Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

ΝΥΧΤΕΣ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΓΟΡΤΥΝΙΑ

 

                   

                                                             Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου



Φθινόπωρο στην Γορτυνία, οι νύχτες  είναι υγρές  και σκοτεινές. Κάποιοι τσοπάνηδες βοηθούν στην γέννα τα ζώα τους. Από την ημέρα είδαν πως σε κάποια από αυτά , η κοιλιά τους ήταν παραφουσκωμένη και  το σώμα τους έχει βαρύνει. Ήταν έτοιμα να γεννήσουν. Βόηθαγαν να έρθουν  στον κόσμο, τα πλάσματα που σάλευαν στην κοιλιά της μάνας τους, μια ώρα πιο γρήγορα.

 Ήξεραν πως εύκολα μπορούσε να έλθει στον κόσμο μια ζωή και εύκολα μπορούσε να χαθεί.  Και αφού τέλειωναν όλα ευχάριστα, μια απέραντη χαρά ζωγραφιζόταν στο πρόσωπο των τσοπάνηδων , τα δε ζώα με βελάσματα έστελνα τις ευχαριστίες τους. 

Την στιγμή που γίνονταν αυτά στις καλύβες και στα στανοτόπια, άλλοι άνθρωποι της Γορτυνίας από νωρίς το βράδυ, πήγαιναν στα καφενομάγαζα και κάτω από το ημίφως, έπιναν το κρασάκι τους σιγοψιθυρίζοντας τραγουδάκια.  Κι εκείνο με την σειρά του έκανε την δουλειά του. Τραγουδούσαν ομαδικά, έκαναν πολύ κέφι και ο καθένας χόρευε με την σειρά του. Πιάνονταν χέρι με χέρι και φέρνανε αμέτρητους γύρους. Γλεντούσαν ξένοιαστοι. Το τραγούδι που συνήθως λέγανε πρώτο,  ήταν της κυρά Γιώργαινας.  «Τούτη γης, κυρά Γιώργαινα, τούτη γης που την πατούμε,  Ούλοι μέσα θε να μπούμε….»

Με τον ήχο της φλογέρας χόρευαν, λίκνιζαν το κορμί τους και κουνούσαν με γοργό ρυθμό χέρια και πόδια.  Ύστερα ο πρωτοχορευτής  χτύπαγε την φτέρνα  με το χέρι και έφερνε ολόκληρη περιστροφή του σώματός του. Όλοι έμπαιναν στο κέφι και χόρευαν αμέτρητες ώρες. Προσπαθούσαν να διώξουν τις έννοιες και τις σκοτούρες από μέσα τους που είχαν από τα πολλά προβλήματα . Τίποτε δεν μπορούσε να σταματήσει αυτή την χαρά που γινόταν  στα χωριά , που βρίσκονταν ανάμεσα από τις ατέλειωτες βουνοκορφές  της Γορτυνίας μας , μέσα στις άγονες εκτάσεις της , πάνω στο αθάνατο βουνό το Μαίναλο.

Οι χορευτές με τα μάτια τους κοίταγαν να δουν κείνον τον Θεό της μουσικής, τον Πάνα. Από αυτόν οι πρώτοι Αρκάδες έμαθαν το τραγούδι και τον χορό. Και όσο τράβαγε η ώρα της νύχτας, άλλοι στριφογύριζαν μέσα στο ύπνο τους πάνω στα ξυλοκρέβατα τους και κάτω στο τριχωτό από γιδόμαλο  σάϊσμα  που ήταν στρωμένο καταγής. Έτσι κοιμόντουσαν οι οικογένειες αδερφωμένες και αγαπημένες. Όσο προχωρούσε η νύχτα ο βοριάς δυνάμωνε μεταφέροντας με γοργούς ρυθμούς τα  σύννεφα από την μια άκρη στην άλλη.  Άλλοτε εκείνα είχαν πολύ  νερό και έπεφτε πάνω στην Γή και άλλοτε το  νερό  ο βοριάς  το έκανε χιόνι και με δύναμη  το άπλωνε  πάνω στις στέγες στα δέντρα και παντού.   

Μια τέτοια νύχτα φθινοπώρου, μέσα από τον ύπνο του πετάχτηκε όρθιος  ο κυρ Ντίνος.

Σαν κάτι κακό να συνέβαινε. Άκουσε  έναν δυνατό κρότο και ένα τρίξιμο της σκεπής.  Κεραμίδια ακούγονταν να σπάνε και σανίδια υποχώρησαν.

Ακολούθησε το ξύπνημα των παιδιών του, φοβισμένα από ότι συνέβαινε. Τα μικρότερα έκλαιγαν και τα μεγαλύτερα περίμεναν να σταματήσει ο θόρυβος.  Ο αέρας που σύριζε όλο το βράδυ, νίκησε τα μεσάνυχτα, ένα μεγάλο μισόξερο κλαδί της συκιάς  και το έσπρωξε  με δύναμη πάνω στην στέγη. Το πυκνό σκοτάδι δεν άφηνε περιθώρια στον κυρ Ντίνο να ενεργήσει για οτιδήποτε. Με το φως από τις αστραπές  αναζήτησε το μέγεθος της καταστροφής.

Η κυρά Ντίναινα ξύπνησε αλαφιασμένη μαζί με τον άντρα της . Έβαλε το κορμί της πάνω στα δυο μικρά παιδιά, να μην πάθουν τίποτε, τα χάιδεψε τρυφερά και καθώς πέρασε το κακό πήρε το μικρότερο στην αγκαλιά της να το μορώσει.

Ήρθε κοντά στο τζάκι ανακάτεψε λίγο τις στάχτες με τα κάρβουνα και κείνα έβγαλαν λίγο φως.  Ο ύπνος ξαναπήρε τα παιδιά και τα ταξίδευε στην χαρά των παιχνιδιών της ημέρας.

Έλυσαν γρήγορα την απορία που είχαν. Ο κυρ Ντίνος με την γυναίκα του και περίμεναν σκεπασμένοι στο βαρύ σκέπασμα, το λυκαυγές , να δουν την ζημιά και να την φτιάξουν.

Η κακοκαιρία είχε τις συνέπειές της. 

Πέρασε όμως και  τις υπόλοιπες μέρες ήταν χαρά Θεού. Μα και οι νύχτες ήταν μαλακές και καθώς προχωρούσε το σκοτάδι, φαίνονταν καθαρά οι κορυφογραμμές των βουνών  στην Γορτυνία.  Το φεγγάρι έκανε την εμφάνισή του πίσω από της πέτρινες κορυφές.

Τα ζούδια άρχισαν να αναδεύονται. Η ύπαιθρος της Γορτυνίας είναι φίσκα ζωντανά λογής λογής. Αγρίμια, αγριοπούλια σκαντζόχοιροι , αλεπούδες  τσακάλια λαγοί αγριογούρουνα αητοί κουκουβάγιες ….

 Όλα τούτα λουμωμένα την ημέρα στα γιατάκια τους , στις άγριες ρεματιές μέσα στα πλάγια, το βράδυ βγαίνουν για τροφή. Αφού αδειάσει ο τόπος από τα ήμερα ζώα και τους ανθρώπους, παίρνουν τα μονοπάτια, διώχνουν το σκοτάδι και ψάχνουν να βρουν κάτι να φάνε.  Μόνο τα αγριογούρουνα δεν έχουν πρόβλημα. Ξεπαστρεύουν με την μουσούδα τους καρπούς, ρίζες, ψοφίμια, χορτάρια, σκάβουν στα αλώνια και τα χωράφια και δεν αφήνουν τίποτε.

Τα μικρά ζωάκια που είναι αδύνατα, καλά είναι να μην συναντήσουν τα   πιο δυνατά μπροστά τους. Αρχίζει το κυνηγητό και αλλοίμονο στο αδύνατο .

 Τρέχει και δεν φτάνει και όταν ο κίνδυνος είναι μεγάλος γκρεμοτσακίζεται στα άγρια βράχια για να γλυτώσει.  Το κυνηγητό δεν έχει σταματημό και όσα γλυτώνουν  την άλλη νύχτα ξανά αρχίζουν. Η πείνα δεν αντέχεται. Και ο Γκιώνης και η κουκουβάγια βγάζουν λυπητερές φωνές τις νύχτες. Οι γυναίκες της Γορτυνίας , πήραν τους ήχους της οδύνης των ζώων και των πτηνών και έκαναν τα δικά τους μοιρολόγια και για τις χαρές τα τραγούδια.

Οι νύχτες είναι μεγάλες και όταν διαλύεται σιγά σιγά το σκοτάδι, τα ζούδια αφήνουν το κυνηγητό και την οσμή των θηραμάτων και πάνε στα γιατάκια τους.

Ξημερώνει στην Γορτυνία, Φθινόπωρο, και όσο η ώρα προχωράει και το πέπλο τους σκότους απομακρύνεται, άνθρωποι με τα ζώα και σύνεργα οργώματος, πηγαίνουν στα χωράφια. Ακούγονται οι φωνές των ανθρώπων των σκύλων, οι πατημασιές των ζώων, τα κουδούνια και τα σελαγίσματα. Η Γορτυνία από άκρη σε άκρη είναι σε κίνηση.

Ένα ατίθασο μουλάρι δεν θέλει να τραβήξει τον δρόμο , για το χωράφι . Ένα μικρό παιδάκι στην νάκα, κρεμασμένο στον ώμο της μάνας του έχει ξυπνήσει και κλαίει γοερά.  Οι ρεματιές δεν κατεβάζουν νερό όπως με την βροχή και άφοβα περνούν άνθρωποι και ζώα.  

Αυτά τα πρωινά βλέπεις γυναίκες που  κουβαλούν  μια τέσσα στο χέρι με το μεσημεριανό φαγητό φτιαγμένο από τις ίδιες,  τα άγρια μεσάνυχτα.  Και οι άντρες τους που είναι και οι αφέντες γεροδεμένοι σκληροί, εργατικοί, σε λίγο θα κομματιάσουν την γη με τα γερά μπράτσα τους. Μα και οι γυναίκες με τα μακριά φορέματα το ευλύγιστο σώμα τους  δεν υστερούν των ανδρών. Οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη και μέχρι σήμερα θα δείτε να συνεχίζεται το τραγούδι, οι γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες.  Η Γορτυνία είναι ένας λαός που έκανε πολλές αποικίες. Ο τόπος της είναι γεμάτος ενδιαφέροντα, έχει φυσική ομορφιά, πανάρχαιη  ιστορία. Είναι γεμάτη αρχαιολογικά κατάλοιπα, μοναστήρια ωραίες εκκλησιές. Είναι ένας τόπος που έζησαν οι περισσότεροι Θεοί με πρώτον τον μουσικοσυνθέτη Πάνα. Οι νύχτες της είναι γεμάτες ζωή!

 Αχ! Γορτυνία μου!  Πόσες εικόνες μας πρόσφερες!

  2\11\2021 

1 σχόλιο:

  1. Απλό κ λιτό το κείμενο σου Βαγγέλη...όπως η αγαπημένη σου πατρίδα. Όμως τα πολύτιμα αισθήματα που με τόση ευαισθησία εκφράζεις, η μοναδική μεταφορά της άγριας αλλά συγχρόνως τόσο όμορφης ζωής των ανθρώπων της δεν μπορεί παρά να μας μεταφέρει κ τις αξίες κ τις αγωνίες ακόμη κ τις θαυμαστές μυρωδιές και ήχους αυτού του ευλογημενου τόπου. Ειλικρινά σ ευχαριστώ γι αυτό το πολύτιμο για τους νεότερους ειδικά κείμενο σου.Οπως όλες οι αναρτήσεις σου έτσι τούτη είναι γραμμένες με σεβασμό κ ευγένεια 🍂δηλαδή...από έναν γνήσιο Γλανιτσιώτη!
    Αυτά από μια παλιόνυφη της Γλανιτσιάς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή