Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΘΥΜΗΣΕΣ

Του Βαγγέλη Κ Χριστοπούλου
             «Ένας λόγος που με παρακίνησε να γράψω αυτά τα λίγα , με τις παιδικές αναμνήσεις, είναι να μάθουν οι σημερινοί  μαθητές , που θα τις διαβάσουν,  πόσο δύσκολη ήταν τότε (1950-1963 περίπου) η ζωή. Και για τα πριν χρόνια πολύ πιο δύσκολα. 

 Σήμερα έχουν πολλά  μέσα για τις σπουδές τους, όλα τα χάδια και πολλές  ευκολίες. Τότε έλλειπε το φαγητό, η ενδυμασία , η ποδεμή, το χαρτζιλίκι και συμμετείχαμε υποχρεωτικά σε όλες τις δραστηριότητες και εργασίες του σπιτιού. Δεν παραγνωρίζω βέβαια πως και σήμερα υπάρχουν πολλές δυσκολίες.
Διαβάζοντας κανείς καταλαβαίνει την ανέχεια και τις δυσκολίες της εποχής.»
Η κασέλα της μάνας μου ήταν σκαλισμένη από την μια πλευρά με τσαμπιά από  μαύρα σταφύλια. Οι πλευρές της ήταν μονοκόμματα πλανισμένα ξύλα πλατάνου που αφθονούσαν στις ρεματιές και στις όχθες του Λάδωνα ποταμού. Το κούπωμμα ήταν και αυτό από  μασίφ ξύλο, ήταν εφαρμοστό όσο δεν έπαιρνε άλλο, βαρύ και ασήκωτο.  Το χρώμα της σκούρο καφέ με μια κλειδαριά χαλασμένη από την χρήση και τα βίαια ανοίγματα.
Μέσα κει φύλαγε, υφαντά ρούχα, κεντητά της μάνας της να τα είχε  για ενθύμιο, μια γιούρντα , φωτογραφίες, παλιές φορεσιές και τα γιορτινά ρούχα δικά της και της οικογένειας.
Σε ένα σακούλι, πάντα φύλαγε λίγες σταφίδες και  σπασμένα μύγδαλα για μουσαφίρηδες που θα έρχονταν, να έχει να τους φιλέψει και να μην ντροπιαστεί όπως έλεγε.  Σε μια  γωνία φύλαγε  ένα μπουκάλι με ρακή για εντριβές στα Γεναριάτικα κρυώματα και για φίλεμα των γέρων όταν έκαναν την επίσκεψή τους.
Στο σπίτι αν δεν έβρισκα κανέναν, όταν γύριζα από το παιγνίδι, άδειαζα γρήγορα γρήγορα τα στρωσίδια που ήταν μόνιμα επάνω της , άνοιγα το βαρύ κούπωμμα  και έψαχνα. Αντικείμενο της κλοπής ήταν γλυκά οι σταφίδες και οι κολίνες από τα σπασμένα μύγδαλα. Πολλές φορές η μάνα  με είχε πιάσει επαυτοφώρω να κλέβω και με συμβούλευε χωρίς να με μαλώνει.

Ο πατέρας μου με αγάπαγε μα και με μάλωνε και δεν μου επέτρεπε να κάνω παρανομίες, ούτε να παίζω πολύ.
Σαν όνειρο θυμάμαι και θαυμάζω την αγάπη και την σοφία του πατέρα μου. Μάλωνε και φώναζε το μόνο κακό που είχε και τον φοβόμουν.  Δεν με είχε δείρει σχεδόν ποτέ, σαν παιδί με διαβολιές, ανυπακοή και αταξίες που έκανα.

Ήταν Απριλιάτικη ημέρα, τα χορτάρια στα χωράφια μας, στα Σύμπαινα ήταν ένα γόνα. Βλαστοί και λουλούδια ξεχείλιζαν πάνω από τις πεζούλες. Τα πρόβατα βόσκανε απλωμένα αμέριμνα και ελεγχόμενα να μην πάνε σε ζημιές στην μακρόστενη χούνη.

__Έλα, μου φώναξε ο πατέρας μου με αγάπη και λαχτάρα.  Έλα να κάνουμε μάθημα αριθμητική. Να μάθεις τον πολλαπλασιασμό. Πρόσθεση αφαίρεση ξέρεις.
Καθίσαμε σε δυο πέτρες, κάτω από το μεγάλο δέντρο, δίπλα δίπλα. Εκείνος έβγαλε ένα δεφτέρι από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα βολύμι (μολύβι). Το δεφτέρι ήταν πολύ μικρό, το είχα ιδεί πολλές φορές που κράταγε σημειώσεις, για το γάλα που πούλαγε  στον μπακάλη, τα ψώνια που έκανε στα μαγαζιά βερεσέ και άλλες εκκρεμότητες που δεν ήξερα.
Το μολύβι όταν το σάλιωνε, εκείνο έβγαζε μελάνι και με το γράψιμο τα γράμματα γίνονταν ζωηρά. Πολλές φορές το μελάνι έμενε και στα χείλη του. Βρήκε μια σελίδα άγραφτη, σάλιωσε το μολύβι και έγραψε  25Χ 12=;   Πρωτόγνωρες πράξεις για μένα Προσπάθησε πολλές φορές και τα κατάφερε  με έμαθε πολλαπλασιασμό.
Είχε τελειώσει την Τετάρτη τάξη του Δημοτικού και είχε μάθει τις τρείς πράξεις τις αριθμητικής, πρόσθεση αφαίρεση και πολλαπλασιασμό. Για την διαίρεση δεν επεχείρησε να μου κάνει μαθήματα. Ήταν πέραν των δυνατοτήτων του. Ζωγράφισε μια μέρα στο χαρτί, το σχήμα της διαίρεσης μα ποτέ δεν τόλμησε να προχωρήσει.
__Εγώ όσα έμαθα με φτάσανε και περισσέψανε μου έλεγε, Έμαθα την άλφα βήτα, γράφω διαβάζω και μέχρι εκεί. Για σκαφτιάς έκανα και αγρότης και γιαυτό με φάγανε οι ξένες δουλειές. Εσύ όμως πρέπει να μάθεις γράμματα.
_Εσύ γιατί δεν έμαθες τον ρώτησα με απορία.
__Όταν  πήγαινα στο σχολείο, δάσκαλο είχαμε τον Παπακώτσιο. Μας βάραγε με βέργες από κυδωνιά και ακρανιά όπου έφθανε. Είχε και την συγκατάθεση των γωνιών. Με το ξύλο θα μας έκανε ανθρώπους έλεγε. Εμείς κακιώναμε και φεύγαμε αγανακτισμένοι από το σχολείο. Προτιμούσαμε να φιλάμε τα πρόβατα και τα βόδια , παρά να πάμε στο σχολείο.
 Κείνες τις μέρες μου χάρισε και έναν στυλό με μελάνη για επιβράβευση της συνεργασίας και της προθυμίας μου που πήγαινα μαζί του στα πρόβατα.

Σε ένα μικρό τσακώνι (τράϊστο) κρεμασμένο στην πλάτη μου είχα μέσα ένα παλιό αναγνωστικό βιβλίο του σχολείου. Πότε πότε το έβγαζα και διάβαζα μεγαλοφώνως με όλη μου την δύναμη, να με ακούει ο πατέρας. Εκείνος χαμογελαστά με πλησίαζε και απαιτούσε, να του δείξω το μάθημα που διάβαζα. Φαίνεται πως καταλάβαινε ότι δεν διάβαζα μέσα από το βιβλίο διότι έλεγα φανταστικά πράγματα.
Θυμάμαι που μου έλεγε γραμματική για τα θηλυκά και αρσενικά γένη και πως έπρεπε να τα ξεχωρίζω. Μου έλεγε πως όσα έχουν το η μπροστά είναι θηλυκού γένους και μου έδειχνε την προβατίνα μπροστά μας που έβοσκε. Κάποια στιγμή γύρισε συλλογισμένος και μου είπε. Δεν ξέρω το πρόβατο αν είναι αρσενικό ή θηλυκό. Γελάσαμε και όλο το θυμάμαι και συνέχεια του το έλεγα.
Μα την αλήθεια, αν δεν επιχειρούσε ο πατέρας μου να με μάθει αριθμητική και αργότερα με άλλες παρεμβάσεις του να αγαπήσω τα γράμματα, ίσως να έμενα αγράμματος και η ζωή μου θα ήταν  δύσκολη. Καμάρωνε για τον γιό του, το καταλάβαινα από τα καμώματα του και με ήθελε όσο γινόταν, να είμαι  μαζί του
Ο πατέρας όταν τελείωνε το σχολείο ή δεν είχαμε μάθημα, με ήθελε μαζί του στα πρόβατα. Ακόμη ήταν άνοιξη. Βραδιάσαμε στο Πυργάκι, κοντά στην Βιολέτα, σε έναν κωνικό λόφο, να κατηφορίζουν την πλαγιά τα πρόβατα, βόσκοντας.
__Πήγαινε στις λάκκες που αρχίζουν τα σπαρτά με τις φακές . Μου έδωσε εντολή. Τότε σπέρναμε όλοι φακές στα χωράφια μας και σαν ωρίμαζαν τις μαζεύαμε και είχαμε να μαγειρεύουμε.
Πήγα και περίμενα τα πρόβατα να έλθουν ως εκεί βόσκοντας και να τα κρατήσω να μην φάνε τις φακές. Ο Πατέρας κατέβαινε από πίσω και αυτός σιγά σιγά με τα πρόβατα. Ήταν μια πολύ γλυκιά αφέγγαρη βραδιά. Καταλάβαινα πως πλησίαζαν κοντά, μου από τα χτυπήματα των τροκανιών. Τόσο πολύ σκοτάδι είχε. Είχα ξαπλώσει στο παχύ χορτάρι και από την κούραση κοιμήθηκα. Είχε περάσει η ώρα τα πρόβατα μπήκαν στις φακές και ο πατέρας έψαξε μέσα στο σκοτάδι, φώναξε αφού δεν με βρήκε, υπολόγισε πως έφυγα μόνος για το χωριό. Ήταν νύχτα και τ’ αστέρια έλαμπαν στον ουρανό όταν ένοιωσα κάποιον να με ξυπνάει τόσο γλυκά και τόσο ήρεμα.
Ήταν ο πατέρας μου.
__Πάμε παιδάκι μου, μου είπε και κρατώντας με από το χέρι περπατώντας δυσκολοδιάβατους δρόμους φτάσαμε στο χωριό. Πόσο φόβο και αγωνία θα πέρασε και με πόση αγάπη με περιέβαλε!!!! Ήμουν δεν ήμουν εννέα χρόνων παιδί. Με εμπιστευόταν και μου ανέθετε δύσκολες αποστολές, σαν να ήμουν μεγάλος.
Ήταν το 1954. Δυο γεγονότα μένουν στην μνήμη μου πολύ ζωηρά.  Τότε , ήταν η πρώτη συμμετοχή μου στα κοινά του χωριού. Η πέτρινη καμάρα που ήταν σκεπασμένη η βρύση  του χωριού (κτισμένη το 1818 όπως φαίνεται η χρονολογία σε αγκωνάρι της) ήταν έτοιμη να κατάρρευση. Η κοινότητα χρειαζότανε άμμο για να φτιάξει τσιμεντένιο σκέπαστρο που ήταν και της μόδας.  Με το γαϊδουράκι πήγα για πρώτη φορά στις όχθες του Λάδωνα, μαζέψα άμμο σε σακιά και φορτωμένο το ζώο (όχι από μένα βέβαια)το έφερα στον προορισμό του μιάμιση ώρα δρόμο μέσα από κακοτράχαλους δρόμους.

Η δεύτερη συμμετοχή μου στα κοινά ήταν η μεταφορά καλαμποκιού της ΟΥΝΤΡΑ στην κοινότητα από το κοντινό χωριό Βαλτεσινίκο. Μιάμιση ώρα περίπου μακριά  με τα πόδια. Πάλι έγινε χρήση του γάιδαρου αυτού του πολύτιμου ζώου μας. Μόνο που εδώ ήταν περιπετειώδης η μεταφορά. Οι Αβαδαίοι όπως λέγαμε τις μύγες που τσιμπάνε  τα ζώα, κείνη την μέρα ήρθαν και στον δικόνε μου γάιδαρο. Αφήνιασε το ζώο και δεν μπόρεσα να τον συγκρατήσω από το καπίστρι, ξεσαμάρωσε και το φόρτωμα με το καλαμπόκι άδειασε και  γέμισε τον δρόμο. Το κλάμα ήταν γοερό και μόνο σαν ήρθαν άλλοι πατριώτες  που το μάζεψαν με χώματα και με πέτρες και το φόρτωσαν εκ νέου,  ησύχασα και το έφερα στην Κοινότητα. Η ζωή μας δεν ήταν ρόδινη, πολλά πράγματα μας έλλειπαν και η ανυπακοή ήταν τιμωρητέα. 
Μικρός που ήμουν , με έστελναν και έκανα θελήματα και μικροδουλειές. Στον πατέρα δεν τολμούσα να ειπώ όχι. Στην μάνα αρνιόμουν για χατίρι του παιγνιδιού και καθώς ήμουν γρήγορος το έβαζα στα πόδια.  
Μια μέρα  η μάνα,  μου ζήτησε να ποτίσω δυο γαϊδουράκια που είχαμε, στην Λιάσκοβα είκοσι πέντε λεπτά περίπου μακριά από το χωριό και να φέρω με την βαρέλα κρύο νερό. Δεν έγινε η χάρη της με τίποτε και η συμμετοχή μου σε μικροθελήματα ήταν αρνητική. Ήμουν ανυπάκουος και αμέτοχος σε δουλειές.
__Το βράδυ που θα έρθει ο πατέρας σου, να τα βγάλεις πέρα μου είπε η μάνα.
Εγώ χόρτασα με τους φίλους μου και μέχρι το βράδυ έχει ο Θεός είπα. Κάποια στιγμή έλλειψε η μάνα μου από το σπίτι, άνοιξα το κασόνι, στον πάτο είχε ψωμί. Δεν υπήρχε πολύ ψωμί  ήταν και άκρη καιρού δεν είχαμε αλωνίσει ακόμη και το έδιναν με φειδώ. Πολλές φορές το είχαν πάνω σε ένα σανίδι κρεμασμένο στο ταβάνι. Μα εκεί δεν γλύτωνε το γκρεμίζαμε κάτω και τρώγαμε όσο θέλαμε. Το κασόνι ήταν βαθύ, γύρω στο ένα μέτρο και δεν το φτάναμε. Κι εδώ τυχερός ήμουν. Έσκυψα με το κεφάλι και γλίστρησα μέσα στο κασόνι με μικροτραυματισμό. Πήρα όσο ψωμί ήθελα και με δυσκολία κατάφερα και βγήκα έξω από εκεί.
Η μάνα μου που ήρθε εν τω μεταξύ στο σπίτι είδε το κασόνι ανοιχτό το ψωμί έλλειπε κι εγώ το έβαλα στα πόδια, όπως έκανα πάντα. Την άκουσα που έλεγε:
__Το βράδυ θα τα ειπώ όλα στον πατέρα σου Αγά. Με έλεγε Αγά γιατί έκανα ότι ήθελα και δεν άκουγα κανέναν. Μέχρι τώρα του τα έκρυβα. Κάποτε πρέπει να συμμορφωθείς και να γίνεις καλό παιδί. Έφυγα και γύρισα στο σπίτι ιδρωμένος να πιω νερό και να ξαναφύγω.
Μα σαν βράδιασε κατάλαβα πως ο πατέρας είχε ενημερωθεί, γιατί κάποια στιγμή που με είδε από μακριά μου είπε:
__Έλα δω και θα σε κανονίσω εγώ. Ήταν πολύ θυμωμένος και η φωνή του ακούστηκε στα ουράνια. Κι εγώ έκανα καλά και δεν έμπαινα στο σπίτι. Έκοψε η νύχτα ήμουν μπερδεμένος. Τον φοβόμουν παρ όλον ότι δεν θυμάμαι να με δέρνει. Γύριζα γύρω από το σπίτι να ακούσω τι λένε. Το φεγγάρι φώταγε και έπιανα απόσκια , πίσω από δέντρα και τις σκεπές να μην δείχνω στόχο και με βλέπουν. Περίμενα να δείξουν ενδιαφέρον, να με ψυχοπονεθούν οι αδελφές και η μάνα μου  να με φωνάξουν και να με διαβεβαιώσουν πως ο πατέρας δεν θα με μαλώσει. Όπως γινόταν πολλές φορές. Έντεκα η ώρα το βράδυ, μέσα στο σκοτάδι και στην μοναξιά, για ένα παιδί ήταν δύσκολα να μένει έξω.
Είδα και αποείδα, κρύωνα και νύσταζα. Άνοιξα την πόρτα του κατωγιού που ήταν τα γαϊδουράκια μέσα και κάθισα στο μπλέχτη με τα άχερα.  Κάθισα μαζεμένος να μην κρυώνω, κάλυψα με άχερα  τα πόδια μου μέχρι την μέση και έκλεινα τα μάτια μου. Που να με πάρει ο ύπνος. Ήμουν γεμάτος άχερα ακόμη και το κεφάλι μου με έτρωγε. Οι χοντρές καλαμιές αγκύλωναν τα πόδια, διαπερνούσαν το υφαντό πουκάμισο και τρύπαγαν  το σώμα μου.
Ντρεπόμουν για αυτό που έκανα και δεν ήθελα να ξέρουν πως πήγα να κοιμηθώ στα άχερα. Σαν πέρασε η ώρα, άκουσα την φωνή της αδελφής μου που ήξερε που ήμουν, πως ο πατέρας κοιμήθηκε και για ότι έκανα με συγχωράει και καλά θα έκανα να πήγαινα στο σπίτι να κοιμηθώ.
_Έλα ο πατέρας κοιμάται δεν θα σε μαλώσει. Έλα μην πουντιάσεις και αρρωστήσεις. Ο πατέρας κουρασμένος απέφευγε να φωνάζει μέσα στην νύχτα και ήθελε να με αφήνει με το φόβο της τιμωρίας.

Αυτά και πολλά άλλα που δεν έχουν αριθμό ήταν η ζωή μας στα παιδικά χρόνια γιατί  από τα 12 και 13  χρόνων και στα εφηβικά μας χρόνια είμαστε ολοκληρωμένοι άντρες, ώριμοι, για κανονική προσφορά στην οικογένεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου