Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ (ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ)


 Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου

Στα συμπαθητικά  δύο καφενεία της πλατείας, ως επί το πλείστον είμαστε οι ίδιοι θαμώνες κάθε ημέρα. Άλλοτε πίνουμε το καφεδάκι μας, αμίλητοι, σοβαροί, σκυθρωποί και άλλοτε μια ηλιαχτίδα γέλιου, χαράς και κεφιού αλλάζει τα πάντα.
Σαν έρχεται το φθινόπωρο και χειμωνιάζει, δίπλα από την σόμπα όλοι μαζεμένοι κοντά κοντά, ζωηρεύομε τη συζήτηση. Τα καλαμπούρια και τα ανέκδοτα δίνουν και παίρνουν και τα γέλια φουντώνουν.
Φαίνεται μόλις είχε ξεκινήσει η συζήτηση για το σημερινό συμβάν στο ποιμνιοστάσιο του  Γιάννη. Καθώς μιλούσε, όλοι τον κοίταγαν πρόσχαρα.

Εισήλθα στο καφενείο και διεκόπη για λίγο η συζήτηση, να ανταλλάξω τις καθιερωμένες ευχές με τους  παρευρισκομένους στα μικρά τραπεζάκια.
__Τί καλό μολογάτε ρε!  Ρώτησα,  για να μάθω περί τίνος επρόκειτο   και να επανέλθει το φαιδρό κλίμα που επικρατούσε στο καφενείο.
__Να!  λέμε για τη γύφτισσα, που μου έκανε επίσκεψη σήμερα στο κονάκι. Απάντησε ο Γιάννης.
__Και τί σε ήθελε Γιάννη; Τον ρώτησε γελώντας πονηρά ο Βασίλης. Και άλλη φορά σε έχει επισκεφτεί  και φαίνεται της καλάρεσε.
Κατάλαβε ο Γιάννης  πού το πήγαινε ο Βασίλης και δεν έχασε καιρό να του απαντήσει:
__Δεν σε καταλαβαίνω!  Μήπως εννοείς ότι με ήθελε να κοιμηθούμε μαζί;    Είχε βέβαια το σκοπό της.
Ήξερε το σπίτι κει πέρα που έχω τα πρόβατα. Τράβηξε τον σύρτη που έχω από μέσα, άνοιξε την καγκελόπορτα  και φώναζε να μπει μέσα στο σπίτι. Είχε έρθει και άλλη φορά με το γύφτο της κι εγώ κάτι τους φίλεψα τότε.
Την είδα και της απαγόρεψα να μπει μέσα.  Την είχε στείλει ο γύφτος ,που ήταν πιο πέρα στα άλλα καλύβια, για να  βγάλει κάτι.  Τάχαμου εκείνος είχε  εκεί δουλειά.
Παλιότερα είχα αγοράσει από δαύτους ένα γαϊδούρι και, επειδή προγκάει, κάποτε που πέρασε από δω, του ζήτησα,  αν έχει κανένα ζω καλό, να το συζητήσουμε.
Αυτό ήθελε να μου ειπεί η γύφτισσα, ότι έχουν ένα ζω καλό. Δεν ξέρω γιατί σε  σας φάνηκε παράξενη η επίσκεψή της!
__Ήταν όμορφη Γιάννη; Τον ρώτησα δήθεν αδιάφορα  για να εισδύσω στο μυστικό, που μπορεί να έκρυβε μέσα του.
__Μελαχρινή και γαλανομάτα ήτανε, αλλά τί να την κάνεις…;
Η ενδιαφέρουσα  εξιστόρηση του Γιάννη, με την γλαφυρή αφήγησή του, το χαμόγελο και τις χειρονομίες του, μας έβαλε σε πονηρές σκέψεις και πολλά θέλαμε ακόμη να τον ρωτήσουμε. Μα κινδυνεύαμε να διακόψει τη συζήτηση και να μην μας πει τίποτε περισσότερο.  Έτσι τον αφήσαμε να τελειώσει μόνος του την κουβέντα.
__Ετούτη θα ήτανε μαζί με μια άλλη, που πήγανε  στο σπίτι της Θοδώρας, πρόσθεσε ο Λαγιόγιαννης. Η μία έξω την καλόπιασε και η άλλη μπήκε κρυφά μέσα στο σπίτι της και την κλέψανε.
__Φυλάξου Γιάννη, δεν αστειεύονται αυτές, του είπε ο καφετζής.
Η αφήγηση του Γιάννη για κείνο το βράδυ ήταν, φαίνεται, ατελής. Κάποιο μυστικό έκρυβε. Τις επόμενες μέρες διαδόθηκε  ότι και ο Γιάννης είχε χάσει λεφτά. Αλλά ποτέ δεν μάθαμε αν τα πήρε η τσιγγάνα  από την τσέπη του ή από το συρτάρι, που τα φύλαγε για αγορά ζωοτροφών. Ούτε κανένας τόλμησε να τον ρωτήσει, αν είναι αλήθεια, για την διαλεύκανση του συμβάντος, που ακούσθηκε.
Εκείνο το βράδυ η κουβέντα συνεχίσθηκε με τον Λαγιόγιαννη:
__Η ίδια γύφτισσα θα ήταν που μπήκε στο ποιμνιοστάσιο του μπατζανάκη μου. Ευτυχώς την είδαν από μακριά, σφύριξαν δυο φορές προς το μέρος της , οπισθοχώρησε και έφυγε. Δεν ξέρω αν  πήρε πράγματα. Πάντως δεν είναι να έχεις εμπιστοσύνη  σε κανέναν σήμερα.
  
Πριν λίγο είχαν  μπει στο καφενείο   ο Ανδρέας του Γούνη με δυο φίλους του. Συμβουλευθείς την παρέα του, παρήγγειλε δυο γλυκούς καφέδες και έναν μέτριο, ενώ ο καφετζής καθάριζε το τσίγκινο τραπεζάκι, όπου είχαν καθίσει. Πρόλαβαν και άκουσαν για την τσιγγάνα.
__Αυτή θα ήταν που έλεγε την μοίρα μας, συμπλήρωσε ένας της παρέας του Αντρέα, ο  Φώτης.
Όλη η παρέα γέλασε.
__Σας είπε την μοίρα σας, Φώτη;  Τον ρώτησα επίμονα για να κρατήσω την συζήτηση σε ενδιαφέρον.
__Ξέρει και αραδιάζει πράγματα με πειστικότητα και, αν δεν την ασημώσεις καλά, δεν φεύγει από κοντά σου!
__Σε ποιον είπε την μοίρα;
__Να, εμένα έπιασε το χέρι, και χάιδευε την παλάμη και μου έλεγε: Εσύ θα πάρεις σύντομα καλό μήνυμα. Το κορίτσι όμορφο και άξιο θα γίνει θυσία για σένα. Να προσέχεις, θα χαλάσουν οι αρραβώνες, αν δεν της ασημώσεις τα χέρια. Ύστερα ασήμωσα εγώ τα χέρια της  και έπιασε τον Αντρέα.
__Εσύ Αντρέα , τί έχεις να μας πεις;
__Εγώ πρόλαβα και έβγαλα τη βέρα μου και να, τι  μου είπε:
 Σε ζηλεύω, γιατί η γυναίκα που θα πάρεις είναι πολύ όμορφη, σαν τα κρύα νερά και έχει μεγάλη προίκα. Την ασήμωσα και ξεμπέρδεψα με δαύτηνε.
__ Ε! Την καλομάθατε με τα ασημώματα και δεν πρόκειται να την χάσουμε από το χωριό, πρόσθεσε ο Βασίλης. Και να ιδούμε τι άλλο θα μας κάνει! Το είδες  το λουλουδάτο μακρύ φουστάνι τί χάρη έδινε στο κορμί της! Και ας ήταν ξυπόλητη.
Ο Φώτης συμπλήρωσε:
__Και κείνο το κίτρινο μαντίλι που φόραγε στο κεφάλι και τα βραχιόλια της με τις χάντρες στο λαιμό, ομόρφαιναν το μελαψό πρόσωπό της.
__Όλοι ματάκι κάνατε σε δαύτη και άιντε να την διώξεις από δω.
 Όλοι γελάσαμε με τα τελευταία λόγια του Γιάννη. Έσκυψε προς το μέρος μου και μου ψιθύρισε στο αφτί να μην ακούσουν οι άλλοι. «Σε σένα έχω εμπιστοσύνη, θα στο ειπώ. Ο κόρφος της ήταν γεμάτος βασιλικό, ακούς η ρουφιάνα, τί σκέφτεται και κάνει»! 
Τον κοίταξα και γέλασα, χωρίς να θίξω εκ νέου το θέμα δημόσια, να μην μάθουν το μυστικό οι θαμώνες του καφενείου και η γυναίκα του.
__Ποια Γιάννη  την έδιωξες; Δεν σου είπε ούτε μια κουβέντα;. Του μίλησα σιγά, να μην με ακούσουν οι γύρω. Τότε εκείνος γύρισε προς το μέρος μου, τράβηξα και γώ την καρέκλα μου κοντά του και μου είπε τι ακριβώς του είπε.
__Κυρ Γιάννη  με παρακάλεσε. Δεν παραχωρείς τι σπίτι σου  για τρία βράδια να μείνω  με το παιδί μου. Ο άντρας μου θα πάει στον Πύργο για δουλειές και θα γυρίσει να μας πάρει. και συ αν θέλεις μεγάλο είναι να κοιμάσαι εδώ.
__Εσύ Γιάννη τι απάντηση της  έδωσες;
__Τι να ειπώ εγώ. Εκείνα τα μάτια λάμπανε, τα στύλωσε επάνω μου και περίμενε. Την λυπήθηκα γιατί είχε το παιδί άρωσστο αλλά θα γινόμουνα περίγελο του χωριού. Άσε που θα είχα πρόβλημα και με την γυναίκα μου.

Στρώθηκε το τραπέζι και ετοιμαζόμαστε να παίξουμε κολτσίνα. 


__Το ξέρεις αυτό με τον Διαμάντη, τί είπε στον Πέτρο του Ραμόγιαννη; Με ρώτησε ο Μάγκας και προσπαθούσε να ειπεί παραστατικά  κάποια πρόταση.
Κάπου δώδεκα άτομα στο καφενείο γύρισαν τα μάτια τους, τον κοίταγαν και περίμεναν.
__Δεν το έχεις  ειπεί, για να το ξέρω.!
__ «Εδωπά σε ήθελα Πετράκο» του είπε.  Το έχεις ακούσει; Τον παρακάλεσα να το  διηγηθεί.
Ήταν μια από τις πολύ ευχάριστες αφηγήσεις στο καφενείο, που με ερέθισε να φτιάξω το σημερινό χρονογράφημα. Όσοι το ήξεραν από τους παρευρισκομένους, χαμογέλαγαν και ήσαν περήφανοι για την θυμοσοφία του αείμνηστου πατριώτη μας  Διαμαντή Πολύδερα (Διαμάντη). Το μυαλό μας κείνο το βράδυ ήρθε κοντά του, σε εκφραστικές γκριμάτσες και κινήσεις παλιότερων εποχών. Και ο Μάγκας ξεκίνησε την αφήγησή του:

__Την δεκαετία του 1970 το χωριό έσφυζε από ζωή, κίνηση, τραγούδια, γλέντια, οινοποσίες κλπ. Οι ατάκες του   Δ ι α μ ά ν τ η  έδιναν και έπαιρναν, καθώς έπινε κιόλας.
Ένα βράδυ τα είχε κοπανήσει για τα καλά στο καφενείο του Βασιλάκου. Η ώρα ήταν περασμένη  και οι θαμώνες ένας ένας αναχωρούσαν.  Έπρεπε λοιπόν κάποια στιγμή να πάει και ο Διαμαντής στο σπίτι του. Ο δρόμος  μέχρι το σπίτι του ήταν ανηφορικός και με πολλές πέτρες σκόρπιες εδώ κι εκεί. Μπορούσε εύκολα να πέσει και να σπάσει κανένα μέλος του σώματός του. Οπότε τα αποτελέσματα θα ήσαν οδυνηρά.
Προθυμοποιήθηκε ο Πέτρος του Ραμόγιαννη, να τον συνοδέψει μέχρι το σπίτι του. Τον περισσότερο δρόμο έτσι κι αλλιώς θα τον έκανε προς τα κει, γιατί το σπίτι του ήταν στην ίδια κατεύθυνση με του Διαμάντη.
__Πάμε μπάρμπα, μαζί μέχρι παραπάνω, του είπε. Θα πάω κι εγώ στο σπίτι μου, να πάμε παρέα.
Από το μαγαζί του ευχήθηκαν καλή διαδρομή και μαζί με τον Διαμάντη εξήλθαν του καφενείου και  πήραν τον ανηφορικό  δρόμο. Βοηθώντας τον ο Πέτρος, του έλεγε πού να πατάει και πού να προσέχει.
__Βλέπω εγώ, του έλεγε  εκείνος  και προχωρούσε παραπατώντας μια εδώ και μια εκεί.
Όταν έφτασαν στο Τζιρακαίϊκο σπίτι, ο δρόμος είναι πιο  ανηφορικός και δύσκολος. Πώς το έκανε ο Διαμάντης παραπάτησε, ξέφυγε από την επιτήρηση του Πέτρου, ίσως και από το χέρι που τον κρατούσε και έπεσε κατά γης!
Βλέποντας ο Πέτρος τον Διαμάντη κάτω του λέει:
__Αχ! Ρε μπάρμπα μου, έπεσες;!!
Και ο Διαμάντης παραπονούμενος του απαντά.

__Ε δ ω π ά    σ ε   ή θ ε λ α   Π ε τ ρ ά κ ο ο ο …. 

Πόσο δίκαιο είχε και πόσο φιλοσοφημένα μίλησε!!!


 B  GIRAKAS   1/12/2015


2 σχόλια: