Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

ΣΤΟΝ ΛΟΦΟ ΤΗΣ ΣΚΟΤΙΝΑΣ

 

                             

                                                            Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου

Αρχές Φλεβάρη

Στην Γορτυνία κοντά στην κοιλάδα του Λάδωνα, η ομίχλη περπατάει ανάλαφρα, πιάνει τις γύρω ρεματιές τα φαράγγια και αναρριχάται στις  πλαγιές των βουνών. Κάποια αφροσύννεφα  κινούνται στον γαλανό ουρανό και αφήνουν να πέσουν στην γη , σταγόνες νερού. Σαν μεριάσουν  τα σύννεφα, ο ήλιος εξακοντίζει τις ακτίνες του και φωτίζει τ’ απόσκια στις χαράδρες και στις ρεματιές.


Έρχεται σιγά αλλά σταθερά η άνοιξη. Το μαντεύω από τις ανθισμένες αμυγδαλιές.  Από τους μωβ ανθισμένους κρόκους  στους αγρούς. Από τα μάτια της άσπρης πασχαλιάς στον κήπο μου.  Από το πρωινό ξύπνημα με τις γλυκές φωνές  των πουλιών  και το  πέταγμα τους.

Απόψε καθώς κοιμόμουν ονειρεύτηκα και είδα κάτι παράξενο. Είδα ένα τοπίο γεμάτο ομίχλη και άπλωσα τα χέρια μου να την διώξω. Την έσπρωξα και ο τόπος ξεκαθάρισε.

__Να ο λόφος της Σκοτίνας με τα δέντρα, φώναξα και κούναγα τα χέρια μου από χαρά. Ξύπνησα ιδρωμένος  με τις εικόνες του λόφου . Έφερα στο μυαλό μου και άλλες εικόνες,  από επίσκεψη παλιότερα, που είχα δει από κοντά.

Έτσι αποφάσισα, χωρίς αναβολή το απόγευμα, θα έκανα εκεί την επίσκεψή μου. Είναι ο λόφος με αιωνόβια, τεράστια δέντρα και έχει ενδιαφέρον.  ‘Έφτασα στην κορυφή του λόφου σε ένα μικρό ξέφωτο και στήθηκα δίπλα, σε έναν τεράστιο κορμό, σάπιου δέντρου. όσο φωτεινές και όμορφες λοφοπλαγιές και αν έβλεπα, όσους κρόκους ανθισμένους και αν αντίκριζα , όση ομορφιά και αν είχε το ηλιόλουστο χειμωνιάτικο απόγευμα, τίποτε δεν με ευχαριστούσε πλέον.

Τα μάτια μου μέτραγαν τα κομμάτια του δέντρου, που είχαν σωριαστεί χάμου στην γη και μπήγονταν  σαν αιχμή ξίφους, μέσα στην πολύχρωμη σάρκα του. Το μυαλό μου έφτασε στην νιότη του, τότε που φιλοξενούσε στον ίσκιο του, κοπάδια γιδοπρόβατα  και άλλα  ζώα. Τότε που  στα κλαδιά του, πουλιά και άλλα μικροσκοπικά ζουζούνια, αλώνιζαν πάνω του και ολόγυρα.

Ο Θεόρατος κορμός του δέντρου αποτελούσε άλλοτε, με πέτρινη κατασκευή, μια στρούγκα, που οι τσοπάνηδες άρμεγαν και στάλιζαν τα ζώα τους. Έφερα στο μυαλό μου τσοπάνηδες από πάππου προς πάππου που βρίσκονταν εκεί, στις εκατονταετίες  που έζησε ο δέντρος.

Σαν μια κεντιά ήλθε στην ψυχή μου και το αίμα ερχόταν  κατά κύματα στο σώμα μου, κάνοντας να ριγεί, καθώς έβλεπα αυτή την εικόνα.

Ξεθάρρεψα, συνήλθα και έκανα υπολογισμούς για την ηλικία του. Μα και οχτακοσίων ετών μπορεί να ήταν.Σωστό η λάθος δεν ξέρω, το μπόι του, το πάχος του, η πείρα μου αυτά λέει.

Ύστερα πλησίασα κοντά και άρχισα να αγγίζω το κορμί του απαλά. Ήταν γεμάτο ροζιά, σχισμές  και μελανιές. Κάτω  στο χώμα, βρισκόταν ένα βαθύ καφέ χρώμα. Ήταν το αίμα του, η σάρκα του, διεσπαρμένη αλευροποιημένη. Έτριψα λίγο με το χέρι μου και κείνο έγινε σαν λεπτή άμμος και κύλισε στην γη. Αλλά και ο αέρας που φύσαγε, όλο και κάτι έπαιρνε μαζί του. Φαίνεται πως έτσι είναι γραμμένο , για αυτό το δέντρο, να γίνει χώμα, όπως έγινε και μεγάλωσε  με το χώμα. Σήκωσα τα μάτια μου ψηλά στις ψηλές κορυφές άλλων δέντρων, εκείνες σειούνται και ριγούν . Δεν ξέρω αν είναι από πόνο. Μέσα από τα διάκενα, πέρναγε ο χειμωνιάτικος ήλιος χρυσώνοντας την καφέ καρδιά του.  

Σε άλλο σημείο του σάπιου χονδρού κορμού του, φαινόντουσαν σταχτιές και άσπρες αποχρώσεις, μαύρες και χωμάτινες. Σκέφθηκα να ρωτήσω το δέντρο, για κάτι όμορφο από την ζωή του. Μα κώλωσα.  Πώς να μου απαντήσει διαλογίστηκα, ένα πεθαμένο δέντρο. Μου ερχόταν να ειπώ κάτι στο δέντρο να το ρωτήσω πως έγινε και έφυγε από την ζωή. Η απάντηση ερχόταν από μένα το ίδιο. 

Δεν άργησα  να το καταλάβω μόνος μου. Κι εμείς οι άνθρωποι, από τις δικές μας αρρώστιες πεθαίνουμε, από τα δικά μας βάσανα και ανάλογα με τα χρόνια ζωής. Από τις δικές μας αστραπές που πέφτουν πάνω μας..

Μαρμαρωμένο όπως ήταν μου φάνει σαν  να άκουσα την φωνή του, που μου έλεγε.

__ Μη με κοιτάς, μη με βασανίζεις άλλο. Δεν ακούς την φωνή του αγέρα, όλη νύχτα και όλη ημέρα, που με δέρνει αλύπητα. Πρέπει να έχω και σένα τώρα να με ρωτάς και να με πληγώνεις; Δεν βλέπεις την βροχή και τον πάγο πως εισχωρούν στα σωθικά μου. Δεν ξέρει  και δεν έμαθες πως οι  βροντές και  οι αστραπές  σημάδευαν  τις ψηλές κορυφές μου;  Πως έφτασα σε τέτοια αγιάτρευτα χάλια .

Δεν βλέπεις πως, ούτε τα πουλιά  δεν έρχονται  πλέον  κοντά μου  γιατί τα  κλαδιά μου,  έχουν γίνει συντρίμμια. Στο κέντρο του σώματός μου σκουλήκια κατατρώγουν τα σωθικά μου. Κανείς πλέον δεν μπορεί να με γλυτώσει από τον κόσμο αυτόν. Τελείωσε η ζωή και το έργο μου.

__Μπρέ τι είναι δω! Αναρωτήθηκα . Και οι γίγαντες υποκύπτουν στα στοιχειά, στην αρρώστια και στον χρόνο;  Δεν μένει τίποτε αναλλοίωτο πάνω στην γη!!

Με τα θολά μάτια μου καθώς ο αέρας ερχόταν κατά ριπές και έφερνε σαρίδια πάνω μου, ξεχώριζα, έναν ολόκληρο μικρόκοσμο να κινείται στον κορμό του. Διεκδικούσε κάτι από κείνο.  ‘Άλλο να πάρει την τροφή του, την μυρουδιά του, την γεύση του,  αλλά  και  άλλο να έχει  την προστασία του.

Με το αριστερό χέρι πήρα λίγη καφέ σάρκα,  την ζύμωσα στο χέρι μου και κατευθύνθηκα με αργά βήματα στο μεγάλο ξέφωτο.  

Ο λόφος ήταν παντέρημος, είχε υγρασία και ερχόταν ψύχρα. Σκέφθηκα να γυρίσω την πίσω πλευρά του, που ήταν και άλλα τεράστια σε όγκο δέντρα. Να παρηγορηθώ με τον θάνατο της δρυός που πριν λίγο άφησα.

Μπροστά μου πρόσεξα μια άγρια αχλαδιά, καθώς περίμενε, κακορίζικη, συννεφιασμένη. Και δικαιολογημένα είμαστε  στην μέση του χειμώνα.  Κοίταζα τον κουφαλιασμένο κορμό της . Φαινόταν μια πέτρα θρεμμένη από παλιά και χωμένη μέσα βαθειά στο κορμί της. Χάμω ήταν ένα παλιό σκουριασμένο σίδερο τρυπημένο.  Ήταν ένα παλιό πέταλο. Θυμήθηκα πως  ζευγολάτες  εδώ ,  με τα μουλάρια τους  όργωναν  άλλοτε, αυτή  την  Γή.

Περπατούσα και μπροστά μου έβλεπα συστάδες χαμηλών θάμνων και ψηλών  πουρναριών και δέντρων.  Στένευε το πέρασμα στο μονοπάτι και μου έκοβαν, να βλέπω  μπροστά την θέα.

Περπάταγα  αμίλητος και σκεπτικός. Ξάφνου σαν να άκουσα την Δάφνη, αυτήν που αγαπούσα από παιδί. Τι είναι Θεέ μου ο άνθρωπος. Να έρχονται στο μυαλό μου  όμορφες στιγμές μετά από πενήντα πέντε  τόσα χρόνια . Πράγματα περασμένα και επανέρχονται μετά τόσο καιρό.

Είναι να πονάει και να γελάει κανείς, σκέφθηκα  όταν συνήλθα.

Πέρασα από φιδωτά μονοπάτια και σε λίγο βρέθηκα μπροστά σε άλλον πεσμένο δέντρο.

Καταστροφή!! Τα θεόρατα κλαδιά του ήταν ριγμένα κατά γης  άλλο από δω και άλλο από κει. Σαν να έγινε γιγαντομαχία και τα κορμιά των νικημένων γιγάντων  ήταν σκορπισμένα  άτακτα.

Ποιος μπορεί να φανταστεί τους αέρηδες, που βογκούσαν μανιασμένα, πάνω στις πλάτες του πανύψηλου δέντρου και στα κλαδιά του, κείνες τις ώρες που σωριάστηκε κάτω.

Αερικά τερατόμορφα, κοπαδιαστά ουρλιάζοντας και με δυνατή βροχή έριξαν  κατά Γής το δέντρο. Ξεθύμαναν επάνω του . Τεράστιοι κορμοί ξεμασκαλισμένοι, κείτονταν κάτω, το ένα πάνω στον άλλο με σφιχταγκαλιασμένα τα κλαδιά τους.   Ο κεντρικός κορμός στεκόταν ίδιος σαν τον Λοτ, ακίνητος και θρηνώντας για το μεγάλο κακό.

Ένα μεγάλο κλωνάρι, ακούμπαγε γαντζωμένο πάνω στον κορμό. Δεν ήθελε με τίποτε,  τον αποχωρισμό.

Ένα χρόνο πριν ο δέντρος αγνάντευε περήφανος, τα βουνά, τα χωράφια των ανθρώπων, τα ζωντανά, τους δρόμους τους ανθρώπους. …

Φέτος με ένα απέραντο βουβό κλάμα, μάλλον σύντομα θα αποχαιρετήσει την ζωή.

Ποιος διάολο κεραυνός χτύπησε αυτό το πανέμορφο δέντρο;  Άπραγος με θυμό και οδύνη κοίταγα το διαμελισμένο  δέντρο και σκεπτόμουν  το μεγάλο κακό.  Έγινε μελλοθάνατος πλέον ο δέντρος στον λόφο της Σκοτίνας

Το ίδιο κακό γίνεται και σε μας τους ανθρώπους. Νομοτελειακά όλα και όλοι μας ακολουθούμε την μοίρα μας.

Ο ήλιος είχε δύσει και το φεγγάρι πρόβαλε ωχρό και συλλογισμένο με ότι έβλεπε στον λόφο της Σκοτίνας.

 Κι εγώ πήρα τον δρόμο της επιστροφής για το χωριό όχι ευχαριστημένος.

15/2/2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου