Του Βαγγέλη Κ Χριστοπούλου
Γύρω από το γεφύρι, χτίστηκε με τον καιρό οικισμός και άλλοι σκόρπιοι οικίσκοι για την μόνιμη διαμονή των καλλιεργητών της γης και των τσοπαναραίων, μα και για την προσωρινή διαμονή ταξιδιωτών, εμπόρων , περαστικών. Ήσαν τα ονομαστά χάνια στης Κυράς το Γεφύρι !Κοντά εκεί στα χάνια δεξιά και αριστερά του ποταμού και σε μικρή απόσταση υπήρχαν δύο νερόμυλοι. Ο μύλος του Σφυρή και ο μύλος του Συμεού, που αποτελούσαν και αυτοί μέρος του κόσμου του γεφυριού.
Μιας και το θέμα μας είναι για τα χάνια, μην ξεστρατίζω με της Κυράς το Γεφύρι, με το οποίο θα ασχοληθώ αργότερα.
Καιρός είναι να μιλήσουμε για τα χάνια, που ήσαν φτωχά σαν τους ανθρώπους του, αλλά γεμάτα ιστορίες, θρύλους και περιπέτειες.
Γνωστά χάνια εκεί ήσαν του Παπαντώνη, του Αναγνώστη και του Δημητράκη Ροζή ή Ματαρατσά. Βλέπομε έτσι τρία χάνια στην ίδια γειτονιά πράγμα πολύ σπάνιο και περίεργο!
Το Χειμώνα γύρω από το αναμμένο τζάκι μαζεύονταν δικοί και ξένοι να πυρωθούν, να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα τους , να συζητήσουν για τα πολιτικά και για ότι άλλο ήθελαν και τους απασχολούσε. ΟΙ ζωηρές φλόγες τα βράδια φώτιζαν τις ανθρώπινες φιγούρες με την τραχιά έκφραση, που είχε το πρόσωπό τους, τα σκούρα μάτια τους και την βαριά φωνή τους, που συζητούσαν ώρες πολλές για ιστορίες και ανέκδοτα.
Οι παλιότεροι κάτι θυμούνται γι αυτά τα χάνια. Οι νεότεροι περνούμε σήμερα δίπλα από τα χαλάσματα, -όσα απέμειναν- και δεν ξέρουμε, παρά ελάχιστα γι αυτά. Πάντως, από τη δημιουργία τους, -άγνωστο πότε-, τα χάνια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, που ταξίδευαν σ΄αυτή την περιοχή. Ο ταξιδιώτης, ο έμπορος, ο πεζοπόρος , ο καβαλάρης, ο τσαμπάσης, ο φαρνατζής, ο κυνηγός, και άλλοι επαγγελματίες, ξεπέζευαν εκεί. Μα και κείνος που πήγαινε στο μύλο ν’ αλέσει και αργούσε, ώσπου να έρθει η σειρά του, και ο οδοιπόρος, που τον έπαιρνε η νύχτα εκεί κοντά, και εκείνος που τον έπιανε η βροχή στο δρόμο, όλοι εκεί εύρισκαν καταφύγιο, απάγκιο. Στάθμευαν να αναπαυθούν, να ξεκουραστούν, να φάνε, να πιούνε και να κοιμηθούνε οι ίδιοι και τα ζώα τους.
Ήσαν λοιπόν τα χάνια ένας σταθμός για ανάπαυση, φαγητό και ύπνο για όλες τις εποχές.
Ο περιβάλλων χώρος ήταν σκιερό και δροσερό μέρος με πλατάνια, καρυδιές, συκιές ιτιές και άλλα ποικίλα δένδρα. Στη βάση του κορμού τους, κάτω από τους πυκνούς ίσκιους απόθεταν οι διαβάτες τις πραμάτειες και έδεναν τα ζώα τους, για να ξεκουραστούν. Ήταν μια ευχάριστη στάση. Κάποιες φορές τα καλοκαίρια οι ταξιδιώτες περνούσαν όλη τη νύχτα εκεί, κλέβοντας και λίγο ύπνο στο ύπαιθρο, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες.
Αυτοί που είχαν τα χάνια, ήσαν άνθρωποι τολμηροί, ριψοκίνδυνοι, χωρατατζήδες, δυναμικοί και αποφασιστικοί για να αποφεύγουν τις κακοτοπιές και να αντιμετωπίζουν τις δυσάρεστες στιγμές.
Συνήθως στα χάνια, στο ισόγειο μέρος του ήταν το μαγαζί με τα χρειαζούμενα εφόδια των πελατών, το κρασί, το ρακί, τον καφέ, το τσάΪ κλπ. Εκεί μαγείρευαν και σέρβιραν, ο χατζής ή η χατζίνα, τον χειμώνα τον πατροπαράδοτο τραχανά, τις τριφτιάδες, τις χυλοπίτες, ζεστές και αχνιστές, να ζεσταθούν οι πελάτες από το κρύο. Αλλά μαγείρευαν και φασολάδα και βραστό κρέας και ότι άλλο ήθελε ο πελάτης.
Έξω από το χάνι, σε μια γωνιά, ήταν ο φούρνος όπου η χατζίνα ζύμωνε και έψηνε τα ψωμιά. Εκεί πριν από το ψωμί έβγαζε την ολόφρεσκη, ζεστή κουλούρα, μοίραζε σ’ όλους πρόσχαρη, την έτρωγαν με τυρί και ευχαριστιόνταν και ο τόπος μοσκοβόλαγε .
Η Χατζίνα πρωτοστατούσε πρόθυμα σ’ όλες τις δουλειές. Ήξερε ότι έπρεπε να είναι χαρούμενη, καλόκαρδη και περιποιητική. Επίσης το χιούμορ , τα ξεκαρδιστικά ανέκδοτα και οι ιστορίες του άντρα της έκαναν την ζωή των πελατών ευχάριστη, διασκεδαστική.
Τα βράδια γνωστοί και άγνωστοι ταξιδιώτες, αγωγιάτες και περαστικοί μαζεύονταν, έτρωγαν, έπιναν , έλεγαν ιστορίες, τραγουδούσαν και γλεντούσαν. Ο κάθε ένας έλεγε τα δικά του νέα, από τους τόπους που ερχόταν, και διαφήμιζε τις ομορφιές τους. Έτσι το χάνι γινόταν συχνά ένα μικρό πανηγύρι κι ένα κέντρο μεταφοράς ειδήσεων.
Στα χάνια, στης Κυράς το Γεφύρι, μαζεύονταν καθημερινά από τους γύρω οικισμούς, Μπουλιμέτη , Κοκκαλιάρα και τα διάσπαρτα καλύβια οι άνθρωποι, να μάθουν νέα, να δώσουν παραγγελίες, να ιδωθούν μεταξύ τους, να καλαμπουρίσουν, και να συμφωνήσουν στα νιτερέσα τους .
Ανάμεσα στα χάνια ξεχώριζε εκείνο του Ματαρατσά. Ήταν πιο μεγάλο με περισσότερες ανέσεις και ευχάριστη ατμόσφαιρα.
Ήταν ένας χώρος γεμάτος δράση, κεφιού και χαράς με τον σπιρτόζο ιδιοκτήτη Δημητράκη Ροζή ή Ματαρατσά, γνωστός για τα χωρατά και τα ευφυολογήματά του. Δεν είναι ότι γνώριζε πολυάριθμες ιστορίες και τις διηγούταν με χάρη, είναι ότι ήταν ολόκληρο ληξιαρχείο και ήξερε τους πελάτες με τα μικρά τους ονόματα, τα χωριά τους, τους συγγενείς τους, τα χούγια τους. Σε κάθε έναν είχε να ειπεί κάτι για κοινούς φίλους και συγγενείς. Έτσι κέρδιζε και τη μεγαλύτερη πελατεία.
Ας απολαύσουμε μερικές πικάντικες ιστορίες που αποδίδονται σ’ αυτόν:
Αργά το βράδυ ήρθε στο χάνι μια παρέα γνωστή που έπινε, ως συνήθως, το κρασάκι της. Ο Ματαρατσάς ρώτησε έναν της παρέας:
__Τι όνειρο είδες χθες βράδυ, πατριωτάκι; Για πες μου.
__Δυο άλογα που τρέχανε στον κάμπο και δεν κρατιόνταν. Είπε εκείνος. Γιατί με ρωτάς;
__Να ησυχάσω, που δεν είδες βαγένια με κρασί, γιατί κρασί δεν έχω!
__ Μα ήρθαμε να ξεσκάσουμε. Αν μας κόψεις και το κρασί, πάμε περίπατο, του απάντησαν.
Το προηγούμενο βράδυ, ξεφάντωσαν και γλέντησαν, σαν συμφώνησαν στον αρραβώνα δύο νέων και το ‘πιαν το κρασί. Ο κακομοίρης ο Δημητράκης δυο πύρους είχε ανοίξει από το βαγένι . Γλέντησαν με τους συμπεθεροκόπους ,με στρατολάτες, ταξιδιώτες και με όλους, όσοι βρίσκονταν στο χάνι. Ο κάτω πύρος είχε απομείνει με λίγο κρασί. Ήταν όμως παραγγελία και δεν περίσσευε κρασί να τους δώσει. Περίμενε κλέφτες και φυγόδικους, να τους φιλοξενήσει. Μια μέρα μπροστά είχε πάρει το μήνυμα: Μια γίδα είχε σφαγμένη. Θα την ετοίμαζε, να φάνε, να πιούνε το κρασί που έμεινε, για να φύγουν χωρίς φασαρίες. Ο Ματαρατσάς δεν έπαιζε μαζί τους . Φοβόταν το κεφάλι του!
Η παρέα, σαν είδε την αυλή πιτσιλισμένη με αίματα και την γίδα κρεμασμένη στο τσιγκέλι , του ζητούσε να την μαγειρέψει βραστή για να πιούν και μια στάλα κρασί.
__Τι λέτε, τους είπε! Αυτοί μετά, εμένα θα φάνε.
Απόψε να πιείτε ρακί μέχρι αύριο, που θα φέρω κρασί φρέσκο. Κι αμέσως έβαλε μπρος τις μεγάλες μαλαγανιές του και έλεγε ιστορίες.
Είδα τα μακριά φουστάνια της, το κίτρινο μαντήλι στο κεφάλι της, τα ξυπόλυτα πόδια της , άκουσα την χοντρή ιδιόμορφη προφορά της . Κατάλαβα ότι αυτή είναι γύφτισα .
__Κι εγώ σε γνωρίζω. Απάντησα.
__Μιας και με γνωρίζεις, δεν χωράμε να κοιμηθούμε και μεις εκεί μέσα. Το κρύο δεν αντέχεται, θα μου αρρωστήσουν τα παιδιά. Δεν έχω άντρα, τα δυο παιδιά έχω και γύρισε τα μάτια της κοντά τους.
__Πού να σε βάλω; Απάντησα.
Μα πάλι δεν μου πήγαινε να την αφήσω στον παγωμένο αέρα της ανοιξιάτικης νύχτας.
Στο μεγάλο δωμάτιο, στρωματσάδα θα κοιμόταν ένας Μαγουλιανίτης. Είχε έρθει με δυο μουλάρια φορτωμένα. Θα πήγαινε στο Σοπωτό σανίδια, που είχε παραγγελιά. Είχε άπλα ο χώρος.
Και γιατί να μην βάλω τα παιδιά με αυτή την θαυμάσια γυναίκα σε μια άκρη;» σκέφτηκα. Άλλωστε το είχα κάνει συμφωνία μαζί του: Αν έρθουν ταξιδιώτες και δεν χωρούν αλλού, θα μείνουν εκεί μαζί του. Η γυναίκα με τα παιδιά ήρθε, έπιασε την άκρη της και ο άλλος την δική του.
Μα… ύπνος δεν κόλλαγε ούτε σε κείνον, ούτε σ’ αυτήν.
__Έλα κοντά μου, του είπε εκείνη, όταν τα παιδιά κοιμήθηκαν. Έχει χώρο να κάνουμε παρέα. Κι εκείνος άλλο που δεν ήθελε.
__Θα χωρέσω αυτού κοντά;
__Εδώ κοντά έχει μέρος. Έλα!.
Εκείνος τραβήχτηκε κοντά της και πέρασαν αγκαλιασμένοι την κρύα νύχτα.
Οκτώβρης μήνας, που λέτε. Οι γύρω ψηλές κορφές άσπριζαν κι ο χειμώνας κατέβαινε απειλητικός για τα ζώα και τους ανθρώπους. Ο μπάρμπα Στάθης ο τσέλιγκας, γνωστός μου και φίλος, συμφάμελα , με τον παππού, τ’ αδέρφια, τις νυφάδες, τα παιδιά, πρέπει ν’ αφήσουν τα βουνά και να κατέβουν στα μέρη του Πύργου με τα ζώα, για να ξεχειμωνιάσουν. Αυτό γινόταν με πολλούς τσοπάνηδες της περιοχής.
Δεν ήταν έθιμο, ήταν ανάγκη. Έπρεπε ν’ αποφύγουν το κρύο και τα χιόνια, να μην ψοφήσουν τα ζωντανά. Που λέτε!
Η μετακίνηση του κοπαδιού κράταγε μέρες ολόκληρες. Το ταξίδι ήταν κουραστικό και επικίνδυνο, για τους ανθρώπους και τα ζώα.
Ο παππούς έδινε οδηγίες και τα παιδιά του προετοίμαζαν το ταξίδι για τα χειμαδιά. Τα τέσσερα μουλάρια, καλοταϊσμένα, προσεγμένα, θα τα φόρτωναν με τα κλινοσκεπάσματα, τα τρόφιμα, με τ’ απαραίτητα ανάχρια, για το άρμεγμα και το τυροκομειό. Τα τέσσερα μικρά παιδιά, άλλο στην νάκα πάνω στον ώμο της μάνας, άλλο απανωγόμι φορτωμένο στο μουλάρι και άλλο καβάλα πισωκάπουλα θα τα κατάφερναν στο δρόμο.
Μα και ο παππούς ,ήθελε και αυτός το δικό του πρόσεγμα. Καβάλα στο μουλάρι είχε τον πρώτο λόγο , προς τα πού θα πάνε, ποιόν δρόμο θα πάρουν και πού θα ξενυχτίσουν τα βράδια. Ο μπάρμπα Στάθης ,βοηθός και αντικαταστάτης του παππού, τον συμβουλευόταν, πρόσεχε και ρύθμιζε το κάθε τί για το ταξίδι.
Έτσι ξεκίνησαν ένα πρωί, οι τσέλιγκες με τα γκεσέμια μπροστά με τα κυπριά τους . Πίσω τετρακόσια πρόβατα με τα δικά τους κουδούνια να χτυπούν και να σειέται ο τόπος και πιο πίσω οι φαμελιές με τα μουλάρια φορτωμένα. Όλη αυτή η φάλαγγα θα πέρναγε οπωσδήποτε από της Κυράς το Γεφύρι!
_Που λέτε, έτσι μου ήρθαν ένα σούρουπο. Πού να βάλω τόσο κόσμο και τόσα ζώα; Καλά, τα πρόβατα θα τράβαγαν το δρόμο τους για την Περαμεριά, που ήταν μαντρωμένη σαν κάστρο μια λάκκα, απάγκιο μέρος, με πρίνια τουφωτά, να ξενυχτίσουν.
Οι άνθρωποι όμως έπρεπε να μείνουν εδώ στο χάνι. Κείνο τ’ απόγιομα έριχνε δρολάπια και προς το βράδυ το γύρισε σε χιονιά. Ο αέρας δεν τους άφηνε να ξεμυτίσουν πουθενά. Πήγαν να βουλώσουν οι άνθρωποι και τα μικρά έκλαιγαν. Όπως όπως τους τακτοποίησα στο χάνι και πέρασαν εύκολα τη βραδιά. Δε λέω, όλες τις φορές πλήρωναν καλά και άφηναν ζυγούρια για τα έξοδά τους στο χάνι.
Εκείνη τη φορά αρρώστησε η μια νύφη τους και έμεινε δέκα ημέρες μαζί μας. Οι άλλοι φύγανε την άλλη μέρα και την άφησαν στα χέρια της γυναίκας μου, μέχρι που έγινε καλά. Τότε τους ειδοποίησα και ήρθαν και Και ο Δημητράκης συνέχιζε όλο τον χρόνο, της ιστορίες του, σε άλλη και σε άλλη παρέαΠου λέτε, στο χάνι πέρναγαν άνθρωποι από κάθε καρυδιάς καρύδι. Κάποτε ήρθαν δυο πραματευτάδες και πήγαιναν για δουλειά στα διπλανό χωριό. Μαζί τους είχαν μέσα σε δυο κοφίνες δέκα κότες. Σαν τις ξεφόρτωσαν πάνω από το ζώο, τις τάϊσαν και δυο από δαύτες άρχισαν να κορκολογιούνται. Θα γένναγαν τ’ αυγά τους.
Τις άφησαν για φύλαγμα. Έδωκαν οδηγίες, το βράδυ που θα γύριζαν, να τους έχω ετοιμάσει φαγητό να φάνε και να κοιμηθούν στο χάνι. Την άλλη μέρα πρωί θα έπαιρναν τις κότες και θα έφευγαν. Η μια κότα που λέτε, ήταν στρουμπουλή – στρουμπουλή και πετάχτηκε έξω από την κοφίνα. Είχα καιρό να φάω κρέας. Μια της έχω με την μαγκούρα στο κεφάλι, κάτω η κότα. Έγινε βραστή στην τετζιέρα και ήταν μούρλια, έγλυφες τα δάχτυλά σου. Ήπια και ζουμί, φίλεψα και έναν γείτονα γέρο, που ήταν άρρωστος και μέχρι το βράδυ την κότα την τελείωσα.
__Δεν λείπει καμία, όλες εφτού είναι.
__Όχι, λείπει!
_Όχι δεν λείπει, μαλώσαμε κι ας είχαν δίκιο .
__Ε! Τότε πέστε σε δέκα ανθρώπους να έρθουν να πιάσει ο κάθε ένας από μια κότα και, αν λείπει θα φανεί, τους πρότεινα. Έτσι και έγινε. Φωνάξανε δέκα ανθρώπους και όλοι έπιασαν από μια κότα. Ο ένας όμως που δεν είχε κότα να πιάσει είπε:
Έτσι έληξε η ιστορία με την κότα, την πλήρωσα και ησύχασα. Ευτυχώς δεν μου ζήτησαν να πληρώσω και τ’ αυγά. Κατάληξε ο Δημητράκης με ένα πλατύ χαμόγελο.
Και ο Δημητράκης συνέχιζε τις ιστορίες του.
_Που λέτε, ένα βράδυ πέρασαν από το χάνι τρείς νοματαίοι με τα ζώα φορτωμένα σιτάρι. Πάχνισα τα ζώα και κείνοι πήγαν και κάθισαν κοντά στο αναμμένο τζάκι. Ο ένας έγειρε, έτρεμε, είχε σπασμούς και όσο και αν προσπαθούσαν οι άλλοι να τον συνεφέρουν δεν τα κατάφερναν.
__Σημείο οργής του Θεού! τους είπα.
Εκείνοι με κοίταξαν θορυβημένοι.
__Και τί μπορούμε να κάνουμε, Δημητράκη. Με ρώτησε ο ένας της παρέας.
__Αφήστε το επάνω μου, τους απάντησα.
Ο άνθρωπος ζαλισμένος με σβησμένα μάτια, με κοίταζε και ζητούσε την βοήθειά μου. Είχα ιδεί τα σακιά με το σιτάρι, που ξεφόρτωσαν στην μικρή αποθήκη.
__Θα χρειαστώ πέντε οκάδες σιτάρι από ξένον τόπο, τους είπα, να το βάλουμε σε μια σκάφη.
Έτρεξε ο ένας, έφερε το σακί και εγώ τη σκάφη και ένα μπουκάλι μέχρι την μέση με νερό. Στη σκάφη βάλαμε το σιτάρι , το σταύρωσα τρεις φορές, είπα δυο μασημένες κουβέντες και έχυσα μέσα λίγο νερό. Έδωσα το μπουκάλι και ήπιε λίγο ο άρρωστος . Έφερα το κεφάλι του πάνω από την σκάφη και του έριξα τρείς χούφτες σιτάρι λέγοντας:
«Να φύγει το κακό, όπως κυλάει το σιτάρι.» Τους υποχρέωσα να το ειπούνε και αυτοί τρείς φορές. Ήσαν μαζεμένοι γύρω μου και κοίταζαν με απορία ο ένας τον άλλον καθώς και μένα και τον άρρωστο.
_Τί του βρίσκεις Δημητράκη; με ρώτησαν.
__ Μη βιάζεστε, δεν βλέπετε πώς είναι; Αλλά όλα καλά θα πάνε. Αφήστε τον τώρα ήρεμο, τους είπα.
Τον σταύρωσα ακόμη τρείς φορές και κάθισα σε ένα σκαμνί ,αφού είχα τελειώσει την δουλειά μου.
__ Αν είναι αυτό που υπολογίζω, οι σπασμοί θα φύγουν μέσα από το σιτάρι, τους βεβαίωσα.
Και το θαύμα έγινε. Ο άρρωστος άρχισε να ηρεμεί σε λίγο, το κορμί του δεν έτρεμε, άνοιξε τα μάτια του και με κοίταγε παραξενεμένος. Με ευχαρίστησαν, που λέτε, οι άνθρωποι , μα κι εγώ τους ευχαρίστησα που μου άφησαν αρκετό σιτάρι στη σκάφη, όπως υπολόγιζα.
__ Σύρε να ιδείς ποιος είναι και τράβα το μάνταλο.
Ακούσαμε πάλη την φωνή.
__Ελάτε, ανοίχτε, κοντεύω να ξεπαγιάσω.
Η γυναίκα μου που άκουσε και κείνη τη φωνή του ξένου, σηκώθηκε, έριξε πάνω της μια μπαλαρίνα και κίνησε να πάει στην πόρτα.
__Δημητράκη, εσύ πρέπει να πας, μην είναι κανένας ληστής.
Γνώρισα τη φωνή του η χατζίνα, που τον περίμενε πιο γρήγορα να έρθει. Μα και ο Χατζής τον γνώρισε.
__Ο γυρολόγος είναι, της είπα, κι έριξα τα βαριά σκεπάσματα πάνω μου και γύρισα στο δεξί πλευρό, ήσυχος ότι δεν κινδύνευα.
Κι ενώ ο Δημητράκης κοιμόταν μακάρια, η γυναίκα του νοστιμούλα και πονηρούλα, τράβηξε τις σιδερένιες αμπάρες πίσω από την δίφυλλη πόρτα και άνοιξε.
Από τον αέρα έσβησε η λάμπα, που κρατούσε στο χέρι και μέσα στο σκοτάδι, του είπε.
__Πέρασε μέσα και περίμενε ν’ ανάψω το φως. Ποιος είσαι του λόγου σου;
__ Δεν με γνωρίζεις; της είπε, ο γυρολόγος.
__Α! Εσύ είσαι του λόγου σου; Τώρα κατάλαβα! Πήγες πρώτα στο άλλο χάνι, σε δαύτην! Φοβήθηκες να μην σε βρει ο… άλλος και γι αυτό έφυγες και ήρθες εδώ!
__Καθυστέρησα στο δρόμο, της είπε.
__Μαζί θα το βάλουμε, του είπε εκείνη. Πολύ σε πιθύμησα και τον τράβηξε κοντά της!...
Άργησε να γυρίσει κοντά στον άντρα της. Στο τέλος άφησε το κρεβάτι να κοιμηθεί μόνος ο γυρολόγος, του πέταξε μια αλλαξιά ρούχα και από την πίσω πόρτα έφυγε βιαστική που την «περίμενε» κοιμισμένος ο Δημητράκης!
Τους κακοποιούς και τους ληστές τους έκρυβα, όταν είχαν ανάγκη. Τους έδινα ψωμί και πληροφορίες και με προστάτευαν. Αλλιώς δεν στεκόμουν, ούτε εγώ, ούτε εκείνοι.
Ο τόπος εδώ έχει μεγάλη ιστορία, που λέτε, με της Κυράς το Γεφύρι, τους μύλους, και τα χάνια.
Τρείς επιδρομές έκανε ο Ιμπραήμ στην Γορτυνία και τρείς φορές πέρασαν τα στρατεύματά του από δω.
__Αλήθεια το λες Δημητράκη; Πέρασε ο Ιμπραήμ από δω;
__Το είχα ακούσει από τον παππού μου και από άλλους γέρους.
__Για πες μας Δημητράκη, την ιστορία του, πότε πέρασε;
__Την πρώτη βολά πέρασε, στις τρείς (3) Ιουλίου 1825. Τριάντα πέντε χρόνια μετά γεννήθηκα εγώ (1860). Όταν έφτασε από την Τρίπολη στην Αλωνίσταινα και τον ανήφορο στα τρίκορφα με το στρατό και το ιππικό του, κατανίκησε εκεί τους Έλληνες. Έφτασε μετά στα Μαγούλιανα. Ένα τμήμα του στρατού του ήρθε στο Βαλτεσινίκο, Κερπινή, Γλανιτσιά και έπιασε της Κυράς το Γεφύρι. Κόντεψαν τότε να πιάσουν αιχμάλωτον με τα παλικάρια του τον Ζαΐμη. Ευτυχώς είχε στο τσάκ προλάβει και πέρασε απέναντι από το γεφύρι.
Το άλλο τμήμα του στρατού του Ιμπραήμ τράβηξε για τα Λαγκάδια και το Σπάθαρι. Καταστροφή μεγάλη τότε. Άκουσα για μια Τρισεύγενη από την Δημητσάνα, γυναίκα κάποιου Δεληβορριά, που έριξε τα δυο παιδιά της στον Λάδωνα και έπεσε και αυτή μέσα και πνίγηκε για να αποφύγει την αιχμαλωσία. Γι αυτό τούτος ο τόπος έχει μεγάλη ιστορία.
__Όλα ο παππούς σου τα έλεγε Δημητράκη;
__Τα έγγραψε και ο Φωτάκος ο Μαγουλιανίτης, που ήταν υπασπιστής του Κολοκοτρώνη. Έγραψε σχετική ιστορία και ο Κανδηλώρος και πολλοί άλλοι ιστορικοί και γραμματιζούμενοι.
__Συνέχισε την ιστορία Δημητράκη, είναι ενδιαφέρουσα για τον τόπο μας, που τόσα συνέβησαν με τους Τούρκους.
__Θα ξεφύγω όμως από τις ιστορίες για τα χάνια που ήθελα απόψε να κουβεντιάσουμε.
__Μα, όλα αυτά που θυμάσαι, εδώ κοντά στα χάνια και το γεφύρι γινόσαντε.
__Που λέτε, η δεύτερη επιδρομή, έγινε στο τέλος Αύγουστου του 1825. Πάλι από τη Τρίπολη ξεκίνησε με τον στρατό του. Ήρθε στις εύφορες κοιλάδες του Λεβιδιού, του Δάρα, στον Φιλέϊκο κάμπο και στην κοιλάδα του Λάδωνα. Ήθελε να μαζέψει αραποσίτια και τροφές για τα ζώα και τα πήγαινε στην Τρίπολη.
Ένα μέρος του στρατού του, το έστειλε στη Βυτίνα. Στη Λάστα πήγε με 300 άντρες ο ανηψιός του, το Μπεόπουλο, και καθότανε κάτω από καρυδιές αμέριμνος και έτρωγε καρύδια. Όρμισαν οι Έλληνες τον πιάσανε αιχμάλωτο και τον κρατούσε ένας Βαλτεσινιώτης, ο Μπούμπουλης. Θέλανε να τον ανταλλάξουν με Έλληνες αιχμαλώτους. Αλλά ένας Γιαννακόπουλος από το Αγριδάκι, με μπαμπεσιά μάλλον, τον σκότωσε.
Ο Ιμπραήμ τότε έγινε «πυρ και μανία» και ήθελε να γυρίσει τον τόπο και την Γορτυνία όλη ανάποδα.
Τότε πέρασε από τη Βυτίνα και ήρθε στο Βαλτεσινίκο. Προσπάθησε να κυριεύσει το μοναστήρι του Αγιονικόλα , που ήταν χτισμένο μέσα στα βράχια. Οι Βαλτεσινιώτες άντεξαν και οι εχθροί δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα. Μέσα στο μοναστήρι, λέγανε, είχε πάνω από χίλιες ψυχές.
Τότε ήταν που επήγε με τα στρατεύματά του στη θέση Κουτούνι, στο δασωμένο βουνό, πάνω από την Τσιάρνη. Εκεί είναι πολλές σπηλιές και αιχμαλώτισε πεντακόσια γυναικόπαιδα!
Αν κοιτάξετε από της Κυράς το Γεφύρι, φαίνεται το βουνό και τα βράχια, μέσα στα οποία είναι οι σπηλιές.
Μετά, που λέτε, έφυγε με τους αιχμαλώτους και τις χιλιάδες γιδοπρόβατα που άρπαξε και στρατοπέδευσε στου Γκιούσι, που είναι κοντά στο χωριό Δάρα. Εκεί υπάρχει κεφαλόβρυσο με πολλά νερά, που χύνονται στο Λάδωνα και μεγάλους βάλτους που βόσκουν άλογα .
__Τι λες Δημητράκη! Έγινε τέτοια ζημιά στον τόπο!
__Τώρα θα τα ειπώ ακριβώς όπως τα έγγραψε ο Φωτάκος, που πήγαινε κοντά στον Κολοκοτρώνη σε όλες τις μάχες, ήταν Υπασπιστής του και τα ξέρει όλα από πρώτο χέρι. Δεν θα σας ειπώ όλη την ιστορία, όπως την ξέρω, γιατί πρέπει να τελειώσω γρήγορα, να πάμε να κοιμηθούμε. Αν κάνω λάθη, να ξέρετε, δεν είμαι ιστορικός, εγώ κουβεντιάζω όσα θυμούμαι, για να πάρετε μια μυρουδιά. Ακούτε τί έλεγε ο Φωτάκος για τον Ιμπραήμ Πασά, που πέρασε από της Κυράς το Γεφύρι, τα χάνια και τον κάμπο κατά τη δεύτερη επιδρομή του, που έχει σημασία για τον τόπο μας:
Και διάβασε με δυσκολία από ένα κιτρινιασμένο βοβλιαράκι:
Τριάντα ημέρας περίπου οι Τούρκοι ευρίσκοντο εις αυτούς τους ποταμούς, θερίζοντες αραποσίτια και τρέφοντες τα άλογά των, χωρίς ,ως είπομεν, να τους πλησιάσουν οι Έλληνες…..»
__Αυτά σας τα διάβασα αυτολεξεί, για να μην λέτε ότι τα βγάζω από μόνος μου. Τότε ήτανε που τα στρατεύματα του Ιμπραήμ λεηλάτησαν τα χωριά μας. Τότε κύκλωσαν την σπηλιά του Αγιοταξιάρχη που βρίσκεται στο Ρέμα του Ρεντεζέλα, να την κυριεύσουν. Μα οι αδούλωτοι Κερπινιώτες, Γλανιτσιώτες, Γλογοβίτες και πολεμιστάδες από τα άλλα χωριά του Δήμου Κλείτορος, δώκανε μεγάλη μάχη.
Και ο Δημητράκης συνέχιζε τις ιστορίες του:
Που λέτε, ο Ιμπραήμ δεν μπόρεσε να καταστρέψει τότε ολότελα την Γορτυνία. Έφυγε και πήγε στο Μεσολόγγι. Αφού το κατέστρεψε και δεν άφησε ζωντανό άνθρωπο εκεί, ξανά γύρισε στα μέρη μας.
Ήταν Σεπτέμβρης του 1826. Τότε ήταν που τον προσκύνησαν πολλοί και ο Κολοκοτρώνης έβαλε «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».
Ένα μέρος από τον στρατό του πέρασε από τα χωριά μας. Οι δικοί μας τον πολέμησαν με χέρια και με πόδια και τον κυνήγησαν από τα μέρη μας να μην καταστραφεί ολότελα ο τόπος.
Αυτή ήταν η Τρίτη επιδρομή του Ιμπραήμ στην Γορτυνία, που σκότωσε πολλούς πατριώτες, τους ξεσπίτωσε και ανάγκασε τον κόσμο να κοιμάται σε σπηλιές. Έκαψε χωριά και δάση.
__Το μύλο τον άφησε αχάλαγο ο Μπραήμης, Δημητράκη;
Το μύλο τότε τον είχε ο Συμεών ο Περδικάρης. Αυτός το 1824 έκανε αναφορά στο Υπουργείο της θρησκείας να βρεθούν οι φθονεροί άνθρωποι που τον χαλάσανε για εκδίκηση! Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Φαίνεται ότι ο Ιμπραήμ τον χρειαζότανε γιατί θα τον εξυπηρετούσε και δεν τον χάλασε. Τα σπίτια μας πάντως και τα χάνια πάθανε μεγάλες ζημιές.
__Δημητράκη, δεν μας λες καμία ιστορία για το χάνι;
_Εκεί δίπλα στο χάνι, στα μεγάλα πλατάνια, κοντά στο γλυκό τραγούδι του Λάδωνα, από κάτω στις λαδόχρωμες ιτιές υπήρχαν ξύλινοι πάγκοι. Μπόλικοι κορμοί δέντρων είχαν μετατραπεί σε τραπεζάκια . Εδώ καταλάβαινες, ιδίως το καλοκαίρι,πόσο μεγάλη αξία έχει μια απλή παρέα του περαστικού, μα και του ντόπιου. Άμα πεινάς, νοιώθεις τη μεγάλη αξία που έχει και το μαύρο ακόμα ψωμί και η σκληρή μπομπότα και άμα ζεσταίνεσαι πολύ και σε ξεροψήνει ο ήλιος, νοιώθεις πόσο όμορφα είναι κάτω από τις ιτιές και τον πλάτανο. Με ένα λουκούμι, με ένα τσίπουρο και με ένα κανάτι νερό γαληνεύεις. Μ’ αυτή την απλότητα χορταίνεις και αισθάνεσαι ξεκούραστος κι ευτυχισμένος.
Ευτυχισμένος ένοιωθε κι ο Δημητράκης μας, που ήθελε και ήτανε Χατζής, να κάθεται ολημερίς στη στράτα και να νταραβερίζεται με τον κόσμο που περνοδιαβαίνει.
Να τα μαθαίνει πρώτος αυτός της χώρας τα μαντάτα.
Που λέτε, από δω πέρασαν μπουλούκια Λαγκαδινών μαστόρων: βαρελάδες, τεχνίτες, σιδεράδες, δικαστικοί, στρατιωτικοί, γανωματήδες. Εγώ, που βλέπετε, έγινα μαμή και παρά λίγο η μάνα να μ’ αφήσει το παιδί αμανάτι!
__Πώς έγινε αυτό Δημητράκη;
_ Δεν το κρατείς δυο μέρες; μου είπε. Ένα κερί θα βάλω στο Μοναστήρι για την καλή γέννα που είχα. Σε δυο μέρες θα γυρίσω να το πάρω.
__Κάτι κατάλαβα, αρνήθηκα και γλύτωσα. Μετά έμαθα πως η…μάνα δεν ήταν παντρεμένη.
Και τον παπά μια φορά έκανα, μακριά από μας. Και τι δεν έκανα!
__Πιά Δημητράκη, πάντα είχες πελάτες στο χάνι;
__Αραίωναν οι πελάτες το χειμώνα, ήταν και άδειο πολλές βολές. Αλλά άμα θέλει η Χατζίνα δεν αδειάζει το χάνι.
__Να μας ζήσεις Δημητράκη, με τις ιστορίες σου.
_Που λέτε, θα σας πω τι έπαθα μια φορά να γελάστε, αλλά και να προσέχετε μην την πάθετε σαν αγράμματοι.
Που λέτε, ήταν καλοκαίρι με πολύ ζέστη. Τρία μουλάρια φορτωμένα με σιτάρι πέρασαν για το μύλο. Είχε πλάκωση. Την άλλη μέρα θα άλεθε το σιτάρι και αν προλάβαινε. Ήρθαν στο χάνι ο άντρας με τη γυναίκα του να κοιμηθούν. Κουρασμένη η γυναίκα έπεσε στο κρεβάτι και ο άντρας βγήκε για λίγο, να πάει στο καλύβι γείτονα, που ήταν φίλος του. Ένας ταξιδιώτης μου ζήτησε χώρο να κοιμηθεί και του έδειξα το διπλανό δωμάτιο. Εκείνος μπήκε εκεί που κοιμόταν η γυναίκα. Ξάπλωσε στα άσπρα σεντόνια και, με το σκοτάδι που ήταν, αντικατέστησε τον άντρα της.
Σε λίγο όλο το χάνι είχε αναστατωθεί, από τις φωνές της γυναίκας, που ζητούσε βοήθεια. Τρέξαμε όλοι, μα ο ταξιδιώτης είχε γίνει μπουχός. Μας είπε η γυναίκα, τί έγινε.
Ο άνδρας της γυρίζοντας άκουσε τα σχόλια και πλησιάζοντας την ρώτησε:
_Είναι αλήθεια γυναίκα; Έγιναν αυτά που λένε;
__Αλήθεια είναι, άντρα μου.
__Και πώς κατάλαβες ότι δεν ήμουν εγώ;
__Μ…. Ήταν μεγάλο το… δικό του, άντρα μου.
Όλοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Να ζήσεις Δημητράκη με τα αστεία σου, του φώναζαν.
Δημητράκης, που λέτε, είχε ολόκληρο βιβλίο με πικάντικες ιστορίες, γραμμένες στο μυαλό του, που τελειωμό δεν είχαν. Όσο για τα χάνια, τους μύλους, τα σπίτια, το Γεφύρι της Κυράς είναι λησμονημένα, σιωπηλά, γεμάτα μυστήριο και εξωτικά πνεύματα εκεί που είναι, πνιγμένα στα καταπράσινα νερά της λίμνης του Λάδωνα. Τώρα πια ούτε μυλωνάς υπάρχει, ούτε χατζής, μα ούτε καν γεφυριώτης, να μας πει μια ιστορία. Η λίμνη, η εγκατάλειψη του τόπου, ο χρόνος, η πρόοδος, τα μεταφορικά μέσα, μας πήραν στο λαιμό τους!
Ανάμεσα στους παλιούς
οικισμούς Μητριά και Μπουλιμέτη, σε μια στενή κοιλάδα, ορθώνεται το πεντάτοξο γεφύρι του ποταμού Λάδωνα, της
Κυράς το Γεφύρι, όπως λέγεται. Σήμερα είναι σκεπασμένο κάτω από τα νερά της τεχνικής
λίμνης του Λάδωνα και μόνο, όταν «κατεβαίνει» η λίμνη, μπορούμε
να το ιδούμε.
Τις δυο καμάρες, ο μύθος και η παράδοση λέγει, ότι τις έφτιαξε προς το τέλος του 13ου αιώνα, η Κυρά της Άκοβας , η Μονοβύζα. Τις υπόλοιπες τρεις καμάρες τις έφτιαξαν, στις αρχές του εικοστού (20ου) αιώνα, Λαγκαδινοί μαστόροι.
Κάτω από τις
καλοπελεκημένες πέτρινες καμάρες , περνούσαν τα αφρισμένα νερά του Λάδωνα. Στο
βάθος, σαν βεντάλια, απλωνόταν ο κάμπος
της Ρουπακίνας με λογής λογής φυτά και
δεξιά κι αριστερά της ορθώνονται καταπράσινες βουνοπλαγιές. Πάνω απ’ αυτό το
καλοχτισμένο , πολύτιμο γεφύρι, γινόταν το σταθερό και σίγουρο πέρασμα των
ανθρώπων από την μια πλευρά στην άλλη.
Σε ειρήνη και πολέμους το γεφύρι αυτό ήταν ο μοναδικός συγκοινωνιακός
κόμβος της περιοχής για αιώνες!Τις δυο καμάρες, ο μύθος και η παράδοση λέγει, ότι τις έφτιαξε προς το τέλος του 13ου αιώνα, η Κυρά της Άκοβας , η Μονοβύζα. Τις υπόλοιπες τρεις καμάρες τις έφτιαξαν, στις αρχές του εικοστού (20ου) αιώνα, Λαγκαδινοί μαστόροι.
Γύρω από το γεφύρι, χτίστηκε με τον καιρό οικισμός και άλλοι σκόρπιοι οικίσκοι για την μόνιμη διαμονή των καλλιεργητών της γης και των τσοπαναραίων, μα και για την προσωρινή διαμονή ταξιδιωτών, εμπόρων , περαστικών. Ήσαν τα ονομαστά χάνια στης Κυράς το Γεφύρι !Κοντά εκεί στα χάνια δεξιά και αριστερά του ποταμού και σε μικρή απόσταση υπήρχαν δύο νερόμυλοι. Ο μύλος του Σφυρή και ο μύλος του Συμεού, που αποτελούσαν και αυτοί μέρος του κόσμου του γεφυριού.
Μιας και το θέμα μας είναι για τα χάνια, μην ξεστρατίζω με της Κυράς το Γεφύρι, με το οποίο θα ασχοληθώ αργότερα.
Καιρός είναι να μιλήσουμε για τα χάνια, που ήσαν φτωχά σαν τους ανθρώπους του, αλλά γεμάτα ιστορίες, θρύλους και περιπέτειες.
Γνωστά χάνια εκεί ήσαν του Παπαντώνη, του Αναγνώστη και του Δημητράκη Ροζή ή Ματαρατσά. Βλέπομε έτσι τρία χάνια στην ίδια γειτονιά πράγμα πολύ σπάνιο και περίεργο!
Το Χειμώνα γύρω από το αναμμένο τζάκι μαζεύονταν δικοί και ξένοι να πυρωθούν, να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα τους , να συζητήσουν για τα πολιτικά και για ότι άλλο ήθελαν και τους απασχολούσε. ΟΙ ζωηρές φλόγες τα βράδια φώτιζαν τις ανθρώπινες φιγούρες με την τραχιά έκφραση, που είχε το πρόσωπό τους, τα σκούρα μάτια τους και την βαριά φωνή τους, που συζητούσαν ώρες πολλές για ιστορίες και ανέκδοτα.
Οι παλιότεροι κάτι θυμούνται γι αυτά τα χάνια. Οι νεότεροι περνούμε σήμερα δίπλα από τα χαλάσματα, -όσα απέμειναν- και δεν ξέρουμε, παρά ελάχιστα γι αυτά. Πάντως, από τη δημιουργία τους, -άγνωστο πότε-, τα χάνια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, που ταξίδευαν σ΄αυτή την περιοχή. Ο ταξιδιώτης, ο έμπορος, ο πεζοπόρος , ο καβαλάρης, ο τσαμπάσης, ο φαρνατζής, ο κυνηγός, και άλλοι επαγγελματίες, ξεπέζευαν εκεί. Μα και κείνος που πήγαινε στο μύλο ν’ αλέσει και αργούσε, ώσπου να έρθει η σειρά του, και ο οδοιπόρος, που τον έπαιρνε η νύχτα εκεί κοντά, και εκείνος που τον έπιανε η βροχή στο δρόμο, όλοι εκεί εύρισκαν καταφύγιο, απάγκιο. Στάθμευαν να αναπαυθούν, να ξεκουραστούν, να φάνε, να πιούνε και να κοιμηθούνε οι ίδιοι και τα ζώα τους.
Ήσαν λοιπόν τα χάνια ένας σταθμός για ανάπαυση, φαγητό και ύπνο για όλες τις εποχές.
Ο περιβάλλων χώρος ήταν σκιερό και δροσερό μέρος με πλατάνια, καρυδιές, συκιές ιτιές και άλλα ποικίλα δένδρα. Στη βάση του κορμού τους, κάτω από τους πυκνούς ίσκιους απόθεταν οι διαβάτες τις πραμάτειες και έδεναν τα ζώα τους, για να ξεκουραστούν. Ήταν μια ευχάριστη στάση. Κάποιες φορές τα καλοκαίρια οι ταξιδιώτες περνούσαν όλη τη νύχτα εκεί, κλέβοντας και λίγο ύπνο στο ύπαιθρο, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες.
Αυτοί που είχαν τα χάνια, ήσαν άνθρωποι τολμηροί, ριψοκίνδυνοι, χωρατατζήδες, δυναμικοί και αποφασιστικοί για να αποφεύγουν τις κακοτοπιές και να αντιμετωπίζουν τις δυσάρεστες στιγμές.
Συνήθως στα χάνια, στο ισόγειο μέρος του ήταν το μαγαζί με τα χρειαζούμενα εφόδια των πελατών, το κρασί, το ρακί, τον καφέ, το τσάΪ κλπ. Εκεί μαγείρευαν και σέρβιραν, ο χατζής ή η χατζίνα, τον χειμώνα τον πατροπαράδοτο τραχανά, τις τριφτιάδες, τις χυλοπίτες, ζεστές και αχνιστές, να ζεσταθούν οι πελάτες από το κρύο. Αλλά μαγείρευαν και φασολάδα και βραστό κρέας και ότι άλλο ήθελε ο πελάτης.
Έξω από το χάνι, σε μια γωνιά, ήταν ο φούρνος όπου η χατζίνα ζύμωνε και έψηνε τα ψωμιά. Εκεί πριν από το ψωμί έβγαζε την ολόφρεσκη, ζεστή κουλούρα, μοίραζε σ’ όλους πρόσχαρη, την έτρωγαν με τυρί και ευχαριστιόνταν και ο τόπος μοσκοβόλαγε .
Η Χατζίνα πρωτοστατούσε πρόθυμα σ’ όλες τις δουλειές. Ήξερε ότι έπρεπε να είναι χαρούμενη, καλόκαρδη και περιποιητική. Επίσης το χιούμορ , τα ξεκαρδιστικά ανέκδοτα και οι ιστορίες του άντρα της έκαναν την ζωή των πελατών ευχάριστη, διασκεδαστική.
Τα βράδια γνωστοί και άγνωστοι ταξιδιώτες, αγωγιάτες και περαστικοί μαζεύονταν, έτρωγαν, έπιναν , έλεγαν ιστορίες, τραγουδούσαν και γλεντούσαν. Ο κάθε ένας έλεγε τα δικά του νέα, από τους τόπους που ερχόταν, και διαφήμιζε τις ομορφιές τους. Έτσι το χάνι γινόταν συχνά ένα μικρό πανηγύρι κι ένα κέντρο μεταφοράς ειδήσεων.
Στα χάνια, στης Κυράς το Γεφύρι, μαζεύονταν καθημερινά από τους γύρω οικισμούς, Μπουλιμέτη , Κοκκαλιάρα και τα διάσπαρτα καλύβια οι άνθρωποι, να μάθουν νέα, να δώσουν παραγγελίες, να ιδωθούν μεταξύ τους, να καλαμπουρίσουν, και να συμφωνήσουν στα νιτερέσα τους .
Ανάμεσα στα χάνια ξεχώριζε εκείνο του Ματαρατσά. Ήταν πιο μεγάλο με περισσότερες ανέσεις και ευχάριστη ατμόσφαιρα.
Ήταν ένας χώρος γεμάτος δράση, κεφιού και χαράς με τον σπιρτόζο ιδιοκτήτη Δημητράκη Ροζή ή Ματαρατσά, γνωστός για τα χωρατά και τα ευφυολογήματά του. Δεν είναι ότι γνώριζε πολυάριθμες ιστορίες και τις διηγούταν με χάρη, είναι ότι ήταν ολόκληρο ληξιαρχείο και ήξερε τους πελάτες με τα μικρά τους ονόματα, τα χωριά τους, τους συγγενείς τους, τα χούγια τους. Σε κάθε έναν είχε να ειπεί κάτι για κοινούς φίλους και συγγενείς. Έτσι κέρδιζε και τη μεγαλύτερη πελατεία.
Ας απολαύσουμε μερικές πικάντικες ιστορίες που αποδίδονται σ’ αυτόν:
Αργά το βράδυ ήρθε στο χάνι μια παρέα γνωστή που έπινε, ως συνήθως, το κρασάκι της. Ο Ματαρατσάς ρώτησε έναν της παρέας:
__Τι όνειρο είδες χθες βράδυ, πατριωτάκι; Για πες μου.
__Δυο άλογα που τρέχανε στον κάμπο και δεν κρατιόνταν. Είπε εκείνος. Γιατί με ρωτάς;
__Να ησυχάσω, που δεν είδες βαγένια με κρασί, γιατί κρασί δεν έχω!
__ Μα ήρθαμε να ξεσκάσουμε. Αν μας κόψεις και το κρασί, πάμε περίπατο, του απάντησαν.
Το προηγούμενο βράδυ, ξεφάντωσαν και γλέντησαν, σαν συμφώνησαν στον αρραβώνα δύο νέων και το ‘πιαν το κρασί. Ο κακομοίρης ο Δημητράκης δυο πύρους είχε ανοίξει από το βαγένι . Γλέντησαν με τους συμπεθεροκόπους ,με στρατολάτες, ταξιδιώτες και με όλους, όσοι βρίσκονταν στο χάνι. Ο κάτω πύρος είχε απομείνει με λίγο κρασί. Ήταν όμως παραγγελία και δεν περίσσευε κρασί να τους δώσει. Περίμενε κλέφτες και φυγόδικους, να τους φιλοξενήσει. Μια μέρα μπροστά είχε πάρει το μήνυμα: Μια γίδα είχε σφαγμένη. Θα την ετοίμαζε, να φάνε, να πιούνε το κρασί που έμεινε, για να φύγουν χωρίς φασαρίες. Ο Ματαρατσάς δεν έπαιζε μαζί τους . Φοβόταν το κεφάλι του!
Η παρέα, σαν είδε την αυλή πιτσιλισμένη με αίματα και την γίδα κρεμασμένη στο τσιγκέλι , του ζητούσε να την μαγειρέψει βραστή για να πιούν και μια στάλα κρασί.
__Τι λέτε, τους είπε! Αυτοί μετά, εμένα θα φάνε.
Απόψε να πιείτε ρακί μέχρι αύριο, που θα φέρω κρασί φρέσκο. Κι αμέσως έβαλε μπρος τις μεγάλες μαλαγανιές του και έλεγε ιστορίες.
__Που λέτε,
Κόντευε να ‘ρθει η άνοιξη.
Ήταν σούρουπο. Γυρνώντας στο περιβόλι να μαζέψω λίγα ξύλα για το τζάκι, είδα
κάτι πόδια απλωμένα, στα χαμηλά κλωνάρια της ιτιάς, κοντά στο ποτάμι. Μου
φάνηκε πως κοιμούνταν άνθρωποι. Ζύγωσα κοντά και ήταν μια γυναίκα με δυο
παιδιά, μαζεμένα πάνω σε ένα παλιό στρώμα. Δίπλα λίγα κάρβουνα, ακόμη έκαιγαν, γιατί έβγαινε καπνός. Η γυναίκα έστριψε το
κεφάλι της, με κοίταξε, μου χαμογέλασε και με ρώτησε:
__Εσύ δεν είσαι ο Χατζής; Σε γνωρίζω.Είδα τα μακριά φουστάνια της, το κίτρινο μαντήλι στο κεφάλι της, τα ξυπόλυτα πόδια της , άκουσα την χοντρή ιδιόμορφη προφορά της . Κατάλαβα ότι αυτή είναι γύφτισα .
__Κι εγώ σε γνωρίζω. Απάντησα.
__Μιας και με γνωρίζεις, δεν χωράμε να κοιμηθούμε και μεις εκεί μέσα. Το κρύο δεν αντέχεται, θα μου αρρωστήσουν τα παιδιά. Δεν έχω άντρα, τα δυο παιδιά έχω και γύρισε τα μάτια της κοντά τους.
__Πού να σε βάλω; Απάντησα.
Μα πάλι δεν μου πήγαινε να την αφήσω στον παγωμένο αέρα της ανοιξιάτικης νύχτας.
Στο μεγάλο δωμάτιο, στρωματσάδα θα κοιμόταν ένας Μαγουλιανίτης. Είχε έρθει με δυο μουλάρια φορτωμένα. Θα πήγαινε στο Σοπωτό σανίδια, που είχε παραγγελιά. Είχε άπλα ο χώρος.
Και γιατί να μην βάλω τα παιδιά με αυτή την θαυμάσια γυναίκα σε μια άκρη;» σκέφτηκα. Άλλωστε το είχα κάνει συμφωνία μαζί του: Αν έρθουν ταξιδιώτες και δεν χωρούν αλλού, θα μείνουν εκεί μαζί του. Η γυναίκα με τα παιδιά ήρθε, έπιασε την άκρη της και ο άλλος την δική του.
Μα… ύπνος δεν κόλλαγε ούτε σε κείνον, ούτε σ’ αυτήν.
__Έλα κοντά μου, του είπε εκείνη, όταν τα παιδιά κοιμήθηκαν. Έχει χώρο να κάνουμε παρέα. Κι εκείνος άλλο που δεν ήθελε.
__Θα χωρέσω αυτού κοντά;
__Εδώ κοντά έχει μέρος. Έλα!.
Εκείνος τραβήχτηκε κοντά της και πέρασαν αγκαλιασμένοι την κρύα νύχτα.
Και ο Δημητράκης συνέχιζε τα βράδυα,όταν είχε
παρέες τις ιστορίες του.
__Που λέτε, θα σας πω για
τους τσοπαναραίους, πώς έφταναν στο χάνι μου.Οκτώβρης μήνας, που λέτε. Οι γύρω ψηλές κορφές άσπριζαν κι ο χειμώνας κατέβαινε απειλητικός για τα ζώα και τους ανθρώπους. Ο μπάρμπα Στάθης ο τσέλιγκας, γνωστός μου και φίλος, συμφάμελα , με τον παππού, τ’ αδέρφια, τις νυφάδες, τα παιδιά, πρέπει ν’ αφήσουν τα βουνά και να κατέβουν στα μέρη του Πύργου με τα ζώα, για να ξεχειμωνιάσουν. Αυτό γινόταν με πολλούς τσοπάνηδες της περιοχής.
Δεν ήταν έθιμο, ήταν ανάγκη. Έπρεπε ν’ αποφύγουν το κρύο και τα χιόνια, να μην ψοφήσουν τα ζωντανά. Που λέτε!
Η μετακίνηση του κοπαδιού κράταγε μέρες ολόκληρες. Το ταξίδι ήταν κουραστικό και επικίνδυνο, για τους ανθρώπους και τα ζώα.
Ο παππούς έδινε οδηγίες και τα παιδιά του προετοίμαζαν το ταξίδι για τα χειμαδιά. Τα τέσσερα μουλάρια, καλοταϊσμένα, προσεγμένα, θα τα φόρτωναν με τα κλινοσκεπάσματα, τα τρόφιμα, με τ’ απαραίτητα ανάχρια, για το άρμεγμα και το τυροκομειό. Τα τέσσερα μικρά παιδιά, άλλο στην νάκα πάνω στον ώμο της μάνας, άλλο απανωγόμι φορτωμένο στο μουλάρι και άλλο καβάλα πισωκάπουλα θα τα κατάφερναν στο δρόμο.
Μα και ο παππούς ,ήθελε και αυτός το δικό του πρόσεγμα. Καβάλα στο μουλάρι είχε τον πρώτο λόγο , προς τα πού θα πάνε, ποιόν δρόμο θα πάρουν και πού θα ξενυχτίσουν τα βράδια. Ο μπάρμπα Στάθης ,βοηθός και αντικαταστάτης του παππού, τον συμβουλευόταν, πρόσεχε και ρύθμιζε το κάθε τί για το ταξίδι.
Έτσι ξεκίνησαν ένα πρωί, οι τσέλιγκες με τα γκεσέμια μπροστά με τα κυπριά τους . Πίσω τετρακόσια πρόβατα με τα δικά τους κουδούνια να χτυπούν και να σειέται ο τόπος και πιο πίσω οι φαμελιές με τα μουλάρια φορτωμένα. Όλη αυτή η φάλαγγα θα πέρναγε οπωσδήποτε από της Κυράς το Γεφύρι!
_Που λέτε, έτσι μου ήρθαν ένα σούρουπο. Πού να βάλω τόσο κόσμο και τόσα ζώα; Καλά, τα πρόβατα θα τράβαγαν το δρόμο τους για την Περαμεριά, που ήταν μαντρωμένη σαν κάστρο μια λάκκα, απάγκιο μέρος, με πρίνια τουφωτά, να ξενυχτίσουν.
Οι άνθρωποι όμως έπρεπε να μείνουν εδώ στο χάνι. Κείνο τ’ απόγιομα έριχνε δρολάπια και προς το βράδυ το γύρισε σε χιονιά. Ο αέρας δεν τους άφηνε να ξεμυτίσουν πουθενά. Πήγαν να βουλώσουν οι άνθρωποι και τα μικρά έκλαιγαν. Όπως όπως τους τακτοποίησα στο χάνι και πέρασαν εύκολα τη βραδιά. Δε λέω, όλες τις φορές πλήρωναν καλά και άφηναν ζυγούρια για τα έξοδά τους στο χάνι.
Εκείνη τη φορά αρρώστησε η μια νύφη τους και έμεινε δέκα ημέρες μαζί μας. Οι άλλοι φύγανε την άλλη μέρα και την άφησαν στα χέρια της γυναίκας μου, μέχρι που έγινε καλά. Τότε τους ειδοποίησα και ήρθαν και Και ο Δημητράκης συνέχιζε όλο τον χρόνο, της ιστορίες του, σε άλλη και σε άλλη παρέαΠου λέτε, στο χάνι πέρναγαν άνθρωποι από κάθε καρυδιάς καρύδι. Κάποτε ήρθαν δυο πραματευτάδες και πήγαιναν για δουλειά στα διπλανό χωριό. Μαζί τους είχαν μέσα σε δυο κοφίνες δέκα κότες. Σαν τις ξεφόρτωσαν πάνω από το ζώο, τις τάϊσαν και δυο από δαύτες άρχισαν να κορκολογιούνται. Θα γένναγαν τ’ αυγά τους.
Τις άφησαν για φύλαγμα. Έδωκαν οδηγίες, το βράδυ που θα γύριζαν, να τους έχω ετοιμάσει φαγητό να φάνε και να κοιμηθούν στο χάνι. Την άλλη μέρα πρωί θα έπαιρναν τις κότες και θα έφευγαν. Η μια κότα που λέτε, ήταν στρουμπουλή – στρουμπουλή και πετάχτηκε έξω από την κοφίνα. Είχα καιρό να φάω κρέας. Μια της έχω με την μαγκούρα στο κεφάλι, κάτω η κότα. Έγινε βραστή στην τετζιέρα και ήταν μούρλια, έγλυφες τα δάχτυλά σου. Ήπια και ζουμί, φίλεψα και έναν γείτονα γέρο, που ήταν άρρωστος και μέχρι το βράδυ την κότα την τελείωσα.
Την άλλη μέρα το πρωί που
θα φεύγανε οι πραματευτάδες, ζήτησαν τις κότες.
Τις έφερα με τα πόδια δεμένα μέσα στις κοφίνες, να τις πάρουν. Εκείνοι, που λέτε, τις μέτρησαν
και τις έβγαλαν εννιά.
__Δημητράκη, λείπει μια
κότα, μου είπαν.__Δεν λείπει καμία, όλες εφτού είναι.
__Όχι, λείπει!
_Όχι δεν λείπει, μαλώσαμε κι ας είχαν δίκιο .
__Ε! Τότε πέστε σε δέκα ανθρώπους να έρθουν να πιάσει ο κάθε ένας από μια κότα και, αν λείπει θα φανεί, τους πρότεινα. Έτσι και έγινε. Φωνάξανε δέκα ανθρώπους και όλοι έπιασαν από μια κότα. Ο ένας όμως που δεν είχε κότα να πιάσει είπε:
__Εγώ Δημητράκη, δεν έπιασα κότα. Κι εγώ του απάντησα:
__Τότε που οι άλλοι τις
πιάνανε, εσύ πού ήσουνα; Έτσι έληξε η ιστορία με την κότα, την πλήρωσα και ησύχασα. Ευτυχώς δεν μου ζήτησαν να πληρώσω και τ’ αυγά. Κατάληξε ο Δημητράκης με ένα πλατύ χαμόγελο.
Και ο Δημητράκης συνέχιζε τις ιστορίες του.
_Που λέτε, ένα βράδυ πέρασαν από το χάνι τρείς νοματαίοι με τα ζώα φορτωμένα σιτάρι. Πάχνισα τα ζώα και κείνοι πήγαν και κάθισαν κοντά στο αναμμένο τζάκι. Ο ένας έγειρε, έτρεμε, είχε σπασμούς και όσο και αν προσπαθούσαν οι άλλοι να τον συνεφέρουν δεν τα κατάφερναν.
__Σημείο οργής του Θεού! τους είπα.
Εκείνοι με κοίταξαν θορυβημένοι.
__Και τί μπορούμε να κάνουμε, Δημητράκη. Με ρώτησε ο ένας της παρέας.
__Αφήστε το επάνω μου, τους απάντησα.
Ο άνθρωπος ζαλισμένος με σβησμένα μάτια, με κοίταζε και ζητούσε την βοήθειά μου. Είχα ιδεί τα σακιά με το σιτάρι, που ξεφόρτωσαν στην μικρή αποθήκη.
__Θα χρειαστώ πέντε οκάδες σιτάρι από ξένον τόπο, τους είπα, να το βάλουμε σε μια σκάφη.
Έτρεξε ο ένας, έφερε το σακί και εγώ τη σκάφη και ένα μπουκάλι μέχρι την μέση με νερό. Στη σκάφη βάλαμε το σιτάρι , το σταύρωσα τρεις φορές, είπα δυο μασημένες κουβέντες και έχυσα μέσα λίγο νερό. Έδωσα το μπουκάλι και ήπιε λίγο ο άρρωστος . Έφερα το κεφάλι του πάνω από την σκάφη και του έριξα τρείς χούφτες σιτάρι λέγοντας:
«Να φύγει το κακό, όπως κυλάει το σιτάρι.» Τους υποχρέωσα να το ειπούνε και αυτοί τρείς φορές. Ήσαν μαζεμένοι γύρω μου και κοίταζαν με απορία ο ένας τον άλλον καθώς και μένα και τον άρρωστο.
_Τί του βρίσκεις Δημητράκη; με ρώτησαν.
__ Μη βιάζεστε, δεν βλέπετε πώς είναι; Αλλά όλα καλά θα πάνε. Αφήστε τον τώρα ήρεμο, τους είπα.
Τον σταύρωσα ακόμη τρείς φορές και κάθισα σε ένα σκαμνί ,αφού είχα τελειώσει την δουλειά μου.
__ Αν είναι αυτό που υπολογίζω, οι σπασμοί θα φύγουν μέσα από το σιτάρι, τους βεβαίωσα.
Και το θαύμα έγινε. Ο άρρωστος άρχισε να ηρεμεί σε λίγο, το κορμί του δεν έτρεμε, άνοιξε τα μάτια του και με κοίταγε παραξενεμένος. Με ευχαρίστησαν, που λέτε, οι άνθρωποι , μα κι εγώ τους ευχαρίστησα που μου άφησαν αρκετό σιτάρι στη σκάφη, όπως υπολόγιζα.
Ήταν και συμφεροντολόγος ο
Ματαρατσάς και πολυμήχανος, βλέ
Και ο Δημηράκης συνέχιζε τις ιστορίες του.
__Που λέτε, μεσάνυχτα και
έξω έβρεχε ο Θεός με τον Θεό. Άστραφτε, μπουμπούνιζε. Κοιμόμουν με την γυναίκα
μου στο μέσα δωμάτιο, που ακούγεται το σιγανό παράπονο της βροχής πάνω στους
τσίγκους του μπαλκονιού. Σαν να άκουσα φωνή. «Ανοίχτε στον ταξιδιώτη». Ξύπνησα
και πετάχτηκα πάνω. Φώναξα την γυναίκα μου.Και ο Δημηράκης συνέχιζε τις ιστορίες του.
__ Σύρε να ιδείς ποιος είναι και τράβα το μάνταλο.
Ακούσαμε πάλη την φωνή.
__Ελάτε, ανοίχτε, κοντεύω να ξεπαγιάσω.
Η γυναίκα μου που άκουσε και κείνη τη φωνή του ξένου, σηκώθηκε, έριξε πάνω της μια μπαλαρίνα και κίνησε να πάει στην πόρτα.
__Δημητράκη, εσύ πρέπει να πας, μην είναι κανένας ληστής.
__Εγώ θα φιλάω με τον γκρα
εδώ και, αν ιδώ κάτι, θα πάρω τα μέτρα μου, της είπα
__Καθόλου μυαλό δεν έχεις!
Όσο γερνάς και το χάνεις. Μην τον πειράζεις τον γκρα, κινδυνεύουμε, είπε, και
πήγαινε προς την πόρτα ν’ ανοίξει.
__Θ’ ανοίχτε μωρέ, καμιά
φορά; είπε ο ξένος, ή θα σπάσω την
πόρτα;Γνώρισα τη φωνή του η χατζίνα, που τον περίμενε πιο γρήγορα να έρθει. Μα και ο Χατζής τον γνώρισε.
__Ο γυρολόγος είναι, της είπα, κι έριξα τα βαριά σκεπάσματα πάνω μου και γύρισα στο δεξί πλευρό, ήσυχος ότι δεν κινδύνευα.
Κι ενώ ο Δημητράκης κοιμόταν μακάρια, η γυναίκα του νοστιμούλα και πονηρούλα, τράβηξε τις σιδερένιες αμπάρες πίσω από την δίφυλλη πόρτα και άνοιξε.
Από τον αέρα έσβησε η λάμπα, που κρατούσε στο χέρι και μέσα στο σκοτάδι, του είπε.
__Πέρασε μέσα και περίμενε ν’ ανάψω το φως. Ποιος είσαι του λόγου σου;
__ Δεν με γνωρίζεις; της είπε, ο γυρολόγος.
__Α! Εσύ είσαι του λόγου σου; Τώρα κατάλαβα! Πήγες πρώτα στο άλλο χάνι, σε δαύτην! Φοβήθηκες να μην σε βρει ο… άλλος και γι αυτό έφυγες και ήρθες εδώ!
__Καθυστέρησα στο δρόμο, της είπε.
Τα είχε «ρίξει» και στην ίδια, ως φαίνεται, κι
αυτής της άρεσε και τον περίμενε ώρες ολόκληρες.
__Έχω το μουλάρι στο
δρόμο, κριθάρι έχω στον ντορβά, βάλτο στ’ αχούρι που ξέρεις.__Μαζί θα το βάλουμε, του είπε εκείνη. Πολύ σε πιθύμησα και τον τράβηξε κοντά της!...
Άργησε να γυρίσει κοντά στον άντρα της. Στο τέλος άφησε το κρεβάτι να κοιμηθεί μόνος ο γυρολόγος, του πέταξε μια αλλαξιά ρούχα και από την πίσω πόρτα έφυγε βιαστική που την «περίμενε» κοιμισμένος ο Δημητράκης!
Και ο Δημητράκης συνέχιζε τις ιστορίες του.
__Που λέτε, το χάνι ήταν
καλά αμπαρωμένο και ένοιωθε ασφαλισμένος ο ταξιδιώτης από κακοποιούς, κλέφτες
και ληστές. Τους κακοποιούς και τους ληστές τους έκρυβα, όταν είχαν ανάγκη. Τους έδινα ψωμί και πληροφορίες και με προστάτευαν. Αλλιώς δεν στεκόμουν, ούτε εγώ, ούτε εκείνοι.
Ο τόπος εδώ έχει μεγάλη ιστορία, που λέτε, με της Κυράς το Γεφύρι, τους μύλους, και τα χάνια.
Τρείς επιδρομές έκανε ο Ιμπραήμ στην Γορτυνία και τρείς φορές πέρασαν τα στρατεύματά του από δω.
__Αλήθεια το λες Δημητράκη; Πέρασε ο Ιμπραήμ από δω;
__Το είχα ακούσει από τον παππού μου και από άλλους γέρους.
__Για πες μας Δημητράκη, την ιστορία του, πότε πέρασε;
__Την πρώτη βολά πέρασε, στις τρείς (3) Ιουλίου 1825. Τριάντα πέντε χρόνια μετά γεννήθηκα εγώ (1860). Όταν έφτασε από την Τρίπολη στην Αλωνίσταινα και τον ανήφορο στα τρίκορφα με το στρατό και το ιππικό του, κατανίκησε εκεί τους Έλληνες. Έφτασε μετά στα Μαγούλιανα. Ένα τμήμα του στρατού του ήρθε στο Βαλτεσινίκο, Κερπινή, Γλανιτσιά και έπιασε της Κυράς το Γεφύρι. Κόντεψαν τότε να πιάσουν αιχμάλωτον με τα παλικάρια του τον Ζαΐμη. Ευτυχώς είχε στο τσάκ προλάβει και πέρασε απέναντι από το γεφύρι.
Το άλλο τμήμα του στρατού του Ιμπραήμ τράβηξε για τα Λαγκάδια και το Σπάθαρι. Καταστροφή μεγάλη τότε. Άκουσα για μια Τρισεύγενη από την Δημητσάνα, γυναίκα κάποιου Δεληβορριά, που έριξε τα δυο παιδιά της στον Λάδωνα και έπεσε και αυτή μέσα και πνίγηκε για να αποφύγει την αιχμαλωσία. Γι αυτό τούτος ο τόπος έχει μεγάλη ιστορία.
__Όλα ο παππούς σου τα έλεγε Δημητράκη;
__Τα έγγραψε και ο Φωτάκος ο Μαγουλιανίτης, που ήταν υπασπιστής του Κολοκοτρώνη. Έγραψε σχετική ιστορία και ο Κανδηλώρος και πολλοί άλλοι ιστορικοί και γραμματιζούμενοι.
__Συνέχισε την ιστορία Δημητράκη, είναι ενδιαφέρουσα για τον τόπο μας, που τόσα συνέβησαν με τους Τούρκους.
__Θα ξεφύγω όμως από τις ιστορίες για τα χάνια που ήθελα απόψε να κουβεντιάσουμε.
__Μα, όλα αυτά που θυμάσαι, εδώ κοντά στα χάνια και το γεφύρι γινόσαντε.
__Που λέτε, η δεύτερη επιδρομή, έγινε στο τέλος Αύγουστου του 1825. Πάλι από τη Τρίπολη ξεκίνησε με τον στρατό του. Ήρθε στις εύφορες κοιλάδες του Λεβιδιού, του Δάρα, στον Φιλέϊκο κάμπο και στην κοιλάδα του Λάδωνα. Ήθελε να μαζέψει αραποσίτια και τροφές για τα ζώα και τα πήγαινε στην Τρίπολη.
Ένα μέρος του στρατού του, το έστειλε στη Βυτίνα. Στη Λάστα πήγε με 300 άντρες ο ανηψιός του, το Μπεόπουλο, και καθότανε κάτω από καρυδιές αμέριμνος και έτρωγε καρύδια. Όρμισαν οι Έλληνες τον πιάσανε αιχμάλωτο και τον κρατούσε ένας Βαλτεσινιώτης, ο Μπούμπουλης. Θέλανε να τον ανταλλάξουν με Έλληνες αιχμαλώτους. Αλλά ένας Γιαννακόπουλος από το Αγριδάκι, με μπαμπεσιά μάλλον, τον σκότωσε.
Ο Ιμπραήμ τότε έγινε «πυρ και μανία» και ήθελε να γυρίσει τον τόπο και την Γορτυνία όλη ανάποδα.
Τότε πέρασε από τη Βυτίνα και ήρθε στο Βαλτεσινίκο. Προσπάθησε να κυριεύσει το μοναστήρι του Αγιονικόλα , που ήταν χτισμένο μέσα στα βράχια. Οι Βαλτεσινιώτες άντεξαν και οι εχθροί δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα. Μέσα στο μοναστήρι, λέγανε, είχε πάνω από χίλιες ψυχές.
Τότε ήταν που επήγε με τα στρατεύματά του στη θέση Κουτούνι, στο δασωμένο βουνό, πάνω από την Τσιάρνη. Εκεί είναι πολλές σπηλιές και αιχμαλώτισε πεντακόσια γυναικόπαιδα!
Αν κοιτάξετε από της Κυράς το Γεφύρι, φαίνεται το βουνό και τα βράχια, μέσα στα οποία είναι οι σπηλιές.
Μετά, που λέτε, έφυγε με τους αιχμαλώτους και τις χιλιάδες γιδοπρόβατα που άρπαξε και στρατοπέδευσε στου Γκιούσι, που είναι κοντά στο χωριό Δάρα. Εκεί υπάρχει κεφαλόβρυσο με πολλά νερά, που χύνονται στο Λάδωνα και μεγάλους βάλτους που βόσκουν άλογα .
__Τι λες Δημητράκη! Έγινε τέτοια ζημιά στον τόπο!
__Τώρα θα τα ειπώ ακριβώς όπως τα έγγραψε ο Φωτάκος, που πήγαινε κοντά στον Κολοκοτρώνη σε όλες τις μάχες, ήταν Υπασπιστής του και τα ξέρει όλα από πρώτο χέρι. Δεν θα σας ειπώ όλη την ιστορία, όπως την ξέρω, γιατί πρέπει να τελειώσω γρήγορα, να πάμε να κοιμηθούμε. Αν κάνω λάθη, να ξέρετε, δεν είμαι ιστορικός, εγώ κουβεντιάζω όσα θυμούμαι, για να πάρετε μια μυρουδιά. Ακούτε τί έλεγε ο Φωτάκος για τον Ιμπραήμ Πασά, που πέρασε από της Κυράς το Γεφύρι, τα χάνια και τον κάμπο κατά τη δεύτερη επιδρομή του, που έχει σημασία για τον τόπο μας:
Και διάβασε με δυσκολία από ένα κιτρινιασμένο βοβλιαράκι:
«…….Ο δε Ιμβραήμ, αφού
κατεβίβασεν εκεί (Γκιούσι) το σώμα το οποίον, ως ανωτέρω είπομεν, είχεν
αποστείλει εις την Βυτίναν, διέταξεν αυτό να προχωρήσει κατά την επαρχίαν των
Καλαβρύτων. Τοιουτοτρόπως ο στρατός αυτός ετράβηξεν κατά την ακροποταμιάν και
κατά την θέσιν Πολέμους, ονομαζομένην, όπου είναι το όριον του χωρίου Παγκράτι,
έπειτα έστρεψαν προς τα αριστερά και επέρασαν, δια της γεφύρας πλησίον του
μύλου του Καμπά, τον ποταμόν, όθεν ο δρόμος φέρει εις το γεφύρι του Τσερνωτά ,το
λεγόμενον φιλέϊκον, δια του οποίου περνούν τον άλλον ποταμόν τον ερχόμενον από
της Κατσάναις και την Λυκούριαν. Ολίγον δε μετά της γεφύρας ταύτης ενώνονται
όλα τα νερά που σχηματίζουσι τον Λάδωνα ποταμόν, όστις ρέων κάτω και προς
δυσμάς, χύνει τα νερά του εις τον Αλφειόν (Ρουφιάν).
Καθ’ όλον τούτον τον
κάμπον και τα λοιπά μέρη και κατά το ένα και το άλλο μέρος του ποταμού Λ ά δ ω
ν ο ς, οι Τούρκοι αυτοί εξαπλώθησαν, εσύναξαν τροφάς δι’ εαυτούς και τα άλογά
των, τας οποίας αδιακόπως μετέφεραν εις την Τριπολιτσάν, πηγαίνοντες και
ερχόμενοι. Έπειτα δε εξαπλώθησαν και
πέραν ακόμη κατά τον φιλέϊκον κάμπον, και εκείθεν έως εις την Σ τ ρ έ ζ ο β α ν
, και καθ’ όλην αυτήν την ποταμιάν μέχρι χωρίου
Π ο δ ο γ ο ρ ά και της Κ υ ρ ά ς το Γεφύρι ,λεγόμενον. Ενταύθα και έως εις τον Α γ ι ώ ρ γ η ν και εις θέσιν
Γαϊδουροπνίκτην εστρατοπέδευσαν. Έπειτα άρχισαν να θερίζουν αραποσίτια, και κανείς
των Ελλήνων δεν ετόλμησε να τους πλησιάσει, ούτε χωσιάν να κάμη δια να τους
κτυπήση.Εκείθεν πάλιν εξαπλώθησαν μακράν κατά τον δρόμον της Γαστούνης και
έφθασαν εις τα χωρία Μοστίτσι και Λιόπεσι, καίοντες τα χωρία δεξιά και αριστερά
και καταστρέφοντες τον τόπο. Τριάντα ημέρας περίπου οι Τούρκοι ευρίσκοντο εις αυτούς τους ποταμούς, θερίζοντες αραποσίτια και τρέφοντες τα άλογά των, χωρίς ,ως είπομεν, να τους πλησιάσουν οι Έλληνες…..»
__Αυτά σας τα διάβασα αυτολεξεί, για να μην λέτε ότι τα βγάζω από μόνος μου. Τότε ήτανε που τα στρατεύματα του Ιμπραήμ λεηλάτησαν τα χωριά μας. Τότε κύκλωσαν την σπηλιά του Αγιοταξιάρχη που βρίσκεται στο Ρέμα του Ρεντεζέλα, να την κυριεύσουν. Μα οι αδούλωτοι Κερπινιώτες, Γλανιτσιώτες, Γλογοβίτες και πολεμιστάδες από τα άλλα χωριά του Δήμου Κλείτορος, δώκανε μεγάλη μάχη.
Και ο Δημητράκης συνέχιζε τις ιστορίες του:
Που λέτε, ο Ιμπραήμ δεν μπόρεσε να καταστρέψει τότε ολότελα την Γορτυνία. Έφυγε και πήγε στο Μεσολόγγι. Αφού το κατέστρεψε και δεν άφησε ζωντανό άνθρωπο εκεί, ξανά γύρισε στα μέρη μας.
Ήταν Σεπτέμβρης του 1826. Τότε ήταν που τον προσκύνησαν πολλοί και ο Κολοκοτρώνης έβαλε «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».
Ένα μέρος από τον στρατό του πέρασε από τα χωριά μας. Οι δικοί μας τον πολέμησαν με χέρια και με πόδια και τον κυνήγησαν από τα μέρη μας να μην καταστραφεί ολότελα ο τόπος.
Αυτή ήταν η Τρίτη επιδρομή του Ιμπραήμ στην Γορτυνία, που σκότωσε πολλούς πατριώτες, τους ξεσπίτωσε και ανάγκασε τον κόσμο να κοιμάται σε σπηλιές. Έκαψε χωριά και δάση.
__Το μύλο τον άφησε αχάλαγο ο Μπραήμης, Δημητράκη;
Το μύλο τότε τον είχε ο Συμεών ο Περδικάρης. Αυτός το 1824 έκανε αναφορά στο Υπουργείο της θρησκείας να βρεθούν οι φθονεροί άνθρωποι που τον χαλάσανε για εκδίκηση! Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Φαίνεται ότι ο Ιμπραήμ τον χρειαζότανε γιατί θα τον εξυπηρετούσε και δεν τον χάλασε. Τα σπίτια μας πάντως και τα χάνια πάθανε μεγάλες ζημιές.
__Δημητράκη, δεν μας λες καμία ιστορία για το χάνι;
_Εκεί δίπλα στο χάνι, στα μεγάλα πλατάνια, κοντά στο γλυκό τραγούδι του Λάδωνα, από κάτω στις λαδόχρωμες ιτιές υπήρχαν ξύλινοι πάγκοι. Μπόλικοι κορμοί δέντρων είχαν μετατραπεί σε τραπεζάκια . Εδώ καταλάβαινες, ιδίως το καλοκαίρι,πόσο μεγάλη αξία έχει μια απλή παρέα του περαστικού, μα και του ντόπιου. Άμα πεινάς, νοιώθεις τη μεγάλη αξία που έχει και το μαύρο ακόμα ψωμί και η σκληρή μπομπότα και άμα ζεσταίνεσαι πολύ και σε ξεροψήνει ο ήλιος, νοιώθεις πόσο όμορφα είναι κάτω από τις ιτιές και τον πλάτανο. Με ένα λουκούμι, με ένα τσίπουρο και με ένα κανάτι νερό γαληνεύεις. Μ’ αυτή την απλότητα χορταίνεις και αισθάνεσαι ξεκούραστος κι ευτυχισμένος.
Ευτυχισμένος ένοιωθε κι ο Δημητράκης μας, που ήθελε και ήτανε Χατζής, να κάθεται ολημερίς στη στράτα και να νταραβερίζεται με τον κόσμο που περνοδιαβαίνει.
Να τα μαθαίνει πρώτος αυτός της χώρας τα μαντάτα.
Να ξέρει σ’ όλα τα χωριά ακόμα και πια κότα κακαρίζει!
Με τις απαιτήσεις και σχεδόν τα
παρακάλια των πελατών του ο Δημητράκης συνέχισε τις ιστορίες του:Που λέτε, από δω πέρασαν μπουλούκια Λαγκαδινών μαστόρων: βαρελάδες, τεχνίτες, σιδεράδες, δικαστικοί, στρατιωτικοί, γανωματήδες. Εγώ, που βλέπετε, έγινα μαμή και παρά λίγο η μάνα να μ’ αφήσει το παιδί αμανάτι!
__Πώς έγινε αυτό Δημητράκη;
_ Δεν το κρατείς δυο μέρες; μου είπε. Ένα κερί θα βάλω στο Μοναστήρι για την καλή γέννα που είχα. Σε δυο μέρες θα γυρίσω να το πάρω.
__Κάτι κατάλαβα, αρνήθηκα και γλύτωσα. Μετά έμαθα πως η…μάνα δεν ήταν παντρεμένη.
Και τον παπά μια φορά έκανα, μακριά από μας. Και τι δεν έκανα!
__Πιά Δημητράκη, πάντα είχες πελάτες στο χάνι;
__Αραίωναν οι πελάτες το χειμώνα, ήταν και άδειο πολλές βολές. Αλλά άμα θέλει η Χατζίνα δεν αδειάζει το χάνι.
__Να μας ζήσεις Δημητράκη, με τις ιστορίες σου.
_Που λέτε, θα σας πω τι έπαθα μια φορά να γελάστε, αλλά και να προσέχετε μην την πάθετε σαν αγράμματοι.
Που λέτε, ήταν καλοκαίρι με πολύ ζέστη. Τρία μουλάρια φορτωμένα με σιτάρι πέρασαν για το μύλο. Είχε πλάκωση. Την άλλη μέρα θα άλεθε το σιτάρι και αν προλάβαινε. Ήρθαν στο χάνι ο άντρας με τη γυναίκα του να κοιμηθούν. Κουρασμένη η γυναίκα έπεσε στο κρεβάτι και ο άντρας βγήκε για λίγο, να πάει στο καλύβι γείτονα, που ήταν φίλος του. Ένας ταξιδιώτης μου ζήτησε χώρο να κοιμηθεί και του έδειξα το διπλανό δωμάτιο. Εκείνος μπήκε εκεί που κοιμόταν η γυναίκα. Ξάπλωσε στα άσπρα σεντόνια και, με το σκοτάδι που ήταν, αντικατέστησε τον άντρα της.
Σε λίγο όλο το χάνι είχε αναστατωθεί, από τις φωνές της γυναίκας, που ζητούσε βοήθεια. Τρέξαμε όλοι, μα ο ταξιδιώτης είχε γίνει μπουχός. Μας είπε η γυναίκα, τί έγινε.
Ο άνδρας της γυρίζοντας άκουσε τα σχόλια και πλησιάζοντας την ρώτησε:
_Είναι αλήθεια γυναίκα; Έγιναν αυτά που λένε;
__Αλήθεια είναι, άντρα μου.
__Πώς άφησες και έγινε
αυτό. Γιατί δεν φώναξες από την αρχή.
__Νόμισα άντρα μου, πως
ήσουν εσύ μιας και δεν σε είδα που γύρισες.__Και πώς κατάλαβες ότι δεν ήμουν εγώ;
__Μ…. Ήταν μεγάλο το… δικό του, άντρα μου.
Όλοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Να ζήσεις Δημητράκη με τα αστεία σου, του φώναζαν.
Δημητράκης, που λέτε, είχε ολόκληρο βιβλίο με πικάντικες ιστορίες, γραμμένες στο μυαλό του, που τελειωμό δεν είχαν. Όσο για τα χάνια, τους μύλους, τα σπίτια, το Γεφύρι της Κυράς είναι λησμονημένα, σιωπηλά, γεμάτα μυστήριο και εξωτικά πνεύματα εκεί που είναι, πνιγμένα στα καταπράσινα νερά της λίμνης του Λάδωνα. Τώρα πια ούτε μυλωνάς υπάρχει, ούτε χατζής, μα ούτε καν γεφυριώτης, να μας πει μια ιστορία. Η λίμνη, η εγκατάλειψη του τόπου, ο χρόνος, η πρόοδος, τα μεταφορικά μέσα, μας πήραν στο λαιμό τους!
B GIRAKAS 10/4/2014
,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου