ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ Κ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
O κομματάρχης Γεώργιος Ξουράφης, καβάλα στο ψηλό και γεροδεμένο μουλάρι του πήγαινε μπροστά. Ακολουθούσε ο Γεώργιος Κάντας πάνω στο δικό του ζω. Του Κάντα το μουλάρι, ήταν πιο λαμπροφορεμένο, με καινούργια καπίστρια, στέρεο σαμάρι και ένα κατακόκκινο κιλίμι επάνω. Είχε ιππεύσει της διχάλας, ακούμπαγε τα πόδια του στις σκάλες και το ταξίδι του ήταν άνετο. Ακολουθούσε ο Γιάννης Λαθούρης, με μια τρίχρονη άσπρη φοραδίτσα, όλο τσαχπινιά και καμάρι. Μαζί τους είχαν πάρει τον γεροδεμένο Θανάση Νταή, που ήξερε καλά τους δρόμους στα καλύβια, αλλά μπορούσε να τρομοκρατήσει ορισμένους, που δεν θα ήθελαν να τους ψηφίσουν.
Αυτός πήγαινε με τα πόδια. Στις μεγάλες στροφές έκοβε το περικοπό, περπάταγε στα μονοπάτια και βρισκόταν μπροστά από τα μουλάρια. Άλλες φορές καθυστερούσε το περπάτημα και βρισκόταν πίσω. Ο Γ. Ξουράφης ώρες ώρες κοντοστεκότανε με το μουλάρι. Στο μυαλό του κατέβαιναν ιδέες για τις εκλογές, καθώς πήγαινε καβάλα μέσα στη φύση. Πλησίαζαν και σταμάταγαν και οι άλλοι και έδινε ειδικές και γενικές οδηγίες για τις εκλογές. Μεταξύ τους μεγαλοφώνως έλεγαν ιστορίες και καλαμπούρια, σατίριζαν τους αντιπάλους και γελώντας προχωρούσαν στο δρόμο.
Σε μία στροφή του κακοτράχαλου δρόμου, το μουλάρι του Γιώργη Κάντα, στύλωσε τα πόδια του και δεν ξεκίναγε. Έφτασε και το ζώο του Γιάννη του Λαθούρη μα και κείνο δεν έλεγε να προχωρήσει. Μύρισε το ένα ζω το άλλο και στάθηκαν.
_Τι έχει και δεν προχωρά Γιώργη; Ρώτησε ο Γιάννης ο Λαθούρης.
__Κάτι υποπτεύομαι! Κατέβηκε από το ζω του. Εκείνο κούναγε την ουρά του δεξιά αριστερά, να διώξει έναν αβαδαίο που ήθελε αίμα και σήκωνε με τρόπο το αριστερό μπροστινό πόδι του.
Να, γιατί δεν προχωράει το μουλάρι μου!
__Γιατί; Τι συμβαίνει; Ρώτησαν οι δυο άλλοι.
_Να! Έφυγε το πέταλο από το πόδι του και είναι ξυπόλητο. Το θέμα είναι πού να έπεσε και τί να κάνουμε τώρα;
__Πριν από το Εικονοστάσι, το είχε το πέταλο, απάντησε ο Νταής. Το έβλεπα γιατί ερχόμουν πίσω από το ζω. Εδώ κοντά βγήκε στα διακόσια με τριακόσια μέτρα. Θα γυρίσουμε πίσω να το βρούμε. Εύκολο είναι. Δεν είναι βελόνα!.
Έτσι έκαναν. Λίγα μέτρα πιο πάνω βρήκαν το πέταλο του ζώου. Χαρούμενος ο Γ. Κάντας το έβαλε μέσα στο τράϊστο του.
_ Δεν είχε και άλλο να του φορέσει. Καλά που το βρήκαμε και δεν το χάσαμε ολότελα.
__Τι πάθατε ρε! Φώναξε ο Γ. Ξουράφης που είχε τραβήξει μπροστά.
__Το πέταλο έπεσε από το ζω ,του είπαν και τράβηξαν τον δρόμο κοντά του.
__Είσαι άτυχος Θανάση Νταή, σχολίασε ο Γιώργης Κάντας. Σκεφτόμουν να κατέβω και να πας και συ λίγο δρόμο καβάλα. Εκείνος δεν απάντησε.
Έφταναν όπου και να ‘ναι στο Γεφύρι. Στο πρώτο καλύβι η Μαριγώ του Σταμίρη στεκόταν στη σούδα του χωραφιού της και του δρόμου.
__Καλώς όρισες ξάδερφε. Είπε στον Ξουράφη. Ήρθατε να τρυγήσετε ψήφους;
(Απόσπασμα)
Η επίσκεψη για ψηφοθηρία στα καλύβια ξεκίνησε
από το κόμμα της Προόδου.O κομματάρχης Γεώργιος Ξουράφης, καβάλα στο ψηλό και γεροδεμένο μουλάρι του πήγαινε μπροστά. Ακολουθούσε ο Γεώργιος Κάντας πάνω στο δικό του ζω. Του Κάντα το μουλάρι, ήταν πιο λαμπροφορεμένο, με καινούργια καπίστρια, στέρεο σαμάρι και ένα κατακόκκινο κιλίμι επάνω. Είχε ιππεύσει της διχάλας, ακούμπαγε τα πόδια του στις σκάλες και το ταξίδι του ήταν άνετο. Ακολουθούσε ο Γιάννης Λαθούρης, με μια τρίχρονη άσπρη φοραδίτσα, όλο τσαχπινιά και καμάρι. Μαζί τους είχαν πάρει τον γεροδεμένο Θανάση Νταή, που ήξερε καλά τους δρόμους στα καλύβια, αλλά μπορούσε να τρομοκρατήσει ορισμένους, που δεν θα ήθελαν να τους ψηφίσουν.
Αυτός πήγαινε με τα πόδια. Στις μεγάλες στροφές έκοβε το περικοπό, περπάταγε στα μονοπάτια και βρισκόταν μπροστά από τα μουλάρια. Άλλες φορές καθυστερούσε το περπάτημα και βρισκόταν πίσω. Ο Γ. Ξουράφης ώρες ώρες κοντοστεκότανε με το μουλάρι. Στο μυαλό του κατέβαιναν ιδέες για τις εκλογές, καθώς πήγαινε καβάλα μέσα στη φύση. Πλησίαζαν και σταμάταγαν και οι άλλοι και έδινε ειδικές και γενικές οδηγίες για τις εκλογές. Μεταξύ τους μεγαλοφώνως έλεγαν ιστορίες και καλαμπούρια, σατίριζαν τους αντιπάλους και γελώντας προχωρούσαν στο δρόμο.
Σε μία στροφή του κακοτράχαλου δρόμου, το μουλάρι του Γιώργη Κάντα, στύλωσε τα πόδια του και δεν ξεκίναγε. Έφτασε και το ζώο του Γιάννη του Λαθούρη μα και κείνο δεν έλεγε να προχωρήσει. Μύρισε το ένα ζω το άλλο και στάθηκαν.
_Τι έχει και δεν προχωρά Γιώργη; Ρώτησε ο Γιάννης ο Λαθούρης.
__Κάτι υποπτεύομαι! Κατέβηκε από το ζω του. Εκείνο κούναγε την ουρά του δεξιά αριστερά, να διώξει έναν αβαδαίο που ήθελε αίμα και σήκωνε με τρόπο το αριστερό μπροστινό πόδι του.
Να, γιατί δεν προχωράει το μουλάρι μου!
__Γιατί; Τι συμβαίνει; Ρώτησαν οι δυο άλλοι.
_Να! Έφυγε το πέταλο από το πόδι του και είναι ξυπόλητο. Το θέμα είναι πού να έπεσε και τί να κάνουμε τώρα;
__Πριν από το Εικονοστάσι, το είχε το πέταλο, απάντησε ο Νταής. Το έβλεπα γιατί ερχόμουν πίσω από το ζω. Εδώ κοντά βγήκε στα διακόσια με τριακόσια μέτρα. Θα γυρίσουμε πίσω να το βρούμε. Εύκολο είναι. Δεν είναι βελόνα!.
Έτσι έκαναν. Λίγα μέτρα πιο πάνω βρήκαν το πέταλο του ζώου. Χαρούμενος ο Γ. Κάντας το έβαλε μέσα στο τράϊστο του.
_ Δεν είχε και άλλο να του φορέσει. Καλά που το βρήκαμε και δεν το χάσαμε ολότελα.
__Τι πάθατε ρε! Φώναξε ο Γ. Ξουράφης που είχε τραβήξει μπροστά.
__Το πέταλο έπεσε από το ζω ,του είπαν και τράβηξαν τον δρόμο κοντά του.
__Είσαι άτυχος Θανάση Νταή, σχολίασε ο Γιώργης Κάντας. Σκεφτόμουν να κατέβω και να πας και συ λίγο δρόμο καβάλα. Εκείνος δεν απάντησε.
Έφταναν όπου και να ‘ναι στο Γεφύρι. Στο πρώτο καλύβι η Μαριγώ του Σταμίρη στεκόταν στη σούδα του χωραφιού της και του δρόμου.
__Καλώς όρισες ξάδερφε. Είπε στον Ξουράφη. Ήρθατε να τρυγήσετε ψήφους;
__Περάσαμε
και για ψήφους, αλλά περισσότερο να σας δούμε.
Σας
περιμέναμε εγώ κι ο Κώστας ο άντρας μου. Το έλεγε χθες το βράδυ: « Να δεις
πόσοι θα μας θυμηθούνε αυτό τον καιρό».
Δεν ξέρω μη σας είδε και στον ύπνο του.
__Καταλαβαίνει
ο Κώστας ότι ψυχοπονάμε τους ανθρώπους!. Πού είναι τος; Να του δώσουμε τα ψηφοδέλτια. Και προσοχή
ξαδέλφη, μην τα βάζετε σε μικρές τσέπες και ζυμουριαστούν, θα τα βγάλουν άκυρα οι αντίπαλοι. Όπως
καταλαβαίνεις γίνεται μεγάλη μάχη.
__Θα
φωνάξω τον Κώστα να συνεννοηθείτε. Ήταν κοντά στα γίδια απόψε. Κάνουν ζημιές τα
έρμα και όλη την νύχτα ξενυχτάει. Περιμένετε λίγο.
Έσπευσε
να ξυπνήσει τον άντρα της. Εκείνος μισοκοιμισμένος, μισοξύπνιος, σαλάγησε τα
γίδια μια φορά και, από τις έντονες φωνές της Μαριγώς, άνοιξε τα μάτια του,
χασμουρήθηκε και γύρισε πλευρό.
__Δεν
ακούς άνδρα μου; Του φώναξε.
__Τι
λες μωρέ γυναίκα;
__Ήρθε
ο ξάδερφος από το χωριό με ψηφοδέλτια.
Εκείνος σηκώθηκε φόρεσε το παντελόνι του, το
υφαντό πουκάμισο, έζωσε το παντελόνι με
ένα ζωνάρι και ξυπόλητος εξήλθε της καλύβας του. Σαν δεν βρήκε τα παπούτσια του εκεί, επέστρεψε
μέσα . Τα βρήκε, τα φόρεσε και πέρασε το πρόχειρο χώρισμα του αυλόγυρου, όπου
περίμεναν οι επισκέπτες. Άπλωσε το χέρι του, χαιρετώντας τους επισκέπτες έναν
προς έναν. Εκείνοι , παρά τις παρακλήσεις της Μαριγώς και τις δικές του τώρα, δεν ήθελαν να προσέλθουν εντός του καλυβιού,
λόγω της έντονης μυρουδιάς από τα περιττώματα των ζώων. Προφασίσθηκαν ότι θα αργούσαν και δεν είχαν
καιρό.
Φέραμε
τα ψηφοδέλτια, του είπε ο Λαθούρης. Αφήνω και λίγα για τον
Μπόγια και τους Ρουμελιωταίους. Δεν ξέρουμε αν θα βρούμε χρόνο, να τους δούμε.
_Εγώ
θα πάρω από τον ξάδερφο που είναι γούρικα.
Σαν πήρε τα ψηφοδέλτια από τον ξάδελφο τον
Ξουράφη, εκείνος του έδωσε και μια κούτα τσιγάρα Καρέλια κοντόγιομη.
__Δεν
είχα άλλο τίποτα να σε φιλέψω. Σαν έρθεις στο χωριό, να περάσεις από το
καφενείο να σε κεράσω και ουζολούκουμο.
__Πολλά
είναι τα τσιγάρα ξάδερφε, με υποχρέωνεις.
__Φίλεψε
και κανέναν άλλον που καταλαβαίνεις πως είναι δικός μας. Δώσε και τα ψηφοδέλτια,
μην χάσουμε ψήφους.
__Έννοια
σου, όλα θα γίνουν και τα ψηφοδέλτια θα πάνε στη θέση τους και συμφάμελα θα
έρθουμε να σας ψηφίσουμε.
Η
συντροφιά αφού χαιρέτισαν και την ξαδέλφη, πέρασαν της Κυράς το Γεφύρι και
κατευθύνθηκε στα καλύβια του Μπουλημέτι.
Κατέβηκαν από τα ζώα, γιατί ήταν μεγάλη ανάβαση και τα πουρνάρια σκίαζαν
τον στενό δρόμο. Μπορούσε κάποιο πουρνάρι σε μια στροφή να τους βγάλει τα μάτια.
__Οι
καλυβιώτες περιμένουν από την κεντρική εξουσία, να ξυαλίσει τα πουρνάρια και να
κόψει τα κλαδιά των πρίνων ,για να περνούν άνετα. Δεν μπορούν δέκα πέντε άνθρωποι ένα πρωϊνό να
κάνουν τον δρόμο βατό. Παρατήρησε χολωμένος ο Ξυράφης.
__Θα
ακούσης και παράπονα από πάνω. Ότι δεν έφτιαξες τον δρόμο. Είπε γελώντας ο
Λαθούρης.
__Θα
τους πάμε με το γάντι, μέχρι που να ψηφίσουν και μετά τις εκλογές θα τους
υποχρεώσω, εφ’ όσον πάρουμε την εξουσία, με προσωπική εργασία να κάνουν τον
δρόμο δημοσιά. Να περνούν δυο ζώα
φορτωμένα. Έννοια σου!
Κάτω
στον τουφωτό πρίνο, περίμεναν οι αδελφοί Κώστας και Τρύφωνας Κατσιαλέπης. Από της Μαριγώς το καλύβι τους είχαν δει και
υπολόγιζαν και την άφιξή τους εδώ. Ο Δεύτερος, ο Τρύφωνας, έκανε πάντα τον
μάστορα και ορμήνευε τον πρώτον. Είχαν δυο ημικατεργασμένα πουρναρίσια
στειλιάρια, ένα σκεπάρνι κι ένα αρνάρι. Ο ένας πελεκούσε και ο άλλος αρνάριζε
τα ξύλα , για τους κασμάδες τους. Είδαν την άνοδο των τριών ζώων με τους πεζούς
αναβάτες τους, τους είχαν γνωρίσει και
περίμεναν να έλθουν κοντά τους.
Μόλις
πλησίασαν άφησαν τα σύνεργα στον ίσκιο του δέντρου, πάνω στο πεζούλι και τους
καλωσόρισαν.
Ο
Τρύφωνας αγκάλιασε τον Ξουράφη και του ευχήθηκε καλή επιτυχία. Ο Κώστας ο αδελφός του, αφού
τους χαιρέτισε όλους, έκανε παράπονα για τις ημέρες προσωπικής εργασίας ,που
τον υποχρέωσαν να κάνει, στο άνοιγμα του ποτιστικού αυλακιού στον κάμπο.
__Μας
αδίκησες πρόεδρε, του είπε. Άλλοι με διπλάσια και τριπλάσια κτήματα, έκαναν τα
ίδια μεροκάματα με εμάς.
__Μην
στενοχωριέσαι! Αν σας αδίκησα φέτος, πλαϊνά, με την ψήφο σας που θα βγω κοινοτάρχης, θα επανορθώσω την αδικία.
Ο
Ξουράφης, έβγαλε μια ταμπακέρα με καπνό που μοσκοβόλαγε και παρότρυνε τους δυο
Κατσιαλεπαίους να γεμίσουν τις ταμπακέρες τους. Βιαστικά εκείνοι άναψαν από ένα
στριφτό τσιγάρο και ο τόπος ντουμάνιασε από καπνούς. Πήραν για δώρο και από μια σακούλα για να
έχουν καπνό και για μετά τις εκλογές.
Παιδομάνι,
γυναίκες, άντρες, μαζεύτηκαν όλοι γύρω στον πρίνο με τους υποψήφιους. Αυτοί
μοίραζαν καραμέλες στα μικρά παιδιά.
__Θέλω
να σας βοηθήσω, τους είπε ο Ξουράφης, γιατί είστε φίλοι μου και τόσα χρόνια δεν
το είχα σκεφθεί.
_Πως;
Ρώτησαν οι Κατσιαλεπαίοι με απορία.
__Να!
Στο χωριό σφάζω εκατό λιανόματα, προβατίνες και γίδες το χρόνο. Εκεί που κάνω αγορές
από άλλους, σκέπτομαι να γίνονται από εσάς.
__Μακάρι
να το έκανες αυτό. Εμείς τόσα χρόνια σε ψηφίζουμε. Κάνε και συ ένα καλό!.
__
Μεθαύριο που θα ‘ρθείτε για ψήφο, φορτώστε δυο προβατίνες στα ζώα σας.
Βοηθείστε να γίνει ένα καλό γλέντι στο
κόμμα σας κι εγώ θα βρω τρόπο να το ξεπληρώσω.
Εκείνοι δεν κατάλαβαν την πονηριά του Ξουράφη
που τις ήθελε δωρεάν τις προβατίνες και συμφώνησαν μέσω πολλών μαρτύρων και η
συμφωνία έδεσε!
__Εκλογές
είναι, ψιθύρισε στο αφτί του ο Λαθούρης, χωρίς ψέματα και κοροϊδίες δεν
γίνονται.
__Άδικα
θα πάνε τα τσιγάρα και ο καπνός και τόσο κόπο που κάναμε να έρθουμε εδώ;
Απάντησε μυστικά στον Λαθούρη.
Οι Κατσιαλεπαίοι λογάριαζαν αυτή την φορά να
μεταπηδήσουν στο κόμμα της Ν. Συμμαχίας, μα η επίσκεψη τους άλλαξε την γνώμη. Κάλεσαν
τους υποψήφιους να καθίσουν να συμφάγουν το μεσημέρι και να συνεορτάσουν μαζί
την ανανέωση της κομματικής τους φιλίας.
__Καλά
σας είδαμε, έχουμε και άλλους καλυβιώτες να ιδούμε. Ώρα να πηγαίνουμε. Ποιο
πέρα στις φούρκες κρεμόταν η τσαντίλα με το φρεσκοπηγμένο τυρί. Τακ,Τακ,έσταζε από
την τσαντίλα, ο τυρόγαλος στη μεγάλη καρδάρα.
Έκοψαν
πάνω σε μεγάλο πλακουδερό πλατανήσιο ξύλο το ολοστρόγγυλο κάτασπρο τυρί, σε
πολλά κομμάτια και όλοι έπαιρναν και έτρωγαν. Ο Κώστας ο Κατσιαλέπης πήρε ένα
μεγάλο μισοφέγγαρο κομμάτι από τυρί, που δεν είχε κοπεί, και το έβαλε στο
τράϊστο, που ήταν κρεμασμένο στο μουλάρι του Ξουράφη, να το πάρει μαζί του για
τον δρόμο. Σαν έφευγαν όλοι ευχήθηκαν καλή επιτυχία.
Ο
δρόμος που θα ακολουθούσαν έβγαινε στα
καλύβια των Γιοβαίων. Θεώρησαν καθήκον τους να υπάγουν και ας μην έπαιρναν
ψήφους των. Αυτοί ήταν στενοί συγγενείς του Κυριάκου Βλαστού, του υποψήφιου
κόμματος της Ν. Συμμαχίας. Τα κτήματά του ήταν στις αυλές των καλυβιών και ήταν
δύσκολο να αποσπάσουν έστω και μια ψήφο.
Θα τους ζητούσαν σαν έφθαναν εκεί
την υποστήριξη τους και εκείνοι ας έκαναν ότι ήθελαν.
_Και
μια ψήφο να μας δώσουν, θα το χρωστάμε χάρη, είπε ο Κάντας.
__Εσύ
Κάντα, παρατήρησε ο Λαθούρης , δεν παίρνεις τον λόγο καθόλου, να αλλάξεις το
φρόνημα των ψηφοφόρων. Καλά έφαγες τα κουμούτσια το τυρί, όλα από μένα και τον
Ξουράφη τα περιμένεις.
__Έχουμε
κι άλλα καλύβια με ψηφοφόρους φίλους μου, θα ειπώ κι εγώ τα δικά μου, απάντησε εκείνος.
Σε
δυο καλύβια που είδαν κοντά σε ένα αλώνι πλησίασε ο Νταής. Χτύπησε τις χαμηλές
πορτούλες, φώναξε. Άδικος κόπος! Δεν ήταν κανένας εκεί.
Είχαν
ιδεί την κουστωδία των υποψηφίων από μακριά και έγιναν άφαντοι. Κρύφτηκαν μέσα στο δάσος, γιατί ήταν με το άλλο κόμμα.
__Αμ!
Πού θα πάτε; Θα σας συγυρίσω εγώ, είπε ο Κάντας.
__Τάραξέ
τους στα πρωτόκολλα, τον παρότρυνε ο Λαθούρης. Τι αγροφύλακα σε έχουμε;
_Εμείς
δεν θέλουμε την ψήφο τους. ήρθαμε να καταγράψουμε τα προβλήματά τους, είπε ο Κάντας ,κάνοντας τους άλλους να γελάσουν μαζί του.
Στην
συνέχεια επειδή τα καλύβια στην Περαμεριά ήταν πολλά και διάσπαρτα, συμφώνησαν να τα
επισκεφθούν ανά δύο και να μοιράσουν ψηφοδέλτια και να τελειώσουν καμιά φορά.
__Εσύ
Κάντα με τον Νταή, πηγαίνετε προς το
καλύβι του Μπαλάση και τα Μαρουδαίϊκα στη Μαρτίτσα και εμείς θα τραβήξουμε προς
τα Γιοβαίϊκα.
Αυτές
τις οδηγίες έδωσε ο Ξουράφης. Είχαν να περάσουν από πολλά καλύβια. Της
Χαϊδίνας, της Σταντούς, της Μάρως, του Πετρούλια, του Μπαρούνη, του Σιαψιάνη,
του Πλακωτή, του Μπουρνά και άλλα δέκα ακόμη καλύβια!
Μετά από μια ώρα συμφώνησαν να σμίξουνε, στο
ύψωμα προς Κάπελη και Κοκκαλιάρα.
Φοβερίστε και κανέναν που καταλαβαίνετε ότι δεν έρχεται μαζί μας τους παρότρυνε ο
Ξουράφης.
Ο
Νταής, μιας και πήρε την άδεια, άλλο που δεν ήθελε. Δυο Μαρουδαίους, που
αντιστέκονταν στις απόψεις τους και δεν ήθελαν να ψηφίσουν το κόμμα της
Συμμαχίας ,τους καταχέρισε.
__Δεν
φτάνει το ξύλο που θα φάτε, τους επίπληξε ο Κάντας, θα σας κάνω πρωτόκολλα που
κάνετε ζημιές με τα κοπάδια σας.
Ύστερα
τους καλόπιασε και τους έδωσε σημαδεμένα ψηφοδέλτια. Αν τύχαινε και δεν ψήφιζαν
το κόμμα του, θα πάθαιναν όλα τα κακά
του Αδάμ και της Εύας.
Ο
γέρο Μαρουδής τελικά εγγυήθηκε, ότι θα ψηφίσουν το κόμμα της Προόδου και
γλύτωσαν τα χειρότερα.
Ο
Ξουράφης και ο Λαθούρης έκαναν και αυτοί τις επισκέψεις τους στο Γιοβαίϊκα
καλύβια, χωρίς επιτυχία. Η γριά Κότσιαινα συναίνεσε να αδιαθετήσει την Κυριακή
των εκλογών και να μην ψηφήσει την αντιπολίτευση.
Η
ώρα είχε παρέλθει και ο Ξουράφης με τον Λαθούρι έφθασαν πρώτοι στο
προκαθορισμένο σημείο συνάντησης. Οι δύο άλλοι αργούσαν. Μα σαν έφτασαν έδειχναν
κουρασμένοι. Ο Κάντας για την αργοπορία επικαλέσθηκε ότι ήδη ετοίμαζε μηνύσεις,
ο δε Νταής, μιας και τον είπαν τραμπούκο, ότι βρήκε πολύ δουλειά! Η πραγματικότητα ήταν ότι ανακάτεψαν το γάλα
με το κρασί και είχαν συνεχείς στομαχικές διαταραχές. Για αυτό και άργησαν.
Αναχώρησαν
εσπευσμένα για την Κοκκαλιάρα.
Ποιος από τους παλαιότερους δε θυμάται το προεκλογικό θέατρο στη Γλανιτσιά,
ΑπάντησηΔιαγραφήείτε στις βουλευτικές είτε στις κοινοτικές εκλογές; Τα πρόσωπα, οι σκηνές, τα τερτίπια, οι φοβέρες, οι νυχτερινές επισκέψεις στα σπίτια για ψηφοθηρία, κι άλλα, κι άλλα..... !..Σωστό θέατρο του παραλόγου.
Οι νεότεροι που δεν ζήσατε αυτά τα γεγονότα, διαβάστε το σχετικό επίκαιρο κείμενο που ανάρτησε ο Βαγγέλης. Είναι μια ζωντανή παραστατική περιγραφή,
που σας οδηγεί κατευθείαν σε κείνη την πραγματικότητα. Έτσι ακριβώς γινόταν.
Βέβαια το κείμενο είναι απόσπασμα. Θα περιμένουμε και τη συνέχεια για να συμπληρωθεί πλήρως το πασλ.