Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Ο ΓΕΡΟ ΤΣΙΟΤΣΙΟΛΑΣ 1906 -1993



Του Βαγγέλη Κ Χριστοπούλου

Ήταν γιός του Χρηστάκη Φουρνόδαυλου  (Μποσμή) και της Δέσπως και γεννήθηκε δίδυμος με το Γιάννη τον Μποσμή (Τσαγκαρόγιαννη). Σε πολλά έμοιαζαν με τον αδελφό του. Είχε πυροκόκκινα  μάγουλα, χοντρή μύτη, χοντρά και σαρκώδη χείλη. Τα μάτια του ήταν σαν  καταγάλανες χάντρες σε βαθιές κόγχες. Είχε παχιά φρύδια , στρογγυλό   κούτελο, πυκνά μαλλιά στο κεφάλι, ελαφριά γενειάδα και ένα αιώνιο γλυκό χαμόγελο στο στόμα.......
Δεν τον θυμάμαι ποτέ κατσουφιασμένο. Αντίθετα τον θυμάμαι να λαμποκοπά από αγάπη, καλοσύνη και  συμπόνια.  Ήταν ευλογημένος άνθρωπος, πρόσχαρος, γλυκομίλητος, απονήρευτος και πονετικός.
  Χαιρόταν κάπως ανέμελα τη ζωή του, με το λίγο ψωμί και κάποτε με προσφάι που του τύχαινε. Αλλά και  σαν γεωργός, σαν τσοπάνης, σαν ξωμάχος, σαν οικογενειάρχης  ήταν ευχαριστημένος.
Έβοσκε τα πρόβατά του, στις καταπράσινες  βουνοπλαγιές  της Κουκούλας, της Αγίας Παρασκευής , κάτω από τον ζωογόνο ήλιο, τον έναστρο ουρανό,  με την συναυλία των πουλιών, με το νερό της βροχής, τις αστραπές και τις βροντές.
Με τις ιστορίες του, τα καμώματά  του, τα τραγούδια του, με το παίξιμο της φλογέρας του,  σκόρπαγε  αισιοδοξία και χαρά στους γύρω του. Τραγούδαγε και έπαιζε με την φλογέρα του, παραπονιάρικα τραγούδια για να εξιστορήσει και να θυμηθεί τον θάνατο δικών του ανθρώπων.  Έλεγε τραγούδια της πικραμένης μάνας, που έχασε το παιδί της.
 Έξω στην φύση στα καταράχια , στις απέραντες βουνοκορφές που «συριάναγε», έλεγε και έπαιζε τραγούδια για τον έρωτα, τραγούδια εύθυμα, σκωπτικά, συρτά και τσάμικα .

Είναι καλοκαίρι και ο Μπάρμπα Γιώργης (αυτό είναι το όνομά του) βόσκει τα πρόβατα στα βόρια του χωριού, στα Διαβολάκια,  που είναι ψηλώματα, μέσα σε χούνες και καταράχια.
Μια προβατίνα του, η  Σκούκια, βέλαξε δυο φορές και ήρθε κοντά του. Μύρισε το τράστιο που κρεμόταν στον ώμο του και κείνος έβγαλε από μέσα  μια μπουκιά ψωμί  και τη φίλεψε.   Αγάπαγε τις προβατίνες του μα πιο πολύ την Σκούκια.
__Πρόβατα είναι αυτά σκεφτόταν.  Τα βράδια πηγαίνουν τα έρμα σε ζημιές. Δεν στέκονται να βοσκίσουν και φεύγουν για την πίσω πλευρά που είναι κάμπος, σε απαγορευμένο μέρος και αμποδεμένα χωράφια. Πίσω στην Κόκκινη έχουν σπείρει οι Βαλτεσινιώτες ξερικά αραποσίτια και ενδιάμεσα κλάρες ρεβύθια, αν πάνε  τα πρόβατα εκεί, χάθηκε.  Θέλοντας και μη θα κοιμάμαι μαζί τους   μέχρι να συνηθίσουν και να μην φεύγουν  και πηγαίνουν σε ζημιές. Ήθελε να προλάβει ζημιές, αγροφύλακες, μηνύσεις, τζερεμέδες.
 Τ’ ανίψια μου ακόμη να φανούν, σκεπτόταν.  Τι να ‘γιναν

Πάει η μέρα σχεδόν τέλειωσε, ο ήλιος δυο βοϊδόσχοινα ψηλά,  από τα Καρυτινά βουνά, πάει να κρυφτεί και τα πουλιά ακόμη  πετούν από κλαδί σε κλαδί και έδιναν τους τελευταίους  κελαδισμούς των.
 __Αυτά τα παιδιά που ν’ ναι τώρα;  Χθες τέτοια ώρα ήταν εδώ και μου άφησαν τα πρόβατά τους να ξενυχτήσουν με τα δικά μου. Μονολόγησε.

  Τα πρόβατα πήραν το ζυγό και ήρθαν κατάλακα να βοσκίσουν όσο να βραδιάσει καλά και να μην είναι μακριά από τις κοιμίστρες.  Ο γέρο Τσιότσιολας  πήρε ένα μονοπάτι , μέριασε
πού και πού  κάτι πουρνάρια  που το  έκλειναν και δεν τον άφηναν να περπατήσει  και,  περικοπά, ανέβηκε στα μεγάλα πρίνια,  ξάγναντα στην λάκα με τα πρόβατα και στα γύρω βουνά. Καθώς αγναντεύει εδώθε, κείθε, μακριά,  φαίνονται οι χαράδρες στα απέναντι βουνά με τους ίσκιους τους σιγά-σιγά να θεριεύουν, τα  χρώματα  της φύσης να εναλλάσσονται μαγευτικά  και οι χλωμές αχτίνες του ήλιου να δίνουν αχνή λάμψη στα φυλλώματα των δέντρων. Έτσι, μες στη σιγαλιά,    του ήρθε  η επιθυμία να παίξει με την φλογέρα του.
Από μια διχάλα ενός πρίνου φτάνει την κάπα του, την ξεδιπλώνει και την στρώνει κατά γης. Στον ώμο του κρέμεται το τράστο του. Παίρνει από μέσα την φλογέρα του, το αφήνει μαζί με την γκλίτσα του στα πλάγια και κάθεται σταυροπόδι πάνω στην κάπα.
Αυτή τη φλογέρα , την  είχε φτιάξει μαζί με δυο άλλες ακόμη, από καλάμια που φύτρωναν στην κάτω Λιάσκοβα. Τις δύο πρώτες τις δοκίμασε τα προηγούμενα δειλινά. Ήταν λεπτές, με καημένες τις τρύπες εκεί  που ακούμπαγε τα δάχτυλα πάνω τους.  Απόψε ήταν η σειρά της τρίτης φλογέρας   να τραγουδήσει τους κρυφούς θησαυρούς της ψυχής του, τα τραγούδια του βουνού και της στάνης.
Έβαλε την φλογέρα στο στόμα του, φύσηξε μέσα της , φούσκωσαν τα μάγουλά του σαν ασκί, μα ούτε αέρας έβγαινε έξω, ούτε ήχος ακουγόταν!
Σκέφτηκε ότι είχαν  μπει μέσα της ψίχουλα, από το ψωμί που είχε στο τράστο του. Τη χτύπησε ελαφρώς  με το δεξί χέρι και βγήκαν μικρά κομμάτια ψωμιού. Ξανά έφερε την φλογέρα στο στόμα του, φύσηξε δυνατά  και κύματα μουσικών φθόγγων ακούστηκαν.
Το ελαφρό αεράκι παίρνει τους γλυκόλαλους ήχους της φλογέρας και τους διασκορπίζει μακριά. Κάτω από το φύλλωμα του ψηλού πρίνου, ο γέρο Τσιότσιολας συνέχιζε να παίζει την φλογέρα του. Τα πρόβατα στρέφουν τα μάτια τους προς αυτόν μεθυσμένα από τους γλυκόλαλους ήχους της.
Αλλάζει συνέχεια τα δάκτυλά του στις τρύπες της φλογέρας και με το συνεχόμενο φύσημα παίζει κλέφτικα τραγούδια. Ο αέρας παίρνει στα φτερά του, τους ήχους και τους φέρνει στα ψηλά καταράχια που είναι άλλα τσοπανόπουλα. Εκείνα σε λίγο θα έρθουν κοντά του να στήσουν τον χορό. Άκουσε το «σιούριγμά» τους που έφερναν τα πρόβατά τους εκεί κοντά.
Ο γέρο Τσιότσιολας μετακινεί και στυλώνει  το κουρασμένο κορμί του , στον κορμό του πρίνου και  απλώνει τα πόδια του.  Παίρνει μια ανάσα , στρέφει ελαφρώς το κεφάλι του δεξιά προς το χωριό, φέρνει την φλογέρα με τα δυο του χέρια στο στόμα και παίζει τραγούδια της αγάπης σε γρήγορους ρυθμούς.
Κλείνει τα μάτια του, κολλά τα χείλη του στην φλογέρα και κείνη γλυκοκελαηδεί και δίνει ρυθμό στα λόγια. Τα δάχτυλα άλλα αγγίζουν τις τρύπες, άλλα τις κλείνουν και άλλα βρίσκονται στον αέρα και ο ήχος εξέρχεται πλούσιος, γλυκός, μεθυστικός. Άλλοτε πάλι βγαίνει μελαγχολικός και άλλοτε χαρούμενος.
Ο ίδιος χαίρεται και σταματά για λίγο την φλογέρα . Με την γλυκιά μελωδική φωνή του, τραγουδά τώρα με το στόμα, τους στίχους του τραγουδιού. Φτιάνει και δικούς του στίχους, τους συμπληρώνει ανάλογα με τα ταξίδια του μυαλού του σε δικούς του καημούς και πόνους. Σταματάει για λίγο, παίρνει μια ανάσα και με την φλογέρα του και την φωνή του εκφράζει τον δικό του καημό, την δική του θλίψη, την δική του αγωνία και αγάπη. Για να το νοιώσει  καλύτερα παίζει σιγά σιγά, να το ακούει καλύτερα και να το χαίρεται μόνος του. Είχε δει στο απέναντι καταράχι, τα πρόβατα με τ’ ανίψια του. Το Θοδωρή της Πατσιέβως , τον Αντρέα του Τάκη και τον Χρίστο του Τζιράκα. Τσοπανόπουλα κείνα, αχώριστα κι αδερφωμένα, πότισαν το δειλινό  τα πρόβατα στην Λιάσκοβα και σιγά σιγά ανέβηκαν προς του Μπαρμπά τα βράχια και στις Απάνου Ράχες. Ύστερα πέρασαν από του Ζαρντέ και στου Μπόβου και, όπου να ‘ναι, θα έρθουν κοντά του στην Αγία Παρασκευή. Σε λίγο θα τον φορτωθούν να παίξει με την φλογέρα τα δικά τους χορευτικά τραγούδια, να χορέψουν και να ευχαριστηθούν.
Πριν έρθουν κοντά του παίζει και τραγουδά το δικό του τραγούδι με την φλογέρα πρώτα και με την γλυκιά και παραπονεμένη φωνή του ύστερα, όπως μας το γράφει ο Παλιοπυργήσιος στην ποιητική του συλλογή.  Γιαννάκη, τι τα φόρεσες….

            __Γιαννάκη, τι τα φόρεσες τα γιορτινά σου ρούχα
            και το σελάχι το χρυσό, τ’ αργυρογαζωμένο,
            μη σε καλέσαν για να πας νουνός να στεφανώσεις;
            __Δεν με καλέσαν για να πάω νουνός να στεφανώσω,
            ο Ντεληγιάννης μου ‘γραψε, μέσα από την Αθήνα,
            να πάω στην Κοντοβάζαινα, που ‘ναι δημοπρασία,
            να πάω να πάρω τα χωριά στην Κάτω-Γορτυνία,
            να μην τα πάρει ο δήμαρχος κι ο μπέης ο αστυνόμος και χάσουμε την εκλογή.-
  
Συνέχεια χωρίς ανασασμό είπε το Τραγούδι:
                       Κώστα τα χιόνια λειώσανε και τα πουλιά το λένε
 και συ, Κώστα μ’, στη φυλακή στα σίδερα     κλεισμένος.
          Σπάσε, Κώστα, τα σίδερα, κόψε τις αλυσίδες,
          να ‘ρθεις, Κώστα μ’, στο σπίτι σου, να ‘ρθει
          στη φαμελιά σου.-

Κοντεύει να βραδιάσει. Το μπουλούκι τα πρόβατα των ανιψιών με τα δικά του σμίγουν στη μεγάλη λάκα. Εκείνοι συναντιόνται  κοντά  στα μεγάλα πρίνια , στο ίσιωμα στην Αγία Παρασκευή , πάνω στον λατρευτικό χώρο, κοντά στον Ναό. 
__Μπάρμπα, καλώς σε βρήκαμε, του είπαν και οι τρείς μαζί. Μην στέκεσαι. Άιντε βιάσου. Νυχτώνει, όπου να είναι και σε λίγο  δεν θα βλέπουμε να χορέψουμε. Παίξε την φλογέρα.
__Σταθείτε πρώτα  να σας ιδώ, να ξαποστάσετε κιόλας   λίγο και  να μου ειπείτε και κανένα νέο, απέ έχουμε καιρό για τραγούδι και χορό. Μη βιαζόστε, έχουμε  και νύχτα.  Δεν κιόνεται ολότελα.  Δεν θέλει να τους χαλάσει την κάψα όπως τους λέει , έχει και τρία βράδια να παίξει για τα ανίψια του και να τραγουδήσουν μαζί.  Εκείνα πάλι  βιάζονται να φέρουν τους γύρους τους, γιατί σε λίγο θα αφήσουν το μπάρμπα Τσιότσιολα  να ξενυχτήσει με τα πρόβατα εκεί στα καταράχια.
Εκείνα  θα πάνε  στο χωριό να κοιμηθούν και με το χάραμα θα είναι  κοντά του. Εκείνος θα έβρισκε ένα απάγκιο, θα έστρωνε την καπότα του και θα κοιμόταν. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Ξεκίνησε με την φλογέρα το χορευτικό τραγούδι : Τσέλιγκα γέρο-τσέλιγκα…
           
            Σ’ αυτές τις ράχες τις ψηλές – λεβέντες μου που πάτε.
            Σαν βλέπει ο γέρο-τσέλιγκας –τα νιάτα του θυμάται
            __Τσέλιγκα γέρο-τσέλιγκα, του λεν δυο βλαχοπούλες.
            Πόσες φορές ανέβηκες-ετούτες τις ραχούλες………
                                    
Οι τρείς νέοι, χαχανίζοντας στην αρχή, πιάστηκαν στο χορό, γεμάτοι ευθυμία και χαρά. Φέρνουν γρήγορους γύρους, όπως είναι ευκίνητοι, σηκώνουν τα πόδια και χτυπούν τις φτέρνες. Καλοτυχίζουν το γέρο Τσιότσιολα , τον κοιτάζουν παράξενα για το όμορφο παίξιμο που κάνει και του φωνάζουν:
__Να μας ζήσεις μπάρμπα. Βλέπεις, τον έχουν και πρώτο μπάρμπα και   ότι θέλουν απαιτούν. Εκείνος διώχνει το βλέμμα του από την φλογέρα  και κοιτάζει τα’ ανίψια του. Τα καμαρώνει και όταν τελειώνει το ένα τραγούδι, βαράει το άλλο, να χορτάσουν χορό και να ευχαριστηθούν.  Συνεχίζει με το τραγούδι « Να ‘χα νεράντζι να ‘ριχνα…» και κάθε στροφή που τελειώνει   με την φλογέρα,  όλοι μαζί το λένε με το στόμα.
           
            __Να χα νεράντζι να ‘ριχνα στο πέρα παραθύρι,
            να τσάκιζα το μαστραπά που ‘χει το μόσχο μέσα.
            Για σεν’ τα λέω, αγάπη μου, που ‘σαι στο παραθύρι.
            Το μαντηλάκι που κεντάς , εμένα να το στείλεις…….

__Μπάρμπα πάρε ένα τσάμικο, του είπε ο  Θοδωρής  και έκανε πως έβγαλε λεφτά από την τσέπη του παντελονιού του και τα έριξε μπροστά του . Σταμάτησε ο γέρο Τσιότσιολας  για λίγο το παίξιμο, δεν μπόρεσε να συνεχίσει από τα γέλια και ύστερα όταν συνήλθε του είπε.
__Μην τα χαλάς Θοδωρή όλα τα λεφτά στα όργανα. Θα τα χρειαστείς .  Εκείνος σήκωσε μέχρι τον ώμο το δεξί του χέρι, στρογγύλεψε τα δάχτυλα σαν ποτήρι και το  ‘φερε στο στόμα του πως τάχα έπινε κρασί και φώναξε: 
__Εβίβα μπάρμπα, και όλοι άσπρο πάτο. Όλοι έκαναν πως πίνουν κρασί και πέταξαν τα ποτήρια κατά  γης.
   Γέλασαν  με τα καμώματα του Θοδωρή και ο μπάρμπας με πάθος ξεκίνησε να  παίζει το τραγούδι της Γκόλφως. Εξιστορεί, τον καημό και τον πόνο του Τάσου, που την περιμένει και εκείνη δεν φαίνεται.

            __Πού ήσουνα, Γκόλφω, καημένη Γκόλφω,
            πού ήσουνα Γκόλφω κι άργησες
            και νύχτωσε και βράδιασες;
            __Ήμουνα, Τάσο, καημένε Τάσο, - ήμουνα, Τάσο, στο Χελμό
            που ‘ναι τ’ αθάνατο νερό.
            __Τ’ αρνιά βελάζουν, - Γκόλφω φωνάζουν,
            τα’ αρνιά βελάζουν στο μαντρί – κι η Γκόλφω άργησε να ‘ρθει.

Με το τελείωμα του τραγουδιού, όλοι στρέφουν το βλέμμα τους  απέναντι στις απάτητες γυμνές κορφές του Χελμού που φαίνονται από κει και ονειρεύονται. Συνεχίζει να παίζει με την φλογέρα του τραγούδια για την ομορφιά της βλάχας και τα ειδύλλια των τσοπάνηδων και της αγάπης, όπως:

            Στην κεντημένη σου ποδιά , μωρ’ βλχάα,
μωρ’ βλάχα, βλαχοπούλα κι Αρβανιτοπούλα,
Λαλούν αηδόνια και πουλιά, μωρ βλάχα,
βλάχα, η βλαχοπούλα, μωρ’ εσύ τα ξέρεις ούλα,
Στην κεντησμένη σου ποδιά, εκεί θα ‘ρθω να πέσω……

Του γέρο Τσιότσιολα η καρδιά χτυπά, όπως τότε παλιά, που τραγούδαγε κοντά στο χωριό, λίγο μακριά από το σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του, της  Κατερίνης, κόρης του Μαρουδή. Άπλωσε το χέρι του να σταματήσουν οι άλλοι να τραγουδούν  και άρχισε μια με την φλογέρα, μια με την βαθιά του φωνή να λέει το τραγούδι:
« Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί……»

              __Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί- τα πρόβατα στην στρούγκα
Κι η Χρύσω δεν εφάνη – να ροβολάει στη στάνη
Με το κόκκινο γιουρτάνι

Κάποια στιγμή σταματάει και τους προσκαλεί να τραγουδήσουν όλοι μαζί το τραγούδι:
 «Να ήταν τα νιάτα δυο φορές τα γερατιά καμία…..»
Θέλει αυτό το τραγούδι να το αποθανατίσει και με την φλογέρα του, να μεταφέρει τον καημό του στους νέους, στ’   αγρίμια του δάσους, σε όλο τον κόσμο.
__Μπράβο μπάρμπα , θαυμάσιος, λέει ένας από τους τρείς  και οι δυο άλλοι ψιθυρίζουν είσαι άφταστος!
Θέλουν να του δώσουν θάρρος, βλέποντας ότι ο γέρο – Τσιότσιολας δεν έχει την μελωδικότητα και τα γυρίσματα στα τραγούδια όπως παλιά. Το φύσημα στην φλογέρα είναι μικρό και τα δάχτυλα δυσκίνητα.  Κάποια στιγμή χασκογελούν και τον πειράζουν .
Τον βάζουν μπροστά στο χορό να χορέψει  και του τραγουδούν και κοινού το τραγούδι:
 Θα χορέψεις, γέρο – βρε γέροντα, θα χορέψεις, γέρο, θέλεις- δεν θές .
Θα χορέψεις, γέρο, θέλεις- δε θες και θα πεις τραγούδι για τις ξανθές.
Για θυμήσου γέρο, τα νιάτα σου, τα καμώματά σου, τα νάζια σου……
Εκείνος κάνει τα νάζια του,  φέρνει δυο γυροβολιές και  αποσταμένος,   καταλαβαίνει ότι τον πειράζουν. Σταματά το χορό  και  τους λέει:
__Έπρεπε να σας είχα, εδώ και σαράντα χρόνια και να βλέπατε ποιος ήταν ο μπάρμπας σας.
Ψηλά στον καταγάλανο ουρανό, λάμπει η Σελήνη και δεξιά της λαμπυρίζει ένα αστέρι, σαν ακόλουθός της και ύστερα άλλο και άλλο, τόσα πολλά που δεν μετρούνται. Στην μεγάλη λάκα τα δυο κουδούνια των ζώων ακούγονται που βόσκουν στις καλαμιές.
Πιο κει στο καταράχι τα πρόβατα έχουν καταλαγιάσει και ετοιμάζονται να κοιμηθούν.
Τα ανίψια του, του λένε να έχει το  νου του και στα δικά τους πρόβατα μέχρι αύριο, τον  καληνυχτίζουν   ευχαριστημένα,   σούρνουν τα πόδια τους  στο μονοπάτι  και τραβάνε για το χωριό .
Ο γέρο Τσιότσιολας με την καπότα του,  βρίσκει απάγκιο σε μια τούφα  κοντά στα πρόβατα και ετοιμάζεται για ύπνο.
Τούτες οι εικόνες, αυτά τα τραγούδια που ακούγονται κάτω από τον γέρικο πρίνο, έρχονται στ’ αυτιά μου από τους τσοπάνηδες , τις καλοκαιριάτικες νύχτες.  Από τις λυγερόκορμες κοπέλες του χωριού μας στο θέρο, στον τρύγο, στο πλύσιμο, στην ξέλαση τότε που το χωριό είχε ζωή.-
                                                           
B GIRAKAS  3/11/2014
               



4 σχόλια:

  1. Δεν θα μπορούσες Βαγγέλη να περιγράψεις με καλύτερο τροπο αυτές τις πανέμορφες εικόνες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δώσε εικόνες Βαγγέλη δώσε θύμισες δώσε νοσταλγία και γύρισε μας πίσω πολλα χρονια. Μη σταματας να γράφεις αυτή ειναι η ιστορία μας αυτή ειναι η ζωή μας έτσι ζήσαμε και αυτά ειναι που εχουν αποτηπωθει στο μυαλό μας και μας κάνουν να γελάμε.με μεγαλη νοσταλγία για τα χρονια τα ξέγνοιαστα διαβάζω και ξαναδιαβαζω και δεν το χορταίνω. Να σε εχει ο θεος καλά και να μας βγάζεις απο τη μιζέρια και την κακομοιριά που μας εχουν ρίξει. Κανε αντίσταση στα άσχημα χρονια που ήρθαν με τα ομωρφα ευθυμογραφήματα σου. Ο πάντα φανατικός σου αναγνώστης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΑΝΑΛΟΓΊΖΟΜΑΙ ΠΌΣΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΊΕΣ ΕΧΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
    ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ, ΜΕ ΗΡΩΑ ΤΟΝ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΤΣΙΟΤΣΙΟΛΑ.
    Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΣΤΑΘΙΤΣΑ, ΠΟΥ ΖΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ. ΠΟΣΑ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΗΣΕΙ, ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ, ΓΙΑ ΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ΠΕΡΝΟΥΣΑ ΚΑΠΟΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΠΑΛΙΖΟΥ,ΗΤΑΝ ΞΑΠΛΩΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ,ΕΒΟΣΚΕ ΜΙΑ ΔΥΟ ΓΙΔΕΣ ΑΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΛΑ.ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΤΤΟΥ ΛΕΩ,ΕΕΕ ΠΟΙΟ ΕΙΣΑΙ ΜΑΤΙ ΜΟΥ ΛΕΕΙ,ΠΟΥ ΝΑ ΜΕ ΓΝΩΡΙΣΕΙ ΚΙΟΛΑΣ,ΤΟΥ ΕΙΠΑ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ.ΚΑΛΩΣΜΟΥΤΟ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ??ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΩΣΜΟΥΤΟ,ΤΟ ΑΚΟΥΩ ΑΚΟΜΑ,ΘΕΟΣ ΣΥΧΩΡΕΣΤΟΝ

    ΑπάντησηΔιαγραφή