ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ Κ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Λόγος που δεν είναι αληθινός, δεν βγαίνει από το στόμα του Παπά-Βασίλη. Το είπε στο Σπύρο το Μαύρακα:
Λόγος που δεν είναι αληθινός, δεν βγαίνει από το στόμα του Παπά-Βασίλη. Το είπε στο Σπύρο το Μαύρακα:
__Τι
κάθεστε! Χθες είδα στην Παναγιά τη Μαυρομαντηλού , ένα γουρούνι κατάμαυρο και στις Δασκαλέϊκες
χούνες πάνω από είκοσι αγριογούρουνα! Τι κάνετε
και τεμπελιάζετε εδώ στην πλατεία;
Κείνος χαμογέλασε για το καλό νέο, χάϊδεψε
το πυκνό και καλοθρεμμένο μουστάκι του,
έφερε το ζερβί πόδι του μπροστά, να στυλωθεί καλύτερα το κορμί του και τον ρώτησε.
__Αλήθεια
παπά-Βασίλη; Ήσαν τόσα πολλά γουρούνια;
__Εκεί
είναι μεγάλος λόγγος. Κρατάει γουρούνια
όλο το χρόνο. Στο Δρακοβούνι, στο παρθένο και πυκνόδεντρο δάσος, που ούτε
φίδι το σχίζει, έχουν γιατάκια. Εκεί βρίσκουν δεντροβέλανα,
αχλάδια, σαλιγκάρια και την νύχτα κατεβαίνουν προς τα καλύβια ν’ αλλάξουν
τροφή. Μετά, άμα χορτάσουνε και ζεσταθούν πάνε και στο ποτάμι.
__Αν είναι
έτσι όπως τα λες παπά- Βασίλη, θα κάνουνε
πολλές ζημιές.
__Μα
αφήνουν και τίποτα; τρώνε ότι βρουν
μπροστά τους: μήλα, καρύδια, λαχανικά, τριφύλλια, χλόη. Πάνε τ’ αλώνια, γυρίσανε τις πλάκες όλες ανάποδα και στην
εκκλησιά, τη Μαυρομαντηλού τριγύρω, έχουν οργώσει όλο τον τόπο .
Δώδεκα
αετονύχηδες κυνηγοί είχαν κανονίσει αποβραδίς,
το πρωί με το χάραμα να σμίξουν σ
το Σύμπαινο. Εκεί με τα σκυλιά θα έρχονταν οι Μαυρακαίοι
και οι Βραναίοι με άλλους φίλους και όλοι μαζί θα πέρναγαν από τη Σκοτίνα, την
Καρέκη, τον Αγιάννη, θα κατηφόριζαν προς την Λίμνη του Λάδωνα. Μετά θα άλλαζαν
πορεία, θα πήγαιναν δεξιά προς τον Κουρπό με προορισμό τα Κερπινιώτικα Καλύβια.
Εκεί θα
παίρνανε τους γύρω δρόμους, τα μονοπάτια και άλλοι θα πήγαιναν προς τα κάτω,
άλλοι προς τα πάνω, θα ζώνανε το
μισό βουνό με καρτέρια.
Και οι δώδεκα ήσαν τρελοί για το κυνήγι!
Τουλάχιστον έτσι έδειχναν. Οι παντρεμένοι θα έμεναν για λίγο ελεύθεροι και
μακριά από γκρίνιες και σκοτούρες. Άλλοι θα ζούσαν μια περιπέτεια, άλλοι θα
χαίρονταν τα μεγαλεία της φύσης και όλοι μαζί, με τ’ αστεία της παρέας, θα ζούσαν μια ξεχωριστή ημέρα.
Ήταν
Σάββατο. Στα Μαυρακαίϊκα σπίτια είχαν ξυπνήσει μεσάνυχτα. Τα πέντε σκυλιά
χάλαγαν τον κόσμο από το αλύχτισμα.
Είχαν
οσμιστεί, ως φαίνεται, τις κινήσεις των αφεντικών τους από το βράδυ και ήταν
ανυπόμονα. Ο Έρικ ο καστανός σκύλος ,
πήγε ίσια πάνω στον Μίκο, όταν βγήκε από το σπίτι, κουνώντας τρελά την ουρά
του. Ακούμπησε τα μπροστινά πόδια στα γόνατά του. Κείνος έσκυψε ελαφρά να τον
χαϊδέψει και ο σκύλος έφερε την μουσούδα του στο πρόσωπό του, σαν να ήθελε να
τον γλείψει.
__Φύγε από
κοντά μου, του είπε και τον έσπρωξε με το δεξί του χέρι, για να κατέβει από τα
γόνατά του. Κείνο έκανε μια βόλτα γύρω
του και ξανά γύρισε, κουνώντας την ουρά
του και κοιτάζοντας με τα έξυπνα μάτια του μια τον Μίκο και μια τον Σπύρο, που
μόλις ξανάφανε.
Ο Βρανάς
είχε αρκεσθεί να πάρει τα δυο σκυλιά μαζί του. Το τρίτο το άφησε δεμένο για
τιμωρία, για τις δυο κότες που θανάτωσε στα πάνω καλύβια. Όταν τον ρώτησαν
γιατί δεν έφερες και το τρίτο σκυλί τους είπε.
__Το
ξέρετε. Είναι πουλόσκυλο και κυνηγάει τις ξένες
κότες. Δεν είναι για γουρούνια.
Όταν έσμιξαν
είχε φωτίσει καλά. Είπαν «καλημέρα» ο ένας στον άλλον και έκαναν επίδειξη στα ντουφέκια, τις
καραμπίνες, τα δίκαννα και τα μονόκαννα .
__Θά ‘χουμε
καλό κυνήγι, είπε ένας άντρας της παρέας στον αρχηγό της ομάδας, που ήταν δίπλα
του. Ο τόπος είναι υγρός και τα σκυλιά
θα μπουν εύκολα στο ντορό.
__Ελπίζω,
είπε εκείνος.
Όλων είχαν
ανοίξει τα πλεμόνια και χαίρονταν τον καθαρό αέρα. Ξεκίνησαν τον κατήφορο για
την Λίμνη του Λάδωνα. Ο ήλιος ξεμύτισε και τους χτύπαγε κατάματα και η λίμνη
ασημοπράσινη, νωχελική, νυσταγμένη κυμάτιζε ελαφρά από το πρωινό αεράκι και
χάιδευε τα πλευρά της.
Η πάχνη
είχε καλύψει στο βάθος μικρό μέρος του
κάμπου κι ανέβαινε στις ρεματιές προς το δάσος. Η ομάδα χαιρόταν τη φύση, τα
νέα σκηνικά που κάθε λίγο, με την μετακίνησή τους, άλλαζαν. Έβλεπαν τον αέρα να
διώχνει τα λίγα σύννεφα και να φαίνεται ο γαλανός ουρανός. Έβλεπαν την πάχνη να χάνεται απ’ την ζέστη του ήλιου. Τα
άγρια δέντρα που φύτρωναν και έπνιγαν τα ήμερα. Τις νυφίτσες που έτρεχαν να κρυφτούν με το γαύγισμα των
σκύλων και έναν γεροκόρακα, που μονολογούσε την ιστορία της ζωής του.
Περνώντας την λίμνη, το ποτάμι βούιζε και δεξιά ο λόγγος γέμιζε χαρωπές φωνές
πουλιών. Τα σκυλιά αλυχτούσαν και στο βάθος από δυο καλύβια έβγαινε πυκνός
καπνός. Οι κυνηγοί καμάρωναν την ομορφιά και την βλάστηση και τα μάτια τους
αναπαύονταν.
Έφτασαν στα Κάτω Καλύβια. Το μέρος ήταν
γνωστό. Είχαν και άλλες φορές κυνηγήσει γουρούνια εκεί. Περίμεναν τον αρχηγό να
δώσει το σύνθημα.
__Ακούτε
ρε! Προσοχή! μη σκοτωθούμε ή βγάλουμε κανά
μάτι . Θα κάνουμε καρτέρια, διακόσια πενήντα μέτρα μακριά θα
στέκεται ο ένας από τον άλλον.
Δεν ήταν
χαζή η ομάδα που γυρόρχεται στα πάνω και
κάτω καλύβια της Κερπινής. Είχαν πληροφορίες, εκτός από του παπα-Βασίλη, ότι
αγριόχοιροι κατέβηκαν από το βουνό και είχαν σκάψει όλο τον τόπο. Έκαναν
μεγάλες καταστροφές σε τριφύλλια, καλαμπόκια και περιβολικά.
Δεν έφθαναν
οι ζημιές που έκαναν. Δυο καλυβιώτες μίλησαν το πρωί με την ομάδα και τους
είπαν ότι έχασαν δυο θηλυκές μαύρες
γουρούνες, που είχαν στο καλύβι τους!
__ κοιτάτε
μην τις δείτε.
__Οι
αγριόχοιροι φαίνεται πλησίασαν τα καλύβια την νύχτα και απήγαγαν της
ωραιοκάπουλες γουρουνόνυφες, τους είπε ο
Μαύρακας ο Σπύρος, αστειευόμενος. Και ο Καλάκης ο Πάνος συμπλήρωσε:
__Αν
ερωτεύτηκαν με τους ακούραστους αγριόχοιρους, δεν ξέρουμε αν θα επιστρέψουν οι
άπιστες στο κουμάσι τους.
__Να μην
πήγαν στο Δρακοβούνι στο βαθύ δάσος , απέ θα τις βρούμε, συμπλήρωσε ο
Μαύρακας. Τέτοια νυφοκλεψήματα γίνονται
τακτικά . Χθές, μας έλεγε ο παπα-Βασίλης,
είδε ένα μαύρο γουρούνι, άρα κάπου εδώ γυρίζουν.
Ο Μίκος ο
Μαύρακας δίνει το σύνθημα. Δεν αστειεύεται, ο λόγος του είναι νόμος.
__Μην
κάθεστε! Ο καθένας να πάει στο πόστο του!
Έκανε δυο αλλαγές στα καρτέρια.
__ Την
περασμένη Κυριακή είδα δυο μέλη να μαζεύουν καρύδια και βατόμουρα σε ώρα
κυνηγιού! Δεν ξέρετε ότι τα γουρούνια ακούνε τον μικρότερο θόρυβο και
πισωπατούνε και φεύγουνε;
Ο Βρανάς
ανέβηκε σε βράχο κι αγνάντεψε και χαρούμενος,
μα αστειευόμενος, φώναξε:
__Χαμηλά
στην πλαγιά μια αγέλη χοίρων βόσκει. Κάντε το σταυρό σας να μην εισέλθει ο
δαίμονας και μας φύγουν και
ορμήσουν για το ποτάμι και πνιγούν.
Τώρα τα’
αστεία τελείωσαν.Δεν ακούγεται τσιμουδιά. Όλοι έχουν πιάσει μια θέση ολόγυρα
στην βαθύσκιωτη ρεματιά.
Ο Σπύρος
πρώτος παρακολούθησε τ’ αχνάρια των γουρουνιών και άφησε τα σκυλιά να
κατευθυνθούν προς τα κει.
Αυτά
μπαίνουν στον ντορό και γκλαφουνάνε. Αγωνία επικρατεί για λίγο. Το κοπάδι τα γουρούνια διασπάται. Άλλα
ακολουθούν ένα μικρό μονοπάτι, άλλα τραβάνε προς τον Λάδωνα και άλλα ακολουθούν
την δική τους κατεύθυνση προς τα καρτέρια. Τα σκυλιά ακολουθούν και αυτά, άλλο
από δω άλλο από κει, τα γουρούνια.
Οι
γουρουνάδες περιμένουν με το όπλο στο χέρι και σημαδεύουν προς το στενό
πέρασμα. Ένας θόρυβος ακούγεται και ένα κλαρί μετακινείται απότομα . Εκεί που
είναι έτοιμος ο γουρουνάς να ρίξει, βλέπει κέρατα και μια γίδα γκέσα ξανάφανε! Κάποιου καλυβιώτη θα ήταν και
έχει ξεμείνει από το κοπάδι, εσκέφθη.
__Καλά που
δεν έριξα, είπε και γέλασε υπόκωφα.
Πρώτος
ντουφέκισε με το δίκαννο έναν κάπρο ο
Ανέστης ο Βρανάς. Χτύπησε μόνο την ουρά του
και την έκοψε. Ο χοίρος ούτε καν νοιάσθηκε από αυτό το χτύπημα.
Πισωγύρισε όμως από τον φόβο του και εξήλθε πάλι τρέχοντας μέσα από τούφες πουρνάρια.
Πυροβολήθηκε εκ νέου από τον Κώστα Κρατερό.
Αλλά και αυτός δεν ευστόχησε περισσότερο από τον Βρανά. Του έκοψε το
αριστερό αφτί. Φώναξε χαρούμενο προς τον Καλάκη τον Πάνο.
__Μου
φαίνεται ότι κουτσαίνει. Το τραυμάτισα το παλιογούρουνο.
__Σαν να
έχεις δίκαιο, του είπε εκείνος που είδε το αφτί του να κρέμεται. Τα γουρούνια κουτσαίνουν κι από τα αφτιά. Εάν
δεν πυροβολούσε κι ο Καλάκης δεν θα τραυματιζόταν το ζώο σοβαρά.
Ο Βρανάς
άκουσε το γρύλισμα ενός χοίρου κι ανέβηκε σε βράχο. Χαρούμενος φωνάζει στον
Μαύρακα.
__Μίκο, πιο
πέρα στο ξάριο είναι ένα μαύρο γουρούνι,
πηγαίνει προς τα καλύβια.
__Δεν κατάλαβες
ποιανού είναι το μαύρο γουρούνι;
__Τι να
καταλάβω, ρίχτε του μη μας φύγει και το
πάρει ο διάολος.
Ο Μαύρακας γέλασε και του είπε:
__Είναι μια
από τις νύφες, που χάσανε οι καλυβιώτες.
Τα γουρούνια βγήκαν προς τα καρτέρια. Τα
σμπάρα αρχίνησαν κι από τους δώδεκα κυνηγούς. Σαν να γινότανε μάχη σωστή. Ο
καπνός και η μυρουδιά γέμιζε τον αέρα και τον κρότο των ντουφεκιών τον παίρνανε
οι ρεματιές και τα βουνά αντιλαλούσανε.
Όλοι
πίστεψαν ότι έπεσε θανατικό στα γουρούνια.
Τα σκυλιά μαζεύτηκαν και γαυγίζανε κοντά
σε μια σπηλιά που ήταν δυο
μεγάλες τούφες . Εκεί ήταν το λαβωμένο
γουρούνι του Βρανά, του Κρατερού και του
Καλάκη. Δεν αμφέβαλα τελικά για την τύχη του.
Κάτι όρνια
φαίνονταν που κάνανε βόλτες ψηλά στον
ουρανό ,στο Δρακοβούνι και πλησιάζανε στην Παναγιά τη Μαυρομαντηλού. Οσμίστηκαν φαίνεται το λαβωμένο γουρούνι.
Σε ένα ξέφωτο οι κυνηγοί μάζεψαν τη λεία τους.
Πενιχρή συγκομιδή.
Κάθισαν να
ξεκουραστούν λίγο χάμω σταυροπόδι, σε πέτρες σε ξερολιθιές, να καπνίσουν ένα
τσιγάρο και άρχισε να πειράζει ο ένας τον άλλον. Ο Μαύρακας βαθμολόγαγε την κυνηγητική ικανότητα κάποιων
μελών της ομάδας και σχολίασε.
__Ο Βρανάς
του έκοψε την ουρά. Ας την κρατήσει άμα του χρειάζεται. Ο Κρατερός χαμογέλασε και δήλωσε ευχαριστημένος από το
σημάδι του.
__ Για επιβράβευση,
για το αφτί που του έκοψες, θα πάρεις
και το κεφάλι, είπε πάλι ο Μαύρακας.
__ Μα και ο
Καλάκης δικαιούται το δέρμα, είπε ο Βρανάς.
Πλησίασαν
στον χοίρο και το ένα του πόδι ήταν κοντύτερο από το άλλο. Ως φαίνεται είχε
τραυματιστεί παλαιότερα.
__Αμ, γι
αυτό μπόρεσα και το τραυμάτισα, είπε
πάλι ο Κώστας. Ήταν κουτσό και δεν μπορούσε να τρέξει.
Ήταν
Σάββατο αργά το απόγιομα. Όλοι βιάζονταν και περισσότερο ο Βρανάς. To άλλο Σάββατο, δώδεκα Οκτώβρη, παντρευόταν. Έπρεπε να
προφτάσει να ετοιμαστεί.
Όλοι μαζί
κίνησαν για το χωριό. Μουδιασμένοι από τις μεγάλες προσδοκίες που είχαν το πρωί
και το φτωχό αποτέλεσμα με τη πενιχρή συγκομιδή.
Λίγα μεζεδάκια απ’ το κυνήγι προσφέρθηκαν στο
γάμο και όλοι μαζί γλέντησαν στη μεγάλη χαρά.
B GIRAKAS
Μετά από την "Αδελφότητα" των κλιτσόραβδων στη Γλανιτσιά,
ΑπάντησηΔιαγραφήο Βαγγέλης, με το πιο πάνω διήγημά του, μας πάει στο "Σωματείο"
των κυνηγών μας. Είπαμε: Η Γλανιτσιά εξελίσσεται αλματωδώς!
Πάντως η διήγηση είναι πολύ γλαφυρή και αρκετά ενδιαφέρουσα,
γιατί στην εποχή μου δεν υπήρχαν αγριογούρουνα στην περιοχή μας
και δεν είχαμε σκηνές, όπως αυτές που περιγράφονται στο κείμενο.
Γέλασα με τις αδεξιότητες, τις προχειρότητες και τα άλλα αστεία των
αυτοαποκαλούμενων κυνηγών, αλλά είδα και το έμπειρο μάτι του αρχηγού
που τους προστάτευε.
Όσο για τη λεία τους, ξέρουμε: "Του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο.
δέκα φορές είν΄αδειανό και μια φορά γεμάτο!"
Τους εύχομαι καλή Κυνηγετική περίοδο και να πράττουν σύμφωνα
με τα νόμιμα.
Για ότι και να έγινε στη Μαυρομαντηλού, μικρός σκοτωμός, μεγάλος σκοτωμός
ΑπάντησηΔιαγραφήέχει ευθύνη και ο... παπα-Βασίλης, ως ηθικός αυτουργός!
Άραγε πλήρωσε γι' αυτό ή έλαβε την αμοιβή του;
Το γράφω για να γελάσουμε.....
Η περιοχή του κυνηγιού παράγει καρύδια, μούρες και ντομάτες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε θα μπορούσαν αυτά τα καλούδια να αφήσουν αδιάφορους
τους κυνηγούς και ιδίως όσους ήσαν της προσκολλήσεως...