός δεν άκουγε καλά. ΄Ηταν κουφός. Όταν τους είπε να κάτσουν στο τραπεζάκι που κόβουν τις χυλοπίτες να φάνε, κάθισαν όλοι τριγύρω σταυροπόδι. Τους έβαλε η γυναίκα, μια γαβάθα γεμάτη χυλοπίτες και σε δυο σαγάνια είχε το κοτόπουλο να περιδρομιάσουν . Έφερε η γυναίκα και πιάτα και τέσσερα χουλιάρια. Τότε ο συμπέθερος της είπε:
__Που τα πας συμπεθέρα όλα τα χουλιάρια, με το ένα κάνουμε την δουλειά μας. Όπως καταλαβαίνεται μετά και από αυτό η δικιά μας στον Παλιόπυργο τα χάλασε.
__Είχε δίκαιο η κακομοίρα που τα χάλασε, είπε η Ανθούλα.
__Δίκαιο είχε και τους τα έψαλε όταν σκαπετίσανε από τον Παλιόπυργο.
__Τί τους είπε Βαγγελιά.
__Ας πάει στο διάολο τέτοιος γαμπρός και η τέτοια του. Όλες γέλασαν και δικαιολόγησαν την συμπεριφορά της. Όλες περίμεναν ν’ ανοίξει το στόμα της η Βαγγελιά να ειπεί αστεία και να γελάσουν. Ούτε ντρεπότανε ούτε φοβότανε και μπροστά στον παπά έλεγε εκείνο που τις ερχόταν και σβενότανε πρώτη στα γέλια.
__Μωρ’ γυναίκες ο γέρος μου κάθε βράδυ έρχεται αργά από το καφενείο και θέλει τέντζερι να του έχω. Εσείς τι μαγειρεύεται; Τι να του φτιάξω με συμβουλεύεται ρώτησε μία της συντροφιάς.
__Μη χολοσκάς απάντησε η Βαγγελιά προτού η άλλη αποτελειώσει τον λόγο της. Δόστου τέτοιο και άστωνε. Όλοι το ίδιο είναι και τα ίδια θέλουν.
__Μη λές τέτοια Βαγγελιά, έχουμε και μικρά τσιουπιά εδώ.
__Για να τα μάθουνε και φτούνα τα λέω. Αν δεν τα μάθουν δεν μεγαλώνουν.
Στην παρέα
καθυστερημένη ήρθε και η Ζανού.
Ήλθε απόψε από τον
Παλιόπυργο, ξεθεωμένη και κουρασμένη από τον μεγάλο ανηφορικό δρόμο και το
φόρτωμα που κουβάλαγε. Στην πλάτη της έφερε ζαλιά από σειρήνες κομμένες άλλες μικρές και άλλες υπερμεγέθεις
και εξείχαν άλλες της μιας πλευράς του σώματός της και άλλες της άλλης. Πάνω
από αυτές είχε βάλει την μεγάλη τραστίνα με χλωρά αραποσίτια να φιλέψει καμιά
γειτόνισσα και απίδια που είχε μαζέψει καθ’ οδόν σε ένα κτήμα της, λίγο ψωμί και τυρί για να
δειπνήσει τα τρία βράδια που θα έμενε στο χωριό. Την Τρίτη ημέρα ήταν Κυριακή
και κανόνιζε να πάει στην εκκλησία να μεταλάβει. Είχε να λειτουργηθεί κοντά ένα
μήνα. Στο σπίτι της που ήρθε δεν είχε
νερό και δίψασε.__Ποια τσιούπα μπορεί να φέρει λίγο νερό να πιούμε; Ρώτησε.
__Όλες μπορούν είπε η Ασήμω. Τράβα Βασίλω να φέρεις το κανάτι εδώ.
__Μάνα δεν έχουμε νερό. Άδειασε και η βαρέλα βγαίνει δεν βγαίνει ένα μπρίκι νερό.
__Μα το απόγιομα ήταν γεμάτη. Πότε άδειασε;
__Γεμάτη ξεγεμάτη μάνα άδειασε. Άφησε ο πατέρας την βρυσούλα που πλενότανε ανοιχτή και χρειάστηκε να την ξαναγεμίσω και γιαυτό άδειασε.
__Σήκω πάνω Γιώτα είπε η Κουτσίνα στην δική της τσιούπα. Φέρε νερό να πιεί η θειά σου .
__Τι νέα Ζανού την ρώτησαν. Κείνη δαγκώθηκε να μην ειπεί ότι είδε και κατάλαβε από το δρόμο που ερχόταν.
Η Ζανού ένοιωθε ενοχές που κράταγε μυστικά μέσα της. Αλλά
πώς να τα ειπεί;
Στο βουνό τον ανήφορο που ανέβαινε φορτωμένη, κοντά στον
Μπρασιά, που είναι τα πολλά και πανύψηλα δέντρα σταμάτησε να ξεκουραστεί.
Ακούμπησε την ζαλιά σε μια ξερόμαντρα, κατέβασε και την τραστίνα να ξεκουράσει
και να ξεμουδιάσει το κορμί της από το βάρος και τον ανήφορο.Το έβλεπε θα αργούσε να φθάσει στο χωριό και θάκοβε η νύχτα. Ο ήλιος κατακόκκινος από το θυμό του, έπεφτε στα Καρυτινά βουνά όταν σηκώθηκε με το φόρτωμα και ξανά ξεκίνησε το δρόμο της για το χωριό.
Δεν πήρε τον παλιό δρόμο, όπως συνήθιζαν οι Παλιοπυργήσιοι να έρχονται. Πήρε μικρό πλαγιαστό μονοπάτι, προς τα δεξιά του δρομίσκου και ύστερα θα ανέβαινε , τριακόσιες δρασκελιές ανήφορο και θα έκανε μια στάση στο Κουφαλιασμένο δέντρο. Ύστερα θα έβγαινε στο μεγάλο δρόμο που ερχόταν από της Κυράς το γιοφύρι.
Βιάστηκε λίγο να μην την πάρει πολύ το βράδυ, αλλά στο ανηφορικό μονοπάτι εμπόδιζαν οι σειρήνες που προεξείχαν και από τα κλαδιά που είχαν μεγαλώσει και με δυσκολία έφθασε στο δέντρο.
Κάτω από το δέντρο ήταν δεμένο το γκέσο μουλάρι της γειτόνισσάς της στο χωριό φορτωμένο με δυο σακιά και απανουγόμι ήταν αραποσιτόκλαρες. Το κουδούνι ήταν βουλωμένο με πούσια και δεν χτύπαγε. Εκείνο την γνώρισε, έφερε τ’ αυτιά του όρθια και μπροστά και την κοίταξε. Παραξενεύτηκε και πονηρεύτηκε για το σημείο και την ώρα που είδε το μουλάρι εκεί και κοίταγε τριγύρω να ιδεί άνθρωπο.
Φώταγε καλά ακόμα και είδε νέον με γρήγορα βήματα να χάνεται προς το υψωματάκι, ενώ από αριστερά της άκουσε φωνή. Στην αρχή δεν εννόησε από πού ερχόταν η φωνή και το κορίτσι. Όταν πλησίασε η τσιούπα, εννόησε τι είχε συμβεί.
__Θειά εγώ είμαι της είπε. Μου έφυγε το μουλάρι από τον δρόμο και έκανε το κέρατο προς τα εδώ και με παίδεψε βραδιάτικα ώσπου να το πιάσω. Το άφησα λίγο να βοσκήσει.
__Τα ζα άμα μαθαίνουν, δύσκολα κόβουν την συνήθεια. Της είπε η θειά Ζανού διφορούμενα. Θα σε έχει φέρει και άλλη φορά εδώ.
_Ναί είπε η τσιούπα η οποία πίστεψε ότι η Ζανού, δεν είδε τον νεαρό που έφευγε τριάντα δρασκελιές πιο πάνω.
Τώρα θειά της είπε, έχει μικρό φόρτωμα, να βάλουμε και τα δικά σου πάνω στο μουλάρι και να πάμε μαζί στο χωριό.
Όταν έφθασε στην πλάκα με την ρόκα της, είχε νέα να
ειπεί, μα η τσιούπα ήταν της γειτόνισσάς , που και κείνη καθόταν στην πλάκα.
__Ζανού έχεις τον λόγω της είπε κάποια της παρέας, μα δεν
την έβλεπε. Ο ίσκιος της συκιάς από το γύρισμα του φεγγαριού είχε σκοτεινιάσει
την μια γωνιά της πλάκας που καθόταν.__Ότι και να ειπείς κολάζεσαι είπε σιγά που μόλις ακούστηκε . Και τώρα ένιωθε αμαρτία που δεν το έλεγε της μάνα αυτό που είδε απόψε. Ήθελε να κοινωνήσει πως θα πήγαινε στον παπά; Αυτό σκεπτόταν όλο το βράδυ και το επόμενο. Στην εκκλησιά που πήγε δεν κοινώνησε. Άδικα ο παππάς την κοίταγε επίμονα από την ωραία πύλη, μπας και ήταν αφηρημένη.
_Πως και ήρθες πάνω στο χωριό; Δεν ήταν καλά στον Παλιόπυργο;
__Καλά ήτανε, αλλά να αποδώ η Ασήμω θα φτιάξει χυλοπίτες και θέλει να της ανοίξω το φύλλο και να την βοηθήσω.
__Αλήθεια Ασήμω έφερες την γυναίκα από τον Παλιόπυργο. Εμείς δεν σου κάνουμε;
__Πως δεν μου κάνετε Ντίναινα. Θα σας το έλεγα απόψε. Μεθαύριο το Σάββατο, πάρτε τα τραπεζομάχαιρά σας να τις κόψουμε, Εσύ Βγενιά και Ζανού θα πλάθετε και συ Ντίναινα και οι υπόλοιπες θα κόβουμε. Ποια έχει μωρή να φέρει δέκα αυγά, μήπως και δεν με φτάσουν τα δικά μου.
__Πόσα αυγά θα βάλεις στην οκά Ασήμω; Ρώτησε η Κουτσίνα.
__Οχτώ θα βάλω για να μην κουλουμπουθριάζουν και να είναι
καλές.
__Όλες έχουμε. Θα φέρουμε από δυο αυγά η κάθε μία να
κάνεις την δουλειά σου. Είπε η Ανθούλα. Για λίγο κάθονται αμίλητες. Σε κάποια
γωνιά του δρόμου ακούγονται βήματα.__Ποιός να ‘ναι αναρωτιούνται ; Μην είναι ο δικός τους άντρας; Κοιτάζουν τον ίσκιο του από το φεγγοβόλημα του φεγγαριού να τον γνωρίσουν. Ανάμεσά τους κάθεται και Σπυρούλα και η Διαμαντού.
__Σπυρούλα! Ε! Σπυρούλα; Της λέει μια από τις γυναίκες και την σκουντά. Η Σπυρούλα κουνιέται με το σκαμνί της την κοιτάει με απορία για το απότομο κούνημα.
__Τι είναι δεν άκουσα.
__Ο άντρας σου έρχεται. Ετοιμάσου να πας να του βάλει να φάει και να μας καληνυχτήσεις. Σε λίγο ακούγεται αντρική φωνή και φωνάζει το όνομά της.
__Είσαι και συ ευτού μωρή; Εκείνος δεν την βλέπει , αν είναι όμως θα απαντήσει , εκείνη θ’ ακούσει την φωνή του και όλες θα καταλάβουν ποιός είναι.
__Εδώ είμαι του λέγει αυτή. Στο τραπέζι έχω σκεπασμένο το φαί σου ώσπου να φάς θα έρθω να σου στρώσω να κοιμηθείς.
Σαν έρθουν οι άντρες τους και αποφάνε, πέφτουν για ύπνο και τα σπίτια βυθίζονται στην ησυχία και μόνο στην πλάκα ακούγονται φωνές γιατί οι γυναίκες συνεχίζουν το νυχτέρι .
__Την τετάρτη θα φτιάξω τραχανά. Σας το υπενθυμίζω είπε η Βγενιά . Πάρτε τα κόσκινα και ελάτε.
Κείνο το βράδυ κλείσανε συμφωνίες δανεικολογιές μέχρι που έκοψε η νύχτα. Τέλειωσαν τα μαλλιά της ρόκας γέμισαν οι δρούγες από το γνέσημο . Το πλέξιμο θα συνέχιζαν άλλο και άλλο βράδυ. Το φεγγάρι μια τριχιά ψηλά φώταγε και σκορπίσανε για τα σπίτια τους ήσυχες, ήρεμες με χαμόγελα και με νοσταλγία για την επαύριο. Ήταν ώρα για ύπνο.
B GIRAKAS 19.9.2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου