Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Η ΘΕΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ


      
Του Βαγγέλη Κ.Χριστοπούλου
      
Ήταν πολύ ανοιχτόκαρδο κορίτσι η Γιαννούλα. Στις γειτόνισσες και σ’όσους  έμπαιναν στο σπίτι της,  σαν μουσαφιραίοι,  φερνότανε καλόβολα και καταδεχτικά. Δεν πήγε στο σχολειό και δεν ήξερε γράμματα, αλλά στο εργόχειρο, στη δουλειά και στο τραγούδι ήταν άφταστη.

 Στη γειτονιά της είχε και κείνη τις φίλες της, την Παναγιώτα του Μπαρούνη, την Όλγα του Τσιρίμη , την Ιφιγένεια του Πόταγα και πολλές άλλες κοπέλες του χωριού, που έκανε παρέα. Πήγαιναν  τα βόδια στα πλάγια της Βρυσούλας για βοσκή, φύλαγαν και παραβόλιαζαν τα πρόβατά τους στα καταράχια της Σαράκαινας , στο Στρογγυλό, στο Σύμπαινο. Μαζί πήγαιναν σε ξέφυλλο, στο θέρο,  και σε ξένες δουλειές, όταν τις καλούσαν. Σε γιορτές και πανηγύρια ήταν πάντα παρούσα με την παρέα της.
Έδωκε ο Θεός και οι φίλες της παντρεύτηκαν. Η Παναγιώτα με την Ιφιγένεια στο χωριό και η Όλγα στο Μουζάκι, σε ένα χωριό του Πύργου, δυο ημέρες δρόμο μακριά.
Όταν τύχαινε κανένας χωριανός να πάει για σκάψιμο,  στα μέρη του Πύργου και πέρναγε από το Μουζάκι ,  η Γιαννούλα έστελνε χαιρετίσματα  στην φιλενάδα της, την Όλγα. Και όταν γύριζε , δεχόταν και κείνη  τις δικές  της ευχές.
Είχε και θειάδες στο Μουζάκι, ξαδέρφες της μάνας της από την Κερπινή. Ήταν η Κωστούλα, η Παναγούλα και η Γιωργία του Δρίβα, χρόνια παντρεμένες και αποκαταστημένες εκεί.
Την είχαν υπόψη  τους τη Γιαννούλα από συζητήσεις, που είχαν κάνει παλιότερα με την μάνα της, την Παναγιώτα, όταν ζούσε , για κανέναν καλό γαμπρό στο Μουζάκι. Τότε υπήρχε αγάπη και αναγνώριση της συγγένειας και ο κάθε συγγενής πάσχιζε με τον τρόπο του, να συμπαρασταθεί και να βοηθήσει ο ένας τον άλλον.

Ήταν κορίτσι της παντρειάς η Γιαννούλα και οι ξαδέρφες της  στο Μουζάκι την παίνευαν στις φίλες τους, εκεί στη γειτονιά τους ,και στις γνωστές τους. Την παίνευαν για τον καλό της  χαρακτήρα, τα καλλιτεχνικά εργόχειρα που έφτιαχνε, για τη γλυκιά φωνή της  και τα τραγούδια που έλεγε, για την νοικοκυροσύνη, την προκοπή και τις δουλειές που έκανε.  Μα προπάντων την παίνευαν για την μεγάλη και μαλακή ψυχή που είχε. Κι ας είχαν  να την ιδούν από μικρό κορίτσι.
Άκουσε πολλές φορές τα γλυκόλογα η Νικολίτσα, η γειτόνισσά τους και την ζήτησε νύφη στον αδερφό της, το Βασίλη!
 Για ν’ ακούσουμε τον ίδιο το Βασίλη, 91 χρονών σήμερα, τί μας λέει γι αυτόν τον γάμο:
__«Το 1942 πέθανε η μάνα μου και εγώ τότε  ήμουν (19) δέκα εννιά χρόνων. Ο πατέρας μου ήταν (70) εβδομήντα χρόνων και στο σπίτι ήταν και η μικρότερη αδελφή μου, δέκα εξ χρόνων. Η άλλη  μου αδερφή  η Νικολίτσα, ήταν παντρεμένη και ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από εμένα.
Μου έλεγαν ότι έπρεπε να παντρευτώ και επέμεναν, μα εγώ δεν ήθελα.
Μια μέρα μου λέει η αδερφή μου:
__Δεν γίνεται τίποτε Βασίλη! Στο σπίτι είστε τρείς άνθρωποι . Και εννοούσε τον πατέρα μου, εμένα και την αδερφή μου. Ποιος θα σας φροντίζει; Πρέπει να παντρευτείς!
__Την εποχή εκείνη εγώ ήμουν ένα τίποτα. Δεν είχα γνώμη και δεν αποφάσιζα για τον εαυτό μου. Άκουσα από τον πατέρα και την αδερφή μου, που μου έλεγαν για μια νύφη από την Γλανιτσιά. Έτσι λέγανε το χωριό σας τότε.  Μου είπε και πολλά άλλα η αδερφή μου τότε , για να με πείσει να δεχτώ τον γάμο:  ότι είναι καλή η κοπέλα σαν την  νύφη της κουνιάδα της, που ήταν από την Κερπινή, χωριό κοντά στην Γλανιτσιά.
Για τη συγγένειά της με τη Γιαννούλα, τη νύφη που μου πρότιναν, τίποτε δεν ξέραμε.
Μου παράγγειλε λοιπόν με την αδερφή μου: «Πέστου του Βασίλη να φέρουμε νύφη από την Γλανιτσιά.»
Εγώ πήγαινα στο σπίτι της αδερφής μου και  με ήξερε.
Έτσι με κατάφεραν να δεχτώ και να παντρευτώ, λίγο αργότερα.
__Και πώς έγινε ο γάμος τότε, που τα πράγματα ήσαν πολύ δύσκολα;
__Η θεια σου η Γιαννούλα είχε στο Μουζάκι  τρείς θειάδες, που κατάγονταν από την Κερπινή. Από την μεριά του πατέρας τους λέγονταν Δρίβα.
Μπήκε και το 1943 που παντρευτήκαμε και να, πώς έγιναν τα συμπεθεριά:
Ξεκινήσανε με ένα ζώο από το Μουζάκι, δυο θειάδες της Γιαννούλας με ένα παιδί τους και πήγανε στην Γλανιτσιά. Δυο ημέρες κάνανε να φτάσουνε! Εκεί είχαν άλλο πρόβλημα. Έπρεπε να συμφωνήσουν τ’ αδέλφια της Γιαννούλας πρώτα, και η Γιαννούλα στερνά, να φέρουν την νύφη στο Μουζάκι να γίνει ο γάμος. Τότε δεν ήταν εύκολα τα πράγματα, ούτε συγκοινωνίες υπήρχαν . Ήταν κατοχή με  Ιταλούς και Γερμανούς στην Ελλάδα  και φοβόμαστε να κυκλοφορήσουμε ελεύθερα.
Από πριν φαίνεται οι θειάδες  της Γιαννούλας, είχαν ενημερώσει τ’ αδέρφια της,  και στην Γλανιτσιά που πήγαν, φαίνεται, δεν συνάντησαν μεγάλη δυσκολία. Ήσαν  πειστικές, εμένα με ξέρανε καλά και έπεισαν τ’ αδέρφια της.  Εκείνα όμως με δυσκολία συμφώνησαν, όπως και η Γιαννούλα, να γίνει  ο γάμος στο Μουζάκι και όχι στο χωριό της, όπως έπρεπε να γίνει.
 Κινήσανε τότε, αφού όλοι συμφωνήσανε, από την Γλανιτσιά , οι θειάδες της, η Γιαννούλα με τ’ αδέρφια της, το Μήτσο, τον Ντίνο και το Γιώργη και ήρθανε στο Μουζάκι και έγινε ο γάμος.
Στο Μουζάκι η Γιαννούλα είχε και δυο φιλενάδες πατριώτισσές της, που ήταν παντρεμένες. Την Όλγα του Τσιρίμη και την Αρετή…, δεν θυμάμαι τίνος ήτανε.
Δεν ήταν μόνη της στο Μουζάκι, έβλεπε όταν μπορούσε τις πατριώτισσές της και τους συγγενείς της.
Ένα χρόνο ίσως και παραπάνω μετά τον γάμο, τα αδέρφια της ,ο Ντίνος και ο Γιώργης, φέρανε από την Γλανιτσιά 25 πρόβατα, που τα είχαν τάξει για προίκα. Ποιος ξέρει πόσες ημέρες ταλαιπωρία τράβηξαν!  Πάντως τα πρόβατα έτσι χάθηκαν. Δεν μπορούσαμε να τα φυλάξουμε, γιατί εγώ είχα δουλειές με τα χτήματα και το πρώτο μας  παιδί ερχόταν.
Στο χωριό της Γιαννούλας, τη Γλανιτσιά, πήγαμε μετά από δύο χρόνια, με περιπέτειες.
Είχε πιθυμήσει τους δικούς της, τις φίλες και τους συγγενείς της. Δεν ήταν και λίγο δυο χρόνια που έλλειπε από το χωριό.
Είχα ένα καλό άλογο και ήρθαμε μαζί με τον πατέρα μου και την Γιαννούλα στη Δίβρη. Εκεί ένας Ιταλός ήθελε να πάρει το άλογο. Ευτυχώς ένας φίλος το πατέρα μου μεσολάβησε και του βρήκε άλλο ζώο. Τελικά το άλογό μου δεν το πήρε ο Ιταλός και ο φίλος  μάς αποχαιρέτησε και μας είπε. «Άστε τώρα στη δουλειά σας.»
Ήρθαμε στα Τριπόταμα. Το βράδυ κοιμηθήκαμε εκεί και την άλλη ημέρα αργά, προς το βράδυ, φτάσαμε στη Γλανιτσιά.»
Έτσι απλά και δωρικά διηγήθηκε τα του γάμου του ο κυρ Βασίλης.         Το συμπεθεριό όμως αυτό και η ιστορία του έχει συγκλονιστικές λεπτομέρειες. Ας ξαναπάρουμε από την αρχή το νήμα:
Πέφτοντας ο ήλιος, καβάλα σε ένα μουλάρι, μια ξερακιανή γυναίκα τυλιγμένη με ένα χοντρό πανωφόρι, έμπαινε στο χωριό, τη Γλανιτσιά.  Το ανοιξιάτικο βοριαδάκι μετακινούσε τα μολυβένια σύννεφα, που άφηναν γαλάζια παράθυρα στον  συννεφιασμένο ουρανό.  Το ζώο το τράβαγε ένα γεροδεμένο παλικάρι και πίσω ακολουθούσε μια άλλη γυναίκα, καλοστεκούμενη και καλοντυμένη.
Μπαίνοντας  στο χωριό , ρώτησαν για το τζιρακαίϊκο σπίτι. Η γριά Τασούλα, που  έτυχε να ‘ναι μπροστά, τούς έδειξε το δρόμο.

Παραξενεύτηκε που είδε τέτοια ώρα ξένους ανθρώπους και δεν τους γνώρισε. Δεν έκατσε έτσι, ρώτησε.
__Από  πού ερχόστε πατριώτισσες; Και πριν πάρει απάντηση, συνέχισε.
Ποιες είστε;
__Από αλαργινό χωριό του Πύργου ερχόμαστε, το Μουζάκι. Συγγένεια της Παναγιώτας του Δρίβα, της Τζιράκαινας, είμαστε.
Και ήρθατε στην συγγένεια, οΐ…!  Καλώς ήρθατε, τους είπε. Εκεί  είναι  η Όλγα και η Αρετή, δικές μας κοπέλες. Τις ξέρετε; Σμίγετε;
__Πώς είναι φίλες μας. Μας είπαν χαιρετίσματα σε όσους ρωτάνε.
__Τί ανέλπιστο κι αυτό, είπε η γριά Τασούλα. Οι  γέροι δεν σας καρτερούν! Φύγανε, και ήταν καλοί οι δόλιοι .  Ώσπου να αποσώσει τα λόγια της σκαπέτησαν στο αγκωνάρι της Μάρως ,χωρίς να πάρει απάντηση, είχαν χαθεί από μπροστά της.
Ο νέος με το μουλάρι τράβηξε το δρόμο, έστριψε δεξιά σε ένα στενοσόκακο και πάλι έκανε αριστερά και ξανά ρώτησε για το σπίτι.  Μια κοπέλα τους έδειξε τη Γιαννούλα, που κείνη την ώρα πήγαινε στο σπίτι κρατώτας στο χέρι, δυο ξανάμματα για την φωτιά. Είδε το ζώο και κοντοστάθηκε από περιέργεια, να ιδεί τους ξένους.
__Για σένα ερχόμαστε, της είπε η μια από τις γυναίκες.
Κάτι της είχαν ειπεί  τ’ αδέρφια της,  αλλά δεν το είχε πιστέψει. «Ποιος έχει την έννοια μου» σκεπτόταν. Τώρα έβλεπε μπροστά της,  τις θειάδες , τις ξαδέρφες της μάνας της! Είχε ακούσει πολλές ιστορίες από την μάνα της, για τα χωριά του Πύργου, για την συγγένεια της και τους ανθρώπους.
__Η θεια Κωστούλα είσαι; Ρώτησε η Γιαννούλα.
__Όχι. Εγώ είμαι η Παναγούλα. Η Κωστούλα είναι η άλλη θεια σου και ο ξάδερφός σου. Πέταξε από την χαρά της η Γιαννούλα και έπεσε πρώτα στην αγκαλιά της Παναγούλας και μετά της Κωστούλας.
__Καλώς ήρθες ξάδερφε, είπε στο παιδί, που  κράταγε αποσβολωμένο ακόμη το καπίστρι του μουλαριού, και του έδωσε ένα φιλί.
__Να μας ζήσεις ανιψιά, της είπε η Παναγούλα, βλέποντας, όταν στάθηκε δίπλα της, πόσο όμορφη ήταν.
__Αλήθεια πολύ όμορφη είναι , της μάνας της μοιάζει, είπε και η άλλη θεια της,   που την καμάρωνε και την τράβηξε κοντά της και της έδωσε ακόμη ένα φιλί, κάτω από το ντροπαλό μάτι  της .
Το κουδούνι του μουλαριού, το τρίξιμο από το περπάτημα του ζώου πάνω στις πλάκες, τα καλωσορίσματα της Γιαννούλας και οι χαρούμενες φωνές, έγιναν συναγερμός για τ’ αδέρφια της, που ήρθαν στην αυλή και χαιρετούσαν τις ξαδέλφες τους.
Η νύχτα είχε κόψει. Μαζεμένοι όλοι γύρω από την γωνιά, έτρωγαν και έλεγαν τα οικογενειακά τους:  πώς παντρεύτηκαν στο Μουζάκι, για τους άντρες τους,  για τα παιδιά τους,  και την ζωή στο χωριό.
__Τώρα να έρθουμε και στο θέμα , τους είπε σοβαρά σοβαρά η Παναγούλα. Όλοι σταμάτησαν και τον παραμικρό θόρυβο. Την κοίταγαν στα μάτια και περίμεναν.
__Η Γιαννούλα είναι σαν κόρη μας και , πέραν ότι είμαστε συγγένεια, έχουμε υποχρέωση από την μάνα της. Κάποτε και κείνη μας βόηθησε.
Εμείς θα αναλάβουμε την παντρειά της στο Μουζάκι.  Ξέρουμε καλά το παιδί,   που είναι γείτονάς μας και  θέλουμε να γίνει αυτός ο γάμος.  Τα παιδιά ταιριάζουν και η Γιαννούλα θα ζήσει καλά μαζί του και τίποτε δεν θα της λείπει. Το παιδί και οι δικοί του μας εμπιστεύονται και περιμένουν την νύφη στο χωριό, να γίνει ο γάμος.
__Μα καλά!  Ο γάμος δεν θα γίνει εδώ; Ρώτησε με απορία ο Μήτσος,  ο τρανότερος αδερφός, που φαίνεται ότι είχε κιόλας συμφωνήσει!
__Ο γαμπρός έχει και αυτός αδυνασιά και δυσκολία. Δεν μετακινείται ο κόσμος  τώρα μακριά από τα χωριά τους, κατοχή έχουμε, δυο μέρες κάναμε να έρθουμε εδώ, με φόβο και κίνδυνο.
Εμείς ήρθαμε να πάρουμε τη Γιαννούλα , να έρθετε και σεις μαζί μας  και να γίνει εκεί ο γάμος.
Τα μάγουλα της Γιαννούλας είχαν γίνει κατακόκκινα σαν παπαρούνα. Έβλεπε ότι δεν θα φορούσε το νυφικό στο χωριό της, δεν θα χόρευε στην Παναγιά, μπροστά στις φίλες της και  τους χωριανούς, δεν θα ‘παιρνε ευχές και δεν θα την καμάρωναν σαν νύφη.  Αλλά δεν  θα μπορούσε να αρνηθεί μπροστά στα αδέρφια της.
Ένα δάκρυ έβρεξε τα μάγουλά της, όπως τα έφερε η τύχη, μα δεν την είδαν, γιατί προσποιήθηκε να φέρει το κανάτι με το νερό στο στρωμένο τραπέζι και σκούπισε το μάγουλό της. Το μικρό και φτωχό της σπίτι ήξερε ότι δεν την χωράει.  Τα αδέρφια της είχαν παντρευτεί, είχαν παιδιά και το σπίτι χωρισμένο στα τρία , ούτε χώρο να κοιμηθεί δεν είχε καλά καλά. Τί θα έκανε και αν αρνιόταν!
 Έβαλε σκληράδα στην καρδιά της και κει ,που δεν ήθελε να πάει στα ξένα νύφη, τους είπε:
__Η Τύχη μου αυτή είναι!
 Πριν την πάρουν τα δάκρυα, πρόφτασε και ζήτησε από τ’ αδέρφια της να τη συνοδέψουν και ας γίνει νύφη στο Μουζάκι.
Δυο μέρες περιθώρια δώσανε οι θειάδες  για την ετοιμασία.
Την άλλη ημέρα πήγαν στην Κερπινή. Είχαν και κει συγγενείς . Μα την Παρασκευή το πρωί θα έφευγαν όλοι μαζί  για το Μουζάκι.

Η ψυχή της Γιαννούλας ήταν πικραμένη, όσο συλλογιζόταν  πως κόντευε η μέρα, που θ’ άφηνε το πατρικό της σπίτι, τους συγγενείς, τις φίλες.
Τί  βραδιές ήσαν και τούτες!  Όλη νύχτα γύριζε από το ένα πλευρό στο άλλο και μούσκευε το προσκέφαλο από τα δάκρυα και τον ιδρώτα. Τα μάτια της δεν έκλειναν, μέχρι που ακουγόταν του κόκορα το λάλημα.
Έφτασε η τελευταία ημέρα, που θα ήταν στο σπίτι του πατέρα της. Μπαινόβγαινε από το σπίτι, κατέβαινε στον κήπο του Αποστόλη, έμπαινε στο κατώϊ, σαν ν’ αποχαιρετούσε την ιστορία της. Λυπόταν , στενοχωριόταν και όλο έκλαιγε, που θα ‘φευγε για το άγνωστο.
Έμαθαν το συμπεθεριό  οι συγγενείς , οι ξαδέρφες , οι φίλες, οι χωριανοί και πήγαιναν στο σπίτι της, να μάθουν τα νέα, να την δούνε, να την συγχαρούν, να της δώσουν κουράγιο.
Εκείνη κάνει κουράγιο. Ώρες- ώρες  δείχνει χαρούμενη και καταπίνει τον πόνο της, μέχρι που να ‘ρθει η ώρα της αναχώρησης.
Μα έχει και δουλειές, που πρέπει να κάνει. Έτσι ξεχνιέται κιόλας και της διώχνουν  τον πόνο, την σκέψη. Μαζί με τις φίλες της και τις ξαδέρφες της απλώνει πάνω στο κρεβάτι, που θα το αποχωριζόταν την άλλη ημέρα, τα λίγα προικιά που θα έπαιρνε.
Αργά το απόγιομα, με τον εσπερινό, τράβηξε για την εκκλησιά, έκανε τον σταυρό της, άναψε ένα κερί . Βγήκε έξω στο μεγάλο πλάτανο. Εκεί   τη φώναξαν χωριανοί, που περπάταγαν  και έκαναν βόλτες παρέες παρέες.  Την πλησιάζουν,   κάνουν κύκλο γύρω της, την χαιρετούν , την  επευφημούν, την χειροκροτούν και ύστερα  της κάνουν μικρό διάδρομο να φύγει για το σπίτι της.
Από παντού της δίνουν ευχές, «να ζήσει» και μια γριά από το μπαλκόνι της,  που δεν μπορεί να πάει κοντά της, φωνάζει.
__Στο καλό, ανθισμένη μυγδαλιά μας, στο καλό. Πέτρα να πιάνεις και χρυσάφι να γίνεται.  Στο καλό!
 Στο σπίτι, τριγυρισμένη από τις φιλενάδες και ξαδέρφες της, κλαίει, παραπονιέται και χύνει πικρό δάκρυ. Είναι ώρα του αποχαιρετισμού. Αύριο θα φύγει πρωί, με το φώτημα. Πρέπει να αποχαιρετήσει  τις φίλες και όλο το σόϊ , άνδρες και γυναίκες.
Απόψε τους φιλάει όλους με την σειρά και τότε την πήραν πάλι τα κλάματα. Πήραν τα κλάματα και τις ξαδέρφες και τις φιλενάδες της και όλοι οι δικοί της κλαίνε και έγινε κακό μεγάλο!
__Ξαδέρφη, εγώ θα σε ιδώ αύριο. Θα έρθω με το μουλάρι να πας καβάλα την πρώτη ημέρα του δρόμου σου.
__Ευχαριστώ ξάδερφε, του είπε και  σιγοκλαίγοντας  αφήνει τα δάκρυα να κυλούν στα πονεμένα μάγουλά της.
Μέσα από τέτοιες συγκινήσεις ξεκίνησαν το πρωί της άλλης μέρας με τις θειάδες ,τ’ αδέρφια και τον ξάδερφο για το μεγάλο ταξίδι.
Άνοιξη ήταν. Ένας μυρωμένος αέρας από τις λουλουδιασμένες μυγδαλιές φυσάει απαλά και πολλά χρώματα και εικόνες βλέπει  γύρω της, καθώς απομακρύνεται από το χωριό. «Έκανε από τα κάτασπρα λουλούδια τους το νυφικό της», το φόρεσε  και σιγά σιγά απομακρύνεται  από το χωριό, μέχρι που σκαπέτησε και δεν το έβλεπε άλλο.
Τί μυστήριο κρύβει τούτος ο κόσμος! Δεν είναι μακριά  για μένα κείνη η εποχή.
Η θεια Γιαννούλα έτσι παντρεύτηκε και κανένας δεν μπορούσε να εμποδίσει την μοίρα της. Πρόκοψε στον τόπο που πήγε, έκανε τέσσερα μαλάματα παιδιά, σαν εκείνη, έζησε μέχρι το 2012 και έφυγε ευχαριστημένη.

B GIRAKAS  14.3.2014






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου