Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΝΑΤΙ



ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ  Κ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
      Στον Αντρέα Γ. Γούνη..................
Στο σπίτι τους είχαν ένα ξύλινο κανάτι που έπιανε μέσα δυο οκάδες .  Το στόμα του το σκέπαζε ένα πλατύ καπάκι, είχε ένα ωραίο χερούλι και  ήταν δεμένο  με  τρία όμορφα στεφάνια από ξύλο επίσης. Ήταν  φτιαγμένο από κέδρο και ανέδιδε  συνέχεια την χαρακτηριστική  μοσχοβολιά του.
Όπως έλεγαν το είχε  φτιαγμένο με τα χέρια του ο παπούς τους, ο πατέρας  του πατέρα τους, και γι αυτό το πρόσεχαν σαν τα μάτια τους.........

Ο πατέρας  τους, ο γέρο Πόταγας ,έλεγε ότι το κανάτι κάνει το κρασί πιο νόστιμο, αλλά και το νερό με την μυρουδιά του κέδρινου ξύλου δεν το χορταίνεις!

__Τράβα μωρ’  τσιούπα, να φέρεις να πιούμε κι απόψε, είπε στην κόρη του την Παναγιώτα. Το έτσουζε ο γέρος σχεδόν κάθε βράδυ κι αυτό δημιουργούσε κάποιο πρόβλημα. 
Εκείνη, επίτηδες ,έφερε το κανάτι με  νερό. Ίσως έτσι ν’ απέτρεπε κείνο το βράδυ τον πατέρα της να πιεί κρασί. Πήρε και την ξύλινη κούπα και την έβαλε πάνω στο τραπέζι. Ο γέρος είδε το άχρωμο υγρό, μα δεν έδωσε σημασία. Γέμισε την κούπα βιαστικά και, όταν το έβαλε στο στόμα του, κατάλαβε ότι δεν ήταν κρασί.
__Τί είναι τούτο Παναγιώτα;  την ρώτησε αγριεμένα. Αφελέστατα απάντησε εκείνη.
__Μου ζήτησες να πιείς και εγώ έφερα νερό!
__Δεν κατάλαβες καλά!  Φέρε από κείνο το χρωματιστό νερό που δίνει ο παπάς στην εκκλησιά, αν θέλεις να έχουμε καλά ξεμπερδέματα. Της απάντησε  οργισμένα.
Η Παναγιώτα δεν είχε επιλογή μπροστά στην αυστηρότητα του πατέρα της και του έφερε κρασί μέσα στο κανάτι, ένα νόστιμο και δροσερό κοκκινέλι.

 Πέρασαν τα χρόνια . Ο πατέρας της έφυγε από την ζωή και η Παναγιώτα έγινε γυναίκα της παντρειάς.
Ήταν μια όμορφη απλή, ντροπαλή και καλοσυνάτη γυναίκα.  Λεπτή , έξυπνη και γελαστή. Ήξερε να γράφει και να διαβάζει.  Παντρεύτηκε στο χωριό τον Δήμο του Καπαλή  και κατοίκησαν στο πατρικό του καλύβι στον ποιμενικό συνοικισμό του Παλιόπυργου.
Και τούτος , παρ’ όλον ότι δεν γνώριζε γράμματα, ήταν μαλακός άνθρωπος και είχε πάρει πιθανόν από τον πατέρα του, ίσως και τον παππού του, Χριστιανική ανατροφή.

Η Παναγιώτα   όταν   παντρευόταν διεκδίκησε από τον αδερφό της  το κανάτι για προίκα.  Να έχει, όπως έλεγε, κάτι από τον παππού και τον  πατέρα της. Ο αδελφός της κι εκείνος δεν έκανε πίσω.
__Το κανάτι  το θέλω,  του είπε ένα βράδυ.
__Αυτό πρέπει να μείνει στο σπίτι .  Είναι ανάχρι του σπιτιού, της είπε ο αδελφός.
__Αυτό που σου λέω εγώ ,θα γίνει. Αλλιώς …..
Εκείνος έκανε πίσω, συμβιβάστηκε, γιατί του άφησε κασόνια, βαρέλια, χαλκώματα και άλλα πράγματα  που ήταν κι εκείνη μεριδιούχος .
Συμφώνησαν όμως, όταν εκείνος πηγαίνει  στον Παλιόπυργο, να  γεμίζει το κανάτι με κρασί , μιας και αγάπαγε το θεϊκό ποτό και ήταν ολίγον τι οινοπότης, και να του προσφέρει  να πίνει.

Έγινε ο γάμος και εγκαταστάθηκαν στο νέο γι’ αυτήν καλύβι, στον Παλιόπυργο .
__Πώς θα συνηθίσω εδώ, Θεέ μου, σκεπτόταν. Και ένας φόβος την κυρίευε. Την είδε ο Δήμος  ένα πρωί που ήταν σκεπτική και την ρώτησε σιγανά.
__Θα προτιμούσες να μέναμε στο καλύβι  του πατέρα σου;
__Αλήθεια είναι, Δήμο,  ότι εδώ για μένα είναι κάτι το καινούργιο.  Μα  το καλύβι ο πατέρας μου το έδωσε  προίκα στην αδερφή μου. Χωρίς αυτό ο λεγάμενος δεν θα  την παντρευόταν.  Μη στενοχωριέσαι  όμως, θα συνηθίσω .
__Και βέβαια θα συνηθίσεις.  Έλα τώρα να δεις λίγο τη νέα μας γειτονιά.
Βγήκαν από την δεξιά χαμηλή πορτούλα σγυφτά, να μην χτυπήσουν στο ξύλινο κάσωμα.  Μπροστά από το σπίτι πέρναγε ένας φαρδύς, χωμάτινος και γεμάτος πέτρες  δρόμος.  Απέναντι του δρόμου ήταν και άλλα σπίτια χαμηλά, φτωχά, σαν το δικό τους. Ήταν όμως και καλά  σπίτια της αριστοκρατίας, όπως τα έλεγε ο Δήμος, ψηλά με ευρύχωρα παράθυρα και πόρτες, με πατώματα και ταβάνι, με χωρίσματα και μισάντρες.
Το δικό τους σπίτι ήταν ένα μακρινάρι, που άρχιζε από το δρόμο και είχε δυο εισόδους.
Τα σπίτια είχαν πολλούς ανθρώπους και η γειτονιά ήταν ζωηρή κι ευχάριστη. Η Παναγιώτα αναγάλλιασε  λιγάκι.
Πάμε τώρα να σου δείξω και τον κήπο μας, είπε ο Δήμος.
Ο κήπος ήταν μαντρωμένος και κείνοι πήραν τη μάντρα ολόγυρα του κήπου.
Της έδειξε τις τρείς απιδιές στη μια γωνιά που η κάθε μία έκανε διαφορετικά απίδια και σε διάφορες εποχές.  Της έδειξε τις πέντε μυγδαλιές, μια σειρά τούφες από  πρίνια περιμετρικά όπως πήγαινε η μάντρα ,και το μεγάλο τουφωτό πουρνάρι που σταλίζανε τα πράματα και τα ζωντανά.
__Μην κοιτάς τώρα που το χώμα είναι ξερό και απότιστο, της είπε. Το φθινόπωρο ,που σπέρνουμε το γρασίδι και φυτρώνει ο σπόρος και πρασινίζει ο τόπος, είναι  όμορφα. Και την άνοιξη πάλι  που είναι ανθισμένα τα δέντρα και οι κουκιές γεμάτες λουλούδια, το σπανάκι και τα σπορίδια μέχρι κει πάνου , θα σου αρέσει. Ήθελε να της ειπεί και άλλα για να αγαπήσει τον τόπο και να μην τον εγκαταλείψει.
__Εγώ ήξερα ότι ήταν μικρός ο κήπος μας. Τώρα φαίνεται μεγαλύτερος.
__Ο μισός είναι σχεδόν  δώρο του αδερφού  μου, απάντησε ο Δήμος. Κάτι λίγα του έδωσα.

Η Παναγιώτα είχε και αδελφές και αδέλφια. Πολλές φορές συναντιόντουσαν στον κάμπο, όταν μάζευαν καλαμπόκια, χαρόνια ,ντομάτες ή όταν έσκαβαν, πότιζαν και έκαναν διάφορες δουλειές. Ο αδελφός της, ο Αγγελής,  ήταν συχνός επισκέπτης στο καλύβι της. Τελείωνε την δουλειά του στον κάμπο πιο γρήγορα και ερχόταν να την ιδεί, αλλά και να πιεί απ’ το κανάτι  κρασί.  Την προσδοκία αυτή δεν την ξέχναγε όλη μέρα.

Ήταν δειλινό που μπήκε στο καλύβι της Παναγιώτας. Πάνω στο πεζούλι ήταν στημένο  το  μικρό κρασοβάρελο.  Λύγισε  τα δυο δάχτυλα τού δεξιού του χεριού και κτύπησε το βαρέλι στη φάτσα του δυο φορές.  Με τον κρότο που άκουσε ο Αγγελής, υπολόγισε ότι έχει μέσα   λίγο κρασί  ακόμη. Ζήτησε από την Παναγιώτα να γεμίσει το κανάτι που βρισκόταν  εκεί να το απολαύσει και ύστερα θα έφευγε για το χωριό.
__Είμαι κουρασμένος με τα παλιοχώραφα ,της είπε. Να πιώ μια στάλα κρασί να στυλωθώ για  να  βγω απάνου.
Είχε σχεδόν περάσει το δειλινό, που ξεκίνησε να πίνει , ρίχνοντας με το κανάτι σε μια ξύλινη κούπα. Κάπου κάπου κέρναγε και τον Δημαρά,τον άντρα της Παναγιώτας, αλλά από λίγο να μην  τελειώσει, όπως έλεγε.
Αργά κάπου αποτέλειωσε το κανάτι το κρασί  μέχρι και την τελευταία σταγόνα. Ο Αγγελής,κεφάτος-κεφάτος, λέγοντας   χίλια χρυσόλογα  για  το μυρουδάτο και το γλυκόπιοτο κρασί, σκεφτόταν  να  ανηφορήσει για το σπίτι του.  Έκοψε όμως και η νύχτα και πλέον ήταν αργά να πάρει τον δρόμο για το χωριό που ήταν κοντά μια ώρα απόσταση.
Μια κι έκατσε να ξενυχτήσει στο καλύβι, ζήτησε και δεύτερο κανάτι με κρασί. Αυτή την βολά  θα το πίνανε μαζί με τον γείτονα και κουνιάδο της αδερφής του.
__Ξινό  μου βγήκε το κανάτι που το πήρα για προίκα, σκέφθηκε ενοχλημένη  η Παναγιώτα. Θα τους φέρω δυο κούπες κρασί να τελειώσει η υποχρέωσή μου, είπε . Μα όταν είδε τις κούπες ο Αγγελής, κάπως στενοχωρημένος της παρατήρησε:
__Όταν έπαιρνες το κανάτι αδερφή, άλλα είχαμε  συμφωνήσει.
__Τώρα  λέμε άλλα  Αγγελή .  Ας μου έλειπε το κανάτι σου. Εγώ βλέπω ότι το κρασί δεν το βάλαμε ακόμη και πάει να τελειώσει.
Μετάνιωσε, που μίλησε  αυστηρά στον αδελφό της και με απαξίωση  για το κανάτι της.  Γυρολόγοι που πέρναγαν με καινούργια κανάτια δεν έδινε τον παρά της για δαύτα. Για κείνη ενδιαφέρον και αξία είχε το κανάτι του πατέρα της, όπως έλεγε.  Δεν έχανε ευκαιρία να το δείχνει  και  να κερνάει περαστικούς, ντόπιους, καλυβιώτες και ξένους.

Κόντευε να  έρθει το μεσημέρι και η κάψα είχε τσούξει για τα καλά. Ο γέρο Φώτης είχε αρμέξει στην στρούγκα τα πρόβατα  στις δυο καρδάρες. Ισομοίρασε  το γάλα να μην είναι η μια ξέχειλη και η άλλη μισοάδεια και του χυθούν στο δρόμο . Με τις καρδάρες στα χέρια, κοντόγιομες  όπως ήταν με το  γάλα,  αναχώρησε για το καλύβι του.
Η απόσταση θα ήταν μέχρι είκοσι λεπτά   μακριά. Αλλά λόγω του βάρους που είχε στα δυο του χέρια και του φόβου να μην του χυθεί το γάλα , πήγαινε αργά  και  έκανε συχνές στάσεις να ξεκουράζεται .  Φτάνοντας  έξω από το καλύβι της Παναγιώτας και του Δημαρά του Καπαλή, αισθάνθηκε μια σκοτοδίνη .
Θεονήστικος  όπως ήταν και  ταλαιπωρημένος  από την κονταυγή  με τα πρόβατα, δεν άντεξε  και λίγο έλλειψε να πέσει κάτω.
Πρόφτασε και άφησε τις αιωρούμενες στα χέρια του  καρδάρες   καταγής.  Της μιας,  εύρε ο πάτος   στρογγυλή πέτρα και έγειρε στην μια πλευρά και  χύθηκε  μέρος του γάλατος.
Ποιος ξέρει πόση ώρα έμεινε έτσι ζαλισμένος. Όταν συνήλθε και γνώρισε το μέρος που ήταν, φώναξε δυο φορές.
__Παναγιώτααα. Ε! Παναγιώτα.
 Εκείνη, μόλις άκουσε την   αδύναμη φωνή, σαν να ερχόταν  από μακριά ξεθωριασμένη και αγνώριστη, απλοήθηκε!
__Τί τρέχει; Ποιος φωνάζει;
__Βόηθα με μωρή. Έλα παραπάνω, δεν μπορώ!
__Ποιος είσαι ,τον ξαναρώτησε.
 Ένα πουρνάρι έκρυβε το μέρος που βρισκόταν  ο γέρο Φώτης και δεν τον έβλεπε. Εκείνος έβαλε όση δύναμη μπορούσε και της είπε το όνομά του.
__Εδώ κοντά στην μάντρα είμαι.
 Μετακινήθηκε  λίγο δεξιά και τον είδε στυλωμένο πάνω στην μάντρα της αυλής του καλυβιού, σχεδόν ακούνητο  και αμίλητο.
Άρπαξε το κανάτι  που μόλις είχε γεμίσει με νερό και πλησίασε το γέρο Φώτη.
__Τί έπαθες μπάρμπα Φώτη;  Τον ρώτησε.
Εκείνος  δεν απάντησε.  Η Παναγιώτα άφησε το κανάτι κατά γης και  τον βόηθησε  να καθίσει σε μια πέτρα. Με το ένα χέρι κρατούσε τον γέρο να μην γύρει και πέσει, και με το άλλο άρπαξε το κανάτι με το νερό και το έφερε στο στόμα του. Ο γέρος ήπιε δυο γουλιές , σταμάτησε και ξανά ήπιε.  Έριξε νερό στην δεξιά της παλάμη και έβρεξε το πρόσωπο του γέρου. Σε λίγο  ξαστέρωσαν τα μάτια του  και συνήλθε.
__Ζαλίστηκα Παναγιώτα ,της είπε.
__Αυτό ήταν μπάρμπα  Φώτη, του απάντησε . Πιες  κι άλλο νεράκι  να συνέλθεις  καλά  και ύστερα να  φύγεις από δω.  Ο γέρος ήπιε και ξανά ήπιε μέχρι που χόρτασε.
Το γάλα που χύθηκε απ΄τη  γερτή  καρδάρα, είχε κάνει μικρό αυλάκι και μια μικρή γουβίτσα,  που ήταν πάνω σε μια ριζιμιά πέτρα, γέμισε γάλα. Το μικρό σκυλάκι της Παναγιώτας  που την ακολούθησε, έγλυψε με την γλώσσα του το χυμένο γάλα και χαϊδευόταν στα πόδια του γέρου με ευχαρίστηση.
Όταν ο γέρο Φώτης συνήλθε, σηκώθηκε όρθιος,  πήρε στο αριστερό του χέρι  την καρδάρα που είχε μέσα λίγο γάλα και ετοιμαζόταν να πάρει και την άλλη. Η Παναγιώτα έσγυψε και κείνη κι ετοιμαζόταν να πάρει την άλλη καρδάρα για να τον βοηθήσει.
__Άστες,  να τις πάρω εγώ μπάρμπα,  να σε ξεβγάλω παρά κάτω.  Άφησε απερίσκεπτα το κανάτι πάνω στην μάντρα και συνόδεψε  το γέρο  Φώτη.Φώτη. 
Όταν επέστρεψε βρήκε το κανάτι κατά γης!  Το κούπωμα , που είχε επάνω  τα αρχικά γράμματα του πατέρα της , είχε γίνει  κομμάτια .   Το σκυλί  της, την κοίταζε σαν τα ζώα που καταλαβαίνουν ότι κάνουν ζημιές  και το έβαλε στα πόδια, να μην το μαλώσει.
Προσπάθησε να συναρμολογήσει τα κομμάτια χωρίς αποτέλεσμα.
__Κρίμα που έσπασε το ανάχρι του πατέρα μου, είπε στενοχωρημένη.  Το είχα ενθύμιο από τα χεράκια του, σκέφτηκε, και το κοίταγε μελαγχολικά.  Πόσες ιστορίες  ήλθαν τότε στο νου της. Η μια έφευγε και η άλλη ερχόταν.  Πόσες φορές ξεδίψασαν στην  κάψα του Θεριστή  με τον θέρο, οι βαλμάδες στο αλώνισμα. Ο Ηρακλής ο γυρολόγος  πόσες φορές ξεφόρτωνε το ζωντανό του με την πραμάτεια του στ’ αλώνι  και ζήταγε νερό να ξεδιψάσει.  Στ’ αλώνι θυμάται την θειά της τη Μαρία που της έλεγε:
__Δόμου και μένα τσιουπίτσα μου, να  πιω να  ξεδιψάσω.
__Δεν έχεις θεια, νερό;  Της έλεγε, να την πειράξει.
__Το κανάτι σου το κρατάει δροσερό και μοσχοβολάει,  κόρη μου. Ο Θεός να σε ελεήσει, της έλεγε και την καλόπιανε.
Μια χρονιά που σφάξανε το γουρούνι ήταν παρέα οχτώ νοματαίοι.  Αρχίνησαν  να τρώνε το μαγειρευτό  συκώτι και άδειαζαν το ένα κανάτι με το κρασί , μετά το άλλο.  Η παρέα  έσφαξε τα άλλα γουρούνια την άλλη μέρα.  Πόσα είχε ακόμα να θυμηθεί γι αυτό το πολύτιμο κειμήλιο, που τώρα  το βλεπε τσακισμένο στα χέρια της!.
Το κανάτι, από την πολλή  χρήση και τα χρόνια όγκρεβε (έσταζε). Της έτυχε και το σπάσιμο του καπακιού, αλλά για να το πετάξει με τίποτα δεν το αποφάσιζε.  Φώναξε τον άντρα της  και του είπε.
__Δήμο, εδώ μέσα στο πεζούλι  θα βάλουμε το κανάτι για να μείνει παντοτινά. 
Εκείνος  το έβαλε πλαγιαστά και το έχτισε γύρω γύρω με λάσπη και με πέτρες. Στο  ανοιχτό στόμα του  έβαλαν μέσα μικροπράγματα. Μια λίμα, ένα αρίδι, ένα κοπίδι, μερικά καρφιά κ.α.  Επάνω έβαλαν αργότερα το βαγένι με το κρασί.   Κάποια χρονιά άλλαξαν και το καλύβι τους. Έφτιαξαν όλο το καλύβι με πάτωμα. Εκεί που ήταν το πεζούλι ακούμπησαν  τα σανίδια. Το κανάτι χωμένο και λησμονημένο στον τοίχο, σε αχρηστία, σκεπάσθηκε  με το πάτωμα και είχε ξεχασθεί.
Η Παναγιώτα έζησε στο καλύβι της πολλά χρόνια με τον άντρα της και τα παιδιά της. 

Όταν ο  κάμπος  του Λάδωνα ,που ήταν η πηγή της διατροφής τους, πνίγηκε και έγινε λίμνη, ο κόσμος στον Παλιόπυργο έφευγε και πήγαινε στα μέρη του Πύργου για μια καλύτερη ζωή.
__Πάμε Δήμο, του έλεγε, να φύγουμε κι εμείς. Δεν είναι ζωή εδώ. Τα παιδιά μας θα δυστυχήσουν, θα πεινάσουν.
 Πήραν την απόφαση, όπως τόσοι άλλοι, να φύγουν. Μάζεψε τα λιγοστά πράματά της που θα έπαιρνε στα ξένα, τα φόρτωσε στο μουλάρι για το χωριό.
__Τελευταία δεν σε παραβλέπω Παναγιώτα, όλο στο χωριό σκαπετάς!
__Τί να κάνω θειά Μαρία, έχω δουλειές.
__Φύγανε Παναγιώτα, φύγανε και πάνε οι άνθρωποί μας, στα μέρη του Πύργου. Πια πώς τα πορεύονται, δεν ξέρω;
__Τί να κάνουν εδώ θεια;  Είναι ζωή ετούτη που περνάμε μεις;  Δεν βλέπεις πώς γυρίζουμε;
__Κάτι άκουσα και για σας τσιούπα μου. Είναι αλήθεια;
 Η Παναγιώτα την κοίταξε με λυπημένα μάτια και απάντησε:
__Θα φύγουμε και εμείς θεια, για το καλό των παιδιών μας. Και ας πονάω μέσα μου, το σπίτι μας, τ’ αδέρφια μου, το χωριό μου, τα ζωντανά μου.
__Το ξέρω τσιούπα μου, πονάει η μαγκούφα η καρδιά.
__Απόστασα θειά, να κουβαλάω ζαλιά το βαρέλι  με το νερό από τον Κουρπό και να σκέπτομαι να γεμίσω  το  κανάτι  με το νερό να ξεδιψάει ο κόσμος.  Απέ έρχεται και  στιγμή που δεν βλογάει μπουκιά μπομπότα στο σπίτι. Πάει ο κάμπος που μας τάιζε. Τι να κάνουμε;
__Ότι σας φωτίσει ο Θεός να κάνετε  τσιουπίτσα μου.

Η Παναγιώτα κι ο Δήμος πούλησαν τα χωράφια και  τα πρόβατα. Χάρισαν το γέρικο μουλάρι, που πέρασαν μια ζωή μαζί του, πούλησαν το καλύβι με το μαντρωμένο κήπο στον αδερφό τους και έφυγαν.
Ύστερα από πολλά χρόνια, από την Μυρτιά,  το χωριό του Πύργου που ζούσε η Παναγιώτα, έγγραψε ένα γράμμα στον ανιψιό της τον Πάνο,  που διαφέντευε και το καλύβι. Να τί έγραφε το γράμμα:
« Αγαπημένε μου  ανιψιέ Πάνο. Σου στέλνω κι εγώ κι ο μπάρμπας σου ο Δήμος τα θερμά φιλιά μας. Δώσε τους ασπασμούς μας σε όλους τους δικούς μας.
Στον ύπνο μου, πολλά βράδια τώρα, έρχεται  ένα κανάτι του πατέρα μου. Άλλοτε άδειο, που το κρατούσα στα χέρια μου και άλλοτε γεμάτο με κρασί. Δεν βλέπω το κανάτι μόνο του. Βλέπω μαζί του τα πρόσωπα, που έπιναν νερό ή κρασί, όπως ακριβώς γινόταν τότε που ζούσαμε  στον Παλιόπυργο. Βλέπω στον ύπνο μου το αλώνι, που χόρευαν οι πατριώτες μας, οι Παλιοπυργήσιοι,  όπου τους πήγαινα το κανάτι  και κείνοι με την σειρά πίνανε το κρασί.
Βλέπω τα μουστάκια των γερόντων, του Ντόκα , του Φωτιά και άλλων βρεγμένα με κρασί, που τα σκούπιζαν με την ανάποδη του χεριού τους. Βλέπω τον πατεράκο μου, να πίνει νερό και να μην χορταίνει……..
Βλέπω τις γριές, που και κείνες πίνανε κρασί, αλλά και τις γκριμάτσες που κάνανε σαν το κρασί  να ήταν ξύδι.  Όλες οι χαρές που κάναμε, κερνώντας, γλεντώντας, πίνοντας μού έρχονται μπροστά μου.
 Ανιψιέ, έχω πολύ μεγάλη επιθυμία να το έβλεπα και να άκουγα ότι υπάρχει. Για να σε διευκολύνω, που βρίσκεται το κανάτι και να μην χάνεις τον καιρό σου άδικα γκρεμίζοντας τοίχους και χαλώντας το καλύβι, θα το βρεις στο πεζούλι του κατωγιού. Εκεί το είχαμε σαν θυρίδα και βάζαμε πρόγκες, φαλτσέτες, λίμες και χρήσιμα πράματα. Όταν φτιάξαμε το πάτωμα, η μια του άκρη, ακούμπαγε στο πεζούλι. Θα χρειαστεί να κοιτάξεις κάτω από το πάτωμα στο πεζούλι, για να το βρεις.
Αγαπητέ ανιψιέ, θα περιμένω νέα σου. Σε φιλώ, η θεια σου
                                                Παναγιώτα»
__Το καλύβι που αγόρασε ο πατέρα μου, τώρα είναι δικό μου. Άρα και το κανάτι , άμα το βρω μου ανήκει. Σκέφθηκε ο  ανιψιός της ο Πάνος.
Τί το θέλει η θεια μου το κανάτι μετά από τόσα χρόνια;  Μήπως  κρύβει τίποτα μέσα και νοιάζεται;

Το καλύβι τώρα του χρησίμευε μόνο για να αποθηκεύει σανό για τα πράματά του. Το πάτωμα πια εμπόδιζε στην αποθήκευση, αλλά ήταν σκοροφαγωμένο και σάπιο από την πολυκαιρία και κινδύνευε να γκρεμιστεί. Βρήκε λοιπόν ευκαιρία, που ήταν βαρυχειμωνιά και έκαιγε τα σανίδια να πυρωθεί. Όταν πήρε το γράμμα το πεζούλι είχε απογυμνωθεί.
Πλησίασε στο πεζούλι, και ψάχνοντας  με προσοχή, είδε να χάσκει μια τρύπα. Κοιτάζοντας καλά είδε το στόμιο του κανατιού!  Σκέφθηκε προς στιγμήν μήπως έχει μέσα φλωριά, λίρες.  Αλλά πάλι άλλαξε άποψη και φώναξε μεγαλοφώνως, σαν να είχε παρέα.
__Πού  να βρούνε οι φτωχοί τσοπάνηδες  φλωριά και λίρες!  Άνοιξε την κατωγόπορτα  να βλέπει με το φως της ημέρας καλύτερα. Μέριαγε τις κτισμένες πέτρες και την λάσπη  γύρω από το κανάτι  σιγά σιγά να μην το τραυματίσει. Μόλις το έβγαλε στο φως είδε ότι  το κούπωμα  έλειπε και τα χείλη του ήταν σπασμένα.  Ήταν όμως στεφανωμένο τρεις φορές το κορμί του, όπως του άξιζε για την ιστορία και την ομορφιά του.  Ήταν πράγματι ένα κανάτι γεμάτο πολλών χρόνων ιστορία .  Έτριψε τα μάτια του και το κοίταζε με θαυμασμό.  Ύστερα έβαλε το χέρι του μέχρι τον πάτο και έβγαλε άχερα και την  μυρωδιά  του κέδρου που ήρθε  στην μύτη του.
Δεν έχασε καιρό, με τα δυο του χέρια το σήκωσε στο ύψος του στόματος  και έκανε πως έπινε κρασί. Αστειευόμενος  είπε  «στην υγειά σου θεια Παναγιώτα, στην υγειά σου μπάρμπα Δήμο» και εκ νέου σήκωσε ψηλά το κανάτι  και έπινε  κρασί λέγοντας ξανά. Στην υγειά σας πατριώτες.
Το έβαλε πάνω στο πεζούλι και πήρε χαρτί και μολύβι, να μεταφέρει τα νέα στην θεια του.-

B GIRAKAS  28/11/2014





 

2 σχόλια:

  1. Με το πολύτιμο για την εποχή του αυτό αντικείμενο, το ξύλινο κανάτι, ο Βαγγέλης ,όπως πάντα, μας έδωσε εικόνες, χαρακτήρες, πρόσωπα και καταστάσεις μιας άλλης κοντινής εποχής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το κανάτι ήταν το πιο συχνόχρηστο αγγείο της εποχής εκείνης. Από ξύλο έλατου ή κέδρου καμωμένο ήταν η κανάτα,το ποτήρι, το τάσι, γενικώς ναι, σε όλα!
    Μ' αυτό έριχναν το νερό στον τέντζερη για το φαγητό, μ' αυτό πλενόταν όλη η οικογένεια,με το κανάτι πότιζαν οι κοπέλες τα βασικικά τους, αλλά προ πάντων έπινε όλη οι οικογένεια το δροσερό νεράκι. Γι αυτό 'ολα τα σπίτια είχανε ένα ως δύο κανάτια απαραίτητα. Τώρα πια ο Βαγγέλης το έκανε ιστορία το ταπεινό κανάτι. Πού τα ξετρυπώνει;

    ΑπάντησηΔιαγραφή