Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Η ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ ΛΙΘΟΧΩΡΙΟΥ




                                   Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου

 Πάνε πολλά χρόνια, μα και είκοσι , όταν τα καλοκαίρια, τράβαγα προς την Ευρυτανία , στα Άγραφα , στο χωριό Γρανίτσα. Ο τόπος είχε την δική του ομορφιά και οι άνθρωποι, φιλόξενοι, γλυκομίλητοι και καλοσυνάτοι.                                                                                    Ύστερα έκανα εκδρομές στα γύρω χωριά, το Λιθοχώρι, το Ραφτόπουλο, μέχρι και τα κέδρα είχε φτάσει η χάρη μου. Στη Βούλπη,  στο Αργύρη ,στις μεγάλες γέφυρες του Αχελώου φτιαγμένες από το 1908 και στα λημέρια του Κατσαντώνη. Σε απάτητες κορυφές που βλέπεις γούπατα και βοσκοτόπια  για το κατακαλόκαιρο  και πανύψηλους  ουρανοξύστες κοντά κοντά τα βράχια, στητά κατακόρυφα.
  Δεν θυμάμαι, πόσες φορές είχα πάει στο κοντινό χωριό, το Λιθοχώρι, στην παλαιά πλατεία με τον πλάτανο και την παλιά εκκλησία τον Άγιο Δημήτριο.                              Καμάρωνα τον Άγιο, καβάλα στο κόκκινο άλογό του, με την αστραφτερή ματιά του και την σπάθα στο χέρι να μάχεται τροπαιοφόρος. Πάλευε με τον δράκοντα και αγωνιζόταν, για το δίκαιο και την αλήθεια. Στην άκρη της πλατείας, ο τεράστιος πλάτανος, με τις πολλές διχάλες, το πλούσιο φύλλωμα, με τα τεράστια μπράτσα του, απόσκιαζε μόνιμα το καφενείο του μπάρμπα Θωμά.Κι εκείνος, μόνιμα με το χαμόγελο στο στόμα, καλοδεχόταν τους συντοπίτες του, όλες τις ώρες, να φτιάξει τον καφέ και να σερβίρει το τσίπουρο.
Κοντά του η κυρά Περιστέρα, αυτή η μικροκαμωμένη και όλο χαμόγελο γυναίκα του.
Σε κάθε δύσκολη στιγμή τον παράστεκε, του έδινε κουράγιο και δύναμη, πίστη κι ελπίδα να μην λυγάει στις δυσκολίες.
Όταν ο μπάρμπα Θωμάς είχε δουλειές στα κτήματα, με τα ζώα του, το μάζεμα του σανού, ή στα περιβολικά του, εκείνη έπαιρνε το πόδι του στο καφενείο.
Την πρώτη φορά που έφτασα εκεί, γέμισε η ψυχή μου, δυνατή συγκίνηση και ακόμη με κατέχει. Τα χίλια δυο χρώματα από τα δέντρα και τα κτίρια, την πλακοστρωμένη πλατεία, το γάργαρο νερό της πέτρινης  βρύσης, τον τεράστιο πλάτανο, ένα  μνημείο  πάνω  από πέτρινα  σκαλιά, τα  ολοτρόγυρα της πλατείας αντικριστά πανέμορφα  κτίσματα . Ο ναός  του Αγίου Δημητρίου , το παλιό δημοτικό σχολείο του χωριού και  το καφενείο του μπάρμπα Θωμά.
Κάτω από τον πλάτανο η κυρά Περιστέρα,  έτσι μου συστήθηκε χαρούμενη,  πήρε την παραγγελιά για καφέ  που έδωσα και ύστερα  που τον έφερε, κοντοστάθηκε λίγο όρθια  κάθισε κοντά μου.
__Ο καφές είναι κερασμένος από μένα μου είπε. Πρώτη φορά σε βλέπω εδώ. Συμφώνησα μαζί της και δέχτηκα με δυσκολία το κέρασμά της.
Η σπουδαία αυτή γυναίκα, η Περιστέρα που άλλο καλύτερο όνομα από αυτό δεν θα μπορούσα να της βρω, ήταν μια λιγνή, μικροκαμωμένη γυναίκα, που κάθε πρωί, πήγαινε στο πίσω μέρος του σπιτιού της και τάιζε, μαζί με την γάτα της και της αδέσποτες της γειτονιάς. Αυτό θα πει αγάπη στα ζώα,, αυτό θα πει ζωοφιλία, αυτός είναι πολιτισμός και πού;   Στις κορυφές των Αγράφων.
Μέσα στην καρδιά μου την είχα αυτή την γυναίκα και όσες μέρες βρισκόμουν στην Γρανίτσα, πήγαινα στο χωριό της, στον μεγάλο πλάτανο, δήθεν για καφέ.
Πήγαινα περισσότερο, για αυτή την χαρμόσυνη φωνή της που είχε όλο στολίδια, για τους ανθρώπους, τα ζώα τα εγγόνια της, τους δικούς της ανθρώπους.
Μετά καταγίνονταν με τα βασιλικά στα μπαλκόνια της και τα άλλα, γεμάτα γλάστρες  λουλούδια. Φούλια, καμέλιες, αμάραντο.
__Ή καμέλια μου έλεγε, είχε γίνει τουφωτή και ψηλή που την είχα στην άλλη γλάστρα μου. Μου την έκαψε το ξεροβόρι. Δεν ξέρεις τι όμορφη ήταν!!
Αυτά και άλλα μου έλεγε, για τα λουλούδια της. Πως όταν τα πρόσεχε και τους μίλαγε, είναι σαν άνθρωποι, μεγαλώνουν γρήγορα και σου αφήνουν μπόλικο το άρωμά τους να το χαρείς.
Και για τον πλάτανο της αυλής της , μου έλεγε καλοσύνες. Αυτός είναι χιλιοχρονίτικος.  Τον έχουμε συνηθίσει με τον βαθύ ίσκιο του, τα στρογγυλεμένα κλωνάρια του.
__Κοίτα ψηλά και μου έδειχνε, πως κάνουν κύκλο που δεν έχει αρχή και τέλος. Δεν είναι παράξενο; Με ρώτησε και μου έδειχνε τις κουλούρες ψηλά στα κλωνάρια του. Κι εγώ έβλεπα τα μεγάλα ξύλινα στεφάνια του πλάτανου και δεν ήξερα πως γίνονταν!!
Εδώ από κάτω, δεν λέω κρύβει τον ήλιο, μα δεν αφήνει και τον αέρα να κρυώσουμε  και την δροσιά του την έχουμε.
Όταν μένω εδώ μόνη μου, είναι ο φίλος μου, που του λέω τους καημούς και τους πόνους μου. Τον έχω συντροφιά. Εδώ κάτω από τον κορμό του κάνω όλες μου τις δουλειές.
Εδώ κάτω, έχω τα τραπεζάκια με τις καρέκλες και φέρνω το δίσκο με τα κεράσματα. Ποιος δεν έχει ευχαριστηθεί. Κάθονται οι γέροι και τρισευτυχισμένοι, τσουγκρίζουν τα ποτηράκια τους.
__Και τι συζητούν κυρά Περιστέρα!
__¨Ολο για τα παλιά λένε. Για τους Τούρκους και τον Κατσαντώνη. Πολλά λένε για έναν Τούρκο τον Βελιγκέκα, που ήταν κακός  άνθρωπος  και τον σκότωσε ο Κατσαντώνης.
Το ξέρεις; Εδώ γύριζε ο Κατσαντώνης και σε τούτον τον πλάτανο μπορεί και να ξεκουράστηκε καμιά φορά.
Να γιατί τον αγαπώ τον Κατσαντώνη και τον πλάτανο. Και δεν αφήνω κανέναν ούτε κλαδί να του κόψει.  Εδώ ήταν κρεμασμένη και η καμπάνα ,και μου έδειξε το κλωνάρι . Γελώντας μου είπε:  Από το λυπητερό χτύπημα που έκαναν της  καμπάνας ,αρρώστησε το κλωνάρι και  πήγε να ξεραθεί.
Είχα πει τον καφέ μου και γουλιά γουλιά έπινα το ολόδροσο νερό. Να έχω να βάλω όσο μιλάγαμε κάτι στο στόμα μου.
__Κάτσε λίγο μόνος σου μου είπε. Θα σου ετοιμάσω ένα τσίπουρο. Σε συμπάθησα και θέλω να σε κεράσω.
__Είναι πρωί της δικαιολογήθηκα. Τέτοια ώρα τσίπουρο δεν πίνω. Κάτσε αν δεν έχεις δουλειά να κουβεντιάσουμε.
__Με τον μπάρμπα Θωμά τον άντρα σου πως τα πας;
__Γερνάμε και οι δύο. Ο ένας δίπλα στον άλλον. Ο Θεός να δώσει, να βαστάξει όσο γίνεται. Είναι μεγαλύτερος από μένα. Και άμα έρθει η ώρα μας να φύγουμε και οι δυο μαζί. Να μην μείνει ο ένας να δει τον καημό του άλλου.
__Τώρα που είναι;  Δεν πιστεύω να σε εγκατέλειψε;
__Μπα! Πήγε στο χτήμα, δεν είναι μακριά. Εδώ από κάτω είναι . Πρέπει να ποτίσει το καλαμπόκι. Είναι να βγω αγνάντια να του φωνάξω μην έπαθε τίποτε. Αν και ο Άγιος Δημήτριος μας προστατεύει.
Έχεις δικούς σου ανθρώπους εδώ κυρά Περιστέρα;
__Πως δεν έχω. Ο γαμπρός μου είναι γραμματέας χρόνια εδώ και η κόρη μου, μου έχει χαρίσει εγγόνια. Όπου και νάναι θα έρθουν. Ξέρεις  πόσο με αγαπάνε!! Εγώ αν έχω κουράγιο και δύναμη από τα εγγόνια μου την έχω. Καλά ο γαμπρός μου ο Δημήτρης είναι μάλαμα, ανώτερος από την κόρη μου την Αρετή.
Με είχε φάει η περιέργεια, να ιδώ ολοτρόγυρα τους κήπους της. Το κατάλαβε
Ανοιχτεί είναι η μπαλκονόπορτα πίσω μου είπε. Αν θέλεις, ρίξε μια ματιά, να δεις και τα λουλούδια της πίσω βεράντας και τα περιβόλια. Μην ακουστεί και ο γέρος. Διέσχισα την μεγάλη σάλα του καφενείου και από την μπαλκονόπορτα, βγήκα σε μια στενή βεράντα γεμάτη  λουλούδια.
Κάτω απλωνόταν τα περιβόλια, με δίμετρες καταπράσινες καλαμποκιές , τυλιγμένες επάνω τους φασολιές, πολλά δέντρα οπωροφόρα και ολόγυρα έλατα . Από την πολύ βλάστηση, που και που φαίνονταν στον κατηφορικό έδαφος, λίγες σκεπές των σπιτιών του χωριού.
Θαυμάσαμε το καταπράσινο τοπίο ακούσαμε και το γέρο που πότιζε και γυρίσαμε  στην πρώτη μας θέση. Το μάτι μας έπεσε στο σχολειό. 
__Το έφαγε η εγκατάλειψη μου είπε. Είναι το παλιό δημοτικό  σχολείο. Τώρα έχουμε καινούργιο. Χρησιμοποιώ το ισόγειο και καθαρίζω και προσέχω τις αίθουσες, έτσι για να συντηρείται. Τα μάτια της έλαμπαν  και έλεγε ιστορίες  από τον καιρό του επίσκοπου Γρηγορίου. Πέθανε εδώ το 1828 και μου έδειχνε τα σκαλιά που ανέβαιναν  στο μνημείο που είχαν κάνει. Είναι  μια μαρμάρινη στήλη δίπλα ακριβώς από το σχολείο και επάνω γράφει το όνομά του.
Εδώ έχουμε την ευλογία και την χάρη του πάτερ Κοσμά του Αιτωλού. Εδώ είχε περάσει πολλές βολές και έβαζε λόγους και ήταν προστάτης των φτωχών. Και έλεγε στολίδι του ανθρώπου είναι η καλή ψυχή και η αγάπη στον Θεό και την πατρίδα.  Αυτό μου έμεινα και το κρατώ.
Δεν σου είπα για τους χειμώνες που οι βροχές και τα χιόνια δεν είχαν τελειωμό. Τα χιόνια πάνω από μήνα , μας είχαν κλείσει μέσα στα σπίτα.
__Δεν σε ρώτησα, πότε θα φύγεις.
__Ζυγώσανε οι ημέρες μου κυρά Περιστέρα. Δυό μέρες άδεια έχω ακόμη. Μα εδώ δεν ξέρω αν θα προλάβω να έρθω, να πιω τον ωραίο  καφέ σου.
Για μιας,  εκείνο το χαρούμενο ύφος, χάθηκε και το πρόσωπό της σκοτείνιασε
__Ώστε θα μας φύγεις σύντομα.  Εμείς σε έχουμε συνηθίσει χρόνια που έρχεσαι, είσαι δικός μας άνθρωπος. Του χρόνου να μας  ξανάρθεις.
__Θα έρθω κυρά Περιστέρα, κι εγώ σας αγαπώ  και ετοιμαζόμουν να φύγω.
__Μην φεύγεις ακόμη μου είπε. Περίμενε . Με άφησε για λίγο και πήγε στον πάγκο του μαγαζιού  της , κοντά στα ράφια. Σε μια μεγάλη σακούλα είχε μέσα τρία δέματα.
__Να μου είπε. Αυτά είναι η φιλιά μου και να έχεις καλό ταξίδι. Και του χρόνου να μας έρθεις , τ’  ακούς;  Είχε λίγο τραχανά, χυλοπίτες και φασόλια . Είχε και αυγά σε ένα χαρτόκουτο χώρια. Στους δισταγμούς μου  αποφασιστικά μου είπε.
__Αυτά θα τα πάρεις.
__Σηκώθηκα να την χαιρετίσω και να την ευχαριστήσω για τις τόσες ιστορίες που μου είπε, για την παρέα που μου έκανε και για τα φιλέματα που μου έδωσε.  Τι να σας πω ίσως δεν το πιστεύετε….
Τι χαρές και τι αγκαλιάσματα ήταν εκείνα, τι φιλιά ζεστά και καλοσυνάτα, τι συγκίνηση ένοιωσε .
Ούτε περίμενα να ιδώ τα μάτια της βουρκωμένα  και τα δάκρυά της απλωμένα στα μάγουλά  της.
Από τότε δεν την ξανά είδα την κυρά Περιστέρα. Όμως δεν την ξέχασα και έρχεται  πάντα στο ξύπνιο μου,  πρόσχαρη, γελαστή γλυκομίλητη, καλοσυνάτη, οικεία και τρυφερή , αυτή η βουνίσια Ρουμελιώτισσα μάνα.-

29.9.2018

 Βαγγέλης Κ Χριστόπουλος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου