Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ


              

Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου                                                 

Στο σπίτι του χρόνια μπαινόβγαινα.  Τρώγαμε, πίναμε, γελάγαμε και λέγαμε τις φτώχιες μας. Τέτοια κουβέντα δεν είχε ξαναγίνει: Αν  δηλαδή έγινε ποτέ  κλέφτης, σαν τσοπάνος που ήταν στα βουνά με τα πρόβατα.
Κείνη τη φορά η κουβέντα  ήτανε για κάποιους πολιτικούς, άρχοντες του τόπου:  Δήμαρχους, Εργολάβους κλπ, που κατάκλεψαν τον τόπο.

Πέσε εκείνος, πέσε εγώ, καταλήξαμε ότι, λίγοι δεν κλέβουν  από εντιμότητα και μερικοί άλλοι γιατί δεν μπορούν. Στο τέλος τον ρώτησα:
__Εσύ ξάδερφε, έκλεψες ποτέ;  Ζήμιωσες κανέναν;
__Για τώρα μιλάς  ή για παλιά;
__Η κλοπή, κλοπή είναι, δεν χάνει το νόημά της, ούτε αν έγινε πρόσφατα, ούτε αν έγινε παλιά.
__Να πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή, ξάδερφε. Σαν έγινα άντρας και παντρεύτηκα, δεν άπλωσα χέρι για τίποτα. Μα, νέος που ήμουνα, όλο και κάτι έκανα.
Και άρχισε να μου αραδιάζει ιστορίες με το νι και με το σίγμα.
 __Μερόνυχτα, κοιμισμένοι ή ξυπνητοί στο βουνό, πεινάγαμε και δεν είχαμε κανέναν να μας ρωτήσει, αν έχουμε κάτι, να βάλουμε στο στόμα μας. Και στο σπίτι που έφτιανε στον τέντζερη  η μάνα μου φαγητό, δεν γινόταν κουβέντα για αλμυρό ή ξινό. Το στομάχι  μόνο να γέμιζε.  Κατάλαβες, ξάδερφε, γιατί εκεί η κλοπή είχε άλλο νόημα. Πασχίζαμε να ζήσουμε, όχι να αποκτήσουμε βιός παράνομα. Το βουνό τότε μας έβαζε σε πειρασμό. ΄Εδινε πολλές ευκαιρίες.

Έτσι ξεκίνησε τις ιστορίες του. Μα πού και πού χαμήλωνε τα πελώρια γαλανά του μάτια και το χαμογελαστό πρόσωπό του έπαιρνε όψη μετάνοιας, γι’ αυτά που είχε κάνει τότε.
Ο ήρωάς μας, τότε  παιδαρέλι,  ήταν κοντόσωμος, γεμάτος δύναμη και ευρωστία, με πλατύ μέτωπο και αγέρωχα μάτια. Είχε  κατακόκκινα μάγουλα, πλατιά μύτη, που  χρωμάτιζε τα σαγόνια του και στρογγύλευε το πρόσωπό του. Εντυπωσίαζαν οι  στητοί ώμοι του και τα χέρια του ήσαν όλο δύναμη και νεύρο!.

__Είμαστε παλιόπαιδα, ξάδερφε, και ζηλεύαμε  τα κατορθώματα των κλεφτών τότε και θέλαμε να τους μοιάσουμε.  Η μάνα μου ήταν απλοϊκή και αγράμματη. Πατέρα δεν είχα.  Τότε που ήμουν μικρός δεν με έστειλε στο σχολειό, να μάθω πέντε κολλυβογράμματα. Έστω να βάζω την υπογραφή μου. Ήθελε να βοηθήσω  στο βιός του σπιτιού και με  έστελνε στο βουνό, να φυλάω τα πρόβατα. Και είχε δίκιο!  Αδυνασιά  μεγάλη υπήρχε!  Πώς θα ζούσαμε πέντε νομάτοι;

Ξάδερφε, κείνα τα χρόνια, υπήρχε μεγάλη φτώχια. Σήμερα δεν μπορούνε οι άνθρωποι να το καταλάβουν. Είχαμε κάτι πράματα στο βουνό, ψηλά από τον Αι Μάμα, στου Λιόπεσι….

__Είχε πολύ θέα από κεί  Αντρίκο; Τον διέκοψα.

__Έβλεπες όλον τον κόσμο!  και γύρω-γύρω, ανάμεσα στα βουνά, καπνούς, χωριά, καλύβια, βράχια γεμάτα αητούς,  πουλιά, ζούδια διάφορα. Όλο τον κόσμο τον είχες στα πόδια σου.

Πάνω από μια ραχούλα  φαινόταν ο κάμπος με το ασημένιο ποτάμι, τον Λάδωνα. Πολλές βολές  στεκόμαστε  εκεί οι δυο μας, εγώ και ο γέρο Καραβίδας, κείνος με άσπρα γένια, όλο σοφία και καλοσύνη. Βλέπαμε τα ζώα, τρία – τρία που γύριζαν από τον κάμπο φορτωμένα, βλέπαμε καβαλάρηδες, που κατέβαιναν με φωνές, τραγούδια και χαρές, για να κάνουν και κείνοι τις βλογημένες δουλειές του κάμπου.

Με  το γέρο κάναμε πρόβλεψη: ποιοι ήσαν οι νοικοκυραίοι, που πήγαιναν ή γύριζαν. Τις περισσότερες φορές τους αναγνωρίζαμε από την περπατησιά, από τα κουδούνια στα μουλάρια και από τα χωράφια που καταλήγανε.
 Άμα ανέβαινε ο ήλιος και έφευγε η αντάρα από τον κάμπο, γνωρίζαμε τα χωράφια των νοικοκυραίων. Μας άρεσε να αγναντεύουμε, εκείνη τη απέραντη ομορφιά, ανάμεσα στα σύνορα του ουρανού και του κάμπου. Κοιτάζαμε αχόρταγα το φιδίσιο περπάτημα του ποταμού και τα πολλά γεωμετρικά σχήματα των χωραφιών. Ο γέρος είχε αετίσιο βλέμμα, όλα τα έβλεπε.
__Ρε, τί κάνουμε εμείς εδώ πάνω στο βουνό, μέσα στην ξεραΐλα;  Είπε μια  μέρα ο γέρος,  χαϊδεύοντας τη μεγάλη κάτασπρη γενειάδα του. Δεν πάμε  να αγοράσουμε,  κανένα ποτιστικό  χωράφι  στον κάμπο;
__Σαν τί θέλεις, γέρο, κι αναστενάζεις; Τόσο βουνό δεν σε φτάνει;
__Αντρίκο, μου είπε, λαχταρώ τη δική μου γη. Το δικό μου χωράφι στον κάμπο, για να ‘χουμε  τους δικούς μας καρπούς, την δική μας σοδειά.

Όταν έμαθε ότι πουλιέται γη στον κάμπο, την  αγόρασε και χόρτασε  κεινού η φαμελιά και η δική μου,  ψωμί. Με ορμήνεψε, άμα αποκτήσω δύναμη,  να  αγοράσω κι εγώ δικά μου χωράφια . Και  τον άκουσα.

_Ξαδερφε, ξεστρατίσαμε την κουβέντα. Αφήσαμε το βουνό και πέσαμε στον κάμπο. Για πες μου, πώς ήταν εκεί; Είχε ομορφιές και τί σε έδενε μαζί του;
__Ας κακοπέρναγα με τους χειμώνες και τα χιόνια. Ας περόνιαζε ο αέρας τα κόκαλά μου και η ζέστη ας ίδρωνε τα καλοκαίρια το σώμα μου. Εκείνη η μαγεία του βουνού με συνέπαιρνε. Οι παράλληλες οροσειρές, περιέκλειαν ενδιάμεσα, μικρές λάκες, πολλά ξέφωτα, χωράφια με λογής λογής σχήματα, προστατευμένα από τους αέρηδες. Ύστερα έβλεπες λόφους δεντροφυτεμένους, πάνω σε άλλους λόφους να τρυπάνε οι  κορυφές τους τον ουρανό. Πάνω εκεί ένα μπόι ήταν  η αγριοβρώμη,  το τριφύλλι, το  μελιγκάρι  και χόρταιναν τα γιδοπρόβατα με τροφή. Το βουνό ήταν η ζωή της οικογένειας, γιατί έτρεφε τα πρόβατα και τα γίδια μας. Μα δεν ήταν για όλες τις εποχές. Το χειμώνα κατεβαίναμε χαμηλά στα Τριλάγκαδα. Εκεί ήταν πιο ζεστά και έπιανε λίγα χιόνια.

Στο βουνό,  από τον πατέρα μου ακόμη, στο χωράφι μας, υπήρχε μια καλύβα, φτιαγμένη με ξερολιθιές. Έτσι γινότανε τότε. Δεν υπήρχαν άλλα υλικά. Είχαμε και μια στρούγκα με μάντρες γύρω γύρω  ψηλές.

Μέσα στην καλύβα υπήρχε ένα «ποτόκι».
__Τί είναι, Αντρίκο, το ποτόκι;
__Είναι μια τρύπα, μέσα στον τοίχο, όπου μπορείς να κρύψεις πράγματα, που δεν μπορούσαν άλλοι να τα βρούνε, παρά μόνο όποιος το ήξερε.
__Δηλαδή πώς είναι και πώς γίνεται;

__Όταν χτίζανε τον τοίχο  της καλύβας, φτιάχνανε  και την τρύπα που είναι σαν μικρή σπηλιά. Στο άνοιγμα βάζανε δύο τρείς πέτρες, ανάλογα, τόσο εφαρμοστές μεταξύ τους και με τον τοίχο.  Ο  ξένος, που πήγαινε εκεί, δεν το καταλάβαινε και έλεγε ότι είναι τοίχος.

Στη στρούγκα το ποτόκι που είχαμε, χώραγε μέσα δυο προβατίνες! Τόσο μεγάλο ήτανε.
__Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, είχατε δυο ποτόκια;
__Ναι, ένα στην καλύβα και ένα στην στρούγκα, που αρμέγαμε τα πρόβατα.
__Όλο τα  ποτόκια έχεις στο νου σου σήμερα. Πρέπει να ‘χεις καλές αναμνήσεις.

__Όπως το λες είναι, ξάδερφε. Θα καταλάβεις πιο κάτω, τί νόημα είχαν για μένα. Που λες, ξάδερφε, μια φορά στο βουνό, που είχαμε τα πρόβατα, ξέκοψε μια ξένη προβατίνα και ήρθε στα δικά μας. Εκεί είχανε και άλλοι πρόβατα. Ο τόπος ήταν γεμάτος, όχι όπως τώρα που δεν ακούς τροκάνι και κουδούνι πουθενά. Το χωράφι μας συνόρευε με δάσος και με  χωράφια της Ξηροκαρύταινας.  Η ξένη προβατίνα έμεινε στα πρόβατά μας καμιά δεκαριά ημέρες, χωρίς να την αναζητήσει κανένας. Την έπιασα και την έσφαξα μακριά από το καλύβι, για να μην φαίνονται αίματα εκεί κοντά. Εξαφάνισα σε κάτι τρύπες, τα έντερα και το τομάρι και την έφερα στο καλύβι. Τα μάτια μου τα είχα δέκα τέσσερα, να μην με ιδεί κανένας.  Από τον πατέρα μου είχα μια τέσα, που χώραγε μέσα δέκα τέσσερες οκάδες! Κομμάτιασα την προβατίνα και την έβαλα μέσα στην τέσα. Μόλις βράδιασε και δεν υπήρχε φόβος να έρθει κάποιος στο καλύβι, την έβαλα στην φωτιά και έβραζε.
Όταν πήρε ένα καλό μπούρμπουλο και μισόβρασε,  κοβότανε δηλαδή, άρχισα να βγάζω κομμάτια κρέας μισοάψητα   και έτρωγα.  Δεν περίμενα πρώτα να βράσει καλά.
Κάποια στιγμή είχε κόψει η νύχτα και η προβατίνα έβρασε. Εγώ, τσίμπα λίγο λίγο, είχα χορτάσει. Όση έμεινε, την άφησα μέσα στην τέσα και την έβαλα στο ποτόκι.

Κοιμήθηκα  και όταν ξημέρωσε καλά, έφαγα καμπόσο κρέας ακόμη και λημέριασα, έφαγα και το βράδυ και κοιμήθηκα χορτάτος.

Πρωί -πρωί την άλλη μέρα ήρθε στο βουνό ο αδερφός μου, ο Λάμπης, να φυλάξει  τα πρόβατα για να μην τα χάσουμε.

Εγώ θα πήγαινα στον κάμπο, κοντά στο Λάδωνα, να σκαλίσω καλαμπόκι του Καραβιδολάμπη.  Η οικογένεια αυτή υποστήριζε την μάνα μου, κι εμάς τα παιδιά μάς αγαπούσαν και είχαμε μεγάλη υποχρέωση.

Φυλαγόμουνα  να μην μάθει ακόμη και ο  αδερφός μου ο Λάμπης, για την ξένη προβατίνα, που έσφαξα. Εγώ κείνη την μέρα θα σκάλιζα και, κουρασμένος,  το βράδυ θα κοιμόμουν στο χωριό.  Την άλλη μέρα θα ανέβαινα στο βουνό. Το κρέας ίσως και να χάλαγε. Έτσι τόλμησα και το είπα στον Λάμπη.
__Λάμπη, κοίτα, εκεί μέσα έχει κρέας. Άμα θέλεις να πάρεις να φας.

__Τί στο «γέρεμο» κάνεις αυτού; Μου απάντησε.

 Όταν άνοιξε το ποτόκι και είδε την τέσα με το κρέας, έγινε μπαρούτι. Τα μούτρα του έβγαζαν φωτιές.

__Δεν το ‘κλεψα Λάμπη, μοναχό του ήρθε στα σφαχτά μας. Δικαιολογήθηκα!
__Σαν δεν ντρέπεσαι να  τρως το ξένο πρόβατο! Δείχνεις το αδύνατο σημείο του χαρακτήρα σου, αδερφέ, και δεν σου ταιριάζει. Οι ορμήνειες της μάνας δεν πιάσανε τόπο.
__Θα είχα φάει ολόκληρο μπουλούκι  γιδοπρόβατα, αν δεν λογάριαζα το σπίτι μας, την κοινωνία και τις ορμήνειες της μάνας, του απάντησα.

__Το ξέρεις, αδερφέ, ο τόπος μας  δεν σηκώνει τέτοια. Πάνε οι παλιές εποχές. Θα είναι ντροπή για το σπίτι μας να το μάθουνε. Όλος ο κόσμος θα έχει την κουβέντα μας και θα στρίβουν τα κεφάλια τους, να μη μας κοιτάνε και θα μας κατακρίνουν, με το δίκιο τους.

__Εγώ φεύγω, του είπα. Άμα θες εκεί μέσα είναι, πάρε και φάει.

 Την άλλη μέρα, αργά, ανέβηκα στο βουνό, στου Λιόπεσι. Η πρώτη μου δουλειά ήταν ν’ ανοίξω το ποτόκι να φάω κρέας από την τέσα. Μα σαν άνοιξα, κρέας δεν υπήρχε!

__Τί έγινε Λάμπη, το κρέας; Τον ρώτησα!

__Άσε με, ρε! Δεν ξέρω τι έγινε.

Κατάλαβα τί έγινε! Ο Λάμπης, αυτός ο Θεοσεβούμενος, αφού  λογόφερε μαζί μου, γιατί ήμουν αίτιος να φάει κλεμμένο κρέας, τελικά το καταβρόχθησε όλο και ενοχλημένος τάχα, έφυγε για το χωριό. Μα δεν πέρασαν τρείς μέρες από το συμβάν και τα μαλώματα και ήρθε απρόσκλητος στην καλύβα. Το μάτι του έπεσε στο ποτόκι και σαν το άνοιξε και δεν βρήκε πράμα μέσα, αναρωτήθηκε.

__Τί έπαθε,ς αδερφέ, και δεν υπάρχει κοψίδι;
Ξύπνησαν μέσα του κοιμισμένα αισθήματα , στην προσπάθεια του για επιβίωση και ήθελε να παραμερίσω τις εντολές του Θεού. Δεν του έγινε η χάρη όμως.

Ξάδερφε, μια και λέμε για τα παλαιϊκά, θα σου ειπώ μια ιστορία ακόμη, για ένα κατσίκι που είχε έρθει στα σφαχτά μας. Ήταν πολύ αδύνατο. Λέσι! Δεν τρωγότανε όπως ήταν ισχνό. Έπρεπε να βάλει πάνω του λίγο κρέας. Είχε έρθει από κάποιο Καρυτινό κοπάδι. Οι Καρυτινοί είχαν όλοι «πράματα». Τα μέρη τους, άγονα και όλο δάση, που να βρούνε τροφή να χορτάσουν τόσα γιδοπρόβατα. Αν είχε ένας πενήντα γίδια, τα τριάντα  γεννάγανε και τα μικρά τους ήσαν αδύναμα. Νερό στο βουνό δεν είχαμε και παίρναμε από το Μοναστήρι. Σε ένα πέρασμα ανάμεσα στα βουνά υπήρχε ένας στενός μουλαρόδρομος, που οδηγούσε στο Μοναστήρι της Ευαγγελίστριας,  με τα κρυστάλλινα νερά και την απέραντη θέα στις απότομες πλαγιές. Ο δρόμος συνέχιζε, πιο φαρδύς και ήταν πιο βατός για το χωριό, την Στρέζοβα.

Στο Μοναστήρι, η εκκλησιά με τα κελιά, ήταν συχνά αδειανή. Σπάνια υπήρχε κάποια καλόγρια να το υπηρετεί  Οι άγιοί της, στους τοίχους,  ήταν ξεφτισμένοι και μαυρισμένοι από το χρόνο. Έξω από το Μοναστήρι υπήρχαν πολλά κεραμίδια σπασμένα και σκόρπια εδώ και εκεί.

Πηγαίνοντας εκεί για νερό, πήρα μαζί μου φεύγοντας και κάμποσα κεριά. Όταν γύρισα στο καλύβι, έπιασα το κατσίκι και με τα κεριά αναμμένα, ζέσταινα τα τσιέπια του.  Αυτά, όπως ήταν γυρισμένα προς τα πίσω, με το πύρωμα της φωτιάς, καθώς ήταν και τρυφερά, γύρισαν μπροστά.

 Γνωστός τσοπάνης, που ήρθε κοντά μου, με ρώτησε αν είδα κατσίκια, που τα είχε χαμένα.

__Αυτό το κατσίκι μήπως είναι δικό σου; Του είπα.

__Μοιάζει πως γεννήθηκε από δικές μου γίδες, μα τα κέρατα κοιτάνε μπροστά. Δεν είναι δικό μου, απάντησε κείνος. Καταλαβαίνεις, ξάδερφε, μετά τί έγινε!

__Καλά Αντρίκο,  στα πρόβατα βάζατε τροκάνια, κουδούνια, τσιοκάνια, δεν κλέβατε από δαύτα;

__Δυο φορές έκανα φτούνη τη δουλειά, ξάδερφε. Μια φορά έκλεψα, κάτι τσιοκάνια στην γαϊδουρόραχη.  Η Γαϊδουρόραχη είναι κορυφογραμμή, κοντά στο Βεσηνέϊκο, κάτω από τον προφήτη Ηλεία. Τότε, θυμάμαι, έκλεψα ανάκατα, τσιοκάνια και κουδούνια.

__Είμαι περίεργος! Πώς μπορούσατε και  πιάνατε τα ζώα; Δεν προγκάγανε, δεν φεύγανε;

__Ήμουν παρέα με άλλον. Δεν ζει τώρα να σου ειπώ πώς τον λέγανε. Τα γίδια το βράδυ στο βουνό, κοιμόσαντε και με τις γκλίτσες εύκολα τα πιάναμε.

Τη δεύτερη φορά έβγαλα μονοκοπανιά τριάντα κουδούνια!  Τα ζηλεύαμε, τόσο γλυκά που χτυπάγανε και τα θέλαμε δικά μας. Παλιόπαιδα ήμαστε.

είχα βγάλει το στυλό και χαρτί και κράταγα σημειώσεις.

__Ξάδερφε, τί κάνεις αυτού; Με ρώτησε.

__Γράφω όσα λες,  να μην τα ξεχάσω.

__Δεν ξέρω τί θα τα κάνεις. Μάλλον θέλεις να τα δημοσιεύσεις,  είπε γελώντας.  Γι αυτό δεν θα σου ειπώ άλλα …κατορθώματα.

__Δηλαδή, Αντρίκο, δεν έχεις άλλες παλιές ιστορίες να διηγηθείς;

__Εγώ, εξόν από τις δυο τρεις φορές που σου είπα, δεν ξανά επιχείρησα να μαγαρίσω τα χέρια μου. Αντίθετα εμένα με ζημίωσαν πολλές βολές. Σαν θυμάμαι τα δικά μου καμώματα,  τους έστελνα στην συγχώρηση, όταν τους έπιανα και ο Θεός ας συγχωρήσει  τις δικές μου ιστορίες.

__Για το βουνό, τι έχεις να ειπείς;

__Είναι ευλογημένος τόπος. Έχω δυνατές θύμησες της νιότης μου, που με συντροφεύουν σε κάθε στιγμή της ζωής μου.

B GIRAKAS  19.4.2014




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου