Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

ΟΙ ΣΜΙΧΤΕΣ

Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου

Τέτοιον   καιρό, κοντά του Αγίου Κωνσταντίνου που έπιανε για καλά η άνοιξη, έσμιγαν οι τσοπάνηδες  τα  λιγοστά γιδοπρόβατά τους  για να τυροκομούν πιο εύκολα και να μην έχουν παιδεμό όλη την άνοιξη με μια στάλα  γάλα που έπιανε ο καθένας .  Πέντε- έξι  μικροτσοπάνηδες,.....
αφού συζητούσαν και «κάλιαγαν», άρχιζαν την συνεργασία. Όλοι σχεδόν οι κτηνοτρόφοι του Χωριού ακολουθούσαν αυτή τη μέθοδο. Εξασφάλιζαν έτσι 60-70 γαλάρια πράματα, κάποτε και περισσότερα και γινόταν καλύτερη δουλειά. Πολλές στρούγκες στήνονταν σε διάφορα πρόσφορα μέρη του χωριού. Στις Μυγδαλές, στου Λόλη, στο Στρογγυλό κλπ. Φέτος συμφώνησαν μια παρέα  σμίχτες ν’ αρμέγουν τα πρόβατα στο χωράφι του Ξούρια, στη Σπηλίτσα. Εκεί ήταν μια μεγάλη στρούγκα και δυο φουντωτές αχλάδες να σταλίζουν τα πρόβατα. Το χωράφι ήταν σε καταράχι  και ερχόταν πάντα δροσερό αεράκι τόσο ευεργετικό ιδίως τα μεσημέρια. Σ’ ένα  ίσιωμα, φραγμένο γύρω - γύρω , ήταν ο βορός, για να κοιμούνται τα πρόβατα και να μην φεύγουν τα βράδια. Αυτό συνέφερε και τον Ξούρια τον Πάνο να αρμέγουν δηλαδή  τα πρόβατα στο χωράφι του για να κοπριστεί και να κάνει, του χρόνου που θα το ‘σπερνε ,λίγο σιτάρι παραπάνω. Πέρσι τα είχαν στο χωράφι του Καραλή, στην Ποριά και πρόπερσι στις Ράχες του Ντίνου.

Συμφωνημένα από πριν, ο Πάνος ο  Ξούριας, ο Κώστας ο Μαρουδής, ο Δημήτρης ο Καραλής, ο Ντίνος ο Τζιράκας  και ο Πίκουλας ο Λάμπρος ,ένα ανοιξιάτικο απόγευμα,  έφεραν  τα πρόβατά τους στη Σπηλίτσα να συνηθίσει το ένα μπουλούκι το άλλο ,αφού από το ίδιο βράδυ θα κοιμούνταν  στον ίδιο χώρο.  Οι πέντε Σμίχτες και τέσσερα από τα παιδιά τους βρέθηκαν κείνο το απόγιομα εκεί ,επί τόπου.
Φαίνονται όλοι τους κουρασμένοι και γερασμένοι από τα βάσανα, την σκληρή δουλειά , το άγχος και την αφαγανιά. Είναι όμως χαρούμενοι, αισιόδοξοι , συνεργάσιμοι, γελαστοί. Η σμιξιά, βλέπεις, δημιουργούσε σε όλους υποχρεώσεις κι έπρεπε δίκαια και με σεβασμό ο ένας για τον άλλον να συνεισφέρουν! Η αδιαφορία κάποιου δημιουργούσε προστριβές και κίνδυνο διάλυσης της «εταιρείας»!
Ξεκίνησαν με προθυμία!
Πάνω στις ξερόμαντρες  ολόγυρα στο χωράφι έβαλαν πουρνάρια να ψηλώσουν και να φραχτεί ο τόπος καλύτερα  για να μη δραπετεύουν τις νύχτες τα πρόβατα και οι λιγοστές γίδες. Τώρα που ήταν άνοιξη, η χλόη γύρω περίσσευε τρυφερή και καταπράσινη και   είχαν καβαλλήκει τις φράχτες  λογής περικοκλάδες και άλλα αναρριχώμενα λουλουδιασμένα χόρτα και στόλιζαν όμορφα το φράχτη.Κοντά στο μεγάλο πρίνο έβαλαν τις φούρκες και το λεβετόξυλο να κρεμούν το λεβέτι με το γάλα.  Κουβάλησαν καρδάρες, καρδάρια, λεβέτια και όλα τα σύνεργα να πήζουν το τυρί και να φτιάνουν τις μυζήθρες.!...
 Μετά από πενήντα εννέα χρόνια μου φαίνεται πως ξαναζώ εκείνες τις πανέμορφες εικόνες με τους γέρους μας, να συνεργάζονται, να καλαμπουρίζουν, να μαλώνουν , να πήζουν το τυρί…..
Να!.. Τους βλέπω να κάθονται στα στρουγκολίθια και να αρμέγουν, και ο κούκος ν’ ακούγεται στα Σφενταμάκια,  στου Λάμπρου το Τσιούμπι, στη Βιολέτα, στις Γούρνες , στην Μπαλιζού!... Και να τύχει ,να τον έχουμε κιόλας «ρουμπώσει»!... Τι στιγμές νοσταλγικές!..... Ανεπανάληπτες!...
Οι δουλιές όμως ήσαν εκεί και περιμένουν τους σμίχτες.
Ανά δύο ή τρείς έμπειροι  θα οδηγούσαν τα γαλάρια να βοσκήσουν στα καλύτερα λειβάδια,  να  τα παραβολιάσουν ανάμεσα στα σπαρμένα χωράφια, χωρίς να  κάνουν ζημιές. Η καλή διατροφή τους θα έφερνε και περισσότερο γάλα! Συγχρόνως  θα κάνανε καλή παρέα και θα τραγουδάγανε στον ατέλειωτο χρόνο της άνοιξης.
 Ένας άλλος θα φύλαγε τα στέρφα και τα κριάρια, που τα χώρισαν την πρώτη ημέρα της σμιξιάς .
 Τις περισσότερες φορές βόηθαγαν και τα τσοπανόπουλα ,τα παιδιά τους, στο φύλαγμα και την βοσκή κι έτσι είχαν το χρόνο οι Σμίχτες να κάνουν μικροδουλειές, τις δουλειές του σπιτιού τους , να κουβεντιάζουν και να πήζουν το τυρί.
Ο τόπος είχε πιάσει πολύ χορτάρι και οι τσοπάνηδες έπιαναν την πλαγιά του μικρού λόφου, ξάπλωναν χάμου και τα πρόβατα απλωμένα στα γούπατα, στις λάκκες βόσκανε αμέριμνα.
Ο Κώστας ο Μαρουδής  είχε συνήθεια κι όταν έβοσκε τα πρόβατά του στις κρύες μέρες  του χειμώνα, έπαιρνε μαζί του μια  τσίτσα με κρασί για να ζεσταίνεται,  όπως έλεγε. Αυτό όμως του είχε γίνει «ζακόνι». Έτσι  και τώρα που ήταν καλός καιρός και είχε σμίξει τα πρόβατά του , δεν αποχωριζόταν την τσίτσα του. Στη γυναίκα  του έλεγε ότι παίρνει νερό να βρέχει το πολυκαιρινό ξερό ψωμί, μην του κομπιάσει στο λαιμό και να μην χαλάει και τα δόντια του!
Ο γέρος του όμως, καθώς τέλειωνε γρήγορα το κρασί ,καταλάβαινε ότι ο γιός του, κρυφά γέμιζε την τσίτσα με κρασί . Γι αυτό πολλές φορές αναγκαζόταν να βγάλει την κάνουλα από το βαγένι!
Μάλιστα μια Χρονιά που τέλειωσε το κρασί πριν λήξει  ο χειμώνας, παραπονέθηκε στο καφενείο ότι  κλέφτες είχαν μπει κρυφά στο κατώι , που το είχε κλειστό μόνο με το μάνταλο και του είχαν κλέψει το κρασί!
«Οι κλέφτες, έλεγε, δεν φτάνει που κλέψανε , όσο κλέψανε, αλλά αφήσανε και την κάνουλα του βαγενιού να στάει,  κι  εχύθη    κάμποσο». Τα  έμαθε ο γιός του ο Κώστας  αυτά που ειπώθηκαν στο μαγαζί , από τον φίλο του τον Καραλή και γέλασαν πονηρά. Είχε μερτικό, πού και πού ο Καραλής .Κι ο Ξούριας   τον καλούσε να φυλάνε μαζί τα γαλάρια για να πίνουν κρασί, χωρίς αποτέλεσμα όμως.
Ο  Κώστας ο Μαρουδής, έπαιρνε τα στέρφα πρόβατα, τις  αρνάδες με τα κριάρια και  τα  βετούλια και τα πήγαινε για βοσκή στα Πλουμπιά. Έπρεπε να είναι μακριά από τα γαλάρια , να μην τα προκαλούν με το βέλαγμα και δεν βόσκουν. Όταν τύχαινε τα γαλάρια να περνούν πλησίον των στέρφων που έβοσκαν, χάλαγε ο τόπος από τα βελάγματα και τις μυστικές συνεννοήσεις που κάνανε μεταξύ τους.  Έχουν τον τρόπο τους τα ζωντανά να επικοινωνούν ανάμεσά τους. Αυτόν τον τεχνητό χωρισμό δεν τον θέλουν καθόλου, αλλά επιβάλλεται από τους κανονισμούς της σμιξιάς. Ο Κώστας ο Μαρουδής υπεραγάπα τα ζωντανά και τα δικά του και των σμιχτών. Ανέβαινε στα χωράφια μέχρι την Τάρνοβα, που ήταν απάτητη και παχιά  η χλόη. Εκεί έβοσκε τα στέρφα παρ’ όλον ότι οι άλλοι σμίχτες ήθελαν να βόσκουν εκεί μόνο τα γαλακτερά πρόβατα.
Οι σμίχτες είχαν αποφασίσει, όταν πρωτόσμιξαν τα πράματά τους, να πάρει το γάλα από μία ημέρα ο καθ’  ένας για να φτιάξουν άρμη στο τυροβάρελό τους,  να έχει να βρέχει η οικογένειά τους το ξερό ψωμί  της.  Ο γέρο Μαρουδής παρακάλεσε: «όταν έρθει η σειρά του να πάρει το γάλα για να κάνει άρμη , να τον βοηθήσουν οι άλλοι να πήξει καλά το γιαούρτι και να το αλατίσουν εκείνοι». Δυο συνεχόμενα χρόνια που το έκανε μόνος του δεν έπηζε το γιαούρτι , έριχνε πολύ αλάτι και η άρμη γινόταν ντωτή και λύσσα.
Δέκα ημέρες πέρασαν αφότου σμίξανε τα πρόβατα  και όλα πήγαιναν θαυμάσια.  Όταν τέλειωνε το μεσημεριανό  άρμεγμα ,έπρεπε να φάνε οι τσοπάνηδες για να πάνε τα πρόβατα για βοσκή.
Πώς τα δόλια να κατεβάσουν γάλα τρείς φορές την ημέρα;
Έβαλαν κοντόγιομα γάλα σε μια καρδάρα και έτριβαν ψωμί ξερό, σμιγαδένιο, μπομπότα και ότι έφερνε ο καθ’ ένας από το σπίτι του.
Πήραν να φάνε με τα τέσσερα ξύλινα κουτάλια αυτοί που θα φύλαγαν τα πρόβατα κείνο τ’ απόγιομα.  Το ψωμί απάλυνε και άρχισαν να βουτάνε τα κουτάλια στην καρδάρα μια ο ένας μια ο άλλος και να τρώνε. Μεγάλος συναγωνισμός γινόταν.  Ο Καραλής βλέποντας ότι στο τέλος θα έχει τελειώσει το γάλα με τη μπαζίνα και το στομάχι του δεν θα χόρταινε, έφτυσε στην καρδάρα και έκανε τους άλλους να σταματήσουν  να τρώνε!
Άλλο που δεν ήθελε.
Αυτή η πράξη θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες, αλλά μόνο που χόλιασε η παρέα. Μέχρι εκεί.
__Αύριο να έχεις δικό σου «κάθηκο» να φας ,τον συμβούλεψαν. Εκείνος τους  δικαιολογήθηκε:
__Έφαγα λιγότερες κουταλιές από σας και δικαιωματικά μου ανήκει το υπόλοιπο, που έμεινε στην καρδάρα.

Το περιστατικό έληξε ανώδυνα.
Μετά το μεσημεριανό άρμεγμα και την αναχώρηση των τσοπάνηδων με τα πρόβατα για βοσκή, παρέμειναν κοντά στη στρούγκα οι τρείς σμίχτες:  ο Ξούριας, ο Καραλής και ο Πίκουλας, να συμμαζέψουν λίγο τις φράχτες που χάλασαν από τον ζωηρό αέρα.
Μια άσχημη μυρουδιά τους ήρθε από μακριά που είχε μολύνει τον αέρα.
Στο βουνό, προς την Τάρνοβα, δυο θεόρατοι αητοί  κάνανε κύκλους στον αέρα και όλο κατέβαιναν προς την γη.
Όρμηξαν στην πλαγιά που βόσκανε τα στέρφα και αργούσαν να σηκωθούν στον ουρανό. Το βράδυ έμαθαν από τον Μαρουδή ότι το μεγάλο κριάρι του Λάμπρου του Πίκουλα είχε ψοφήσει. Εκείνος άρχισε να γκρινιάζει και να λογοφέρνει με τον Μαρουδή. Οι άλλοι τον συμβούλεψαν να μην μαλώνει .
__Τι να μην μαλώσω; τους είπε. Άφησε τα κριάρια να χτυπάει το ένα το άλλο και εκείνος καθόταν και μπεκρούλιαζε……….

Πάει και αυτή η βδομάδα. Ξημέρωσε Παρασκευή , ήρθε το μεσημέρι και τα πρόβατα ακόμα να φανούν στην στρούγκα για άρμεγμα.  Οι σμίχτες, περιμένοντας το κοπάδι, βολεύτηκαν χάμου στο καταπράσινο τριφύλλι  και ο Πάνος ο Ξούριας κοίταγε να βρεί  απάγγεια  σε απάτητο χορτάρι να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί, όπως και οι άλλοι.
Ο ήλιος έκαιγε και μακριά στα Στρεζοβινά βουνά ξανάφαναν αραιά σύννεφα.
__Το απόγιομα θα έχουμε βροχή είπε ο Λάμπρος. Προλαβαίνουμε δεν προλαβαίνουμε ν’ αρμέξουμε.  Και οι άλλοι σμίχτες συμφώνησαν ότι μέχρι το βράδυ θα βρέξει.
__Άστον  καιρό να βρέχει, είπαν ο Ντίνος και ο Ξούριας, να μην ξεραθούν τα χορτάρια και να γίνουν τα γεννήματα.
 Η ώρα είχε περάσει και τα τροκάνια από τα πράματα δεν ακούγονταν εκεί κοντά. Ο Λάμπρος είχε κλέφτικο μάτι και στην ακοή δεν πήγαινε πίσω. Είδε τα πρόβατα στο μεγάλο δέντρο, κατάραχα στον Αγιολιά, να σταλίζουν και τα τσοπανόπουλα που τα φύλαγαν δεν φαίνονταν.
Εκείνα άργησαν να μετρήσουν με τ’ αχνάρια τους τον ίσκιο που άφηνε ο ήλιος. Στα τρία αχνάρια ίσκιο έπρεπε τα πρόβατα να είναι στην στρούγκα και τώρα που μέτρησαν ήταν εφτά!  Είχε περάσει το μεσημέρι!.
__Πω! Πω! αργήσαμε είπαν. Ήρθε μεσημέρι και θα έπρεπε να αρμέγουν τα πρόβατα οι δικοί μας. Ποιος τους ακούει να γκρινιάζουνε. Ακούστηκαν και οι φωνές των σμιχτών από την Σπηλίτσα που τις είχαν ενώσει ν’ ακούσουν τα τσοπανόπουλα και να φέρουν τα πρόβατα για άρμεγμα.
Εκείνο το μεσημέρι ,που άρμεξαν, οι καρδάρες ήταν γεμάτες και ο αφρός έτρεχε από τα χείλη τους. Δεν ξέρω πώς βρεθήκαμε εκεί οι τρείς γιοί των σμιχτών, του Καραλή, του Πίκουλα και του Ντίνου. Ίσως παίζαμε στην πλατεία και η πείνα μας έκοψε. Είπαμε, δεν πάμε να χορτάσουμε με αφρό από το άρμεγμα , να ιδούμε τη στρούγκα, το «ζαρτσερό» με τα λεβέτια κρεμασμένα και τους δικούς μας ανθρώπους;
Τα τρία παιδιά ο Γιάννης και οι δυο  Βαγγέληδες είχαμε χαϊδέψει τα προβατάκια, βοηθάγαμε στο άρμεγμα, γι αυτό  κι άλλες φορές ρουφάγαμε και χορταίναμε  την πείνα μας με αφρό.
Όταν τέλειωσε το άρμεγμα, ο αφρός άσπρος και λαχταριστός μας περίμενε. Πήραμε τα δυο ξύλινα κουτάλια που βρήκαμε και τρώγαμε. Μάταια ο Βαγγέλης του Καραλή ζητούσε να του δώσουμε το δικό μας κουτάλι. Βλέποντας ο πατέρας του ότι έμεινε ρέστος από κουτάλι τον προέτρεψε να ρουφήξει με το στόμα, όπως κάναμε άλλωστε πολλές φορές  κι εμείς.
Δεν ήταν τυχερός όμως. Έσκυψε δυο φορές, ρούφηξε αφρό, μα  την τρίτη ο πατέρας του, γνωστός χωρατατζής, βάφτισε το κεφάλι του μέσα στο γάλα κι έκανε τους μεγαλύτερους να γελούν.

Ο αέρας φύσαγε δυνατά. Προς το δειλινό άρχισε να βρέχει ασταμάτητα.
__Κάποιος σκότωσε μεγάλο φίδι. Είπε ο Καραλής και το κρέμασε στο πουρνάρι και γι αυτό βρέχει. Όλοι συμφώνησαν γιατί έλεγαν: « όταν σκοτώσεις φίδι και το κρεμάσεις, βρέχει.»
 Το χορτάρι στις λάκκες που ήταν μέχρι το γόνατο ξάπλωσε και τα γεννήματα έγειραν και αυτά προς τη γη.
__Πάει, αν δεν σηκωθούν σε δυο ημέρες ,χαθήκαμε ,έλεγε ο Μαρουδής. Θα μουχλιάσουν, θα σαπίσουν τα χορτάρια και άντε να βοσκήσουν μετά τα πρόβατα!
__Τί καιρός είναι αυτός!  Βράδιασε και δεν λέει να σταματήσει.  Πώς θ’ αρμέξουμε το βράδυ, αν συνεχίσει η βροχή;  Είπε ο Λάμπρος.
Όλοι συμφώνησαν να μην τ’ αρμέξουν απόψε. Για μια βραδιά δεν παθαίνουν τίποτα. Το γάλα θα το βρούμε αύριο τα χαράματα που θα αρμέξουμε. Η συζήτηση σταμάτησε γιατί μια  αστραπή έσκισε τον ουρανό , βροντή ακούστηκε και καινούρια μπόρα έπεφτε.
Σκεπάσανε το λεβέτι που ήταν κρεμασμένο με το γάλα με ένα σακί και άλλος έριξε πάνω του μια κάπα, ένα απλάδι μια κουρελού και πιάσανε τον μεγάλο πρίνο να προφυλαχτούν από τη βροχή. Το μουλάρι του Ξούρια, που ήταν κατάραχα δεμένο, χλιμίντρησε απανωτά δυο , αναγκάζοντας το αφεντικό του να το φέρει στον πρίνο.
Έτσι πέρασε η βραδιά και το πρωί μπονόρα οι πέντε σμίχτες άρμεξαν τα πρόβατα και πάλε κανονικά το μεσημέρι που ο ήλιος μεσουρανούσε ολόλαμπρος και ζεστός.
Εμείς, τα μικρά αργόσχολα ,που δεν είχαμε τι να κάνουμε, βρεθήκαμε και την άλλη μέρα  στη Σπηλίτσα. Θυμάμαι που μάλωσαν οι δυο σμίχτες ,ο Ντίνος με τον Πίκουλα, χωρίς να είναι σοβαρή η αιτία. Το μεσημέρι κάθονταν μπροστά στην στρούγκα, στα στρουγκολίθια,  ν’ αρμέξουν ο καθένας τα δικά του πρόβατα. Οδηγούσαμε  τα πρόβατα εμείς οι μικροί στην έξοδο της στρούγκας για το άρμεγμα.  Βγήκαν σχεδόν μαζί για άρμεγμα η Σκούκια και η Βάκρα,  και τα δύο πρόβατα του Ντίνου.
Ο Πίκουλας, φαίνεται έκανε τα στραβά μάτια, ότι δεν γνώρισε την Βάκρα  προβατίνα του Ντίνου, την πέρασε για δική του και την άρμεξε στην καρδάρα του.
Τελειώνοντας το άρμεγμα βέλαξε η βάκρα και ο Ντίνος είδε την δική του προβατίνα αρμεγμένη. Δεν κρατήθηκε και βλαστήμησε τον Πίκουλα ,ότι σκόπιμα έπιασε το γάλα.
__Και μόνο από τα’ μεγάλα μαστάρια που είχε η προβατίνα μου, έπρεπε να καταλάβεις, του είπε, και να μην συνεχίσεις.
__Ντίνο, όλα τα πρόβατα έχουν πολύ γάλα τώρα την άνοιξη.  Δεν το κατάλαβα ότι ήταν δική σου. Το πολύ- πολύ ένα μπρίκι γάλα που είχε όταν τελειώσουμε, θα στο δώσω.
__Με δουλεύεις Λάμπρο;  Η προβατίνα είχε πάνω από ένα κιλό γάλα. Ο Λάμπρος ,ο Πίκουλας το είπε περισσότερο,  να κάνει χάζι και να γελάσουν και οι υπόλοιποι με τα καμώματά του. Αλλά δεν φανταζόταν ότι ο Ντίνος θα τον βλαστήμαγε.  Δωρεάν, τέλειες υπαίθριες  θεατρικές  παραστάσεις, άλλοτε με το φως του ήλιου  κι άλλοτε του φεγγαριού, με όμορφα  σκηνικά τη φύση, τη βουκολική ζωή και πρωταγωνιστές τους σμίχτες μας, να παίζουν θέατρο και να
χαίρονται.
Μαλώματα είχε και ο Ξούριας με τον Λάμπρο. Ο Ξούριας ισχυρίζετο ότι ο γιός του εφύλαξε περισσότερες ημέρες τα πρόβατα και απαιτούσε και ο γιός του Λάμπρου ν’ ανταποδώσει.
Ο Καραλής ο Μήτσος ήταν πιο ήρεμος και προσπαθούσε να τους συμβιβάσει. Έλεγε χωρατά και τους πείραζε.
Ο Ξούριας κι ο Ντίνος δεν είχαν ανταλλάξει βλαστήμια μέχρι κείνη την ώρα, ούτε κακή κουβέντα και κρυφοκουβέντιαζαν.
__Εσείς οι δυο κάτι σκαρώνεται ,τους είπε ο Λάμπρος. Οι ίδιοι δεν απάντησαν, αλλά  ο Καραλής είπε:
__Θέλουν να κάνουν καινούργια σμιξιά. Αλλά δεν μπορούν. Διότι έχουν πάρει το γάλα δώδεκα ημέρες ο κάθε ένας και πρέπει να το πάρουμε κι εμείς άλλες τόσες .
Το μπέρδεμα και η διχόνοια μεγάλωνε στους σμίχτες.  Ο Δημήτρης ο Καραλής έκανε επίσκεψη  στο σπίτι του Κώστα του Μαρουδή το βράδυ για να μη γίνει αντιληπτή από τους άλλους. Εκείνος τον καλοδέχτη και  έφερε την τσίτσα με το κρασί, ήπιαν και συζητούσαν πώς να επιλύσουν τα προβλήματα και τις διαφορές που προέκυψαν με τους σμίχτες. Αφού άδειασαν την τσίτσα, ζαλίστηκαν λίγο.
Ο Καραλής είπε στο Μαρουδή να συναντηθούν το άλλο βράδυ για να συνεχίσουν την συζήτηση. Ήθελε να σμίξουν όχι για να λύσουν τις διαφορές που μάλλον δεν ήταν σοβαρές,  αλλά για να πιεί  από το εύγευστο κρασί του  Μαρουδή.
Δυστυχώς προέκυψαν και άλλα προβλήματα που ήταν αδύνατον να λυθούν . Χάλασε ο διακονιάρης που ζύγιζαν το γάλα και το σατέρι  του Ντίνου, που έφεραν για το ζύγισμα, έδειχνε την μια οκά, δύο και δεν μπορούσαν να λογαριαστούν πόσο γάλα δάνειζε ο ένας στον άλλο .
Στο μέσον της άνοιξης είχε υπεισέλθει μεγάλη διχόνοια στους σμίχτες και σχεδόν ο ένας δεν έλεγε καλημέρα στον άλλον.
Δεν υπάρχει κανένας τους να ρωτήσουμε και να μάθουμε αν έβαλαν όλοι τυρί και αν ξανά έσμιξαν τα πρόβατά τους. Το σίγουρο είναι ότι τώρα είναι όλοι μαζί: « Θεός συγχωρέστους.»
Κάθε φορά που θυμάμαι αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους στο χωριό, κοντά στη φύση, σαν βοσκούς, σαν ζευγολάτες, σαν σμίχτες, με τα  συμφέροντά τους, τις καλοσύνες και μικροκακίες τους, με τους θυμούς και τα’ αστεία τους, μου δίνουν μια πρωτόγνωρη  χαρά και νοερά πολλές φορές  ζω κοντά τους.
B GIRAKAS





3 σχόλια:

  1. 'Οποιος δε διαβάσει να χαρεί αυτό το μεστό κείμενο του Βαγγέλη,
    θα χάσει μια ιδιαίτερη βουκολική εικόνα.
    Και τί δε βγαίνει απ αυτό! Εικόνες, σκηνές,χαρακτήρες, πραγματικά και φανταστικά επεισόδια.Την καλύτερη εποχή της βουκολικής ζωής στο χωριό μας αποθανατίζει.
    Μπράβο! Βαγγέλη ! όλο ανεβαίνεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Προσθέτω στο παραπάνω σχόλιο, με το οποίο συμφωνώ,ότι σήμερα δεν υπάρχουν πλέον ΟΙ ΣΜΙΧΤΕΣ στο χωριό. Μια ακόμη δραστηριότητα του χωριού μας, σαν αυτή την εποχή, πέρασε, έγινε παρελθόν. Αποθανατίζεται βέβαια χάρη στην ευαισθησία του Βαγγέλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Η σμιξιά, αν θυμάμαι καλά, κτάταγε ενάμισυ με δύο μήνες. Αν τύχαινε τα τσοπανόπουλα να είναι "παιδιά και τσουπιά" μαζί, όλο και κάποιο αισθηματάκι γενιόταν. Περαστικό βέβαια. Φαντασία, Βαγγέλη, φαντασία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή