Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ ΣΥΝΝΟΡΑ ΤΟΥ ΧΩΡΑΦΙΟΥ


Του Βαγγέλη Κ. Χριτοπούλου 
Τράβαγε για το χωριό καβάλα στο μουλάρι του. Με τον  “ κούκο”  στο ολοστρόγγυλο κεφάλι του  να γέρνει λίγο δεξιά, να μην τον στραβώνει ο ήλιος. Τα πόδια του, με τα τσαρούχια  και  τις ολόμαυρες φούντες τους,  κρέμονταν κάτω από το σαμάρι. Το γελέκο απέξω  από το κάτασπρο πουκάμισο, με τα φαρδιά μανίκια, του έδιναν γοητεία, αρχοντιά και δύναμη. Ήταν  καλοδιατηρημένος, με όμορφο χαμόγελο, μεγάλο και  περιποιημένο μουστάκι  και με κρυστάλλινη  φωνή. 

Είχε δεν είχε απομακρυνθεί πεντακόσια μέτρα  από το καλύβι του, όταν συνάντησε έναν από τους ανιψιούς  του.
__Κώστα,  σα ν’  άκουγα φωνές εχθές το μεσημέρι. Συζήτηση ήταν; Μάλωμα ήταν; δεν κατάλαβα. Εσύ ήσουν;
__Μπάρμπα, δεν τα ξέρεις;  Εγώ ήμουν. Με τον Ανάστο καυγάδιζα πάλι.
__Τι έχετε,  παιδάκι μου; Γιατί μαλώνετε;  Δεν μπορείτε να τα βρείτε;
__Μπάρμπα, τι να σου ειπώ;  Δέκα βολές έχει αλλάξει ο διάβολος τα σύνορα, στο κάτω μέρος του χωραφιού! Μπάρμπα, εσύ ξέρεις τα χωράφια του Παππού. Σού έδωκε και σένα ένα κομμάτι.
__Ο πατέρας μου ήταν Άγιος άνθρωπος!. Τα χωράφια τα μοίρασε δίκαια. Μισά σε μένα, μισά στον πατέρα σου. Δεν έχω κανένα παράπονο. Και το αλώνι είναι μισιακό. Αδίκησε τ’ άλλα δυο παιδιά που πήγανε στην Αθήνα και δεν τους έδωσε τίποτα, εκτός από το μερίδιό τους στο σπίτι.
__Άκου λοιπόν μπάρμπα.  Στο κάτω μέρος είναι ο δρόμος που περνάει και πάμε για το αλώνι. Από το δρόμο και κάτω, το  έδωσαν οι γέροι σ’ εμένα.
__Για να καταλάβω Κώστα. Λίγο κάτω από το δρομάκι είναι η αχλάδα και καρσί κάτω είναι ο μεγάλος πρίνος. Για κείνο το μέρος μιλάμε;
__Ναι μπάρμπα.  Μετά τον  πρίνο, έβαλε κάτι θεριακωμένες πέτρες και έκανε πεζούλα. Την αχλάδα, τον  πρίνο και το δρόμο του αλωνιού τα έβαλε στο δικό του χωράφι και τα περίφραξε!.
__Για να καταλάβω ανιψιέ,  δρόμος δεν υπάρχει τώρα, για να πηγαίνουμε στο αλώνι;
__Όχι μπάρμπα, δεν υπάρχει.
__Να πάρει ο διάβολος το μουρλό του το μυαλό μοναχά. Θα βρούμε το μπελά μας με δαύτον.  Τον   είδα από μακριά που πάλευε, αλλά νόμιζα ότι  έφραζε για να κλείσει τα πρόβατα μέσα να μην φύγουν.
__Εσύ , Κώστα, δεν του είπες τίποτα γι το χωράφι και τα δέντρα;  
__Θυμάσαι την ημέρα που καυγαδίζαμε, όταν ξανάφανες στις σφήνες , που ήσουν με τα πρόβατα;  Γιαυτό τσακωνόμαστε. 
__Θυμάμαι που σ’ έσπρωξε και τον βλαστήμαγες, όταν έπεσες κάτω!.
__Μπάρμπα, δεν κοτά να του μιλήσω καθόλου!  Τσακωνόμαστε και στενοχωριόνται οι γέροι.
__Κάτι  πρέπει να γίνει. Τώρα που πάω στο χωριό, θα βρω  τίποτα ανθρώπους που καταλαβαίνουνε, να του γυρίσουν το μυαλό. Διαφορετικά θα πάμε δικαστικώς. Δεν πρέπει ν’ αφήσουμε τα πράγματα έτσι.  Να μου κλείσει το δρόμο  από το αλώνι μου!  δεν μπορώ να το πιστέψω!.
__Μπάρμπα, στις σφήνες στη χουνίτσα, σού  πήρε και σένα μια πεζούλα τόπο. Και στο καταράχι τα πουρνάρια αυτός τα  έκοψε. 
__ Το ξέρω .Γιαυτό πηγαίνω στο χωριό,  να βρω  τον Γιώργη και δυο τρείς ανθρώπους ακόμα  να μπορέσω να συμβιβαστώ  μαζί του.
__Εχθές μού  έλεγε να κάτσω με τα πρόβατα  για  δυο ημέρες. Θέλει  απόψε ν’ ανέβει στο χωριό. Πήγαινε και η… λεγάμενη επάνω. Μπορεί να συναντηθείτε.
_Είναι σίγουρο ότι θ’ ανέβει;
__Ναι μπάρμπα, σίγουρο είναι. Μού ζήτησε ξυραφάκι καινούργιο να ξυριστεί.
__Θα μου δώσει εξηγήσεις  για τα πουρνάρια που έκοψε  και  για την  παράνομη πεζούλα που λές τον  είδες να φτιάχνει..  Και να σκεφτείς ότι  μου υποσχέθηκε  τις προάλλες να επαναφέρει τα σύνορα όπως ήταν πρώτα. Ο ψεύτης!.. Το μεσημέρι  που θα ανταμώστε , πες  του:  να μην τον ιδούν τα μάτια μου καθόλου!. Όχι ,όχι καλύτερα πές του:  αύριο πρωί, μετά  τις δέκα, να έρθει στο καφενείο του Αντώνη, να κουβεντιάσουμε μπάς και συνεννοηθούμε.
__Καλά μπάρμπα, θα του το ειπώ. Καλό δρόμο.
Ο μπάρμπα Γιάννης  βάρεσε το μουλάρι του και, μετά από μια ώρα πορείας, έφθασε στο σπίτι του, στο χωριό. Ήταν ανήσυχος όλο το βράδυ, την κονταυγή τον πήρε ο ύπνος. Κατά  τις δέκα η ώρα, έδωσε παρουσία στο καφενείο του κυρ Αντώνη και  ήπιε  καφέ.
Προτού καθίσουν για καφέ ο Ανδρέας και ο Κούλης,   ο μπάρμπα Γιάννης είχε σηκωθεί από το τραπέζι και έκανε βόλτες στην πλατεία.
__Ο μπάρμπα Γιάννης τι να έχει Κούλη, και βολτάρει πρωί πρωί στην πλατεία μόνος του;
__Δεν ξέρω, Αντρέα.
__Τον βλέπεις; Φαίνεται σκεπτικός.
__Τον βλέπω. Κάνει νευρικές κινήσεις , σαν κάτι να τον τριβολάει.
__Όταν ξανάφανα είχε τελειώσει τον καφέ του. Κουβέντιαζε όρθιος με τον καφετζή. Είδα που κούναγε την μαγκούρα του.
__Δεν ρωτάμε τον καφετζή; Θα ξέρει αυτός τι έχει.
Όταν ο κυρ Αντώνης έφερε το καφέ, ο Αντρέας ρώτησε:
__Αντώνη, ε! Αντώνη. Εσύ ξέρεις.  Τι έχει ο μπάρμπα Γιάννης; Τι σου έλεγε;
__Τι να έχει. Όπως μούλεγε ο ανιψιός του,  τού δημιουργεί  προβλήματα με τα χωράφια. Αλλάζει τα σύνορα, του κόβει κάτι παλιοπούρναρα και τέτοια…
__Ποιός ανιψιός του;
__Δεν είναι άλλος. Ο Ανάστος!  Αυτός τα κάνει  όλα. Δεν βλέπετε  πως τον έχει γεραντίσει τονάνθρωπο;  Δεν έχει πουθενά στασιό!.
__Και τι σκέπτεται να κάνει;
__Του παρήγγειλε να  ‘ρθει να κουβεντιάσουνε και αγναντεύει μην ξαναφάνει στην πλατεία.
__Θα έχει πλάκα να μαλώσει ο μπάρμπα Γιάννης με τον ανιψιό του . Εκεί θ’ ακούσεις θεϊκές και Άγιες κουβέντες!. –Είπε ο Κούλης.

Στην πλατεία παρουσιάστηκε ο Ανάστος  με την κλίτσα του!  Ήπιε καφέ με τον μπάρμπα του και  στην συνέχεια  έκαναν  καμαρωτά βόλτες από τον έναν πλάτανο της πλατείας στον άλλον κουβεντιάζοντας.
__Ανάστο, αυτό που έκανες με την μετακίνηση της μάντρας και το άλλαγμα των συνόρων στα χωράφια  δεν ήταν καθόλου σωστό. Ούτε καν με υπολόγισες.
__Ποιά μάντρα μπάρμπα;   Η πεζούλα μέχρι το πουρνάρι είναι δικό μου χωράφι.
__Ανάστο , συμμορφώσου!  Καλά πληρώσαμε δικαστήρια και τζερεμέδες. Φτάνει, μην έχω  τα καλά του πατέρα σου. Τον ρώτησες τον πατέρα σου καθόλου, για την μετακίνηση της μάντρας;
__Ο πατέρας μου είναι γέρος,  δεν θυμάται  τίποτα. Τα σύνορα τα ξέρω.  Μου τα είχε δείξει όταν  ήμουν μικρός.
__Τα πουρνάρια γιατί  τα’  κοψες;
__Εκεί μπάρμπα, είναι δάσος. Δρόμος ήταν παλιά. Τα πρόβατα  ξεμαλλιαζόσανται, δεν περνάγανε, τι να έκανα;
__Ξέρεις ότι έκλεισες και το  δρόμο που πήγαινα στο αλώνι!. Από πού θα περνά τώρα;
__Μπάρμπα, εσύ τώρα δεν σπέρνεις, ούτε σου χρειάζεται το αλώνι. Το  δρόμο τι να τον κάνεις;
__Ρε!  θα βάλεις μυαλό  ή θα σε πάρει και θα σε σηκώσει; Παλιόπαιδο!.                        Σήκωσε την μαγκούρα να την φέρει στο κεφάλι του! .
__Τί φωνές είναι Αντώνη; Ποιος μαλώνει έξω; ρώτησε ο Γιωργούτσος  τον καφετζή.
__Μαλώνουν ο Ανάστος με τον μπάρμπα του τον Γιάννη για τα σύνορα στα χωράφια.
Ποιος λές ότι μαλώνει!  Ήρθανε  δώ στην αγορά  για μάγκανα.   Τόσα καταράχια τον κατήφορο, δεν μπορούσανε να αρπαχτούνε.
__Πώς θα τους ακούσει το χωριό, Αντώνη;
Ο Γιωργούτσος πλησίασε κοντά τους να τους καθησυχάσει και  ρώτησε:
__Τι μαλώνεις Γιάννη, με τον Ανάστο;
__Τι να σου ειπώ, Γιώργη!  Δεν φτάνει που έκοψε τα πουρνάρια  από τη μέση το χωράφι μου, μετακίνησε και τα σύνορα, το παλιόπαιδο!. Ούτε στο αλώνι δεν με αφήνει να πάω!..

Από τα καφενεία εν τω μεταξύ άκουσαν τη  φασαρία  και τα βλαστήμια  του μπάρμπα Γιάννη  και ανά δύο έκαναν βόλτες στην πλατεία, στο χώρο που ήσαν και οι εμπλεκόμενοι.

__Ποιός μαλώνει Κωστούλα,  κάτου  κεί;
__Κάποιοι μαλώνουν για τα σύνορα στα χωράφια. Φαίνονται παλιοπυργίσιοι. Κοντά τους  είναι  ο κυρ Γιώργης ,  ο γεωμέτρης  και  προσπαθεί να ξεμπλέξει τα πράγματα.
 Οι υπόλοιποι, που κάνουν βόλτες, συμμετέχουν στο μάλωμα, με κρυφά χαμόγελα, με  τσιγκλίσματα  Ρίχνουν  το  δίκαιο στη  μια πλευρά πρώτα, ύστερα στην άλλη και  στη συνέχεια  σε καμία , αφήνοντας έτσι θολό τοπίο. Και  ύστερα φωνάζουν:  Τζι ο ένας, τζι ο  άλλος και μετά όλοι μαζί:  τζι.. τζι.. τζι…….
 Μην κοροϊδεύετε! Είναι σοβαρά τα πράγματα. --Λέει ο Ανάστος  Ο άνθρωπος δεν ξέρει τα σύνορα των χωραφιών του.

-Εγώ δεν τα ξέρω και τα ξέρεις εσύ; -- Του λέγει ο μπάρμπα Γιάννης--. Τι να σου κάνω καημένε που είσαι  και συγγενής , αλλιώς θα σου έλεγα!
--Σ’ έχω μπάρμπα και δεν μπορώ να μιλήσω.  Φρίζει ο κόσμος. 
--Για σοπάτε ρε παιδιά, ταχιά που θα ρθώ στα καλύβια , θα τα βρούμε. Θα μετρήσω τα χωράφια και ότι σας ειπώ θα κάνετε. --  τους είπε ο Γιωργούτσος.
--Γιώργη,  τα ‘χω  ειπωμένα του Ανάστου εκατό βολές και   δεν ακούει.  Πηγαίνει και αλλάζει τα σύνορα.
--Το χωράφι και τα σύνορα μού τα είχε δείξει ο πατέρας μου, όταν  ήμουν μικρός!  Όσο μεγαλώνω, μεγαλώνουν και τα σύνορα!... Είναι φυσικός νόμος, μπάρμπα!...
--Μη μιλάς ρε , μη μιλάς!. Θα στη φέρω εδεκεί! -- Και του δείχνει με το δεξί χέρι του το κούτελο, ενώ με το αριστερό χέρι κουνάει  απειλητικά  τη  μαγκούρα που κρατεί.
--Μπάρμπα, πολύ υπομόνεψα…
 Δεν τελείωσε την φράση του  ο Ανάστος   και ο μπάρμπα Γιάννης   σηκώνει την μαγκούρα    να την φέρει στο κεφάλι του  .
--Παλιόπαιδο, ελεεινέ!  Θυμάσαι  σύ από την κοιλιά της μάνας σου τα σύνορα…
--Για καθίστε ρε!  για καθίστε.  -- Μπαίνει ο Γιωργούτσος στην μέση και δεν αφήνει το κακό να πάρει διαστάσεις--. Θα πάρω και τον παππά μεθαύριο  και τον  Αντώνη, να ρθούμε δυο τρείς άνθρωποι να σας συμβιβάσουμε…

  Έτσι έληξε για την ώρα ο καυγάς και η… διασκέδαση για τους υπόλοιπους της πλατείας και των καφενείων. 
Στα καλύβια οι γέροι γονείς κουβεντιάζουν  για τα προβλήματα με τα παιδιά, αμέριμνοι για το τι συμβαίνει στο χωριό.
__Γριά, δεν υποφέρονται τα παιδιά. Δεν   με  χαμπερίζει κανένα!. Δεν τους ακούς κάθε ημέρα πώς κάνουν ;. Σαν της γίδας τα δόντια!. Μαλώνουν, βρίζονται, φωνάζουν…
__Γέρο, εσύ φταις.  Έπρεπε να τα έχεις χωρίσει τα χωράφια με μάρτυρες. Σου το έλεγα: ο μικρός είναι διαβολόπαιδο, τα θέλει όλα δικά του.
__Θα τον τακτοποιήσω τον Ανάστο, αν συνεχίσει έτσι. Θα τον αποκληρώσω!..
__Γέρο, τι να λένε οι άλλοι  στα καλύβια; Δεν ρωτάς τον αδερφό σου; Προχθές που τσακώθηκε ο μικρός  με τον άλλον,  σπρωχτήκανε;
__Τι λές γριά, μόνο σπρωχτήκανε; Τα μάτια τους  βγάλανε!.  Μη ο μπάρμπας τους ο Γιάννης, θα σκοτώνονταν   μπίτι.  
__Γιαυτό  ο μεγάλος φόραγε μακρυμάνικο πουκάμισο; Είδα κάτι γραντζουνιές στα μούτρα του και ελαφρά κούτσαινε.
__Γριά, ο μικρός  λες ότι ήταν καλύτερα!. Ρώτησα τον Γιάννη. Ήταν πιο πάνω στις σφήνες που ξεκινήσανε τον καυγά.

__Και τι σου είπε;

__Μας έστειλαν  και μας  στο διάολο!.

__Εμείς δεν τσακωθήκαμε μαζί τους!. Οι δυο  τους μαλώσανε.

__Ο μικρός έκανε παράπονα, ότι εμείς κάνουμε πλάτη στον μεγάλο και ήθελε να ξεσπάσει.

Μας έβρισε χυδαία.
__Ο μεγάλος δεν αντέδρασε, που μας έβρισε ο μικρός χωρίς λόγω; Και τι έλεγε;
__Ο Ανάστος έλεγε  « στο διάολο ο πατέρας σου όπως τα κανόνισε και τα μοίρασε!» Σαν  αυτός να μην με έχει πατέρα. Ο μεγάλος ανταπέδωσε τη βρισιά και του είπε: « στο διάολο και οι δυο  σας!». Φαίνεται, γριά, ότι και οι δυο τους είναι για τα σίδερα!
Ο κυρ Γιώργης, όπως συνεννοηθήκανε μετά από δυο ημέρες , με τον πρόεδρο και τον δάσκαλο, τράβηξαν για τα καλύβια  και πήγαν κατευθείαν στο σπίτι του μπάρμπα Φώτη.
Εκεί, εκτός από τη  γριά του, ήταν τα δυο παιδιά τους, ο Κώστας και ο Ανάστος και ο αδελφός του, ο μπάρμπα  Γιάννης. Το λόγο πήρε ο μπάρμπα Γιάννης:
__Ξέρετε την γκρίνια που έχω με τον Ανάστο, για τα χωράφια και το δρόμο του αλωνιού;
Για να μην γίνουμε από δέκα  οχτώ  χωριά χωριάτες, σας κάλεσα εδώ και τους τρείς να λύσετε την διαφορά.

__Για στάσου αδερφέ Γιάννη! Δεν έφερες τους ανθρώπους εδώ, για να λυθεί η διαφορά που έχουνστα χωράφια μεταξύ τους τ ‘ ανίψια σου;

__Να λυθεί η διαφορά πρώτα μ’ εμένα και τον Ανάστο και σεις μετά κάντε ότι θέλετε.
__Γιέ μου, --Διαμαρτυρήθη ο μπαρμπα-Φώτης-- από ότι κατάλαβα, αφού βλαστημάς όλους εμάς  εδώ τριγύρω, και με τον θεό τα έχεις χαλάσει!. Δεν σου έμεινε κανένας για φίλος! . Και σε ανώτερα, γιέ μου!. Μπράβο γιέ μου! μας τιμάς με το παραπάνω….

Για λογαριασμό των δύο άλλων της  επιτροπής, έλαβε το  λόγο ο δάσκαλος και είπε:

__Είναι δύσκολο το έργο. Εμείς σαν επιτροπή  θα ειπούμε την γνώμη μας. Αν θέλετε μας ακούτε. Δεν θέλετε;  με γεια σας, με χαρά σας.

__Εγώ, είπε ο μπάρμπα Γιάννης, θα κάνω ότι μου ειπείτε.

Ο Ανάστος, που μέχρι κείνη την ώρα ήταν σχεδόν αμίλητος , πετάχτηκε με θυμό και απευθυνόμενος σε όλους τους είπε:

__Το ξέρω! Εσείς είστε μιλημένοι, να υποστηρίξετε τον αδελφό μου και τον μπάρμπα μου, αλλά δεν πάνε στο.. διάολο με τα χωράφια τους και τα σύνορά τους.
__Ανάστο, μας θίγεις!  -- Είπε ο δάσκαλος. Τι λές  εσύ πρόεδρε;

__Τι να ειπώ; Μια κουβέντα είπε ο Ανάστος, δεν χάλασε ο κόσμος . Να ξέρει όμως ότι θα προσπαθήσουμε, να μην αδικήσουμε κανέναν.

__Εσύ κυρά Φώταινα  τι λές;  --Ρώτησε ο πρόεδρος την μάνα των παιδιών.

__Τι να ειπώ  πρόεδρε;  Ότι ειπείτε εσείς.  Κάντε το καλό και θα το βρείτε από τον Θεό!. Βοηθάτε.  Δεν είναι ζωή τούτη. Ο Θεός να σας το πληρώσει….

Ο Ανάστος, μετά από όλες τις πιέσεις που δέχτηκε, συμφώνησε  με όσα του υποδείξανε.

Για να ιδούμε!  Θα τα μετακινήσει τα σύνορα  την άλλη μέρα;  θα έχουνε καινούργιες περιπέτειες;.  Φεύγοντας η επιτροπή τους χαιρέτησαν και ο δάσκαλος απευθυνόμενος στους γέρους γονείς  είπε:

__Μην στενοχωριέστε, εμείς εδώ είμαστε, όταν υπάρχει πρόβλημα, θα ερχόμαστε να λύνουμε τις διαφορές. Για τώρα κάντε το σταυρό σας , να μην αλλάξει γρήγορα γνώμη ο Ανάστος...



     B Girakas


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου