Του Βαγγέλη Κ. Χιστοπούλου
Βλέποντας σε γνωστό του οδοντίατρο τον τρόπο εργασίας του, θεώρησε εύκολη την δουλειά, να την μάθει και να θεραπεύει τους ανθρώπους στο χωριό του που πόναγαν υπέφεραν και δεν υπήρχε γιατρός να τους βοηθήσει. Έκοβε το μάτι του. Πήρε κοντά στον οδοντίατρο , λίγες θεωρητικές γνώσεις και παράλληλα εκείνος του δώρισε και τρία παλιά εργαλεία εξαγωγής δοντιών. Τις περίφημες δοντάγρες και ήρθε από την Αθήνα στο χωριό. Εδώ δεν υπήρχε γιατρός, ούτε χρήματα μα ούτε και συγκοινωνία για να πάνε οι άνθρωποι στα αστικά κέντρα προς Θεραπεία. Η φήμη του απλώθηκε στο χωριό και έτσι ξεκίνησε αφιλοκερδώς να βοηθάει τους πονεμένους από τα δόντια ανθρώπους και να τους συμβουλεύει .
Δεν χρειάζονταν άλλα στοιχεία , έφτανε το παρατσούκλι για να ξέρουν οι χωριανοί ποιος ήταν. Ήταν ένας άνθρωπος καλόγνωμος, συμπαθής με χρυσή καρδιά και γι αυτό τον αγαπούσαν όλοι. Ήταν πολύ εργατικός και βόηθησε ολόκληρη γενιά.
Τον πάγωναν οι βοριάδες τον χειμώνα και οι
ζέστες του καλοκαιριού στα χωράφια και στα πρόβατα, να μεγαλώσει τις έξη πανέμορφες κόρες του σε λίγα τετραγωνικά μέτρα σπίτι και να τις αποκαταστήσει.
Η ανθρωπιά του και η
καλοσύνη του ήταν πολύ μεγάλη. Ήταν ψηλός ξερακιανός, με ένα βαθούλωμα στο ένα
του μάγουλο . Χτυπημένος με μια σφαίρα από Γερμανούς στο μάγουλο ,καθώς
κρυβόταν στον Λάδωνα εκείνη πέρασε πέρα
για πέρα και του άφησε τα σημάδια.
Έτσι λοιπόν ήξερε από πόνο
και δόντια….
Ένας από τους χωριανούς
που δέχτηκε την βοήθειά του ήταν ο κυρ Ντίνος.
Στο σανιδένιο κρεβάτι του, ο κυρ Ντίνος στριφογυρίζει όλη
νύχτα. Από το βαθύ σκοτάδι του δωματίου, δεν φαινότανε , αλλά ακουγότανε η φωνή του.
Ο πόνος τον κάνει να
μουγκρίζει σαν άγριο θηρίο, Πονάει τόσο πολύ που δεν μπορεί να βγάλει ούτε μια
λέξη από το στόμα του. Ρουφάει τον αέρα και χτυπούν τα δόντια του. Το άτιμο το
δόντι τον έχει τρελάνει. Φτάνει να ξημερώσει σκέφτεται απέ θα το κανονίσω εγώ
αύριο.
Όλη νύχτα ακούγεται
θόρυβος από το αχυρένιο στρώμα και το χουχουλιστώ
Σηκώνεται επάνω και
σέρνοντας τα πόδια του βγαίνει έξω στην αυλή να μην ξυπνήσει τα παιδιά του. Το
σκοτάδι πήχτρα, τα αστέρια λαμπιρίζουν κι εκείνος υποφέρει. Πριν ξαπλώσει το
μπουκάλι με το ρακί είναι το μέσον που κάνει χρήση. Μπουκώνει το στόμα και το
κρατάει στο πονεμένο δόντι. ‘Άλλοτε το φτύνει και άλλοτε το στέλνει με χαρά στο
στομάχι του. Θολώνει το μυαλό του και ο πόνος ξεχνιέται για λίγο. Τα μελίγγια
του σταματούν να χτυπούν και καθώς ξαπλώνει τον παίρνει για λίγο ο ύπνος.
Ύστερα έντονα θεριεύει ο πόνος και ακούγετε η φωνή του Πω! Πω! Πω! Πω!
Η μεγάλη του κόρη
τρείς φορές έχει σηκωθεί επάνω. Τα μάτια της δεν κλείνουν και δεν μπορεί να κοιμηθεί τον λυπάται, τον
σέβεται τον αγαπάει. Το λιγοστό πετρέλαιο είχε τελειώσει το προηγούμενο βράδυ
και τώρα άναψε ένα κερί.
__Το χάλασες πατέρα ούλο
το ούζο του είπε καθώς είδε το μπουκάλι άδειο.
__Αυτό κοιτάς εσύ παιδάκι
μου; Εδώ δεν θα μπορέσω να ξενυχτήσω.
__Κοίταξε μην μεθύσεις και
δεν θα ξέρεις τι λες; Τα μάτια του
γυαλίζουν και ο πόνος και οι
σουγλιές είναι πιο έντονες από πριν.
Καιρός ήταν, ρίχνει ένα
βλαστήμι με την χοντρή φωνή και μουρμουρίζει Πω! πω! πω! πω! Πω! νομίζοντας πως έτσι θα
βγάλει τον πόνο έξω.
Από την προηγούμενη ημέρα που πόναγε λίγο, δεν είχε μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Είχε ειδοποιήσει με πολλά παρακάλια τον κυρ Πάνο τον Πάτση που ήταν ξωμάχος στον Παλιόπυργο. Εκείνου η απάντηση ήταν θετική. ¨ότι δουλειά και να είχε δεν έλεγε όχι.
Έλα στο χωριό με τα
εργαλεία και την δοντάγρα του παρήγγειλε.
Και μια άλλη φορά που τον πόναγε το είχε δει και συμφωνούσε, πως έπρεπε
να βγει το δόντι, γιατί ήταν χαλασμένο.
Ξημέρωσε το πρωινό, ήταν
πολύ όμορφο και χαρά Θεού έξω. Εκείνο το
Ωχ! Ωχωχωχωχ ακούγεται πολλές φορές ανίσχυρο από τις πολλές βολές που το
ξεφώνιζε. Το σπίτι του Πάτση στο χωριό,
δυο δρασκελιές ήταν μακριά από το δικό του. Ασουλούπωτος όπως ήταν, έβρεξε τα
μαλλιά του, τα ίσιωσε με το χέρι του και παίρνει το δρόμο για το σπίτι του.
Περνάει μπροστά στην εκκλησία κάνει τον
σταυρό του και κατηφορίζοντας ένα στενό σοκάκι φαίνεται το σπίτι του με την
μπαλκονόπορτα και τα παράθυρα ολάνοιχτα. Εκείνος συγύριζε το χαγιάτι.
__Πάνοοοοο του φωνάζει. Κι εκείνος απλογιέται.
__ Έλα πάνω, εδώ είμαι σε
περιμένω.
Στο ξύλινο τραπέζι που
είναι κοντά στην μπαλκονόπορτα, πάνω σε μια πετσέτα έχει τα εργαλεία του. Μια
τανάλια, μια πένσα τρείς δοντάγρες και ένα μπουκάλι ρακί . Κοντά στο τραπέζι η καρέκλα περιμένει τον κυρ Ντίνο, φίλο του, χωριανό, συνομήλικο και συνοδοιπόρο
στο στρατό.
__Καλημέρα Πάνο και ο Θεός
να σε έχει καλά.
__Τι έπαθες Ντίνο; Το
δόντι!
__Να από τον πόνο δεν έχω βάλει μπουκιά στο στόμα μου, δυο
ημερόνυχτα. Ούτε νερό. Μια σταλιά γάλα ρούφηξα κρύο και τίποτα άλλο. Από ύπνο
δεν κλίνουν τα μάτια μου. Τι πράμα είναι
και τούτο ρε Πάνο με τα δόντια; Δεν με
πονάει μόνο το δόντι, αλλά όλη η μασέλα. Ο πόνος φτάνει στο μάτι και στα
μελίγγια.
__Άμα είναι το δόντι του
ματιού υπάρχει πρόβλημα και με το μάτι.
Με το ρακί που είχε πιεί
όλη νύχτα ο Ντίνος , είχαν μουδιάσει τα χείλη του και η φωνή του έβγαινε ψευδή.
__Κάτσε στην καρέκλα τον
διέταξε και άνοιξε το στόμα σου. Και
πριν κοιτάξει μέσα τον προέτρεψε να
ανοίξει περισσότερο το στόμα για να εξετάσει το δόντι. Έβγαλε την τραγιάσκα του,
να έχει μεγαλύτερη ευελιξία και κοίταξε μέσα στο στόμα του Ντίνου. Τα δόντια
του ήταν κατακίτρινα από το τσιγάρο και μαυρολογάγανε από την απλυσιά και την
παλαιότητα.
__Τι βλέπεις Πάνο τον
ρώτησε δειλά ο Ντίνος.
__Πρέπει να το βγάλουμε,
έχει κάνει κουφάλα και θα χαλάσει και το
διπλανό, αν δεν είναι χαλασμένο.
__Προχώρα Πάνο να το
βγάλουμε το άτιμο με πέθανε.
__Θα προχωρήσω αλλά ένα
θέλω. Άνοιξε το στόμα σου καλά και δεν θα κουνιέσαι, όσο εγώ προσπαθώ να το
βγάλω. Έχει ρίζες βαθιές και θέλει προσοχή να μην σπάσουνε μέσα. Κρύος ιδρώτας
πλημμύρησε τον Ντίνο στο πρόσωπο του και γυάλιζε το αξούριστο πρόσωπό του. Στο
μέτωπό του ο ιδρώτας είχε σταματήσει στης ζάρες , που είχαν δημιουργηθεί από τα βάσανα και τα χρόνια. Τις προάλλες έβγαλα ένα δόντι του γέρο Κώστα
του Μπαρούνη. Εκεί να ιδείς τρέμουλο και φωνές. Οι Παλιοπυργήσιοι έρχονται στο
καλύβι ο ένας μετά τον άλλον. Που είναι
ο Τασιουκλής ο δικός μου, ο γέρο Ντόκας, ο Ζάνης ο Σαρής…..
Έχουν δει τα μάτια μου και
έχω ακούσει φωνές και σκουμάρια, που ακούγονταν μέχρι τον Θεό. Εσύ μην φοβάσαι, ηρέμισε. Το
δικό σου δόντι θα βγει εύκολα. Έχει καλό πιάσιμο και δεν θα σε ταλαιπωρήσω, Άνοιξε καλά το στόμα σου και όπως είπαμε.
Παίρνει από το τραπέζι μια
μικρή τανάλια. Το άνοιγμά της δεν μπορεί να πιάσει το μεγάλο δόντι. Ρίχνει εκ νέου
μια ματιά στο δόντι και καταλήγει να το βγάλει με την δεύτερη δοντάγρα που έχει
πάνω στο τραπέζι. Την χώνει μέσα στο στόμα και μαγκώνει το δόντι. Ο Ντίνος
μουγκρίζει σαν θεριό και ας μην έχει
κάνει ακόμη καμιά κίνηση.
Μην μιλάς του προτείνει
και μην κλείνεις το στόμα. Περιστρέφει μια αριστερά και ύστερα απότομα δεξιά
την δοντάγρα στο στόμα του Ντίνου. Ένα κρακ ακούστηκε.
__Ωχ μανούλα μου! Φωνάζει
ο Ντίνος και τα δυνατά χέρια του σαν την τανάλια, πιάνουν τα χέρια του Πάτση.
__Μη! Μη! Του φωνάζει εκείνος,
άσε τα χέρια μου. Τελειώσαμε όπου και να ναι, Είναι έτοιμο να βγει. Ο Ντίνος σκούζει
και σχεδόν μισοαναίσθητος, με γουρλωμένα τα μάτια και τα χέρια σαν σε προσευχή,
προσπαθεί να μην αντιδράσει. Ο Πάτσης
συνεχίζει με γρήγορες κινήσεις της δοντάγρας δεξιά αριστερά, μέχρι που χτυπάει
την πάνω οδοντοστοιχία. Δεν έφταιγε,χαλάρωσε
το στόμα ο Ντίνος από τον πόνο. Τώρα το δόντι και οι ματωμένες ρίζες του
δοντιού κρέμονται στην δοντάγρα μπροστά στα μάτια του Ντίνου. Με το που βγήκε
το δόντι, έβαλε αμέσως τα χέρια του μέσα στο στόμα, να πιάσει τον πόνο και να
τον πετάξει έξω από κεί. Ύστερα με τα ματωμένα δάχτυλα, έσμιξε το αίμα
με τον ιδρώτα στα μάγουλά του. Τόσος ήταν ο πόνος. Ο Πάτσης γέλασε με την
καρδιά του καθώς τον είδε πασαλειμμένο.
__Αυτό ήταν Ντίνο του
φωνάζει με χαρά και καμάρι κι εκείνος άνοιξε τα μάτια του. Το κεφάλι του κουδούνιζε και δεν μπορούσε να μιλήσει.
__Με την δυστυχία και τον
πόνο μου γελάς Πάνο;
__ Όχι Ντίνο με τα
χρωματισμένα μούτρα σου γελάω. Τα έκανες όπως τα γουρούνια που σφάζουμε τα
Χριστούγεννα.
__Χωρίς άλλη κουβέντα πάνω
σε μια πετσέτα που είχε μαζί του, έφτυσε το πηχτό αίμα με το σάλιο.
__Τί να σου κάνω, εγώ
τράβαγα το δόντι κι εσύ κράταγες και έσπρωχνες τα χέρια μου. Δεν γίνεται
δουλειά έτσι. Έβγαλα το δόντι του κουμπάρου μου του Κόλια και δικού σου
συμπέθερου και δεν κουνήθηκε καθόλου. Βγήκε μια κι έξω. Ύστερα ήθελε την μια
δοντάγρα να του δείξω κι όλας να βγάζει δόντια.
Το δόντι σου ήταν δύσκολο και καλά που τα καταφέραμε.
Σκουπίσου στα μούτρα και
φτάνοντας στο σπίτι, βάλε συνέχεια αλατόνερο, να μην γίνει καμιά μόλυνση. Όλα
γίνονται καμιά φορά. Μπορεί να με τραβήξουν στα δικαστήρια αν πάθεις τίποτε.
Ο κυρ Ντίνος πήρε την
πετσέτα του και με υπόκλιση, τον ευχαρίστησε και έφυγε. Εκείνος ξέπλυνε τα
εργαλεία με το ρακί, τα δίπλωσε με ένα ύφασμα και τα έβαλε με προσοχή σε ένα ξύλινο κουτί να
τα βρει έτοιμα για τον επόμενο χωριανό του. Ξεμπέρδεψα! Πάει και ο Ντίνος,
σχεδόν εύκολα. Στο μυαλό του ήρθε ο
Τέλης που κόπηκε το δόντι ρου και οι ρίζες έμειναν σαν καρφιά στα ούλα του.
Τότε άκουσε προσβλητικά λόγια .
__Αφού δεν ξέρεις να
βγάζεις δόντια τι ανακατεύεσαι και μας πεθαίνεις στον πόνο και την ταλαιπωρία.
Και σε ποιόν τα έλεγε σε μένα, που όλοι οι άνθρωποι του χωριού και των καλυβιών
βρήκαν την υγειά τους. Τόσο καλός ήταν που δεν έβγαινε κακή κουβέντα από το
στόμα του.
Ήρθε μεσημέρι, η
γαιδουρίτσα του έξω στην αυλή, τον περίμενε να τον πάρει στην ράχη της μια ώρα δρόμο, για τον Παλιόπυργο.
Ήταν μια εποχή που όλα είχαν προχωρήσει μα στα χωρία μας υπήρχε πρωτογονισμός, δυσκολίες, ανέχεια. Οι πιο παλιοί θυμούνται τον μπάρμπα Πάνο τον Πάτση να έρχεται από τον Παλιόπυργο με την γυναίκα του, να ταράζει τα νερά και τα δόντια των χωριανών. Η μνήμη του ας είναι αιώνια.
Βαγγέλης Κ, Χριστόπουλος. 29.4.2023.
Εμπειρίκος γιατρός, όχι μόνο οδοντίατρος...
ΑπάντησηΔιαγραφή