Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ (Η Δάφνη)


                        Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου            

 Δεν νομίζω, για την ιστορία που θα διηγηθώ, ότι είναι απαραίτητο να γράψω το όνομά της. 

Χθες είχα ένα τηλεφώνημα.  Έκανε τον  χρόνο να κυλήσει πίσω και μου το  θύμισε.  Είχαν περάσει πολλά χρόνια και σχεδόν  την είχα ξεχάσει.
Μου συστήθηκε  η ίδια.  Αλλά  τί σας λέω; Και γιατί να μην πω το όνομά της;  Πέστε ότι την λένε ΔΑΦΝΗ. Και ας μην  την λένε Δάφνη.  Εσείς δεν έχετε να χάσετε τίποτε.  Εχθές   πάντως με ρώταγε, αν την θυμάμαι!

 Δεν το πιστεύω! Τώρα ξετυλίγεται  στο μυαλό μου  όλο το  κουβάρι για κείνα τα παιδικά, μαθητικά  χρόνια, που την έβλεπα στην πόλη της Δάφνης. Ζούσα σε μια πόλη ξένος ,μικρός και απροστάτευτος, δίχως φτερά, με αγνή ψυχή και  κοίταγα τα πράγματα σοβαρά.
Δεν θέλω σφυρίγματα , ειρωνικά χαμόγελα και σχόλια , για όσα θα σας πω!
Ήμαστε σε κάποιον απόμερο δρόμο. Της φώναξα, μα σε απάντηση εκείνη γύρισε πίσω και  άρχισε σχεδόν να τρέχει. Έμεινα αποσβολωμένος και σκεπτικός. Τα βράδια κουκουλωμένος με ένα μάλλινο απλάδι, την σκεπτόμουν και βολόδερνα, ώσπου να με  πάρει ο ύπνος. Ανοιγόκλειναν με κόπο τα μάτια μου και την έβλεπα  μπροστά μου. Άλλοτε με τα βιβλία και την μπλε ποδιά της και άλλοτε με ένα καρό κόκκινο φουστάνι να τρέχει αεράτη, σαν ώριμη γυναίκα προς την Βρυσούλα.
Στην σκέψη μου είχα απομονώσει τα σγουρά της μαλλιά, το χαρούμενο πρόσωπο  και είχα στο μυαλό μου τα όμορφα χεράκια της τα τόσο αθώα.
Στόμα δεν είχα να της μιλήσω. Όσες φορές την πλησίαζα καταλάβαινα το πρόσωπό μου κοκκίνιζε, σαν την παπαρούνα και ένας κόμπος καθότανε στο λαιμό μου. Φωνή δεν έβγαινε! Ένα ρίγος πέρναγε στο κορμί μου καθώς συναντιόμαστε. Μα και κείνης το πρόσωπο έπαιρνε ένα ρόδινο χρώμα , όταν σήκωνα τα μάτια μου, πάνω της.
Τα μεγάλα φωτεινά, μαύρα μάτια της γελούσαν γλυκά και η φωνή της ήταν καθάρια.  Συναντηθήκαμε με την παρέα της στο απάνω χωριό κοντά στην πέτρινη βρύση.
__Γεια  σας κορίτσια! Γεια  σου Ελένη! Χαιρετά ένας της παρέας, ο Τάσος, εκεί που στενεύει ο δρόμος στην απάνω βρύση. Εμείς ανεβαίναμε την μικρή ανηφόρα και η ομάδα των κοριτσιών  μόλις έβγαινε από το δρομάκι που οδηγούσε στον Άγιο Χαράλαμπο και θα κατέβαιναν προς τα κάτω.
Την κοίταξα κατά πρόσωπο. Σήκωσα κι εγώ το χέρι προς την παρέα των κοριτσιών. Εκείνη με είδε, χαμήλωσε τα μάτια και δεν με χαιρέτησε. Ήταν συνεπαρμένη, το ρόδινο χρώμα του προσώπου της είχε χαθεί και είχε γίνει χλωμή.  Φύσαγε λίγο αεράκι. Τα φουστάνια  τους ανέμιζαν και τα κοντά σγουρά μαλλιά της καλής μου, που βάλθηκα να κοιτώ.
Έγειρε ο ήλιος, μετά χάνεται και βγαίνουν τ’ άστρα και το φεγγάρι.  Ο δρόμος με έφερε κοντά στο σπίτι της. Βράδυνα το βήμα μου και σχεδόν ήμουν ακίνητος και αφουγκραζόμουνα μη τυχόν και ακούσω την φωνή της.
Στο λεφτό, είδα μια σκιά. Χάρηκα προς στιγμή. Ήταν η μεγαλύτερη αδερφή της που παρακολουθούσε τα βήματά μου κι εγώ την ντρεπόμουν.
Ήμουν διστακτικός, αμφίβολος και δειλός!  Δεν ήθελα να ξέρουν και να με δουν να μιλώ μαζί της. Τα τελευταία βράδια έκανα  κοντινές βόλτες και τριγύριζα  κοντά στο σπίτι της. Ήταν φορές που πετούσα στον ουρανό όταν ήτανε στο παράθυρο και την έβλεπα. Σερνόταν η σκιά της μαζί μου και έκανα όνειρα.
Συχνά έκανα μικρούς περίπατους προς την Βρυσούλα. Πέρναγα μπροστά από την ψηλή μάντρα του νεκροταφείου με τα ψηλά κυπαρίσσια και ακολουθούσα ένα κακοτράχαλο δρόμο που οδηγούσε στ’ Ακόνι. Δεξιά, αριστερά  ψηλές μάντρες χώριζαν τον δρόμο με τα χωράφια. Περπάταγα πεντακόσια μέτρα και πίσω ήταν η μεγάλη λαγκάδα.
Ψηλά έβλεπες  το Μοναστήρι της Ευαγγελιστρίας, τον Αι Μάμα, βουνό  στεφανωμένο με ψηλά βράχια, την κορακοφωλιά  και ψηλές απάτητες βουνοκορφές. Εκεί στα γούπατα, στις μεγάλες λάκκες, βόσκανε γιδοπρόβατα και ακουγόταν η φλογέρα. Περπατώντας ρέμβαζα το τοπίο, χαιρόμουν την μουντή φύση. Ψηλά πάνω στα βράχια σε μια γωνιά με λίγο χώμα, είχαν φυτρώσει μπουκέτα,  όλο ροζ λουλούδια.
Τα έκοψα ένα ένα μελετημένα γι’ αυτήν. Τα κράτησα στα χέρια μου και μοσχομύριζαν. Είχαν το χρώμα του προσώπου και των χειλιών  της Δάφνης.

__Αχ! Και να την έβρισκα μπροστά μου, έλεγα μέσα μου. Θα της τα πρόσφερα. Θα άφηνα την ντροπή κατά μέρος και θα της το έλεγα.

Γυναίκες με ένα ταγάρι στον ώμο γύριζαν και κείνες από δουλειές, ξωμάχοι, τσοπάνηδες έτρεχαν βιαστικά να μην τους προκάνει το σκοτάδι
Στο βάθος του δρόμου ερχόταν γέροντας, με τον γάϊδαρο φορτωμένο ξύλα. Σαν πλησίασε τον γνώρισα! Ήταν ο μπάρμπα  Λάμπης ο γείτονας.
__Τι κάνεις εδώ;  Με ρώτησε. Θα βρέξει πολύ, δεν το βλέπεις;
 Σε λίγο άρχισαν χοντρές σταγόνες να πέφτουν στο έδαφος. Οι σταγόνες έκαναν  χιλιάδες γραμμές  στον αέρα και πέφτοντας  χάμω μούσκευαν το έδαφος.
Ακούω υπόκωφους βρόντους που έρχονταν από τα σύννεφα που χτυπιούνται και τρέχω να μην με μουσκέψει η βροχή και χαλάσουν τα λουλούδια.  Τα έσφιξα άθελα μου στο αριστερό χέρι και τρυφερά όπως ήταν  χαλάσανε. Τα άφησα  ανάλαφρα σε μια γωνιά  στενοχωρημένος και γύρισα στο σπίτι βρεγμένος.

Από  κείνον το δρόμο συχνά γύριζαν το βράδυ  στο σπίτι τους  αγρότες, τσοπάνηδες, εργάτες για ξεκούραση και ύπνο. Με έβλεπαν πολλές φορές που έκανα βόλτες,  αργά με το σούρουπο,  σαν ύποπτο  με έβλεπαν στην ερημιά για κάποιο κρυφό ραντεβού.  Τα βράδια για να πάω στο σπίτι μου, γύριζα  κοντά από το δικό  της. Κοίταγα το φωτισμένο παράθυρο και  μέσα από τις κουρτίνες άφηνα τον εαυτόν μου να μαντεύει,  τί έκανε κείνη την ώρα. Είχε πολλά αδέλφια. Γελούσαν χαρούμενα, έπαιζαν, φώναζαν, μάλωναν.  Μαζί με τις χαρούμενες φωνές που έβγαιναν έξω, χυνόταν στον δρόμο ένας πρωτάκουστος για μένα γλυκός ήχος.   Την γνώριζα την  φωνή της.  Ήμουν περήφανος για την φωνή της, μου άρεσε! Κείνο το βράδυ κοντοστάθηκα , να ακούσω τα λόγια και την φωνή της καλύτερα που τραγούδαγε.

Πέρασε μια γειτόνισσα που με ήξερε. Κάτι κατάλαβε!
__Δεν κάνει να κάθεσαι εδώ, μου είπε κι εγώ ντροπιασμένος, που έδειχνα ξεδιάντροπα τα αισθήματά ,  έφυγα.

Άκουσα πολλές φορές την γλυκιά φωνή της και τα τραγούδια, μα η κουρτίνα με εμπόδιζε να την δω.
 Στο μεγάλο χαγιάτι του σπιτιού της , ήταν ολόγυρα καρφωμένες πήχεις, που άφηναν πολλές χαραμάδες. Μέσα από αυτές διέκρινα  μια λωρίδα από την μέση , το στήθος  και το κεφάλι και συμπέραινα ποιος ήταν.  Από το απέναντι μέρος του σπιτιού της ο δρόμος είχε ένα πλάτεμα.  Ακουγόταν το σιγοκουβέντιασμά τους και τους έβλεπα.

__Α! Έλεγα αυτή είναι η φίλη τους,  η Σόφη.  Αυτή είναι η Λούλα, η ξαδέρφη τους, αυτός είναι ο ξάδερφός της ο Αντρέας, ο Λάμπης ,ο  Γιάννης…

Μια ζήλια με έπιασε που δεν μπορούσα κι εγώ να είμαι κοντά της.
Άλλες φορές κρυφοκοίταγα  από μια σκάλα στο πίσω μέρος του σπιτιού της, που κατέβαιναν στον κήπο της με ένα πανέρι και  μάζευε  λάχανα.
Στο σπίτι της είδα έναν νέο κοντά της και δεν ήξερα ποιος ήταν. Αν ήταν συγγενής της, δεν το έμαθα κι εγώ ζήλευα. Πολλές τέτοιες εικόνες έμειναν  για πάντα χαραγμένες στη ν μνήμη μου.
 Μια φορά την συνάντησα και δεν πρόλαβα να της πω την καλύτερη λέξη. Ερχότανε ένας ξάδερφός της κοντά  . Μαζί με την δειλία μου για τέτοια δυσκολευόμουνα να της το ειπώ.

 Την άλλη μέρα με πλησίασε ο πατέρας της και μου είπε πρόσχαρα!
__Φιλαράκο, δεν είναι καλό πράγμα αυτό! Είσαι μικρός το καταλαβαίνεις;

 Ούτε καν δικαιολογήθηκα! Τον κοίταξα λυπημένα και έφυγα.
 Από τότε, άλλαζα δρόμο, σαν τον έβλεπα από μακριά.
Είχα συναντήσει και την μάνα της. Είχαμε ειπεί πολλές φορές καλημέρα. Την συμπαθούσα! Ήταν αεράτη λεπτή, ευγενική και γλυκομίλητη. Μια φορά κουβέντιαζε από τον κήπο της με άλλη γειτόνισσα, την Λευκή, που είχε κατέβει και κείνη στον δικό της κήπο να μαζέψει αντίδια και σπανάκι.
Κοίταξα τις δυο γυναίκες κατά πρόσωπο. Έκανε ελαφρές κινήσεις με τα κάτασπρα χέρια της και μίλαγε  με ένα χαμόγελο. Κάτι έλεγε για  τις κόρες της, για το σχολείο, το ράδιο, που είναι συνέχεια ανοικτό , με τραγούδια….
Φαίνεται είχε ακούσει τα βήματά μου,  που πέρναγα από τον δρόμο.  Σταμάτησε να συζητάει και κοίταξε έξω τον φράχτη του κήπου που κοντοστεκόμουν. Εγώ κείνη την στιγμή ένοιωσα να μην με χωράει ο τόπος. Ντράπηκα και έφυγα!
Είχα και έναν φίλο, που τον έλεγαν Νίκο. Το είχε καταλάβει πως είμαι ερωτευμένος. Στο τέλος του το είπα κι εγώ. Γέλασε μαζί μου ειρωνικά και αυτό πολύ με πείραξε.
__Τι γυρεύεις φωτιά στην στάχτη; Μου είπε. Γυμνοί δεν περπατάνε στα αγκάθια. Όλο με παροιμίες  και θυμοσοφίες μίλαγε. Εμείς εδώ είμαστε ξένοι, αν μπλέξεις μπορεί  και να βρεις τον μπελά σου.
__Πάει κι αυτός, είπα μέσα μου. Έπαψε να είναι φίλος.
 Ένα απόγιομα η μέρα ήταν χαρούμενη και πλημμυρισμένη από το φως του ήλιου. Την είδα στο δρόμο, που έκανα τον απογευματινό περίπατο. Είχε μαζί της ένα μικρό ανιψάκι, που έπαιζε . Σκεπτόμουν να της το ειπώ , μα τα πόδια μου έτρεμαν και στο στόμα μου δεν ερχότανε η λέξη. Σαν πλησίασα την χαιρέτησα και η φόρα μου κόπηκε. Ήμουν πολύ ερωτευμένος κι αυτό με βασάνιζε.
Ύστερα από όλα αυτά, εκείνη δεν άφηνε ανοιχτό το παράθυρο, έκοψε τελείως τις κοντινές βόλτες και δεν την έβλεπα. Κείνες τις μέρες δεν τραγούδαγε και ούτε το ράδιο της άνοιγε. Σκέφθηκα ότι της κακοφάνηκε η συμπεριφορά μου. Ή την μάλωσαν οι δικοί της!
Στο γυμνάσιο πάλε, όταν έκανε βόλτες με τις φίλες της, δεν μου έδινε σημασία. Στις μακρινές βόλτες που έκανα στην Βρυσούλα και το Ακόνι προσπαθούσα να καταλάβω, πώς διάβολο γίνεται και δεν μπορώ να της μιλήσω, όταν την πλησιάζω. Όπως ήμουν μόνος μακριά στα χωράφια έκανα πρόβες να της μιλήσω  και διαπίστωνα πως καλά τα κατάφερνα.
Τα βράδια την ζωγράφιζα στο μυαλό μου. Μου έρχονταν στο νου μου το σχέδιο του σπιτιού της με την ψηλή καμινάδα,  τα  σπίτια γειτόνων, τα μικρά στενά, τους γύρο δρόμους. Αυτούς ακολουθούσα και  πήγαινα στο σχολείο.  Με το μυαλό μου έκανα κάτι απλό. Έβαζα σημεία του δρόμου  κατάλληλα, που δεν θα μας έβλεπαν άλλοι και  θα πάσχιζα να την συναντήσω και να της το ειπώ.
Δεν είχε σουρουπώσει με μια φίλη της  γύριζαν από βόλτα και έμπαινε στο σπίτι της. Ακολούθησα από μακριά και έφτασα κάτω από το χαγιάτι της και κοίταγα από τις χαραμάδες. Σχεδίαζα στο μυαλό μου το εσωτερικό του σπιτιού της, την διάταξη των δωματίων και το μέρος που θα βρισκότανε. Είχα φαίνεται σταματήσει εκεί, χωρίς να το καταλάβω, πολύ ώρα. Κατάλαβα την παράνομη αργοπορία μου και κίνησα απότομα να φύγω. Μια κότα που ήθελε να πάει για κούρνια της έκοψα τον δρόμο. Φοβήθηκε έκανε έναν φτέρακο, δεύτερον και κακάριζε.. Βγήκαν όλοι στα μπαλκόνια και στα παράθυρα να ιδούν τι συμβαίνει! Εγώ τα έχασα.

Άκουσα μια γειτόνισσα που έλεγε σε μια άλλη:

__ Φαίνεται προσπάθησε να την πιάσει!.... Ούτε πίσω δεν κοίταξα να τις δω και να ακούσω τι άλλο έλεγαν. Χάθηκα στην στροφή του δρόμου και γύρισα σπίτι. Παρακαλώ μην γελάτε. Δεν είναι αστεία ούτε  για γέλια.
Φτάνει να σας πω, πως τα Σαββατοκύριακα ερχόμουν στο χωριό μου τρείς ώρες μακριά για να πάρω  μια πουγανιά ψωμί, λίγο προσφάι  και ρούχα που ήθελα, για όλη την βδομάδα. Μια Κυριακή από τις λίγες που έμενα στην πολιτεία πηγαίνοντας στην εκκλησία, πέρασα από το σπίτι της. Κοίταζα τις καινούργιες γαλάζιες κουρτίνες του παραθύρου τη,ς μιας και την ίδια δεν μπορούσαν να την ιδώ.  Στην εκκλησία θα ερχότανε το γυμνάσιο. Είχα καθίσει γυρισμένος ελαφρά προς την είσοδο και καθώς έμπαιναν τα παιδιά μέσα, την είδα.  Έφτιαξα  δική μου προσευχή: « Άγιε Χαράλαμπε, κάνε με να την ξαναδώ,  βοήθησέ  με να της μιλήσω. Δώσε μου την, για να σου δώσω την καρδιά μου .Συγχώρησέ με για την ανάξια δέησή μου,  μα δεν μπορώ να διώξω από τα χείλη μου το όνομά της».
 Αυτό ζήτησα και ντρεπόμουν , δεν ήξερα αν ήταν στα καθήκοντά του.
Όταν τέλειωσε η εκκλησία άκουγα δυο γέροντες που κουβέντιαζαν.  Ο ένας έλεγε ότι « η γυναίκα είναι παντοδύναμη. Αυτή αποφασίζει για όλα και βάζει τα δυο πόδια του άνδρα στο ένα παπούτσι. Αν θέλει η γυναίκα γίνεται το χατίρι του άντρα!» 
Ο άλλος αναποδογύρισε την κουβέντα. Μην το λες αυτό, ότι θέλει ο άντρας κάνει.
Περίμενα κι εγώ από κείνη την ημέρα να αποφασίσει εκείνη.
Κείνο το βράδυ, σωριάστηκα στο φορητό κρεβατάκι μου και άργησε να με πάρει ο ύπνος. Η νύχτα ήταν μακρινή.
Μια δυο φορές βγήκα στο μικρό ξύλινο μπαλκόνι και κοίταγα  τ’ ολόγιομο φεγγάρι, με τις χιλιάδες φωτάκια γύρω του. Μου φαινόταν πως είχε κάνει κύκλο φωτεινό, σαν στεφάνι πάνω από το σπίτι της. Τελικά με πήρε ο ύπνος, αλλά στο Γυμνάσιο δεν πήγα  την άλλη ημέρα τις δυο πρώτες ώρες. Κείνες τις μέρες είχε έρθει στο Γυμνάσιο ο γέρος μου . Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που ήρθε. Κάποια διαβολιά είχα κάνει και με έδιωξαν με τρείς ημέρες αποβολή. Τους ρώτησε,  αν είμαι καλό παιδί!
__Καλός είναι,  μα λίγο αδύνατος στα μαθήματα. Είχα δείξει μεταμέλεια στον καθηγητή  κύριο  Νικολαΐδη και με είχε συγχωρήσει, που τον πρόσβαλα. Ο γέρος μου το είχε μάθει.
Με στρίμωξε σε μια γωνιά του Γυμνασίου και μου έκανε παρατήρηση.
__Να αφήσεις τα γλυκοκοιτάγματα και τις ερωτοδουλειές, έχεις καιρό αργότερα γι’ αυτά και να κοιτάξεις τα μαθήματά σου.
 Και τί να του έλεγα! Γύρισε το βουνό και με πλάκωσε. Και συ τέκνο μου Βρούτε; είπα μέσα μου.
 Εκεί που ήμουν έτοιμος να τις το ειπώ άλλαξα στάση. Φοβόμουν, εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα, να μην το μάθουν οι γείτονες  και οι καθηγητές .

Και πού είχαν φτάσει; Πουθενά!

  Άρχισα να ξεκουράζω το μυαλό μου με βόλτες και λίγο διάβασμα.
Η μικρή μου καρδιά, είχε γνωρίσει αρκετές προσβολές και το πολυπόθητο όνειρο ήταν ακατόρθωτο.
 Ένα βράδυ καθώς πέρναγα κάτω από το παράθυρό της, φάνηκαν  από τις δυο πλευρές του δρόμου δυο φιγούρες ανθρώπων σαν να ήταν συνεννοημένοι.  Ακολούθησα την μια διέξοδο και  συναντήθηκα με  τον έναν. Άλλαξα την φωνή μου και του είπα καλησπέρα.
_Ποιός είσαι εσύ ;Με ρώτησε. Εγώ τον παραμέρισα και με βήμα αργό χωρίς άλλη απάντηση απομακρύνθηκα.
Την άλλη μέρα, ένας ξάδερφός της ήρθε κοντά μου, καθώς περπάταγα την συνηθισμένη μου βόλτα. Μου είπε καλησπέρα κι εγώ ανταπέδωσα τον χαιρετισμό του. Εκείνος γούρλωσε τα μάτια του πάνω μου και χωρίς άλλη κουβέντα ξεμάκρυνε.
Εγώ κατάλαβα πού το πήγαινε!
__ που να σκάσουνε ούλοι τους, να μην με αφήνουν σε χλωρό κλαρί! __ Κατάλαβα πως συζητούν εις βάρος μου και παραφύλαγαν  για όλες μου τις κινήσεις.

Σταμάτησα τότε κι εγώ  το πήγαινε- έλα στον δρόμο, που ήταν το σπίτι της, και την παρακολούθηση.
Κείνος ο φίλος μου, ο Νίκος,  μου είχε δώσει λίγες μέρες πριν ένα παλιό κατακίτρινο με σχισμένα εξώφυλλα βιβλίο.  «Η ΩΡΑΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΑΝ».  Έτσι ήταν ο τίτλος. Άφησα το διάβασμα για τις εξετάσεις και διάβαζα εκείνο το βιβλίο. Καλά που δεν έμεινα στην ίδια τάξη, να φρίξει ο κόσμος  και  να ντροπιάσω τον πατέρα μου.
Στη  θέση της πρωταγωνίστριας έβαλα την Δάφνη, στην ομιλία, στην ομορφιά , στο χάρισμα να τραγουδάει και άρχισα να νοιάζομαι λιγότερο   για την πραγματική Δάφνη.
 Κείνες τις μέρες γράφαμε διαγωνίσματα και θα τέλειωναν οι εξετάσεις. Καθώς πέρναγα στο παράθυρο, με ρώτησε η μεγάλη της αδερφή:
__  Σε βλέπω που γυρίζεις και δεν διαβάζεις. Φαίνεται τα ξέρεις. 
__Τα ξέρω απάντησα.
__ Αν θέλεις, έλα να διαβάσουμε μαζί.
Ντροπαλά μπήκα στο σπίτι της . Καλά τα κατάφερα, φαίνεται, στα μαθηματικά που διαβάσαμε μαζί. Την άλλη ημέρα δεν ήθελα να συνεχίσω το διάβασμα.  Επιστρατεύει την   Δάφνη. Κείνη  με βρήκε στο σπίτι μου. Την κοίταξα κατάματα και της είπα για πρώτη φορά, πως μου αρέσει πολύ! Κοκκίνισε όπως κι εγώ, κάτι περίμενε να της πω  και υποταχτήκαμε στην μοίρα.   Ούτε ένα φιλί δεν της έδωσα, ούτε μια ματιά δεν της έριξα,  και την ακολούθησα  στο δικό της το σπίτι.
Έγιναν  οι απολυτήριες εξετάσεις του σχολείου και  ήμουν πολύ στενοχωρημένος  και λυπημένος  που δεν θα έβλεπα την Δάφνη ξανά.
Σαν τέλειωσα το Γυμνάσιο και έφυγα, έχασα και την Δάφνη. Μια δυο φορές που ήλθα στην πολιτεία δεν μπόρεσα να την δω. Έτσι το πήρα απόφαση…
Τα πρώτα χρόνια ήταν έντονη η παρουσία της, στην μνήμη μου. Ύστερα παρέμεινε  μια μικρή ανάμνηση . Πού και πού έκανε την παρουσία της έντονα αισθητή….
Ένα τηλέφωνό της,  τελευταία , μου γύρισε τον χρόνο πίσω. Μου μίλησε με αγάπη, με τρυφερότητα και με  ενδιαφέρον. Το χάρηκα πολύ και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε.
Αμφιβάλλω αν θα της μιλήσω για  το μυστικό της ψυχής μου, που κανένας δεν ήξερε μέχρι τώρα, ότι  την αγαπώ!

B GIRAKAS 29.10.2015


Υστερόγραφο/: Παρατηρήσεις  Αδυναμίες κειμένου. Ενοχλητικά σημεία. Σάτιρα ,Συναίσθημα (Σαρκασμός, φόβος αγωνία, ζηλοτυπία, ευγένεια. Απογοήτευση, απελπισία).Κριτική!

           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου