(Λαογραφική πραγματεία Γεωργίου Δ. Καραλή
φοιτητή 1964)
Στο κάτου Νερό λένε ότι
κατέβαιναν την νύχτα οι νεράϊδες και πλένανε και νιβόσανε. Εκεί τις είδε μια
φορά ο Παπαντώνης και εκοπανάγανε σκουτιά (ρούχα) και όταν αρχίνησε μια
προσευχή χαθήκανε.
Λένε στον τόπο που έχει
πεθάνει σκοτωμένος στο χρόνο απάνου τα μεσάνυχτα ανάβει μια φωτιά και ακούγεται
ένα βογκητό. Βογκάει ο πεθαμένος. Για τούτο, τα χρόνια κείνα άμα νύχτωνε
κανένας μακρυά από το χωριό και ήθελε να κοιμηθεί έξω σταύρωνε τρείς φορές με
το μαχαίρι του ή με το ραβδί του χάμου τον τόπο, που θελά κοιμηθεί.