Θυμάται ο
Χρίστος Χριστόπουλος.
Πιο πολύ όμως με σημάδεψε ο θάνατος του Γρηγόρη του Σπηλιώτη. Ήταν γείτονάς
μου και τον θαύμαζα γιατί ήταν νέος, όμορφος, γελαστός , μορφωμένος, με κύρος
και αναγνώριση στο χωριό.
Χρίστος Χριστόπουλος.
Μικρό παιδί σχετικά έζησα εκείνη την αποφράδα ημέρα για το χωριό μας και
σαν φοφισμένος θεατής του δράματος που παίχτηκε στον τόπο μας, και σαν μέτοχος της
δραματικής εκείνης παράστασης.
Διατηρώ στη μνήμη μου ακόμη αρκετές, έντονες σκηνές. Όχι βέβαια όλο το δράμα.
Μιλώ για την 1η
Οκτώβρη 1946, όπου το χωριό μας, Μυγδαλιά Γορτυνίας, εκείνη την ημέρα λαβώθηκε σκληρά από μια
εγκληματική ομάδα που την αποτελούσαν κακοποιοί και δολοφόνοι υπάνθρωποι........
Η πατρίδα μας, ως γνωστόν, δεν πρόλαβε να χαρεί την απελευθέρωσή της από
τους κατακτητές Ναζί, γιατί αμέσως
ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά θλιβερά γεγονότα, η Συμφωνία της Βάρκιζας και
ύστερα…. το χάος!.
Οι τότε κυβερνώντες επέτρεψαν, αν δεν υπέθαλψαν κιόλας, να εξαπλωθεί μια
ανεξέλεκτη τρομοκρατική βία, σ’ ολόκληρη τη χώρα, από εγκληματικά στοιχεία, που
κόστισε πολύ αίμα και πόνο σ’ ολόκληρο το λαό μας, λες και δεν έφταναν τα πάθη
εκείνα της Κατοχής και των Δεκεμβριανών.
Οι νόμιμες δυνάμεις, χωροφυλακή, Αστυνομία κλπ, που θα επέβλεπαν την τάξη
και ηρεμία, τόσο απαραίτητες την εποχή εκείνη, παραδόξως αποσύρθηκαν διακριτικά
στα μεγάλα αστικά κέντρα και τις κωμοπόλεις, αφήνοντας εντελώς ακάλυπτη την
ύπαιθρο. Το κενό αυτό δυστυχώς ,πολύ σύντομα, το κάλυψαν διάφορες ένοπλες,
παράνομες τρομοκρατικές ομάδες, οργανωμένες από κακοποιά και αναρχικά στοιχεία,
«τα παρακρατικά αποσπάσματα». Όχι βέβαια να εξασφαλίσουν τη ζωή και την τιμή
του βασανισμένου λαού.
Τα αποτελούσαν δοσίλογοι , ακροδεξιοί, Χίτες και κάθε λογής κομπλεξικών
ανθρώπων, που διέτρεχαν τα χωριά μας, ημέρες και νύχτες δέρνοντας, λεηλατώντας
και φονεύοντας ακόμη με μανία και πρωτοφανή αγριότητα. Ήταν η εποχή της «Λευκής τρομοκρατίας», όπως λεγόταν και
χρονικά προσδιορίζεται από τέλη Μαρτίου 1945 έως τον Οκτώβριο του 1946. Σ’ αυτή
την άθλια εποχή ρίζωσε ακόμη πιο βαθιά ο διχασμός των Ελλήνων, γνωστό σκουλήκι
που ενδημεί από παλιά στον τόπο μας.
Στην Πελοπόννησο έδρασαν κατ’ εξοχήν τα παρακρατικά αυτά αποσπάσματα.
Πολλοί και γνωστοί είναι οι επί κεφαλής των . Ας θυμηθούμε μερικούς: Μαγγανάς,
Κατσαρέας, Βρετάκος, Καραχάλιος, Στούπας, Παυλάκος και πολλοί άλλοι. Πηγή
τέτοιων ομάδων ήσαν κυρίως οι νομοί Λακωνίας και Μεσσηνίας, όπου οι κάτοικοι
εκεί υπέφεραν τα μέγιστα. Πολύ γρήγορα όμως η φήμη τους αλλά και η δράση τους εξαπλώθηκε και στους άλλους νομούς, και η φοβία και
ανασφάλεια φώλιασε στις καρδιές των ανθρώπων.
Στο χωριό μας έφταναν οι κακές ειδήσεις για τις δράσεις των αποσπασμάτων
στα γύρο χωριά κι ο φόβος και η τρομάρα θέριεψαν σε μικρούς και μεγάλους,
καθώς προέτρεχε η φήμη για τη σκληρότητά τους. Ήταν σίγουρα κοντά και η
σειρά μας. Γι αυτό οι άντρες, και πιο πολύ όσοι είχαν εμπλακεί στον
αντιστασιακόν αγώνα, έπαιρναν μέτρα προφύλαξης. Την ημέρα έστελναν φυλάκια στο
Ψηλό Καταράχι, να ελέγχουν τον Βαλτεσινιώτικον κάμπο, μια πολύ επικίνδυνη
πλευρά για τον ερχομό τους, και τα
βράδια κοιμούνταν έξω από το χωριό, σε σπηλιές και γιατάκια, φοβούμενοι την κύκλωση του χωριού κατά την νύχτα.
βράδια κοιμούνταν έξω από το χωριό, σε σπηλιές και γιατάκια, φοβούμενοι την κύκλωση του χωριού κατά την νύχτα.
Ήταν αφώτιστο ακόμη στην πρώτη Οκτώβρη 1946 ,που ανέβαινα στου Μητρόγιαννη
το πλάι, κοντά στον κοκκινόβραχο για να προλάβω τα λίγα προβατάκια που είχαμε
αφήσει εκεί το βράδυ, να μην σκαρίσουν και τα χάσουμε. Πλησίαζα στα πρόβατα και
ανέβαινα σιγά- σιγά αμέριμνος… οπότε, μες στο μούρτσι, ακούω ένα έντονο…. Ψίτ!
Σηκώνω τα μάτια μου ξαφνιασμένος και στα πέντε μέτρα, βλέπω έναν άντρα με
όπλο να κάθεται σε μια πέτρα.
__Έλα εδώ ρε! Μου είπε με αγριάδα.
Κατάλαβα. Είναι απ’ αυτούς που περιμέναμε, είπα. Άφοβα τον πλησίασα. Ήμουν
μικρό παιδί ακόμα. Τι θα μου έκανε!
__Τίνους είσαι συ;
__Είμαι του Ντίνου του τζιράκα.
__Πες μου την αλήθεια, μη σε πάρει ο διάβολος. Άγριεψε!
__Την αλήθεια σου λέω, μπάρμπα, και με λένε Χρίστο.
__Ο πατέρας σου τι ψήφισε ρε; Μη μου
πεις ψέματα, το ξέρω.
__Εγώ… μπάρμπα δεν ήμουνα εδώ στις εκλογές. Ήμουνα με τα πρόβατα. Το βράδυ
που γύρισα μου είπαν ότι ψήφισε ... Βασιλιά!
__Καλά που μου το είπες. Αλλά να ξέρεις, εγώ θα το μάθω κι απ’αλλού. ...
Εδώ τα πράγματα έγιναν λίγο δύσκολα. Εγώ ήξερα καλά ότι σε κείνο το
δημοψήφισμα ο πατέρας μου έκανε αποχή!
Την ημέρα των εκλογών το μεσημέρι, θυμούμαι ,ήταν στο σπίτι μας με τον
Νάσιο το Δασκαλόπουλο, πατέρα του νονού μου ,Πάνου, και οι δυο γελώντας
μιλούσαν για την αποχή. Ο πατέρας μου μάλιστα, έβγαλε το ψηφοδέλτιο από την
μέσα τσέπη της μπόλκας του.
Με την ερώτηση του Χίτη όμως ένοιωσα τον κίνδυνο για τον πατέρα μου και
έπρεπε να μπαλώσω τα πράγματα, και το έκαμα με την απάντηση που έδωσα. Από τα
τελευταία λόγια του ωστόσο, μου
γεννήθηκε κάποιος φόβος για το ψεματάκι μου.
__Τον Πάνο Χριστόπουλο τι τον έχεις ρε;
__Είναι πρώτος μου εξάδελφος.
__Καλό κουμάσι θα είσαι και συ. Τήρα δω!.
Ξεκουμπίσου γρήγορα και μην
ειπείς τίποτε σε κανένα, γιατί θα σου... {μία απαίσια βλαστήμια]!
Γύρισα τον κατήφορο πηδώντας τα πουρνάρια και τα βράχια και με μιας βρέθηκα
στο ρέμα. Από κει σφεντόνα έφθασα στο σπίτι. Μπήκα μέσα ,ήταν ακόμα χάραμα. Ο
πατέρας κοιμόταν στο πάτωμα σκεπασμένος με μια μπαντανία. Τώρα με είχε πιάσει
τρεμούλα, όλο μου το σώμα ήταν ανάστατο. Τι να κάνω; Συνειδητοποίησα το κακό
που ερχόταν. Ξύπνησα το πατέρα μου και του είπα το συμβάν. Κατάλαβε..!
Ξανασκεπάστηκε στο στρώμα ,λες κι ένοιωθε εκεί κάποια ασφάλεια! Έμεινε έτσι
αρκετά. Μόνο από καιρού σε καιρό αναστέναζε δυνατά.
Το σπίτι μας, θεόκλειστο. Όλοι μέσα αμίλητοι και φοβισμένοι, περιμέναμε τη
συνέχεια. Σε λίγο από το αλώνι, που είναι πιο πάνω από το σπίτι, ακούστηκε ένας
πυροβολισμός και μια άγρια φωνή. Δεν εξακρίβωσα τι ήταν αυτό. Ίσως σύνθημα για
λύση της… πολιορκίας.
,
Είχε πάρει η μέρα. Το χωριό ασφαλώς
έμαθε το μπλόκο και έμειναν όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Ο πατέρας μου
μέχρι αργά στο στρώμα έβγαζε συχνά βαθύ αναστεναγμό με ήχο: ααχ, ααχ.
Πρέπει να φοβήθηκε πολύ. Ύστερα όμως για το υπόλοιπο της ημέρας, δεν τον
έχω στην μνήμη μου. Πού ήταν, δεν ξέρω. Ίσως κρύφτηκε στον πλέχτη με τ’ άχυρα.
Στη συνέχεια για κάμποση ώρα, δεν υπήρξαν σοβαρά γεγονότα, αν θυμάμαι καλά.
Οι παρακρατικοί μπήκαν στο χωριό, γέμισαν την πλατεία. Βγήκαν και μερικοί
χωριάτες ,κυρίως οι λεγόμενοι δεξιοί.
Υπήρχε μια κινητικότητα στην πλατεία. Ήθελα να κατέβω κι εγώ, αλλά η μάνα
μου δεν με άφηνε. Φοβόταν και μου απαγόρευε επίμονα.
Έτσι παιδιά και γυναίκες στη γειτονιά κοιτάζαμε τί γινόταν στην πλατεία
πίσω από φράχτες, από παράθυρα, πάνω από πεζούλες….. Όλο και κάτι βλέπαμε.
Είχαμε φόβο και περιέργεια. Κάποια στιγμή, νομίζω με δεκάλεπτη άδεια, βρέθηκα
και στην πλατεία. Είδα εκεί κόσμο. Πολλούς ξένους και δικούς μας να κινούνται με νευρικότητα, να ανταλλάσουν
κουβέντες με κινήσεις απειλητικές των χεριών, αλλά και άλλοι να γελούν
συζητώντας. Δεν είχα καταλάβει τί σοβαρό γινόταν.
Θυμάμαι έναν από τους φονιάδες, κράταγε ένα χοντρό καινούριο στυλιάρι και
μιλούσε γελαστά με έναν γνωστό του [δικό μας; δεν ξέρω]. Πού να φανταστώ τι έκρυβε εκείνο το ψευτόγελο
του ντραμπούκου.
Ύστερα γύρισα στο σπίτι νιώθοντας
μια φοβία απροσδιόριστη.
Στη διάρκεια αυτού του πρωϊνού γίνονταν συλλήψεις, από τους παρακρατικούς, συγχωριανών μας,
ανδρών και γυναικών, προφανώς βάσει καταλόγου. Τους ανθρώπους μας τους
οδηγούσαν και τους έκλειναν στο σχολείο.
Γινόταν λόγος για πολλούς συλληφθέντες. Εγώ δεν είδα άλλους παρά μόνο
τον ξάδελφό μου ,τον Πάνο του Μητσιέλα και την Αντώνα, την ξαδέρφη μου.
Τον πατέρα μου δεν τον αναζήτησαν.
Ευτυχώς!
Οι συλλήψεις αυτές δημιούργησαν αναταραχή πρώτα στους συγγενείς των
συλληφθέντων και ύστερα σ’ όλο το χωριό. Μάλιστα με το πέρασμα της ημέρας, τα
πράγματα αγριεύανε. Οι εισβολείς έδειχναν άσχημες διαθέσεις και ένα προαίσθημα
κακό μαζί με φοβίες και αγωνίες κατάλαβε το χωριό.
Ποια άραγε θα ήταν η συνέχεια; Θα έπαιρναν μαζί τους οι φονιάδες, σαν θα
έφευγαν, τους ανθρώπους μας; Τότε αλλοίμονο! ..
Η ανάγκη έβγαλε σχεδόν όλο το χωριό στους δρόμους. Όλη η γειτονιά μας στο
πόδι και συζητούσαν για το μεγάλο κακό
που μας βρήκε.
Πολλοί μιλούσαν για αντίδραση του χωριού και περίμεναν κάποια πρωτοβουλία
από τους δεξιούς . Αυτοί ήσαν άνθρωποι δικοί μας, δεν υπήρχε λόγος εκδίκησης
και έλπιζαν ότι μέχρι τέλους θα αποτρέψουν το κακό.
Οι δεξιοί {λεγόμενοι} στο χωριό μας, όσοι κι αν ήσαν δεν είχαν οργανωθεί
στοιχειωδώς, ώστε να ενεργήσουν ομαδικά για κάποιο αποτέλεσμα. Την τελευταία
στιγμή, που είδαν πού πηγαίνει το πράγμα, πρόβαλαν αντιρρήσεις . Κυρίως δεν
ήθελαν με τίποτα να βγούνε οι κρατούμενοι από το χωριό. Καταλάβαιναν αυτό, τί
φοβερές συνέπειες μπορεί να είχε. Πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση με λόγια και
απειλές, αλλά ήταν πλέον αργά!
Μάλιστα στ’ αυτιά μου ερχόταν το όνομα
του Φουσέκα, ότι έθετε όρους να μην πάρουν τους ανθρώπους έξω από το χωριό. Δεν
υπήρξε όμως κανένας συμβιβασμός, Οι δήμιοι είχαν αγριέψει και απειλούσαν τους
πάντες και τα πάντα. Μάταιη κάθε
προσπάθεια συνδιαλλαγής.
Το μεσημέρι η κατάσταση είχε γίνει πολύ κρίσιμη. Οι φονιάδες επέμεναν να
πάρουν μαζί τους, τούς συλληφθέντες. Το χωριό αντιδρούσε με φωνές και κατάρες.
Οι «δεξιοί», παρ’ ότι φουρκισμένοι, φάνηκαν αδύνατοι. Ακούστηκε κάποια στιγμή «να μαζέψουν τα δίκανα του
χωριού και να αντισταθούν!» Δεν ξέρω αν
όντως ειπώθηκε και από ποιόν. Πάντως δεν έγινε τίποτε από αυτά. Και αργά το μεσημέρι πια οι τραμπούκοι αγριεμένοι και φοβερίζοντας
προς κάθε κατεύθυνση, έβγαλαν τους κρατούμενους από το σχολειό και κίνησαν προς τα Μπαρουνέϊκα, την Πλεύρα, με κατεύθυνση
προς τις Γούρνες.
Οι στιγμές ήσαν φοβερές. Το χωριό σαν ανήμπορο μελίσσι ξεχύθηκε με φωνές
και κατάρες ξωπίσω από τη φάλαγγα, έτοιμο να επιτεθεί. Στα Μπαρουνέϊκα άκουσα
φοβερή οχλοβοή. Είπαν ότι κι εκεί ο Φουσέκας «πρότεινε τα στήθη του!» Μάταιος
κόπος. Το κομβόϊ, οπλισμένοι και αιχμάλωτοι, χάθηκαν προς τις Γούρνες, ενώ όλο
το χωριό, από όλους τους δρόμους ακολουθούσε με οδύνη και ταραχή.
Εγώ ήμουν στην αυλή μας φοβισμένος και κρατούμενος της μάνας μου. Ζούσα με
τον τρόπο μου το δράμα του χωριού μας. Σε μια στιγμή, από τις σφήνες του
Σταμίρη έπεσαν πολλοί πυροβολισμοί από αυτόματο όπλο. Αμέσως άκουσα το
ποδοβολητό πολλών ανθρώπων που πισωγύρισαν τρέχοντας από το φόβο των
πυροβολισμών. Στάθηκαν για λίγο, αλλά ο κίνδυνος που διέτρεχαν οι συγγενείς και
οι συγχωριανοί μας ήταν πλέον φανερός και το πλήθος, κάθε λίγο και λιγάκι,
επιχειρούσε με νέα έφοδο να ακολουθήσει. Αλλά και πάλι πυροβολισμοί και πάλι
βίαια γύριζε πίσω κακοπαθώντας, βλαστημώντας και βρίζοντας.
Κατάρες, κλάματα, φωνές άκουγα όλο το μεσημέρι από τον κόσμο που είχε
συγκεντρωθεί στη γειτονιά μας, που είναι κοντά στις Γούρνες, για να προλάβει το
κακό
Κάθε φορά που επιχειρούσαν να προχωρήσουν τους πυροβολούσαν τα φυλάκια των
εγκληματιών.
Μετά από πολλές μάταιες προσπάθειες, έμειναν καθηλωμένοι στα Πολυδερέϊκα
αλώνια και διαβουλεύονταν. Τι μπορεί να κάνουν;
Ως τόσο οι δήμιοι πιο πάνω στις Γούρνες έκαναν το δικό τους ανοσιούργημα.
Σταμάτησαν εκεί τους κρατούμενους και άρχισαν τα μαρτύρια εναντίον τους.
Ξυλοδαρμός ανελέητος με στιλιάρια, δοκάρια, υποκόπανους.
Ούρλιαζαν, βλαστημούσαν και χτύπαγαν αδιάκριτα άνδρες, γυναίκες μέχρι
θανάτου! Και καθώς ο τόπος εκεί προσφέρεται για εκτελέσεις, το δράμα έπαιρνε
διαστάσεις αλλόκοτης θεομηνίας!.
Βέβαια ούτε γνωρίζω, ούτε θα μπορούσα να περιγράψω ειδικότερες σκηνές αυτής
της τραγωδίας. Μένω με την φρικτή εικόνα { όπως την έζησα}: Εκείνοι οι άτιμοι
να δέρνουν άγρια, για να βγάλουν την ψυχή των ανθρώπων μας και ένα ολόκληρο
χωριό, μαζεμένο λίγο πιο πίσω, αλαλιασμένο και φουρκισμένο, να περιμένει πλέον
με αγωνία το αποτέλεσμα. Δεν ξέρω αν
μπορούσε να κάνει και κάτι άλλο…..
Θα ήταν γύρω στις τέσσερεις το απόγευμα, όπου στα Μπαρουνέϊκα ακούστηκε μια
γυναικεία κραυγή μακρόσυρτη: «Μαυροκουρούνες, τι καθώστε; Σύρτε να μαζέψετε τα κομμάτια τους!»
Δεν έμαθα ποια ήταν αυτή η γυναίκα και πώς γνώριζε ότι οι φονιάδες
άφησαν κατάχαμα τα θύματά τους κι
έφυγαν. Είπαν τάχα πως έπεσε βροχή και αναγκάστηκαν να φύγουν. Δεν το πιστεύω.
Έφυγαν αφού αποτέλειωσαν το έγκλημά τους.
Μπράστ…. Κάνει το χωριό τον ανήφορο. Ένα πανδαιμόνιο από φωνές, κλάματα και
κατάρες επικράτησε. Ο φόβος και το κακό προαίσθημα τους τρέλαινε καθώς έτρεχαν
στην ανηφόρα. Ύστερα για λίγο απλώθηκε
αινιγματική ησυχία στο χωριό. Όλοι βρισκόταν στον τόπο του μαρτυρίου.
Ώσπου άρχισαν ομάδες – ομάδες να γυρίζουν φέρνοντας τα θύματα με όποιο
τρόπο μπορούσαν. Εδώ πλέον μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα έχομε απερίγραπτες
σκηνές αρχαίας τραγωδίας. Από παντού ακούγονταν υστερικές φωνές, γοερά κλάματα,
άγριες κατάρες. Μεγάλη αναταραχή! Η μεταφορά κράτησε αρκετή ώρα. Όλοι ήσαν
κακοποιημένοι πολύ η λίγο.
Εγώ απ’ όλες τις μεταφορές, είδα με τα μάτια μου του μακαρίτη το Μπάμπη
(Χαράλαμπου Γιαννόπουλου). Ένας ψηλός άντρας
{δεν ξέρω ποιος} τον είχε πάρει ζαλούκα, { στην πλάτη του}, του κράταγε
τα δυο του χέρια και κείνος είχε μαζεμένα τα πόδια του, απομεινάρι της
απανθρωπιάς, και τον πήγαινε στο Τζιρακέϊκο κάτω προς το σχολείο, προφανώς για
το σπίτι του.
Δυστυχώς ο άνθρωπος αυτός υπέκυψε σε λίγο από το πολύ ξύλο.
Ήταν ένας καλοπροαίρετος, ήσυχος άνθρωπος, χωρίς μπλεξίματα. Γιατί τόσο
ξύλο; Είπαν ότι τον πιάσανε στο Καταράχι τη νύχτα καθώς κύκλωναν το χωριό. Αυτή
ήταν η ενοχή του.
Αλήθεια, ψέματα, δεν ξέρω. Αυτά ακούστηκαν. Θεός συγχωρέσοι τον.
Τις πρώτες ώρες μετά την μεταφορά των θυμάτων, φοβόμαστε πως θα είχαμε
περισσότερους νεκρούς. Έτρεχε το χωριό στους βαρύτερα χτυπημένους, τους
περιέβαλε με τομάρια κατσικιών, με κρεμμύδια και άλλα γιατροσόφια να βοηθήσουν
το σκοτωμένο μέρος.
Λίγο ως πολύ όλοι χτυπήθηκαν. Τις γυναίκες {κορίτσια} τις κούρεψαν κιόλας.
Δε γύρισα τότε όλο το χωριό για να έχω εικόνες. Ακουγόταν όμως επίμονα η
θλιβερή είδηση: Ο Θανάσης είναι βαριά,….
ο Κώστας κινδυνεύει…..ο Αντώνης είναι
στα τελευταία του…. κι όλο περιμέναμε να ακουστεί το μοιραίο. Εγώ εκτός από τον
Μπάμπη, είδα χτυπημένο τον ξάδερφό μου τον Πάνο, όχι πολύ βαριά και την ξαδέρφη
μου την Αντώνα, βαρεμένη και κουρεμένη σύρριζα!.
Και τώρα ακόμη στη μνήμη μου έρχονται μαζί: Το μόνιμο σχεδόν γλυκό του
χαμόγελο και το οικτρό τέλος που τον
βρήκε στις Γούρνες τη μαύρη εκείνη ημέρα, και ανατριχιάζω, τρελαίνομαι.
Φαίνεται ότι έφαγε το περισσότερο ξύλο. Ξύλο μέχρι θανάτου!
Είπαν ότι μαρτύρησε πως έχει κρύψει δυο χειροβομβίδες στον Παλιόπυργο. Και
ότι οι αδελφές του πήγαν, τις βρήκαν και
τις έφεραν στους φονιάδες να σώσουν τον αδελφό τους. Αλλά μετά φαίνεται τον
αποτέλειωσαν για να μαρτυρήσει ίσως κι άλλον οπλισμό. Αυτά λέγονταν στη
γειτονιά κι εγώ τα κράτησα στη μνήμη μου ακαίρια, όπως και τη λύπη ,το πένθος και προ πάντων τα κλάματα
και τα μοιρολόγια γι’ αυτό το αδικοχαμένο παιδί. Όλη μέρα κι όλη νύχτα κλαθμός
και οδυρμός στο σπίτι του. Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα καθόλου. Άκουα τα
μοιρολόγια και φοβόμουν. {τριάντα μέτρα
απέχουν τα σπίτια μας}
Το ίδιο προφανώς γινόταν και στην κάτω γειτονιά με τον Μπάμπη και σ’ όλο το
χωριό. Μια άγρια αγρυπνία, ένα ανελέητο πήγαινε έλα από σπίτι σε σπίτι,
συμπαράσταση για τους δυο νεκρούς και
για τους βαρεμένους.
Η άλλη μέρα βρήκε το χωριό βαριά λαβωμένο, βουτηγμένο σ’ ένα βαρύ πένθος
όμοιο του οποίου δεν θα έχει υπάρξει στη ζήση του. Νωρίς το μεσημέρι
ακολούθησαν και οι κηδείες με σκηνές που ξεπερνούσαν τις αρχαίες τραγωδίες.
Αυτά τα άγρια φονικά και το ολικό πένθος προξενούν στα παιδιά μεγάλο φόβο
και συχνά αναστολή των φυσιολογικών και πνευματικών τους λειτουργιών.
Είχα καταληφθεί από αίσθημα πλήρους ανασφάλειας, ο τόπος έφευγε από τα
πόδια μου, ένιωθα … «φευγάτος».
Γι αυτό για τις κηδείες δεν θυμάμαι καθόλου λεπτομέρειες, από τις
δραματικές εκείνες ώρες, τις φρικτές εκείνες σκηνές που ξετυλίγονταν σε κάθε
γωνιά του χωριού μας και ξεχωριστά στην εκκλησία μας.
Για πολύ καιρό το χωριό μας ήταν εντελώς εξουθενωμένο. Το πλήγμα ήταν πολύ βαρύ.
Η ατίμωση που του έγινε ήταν ανείπωτη: Μέσα στο χωριό να έρθουν 20-25 καθάρματα,
να πάρουν τους ανθρώπους μας, συγγενείς, φίλους, πατριώτες και να τους
σκοτώσουν δίπλα μας, χωρίς καμία σοβαρή αντίσταση από τους χωριανούς,
είναι ένα θέμα(!) που τώρα δεν μπορώ να το ξεδιαλύνω. Ωστόσο και αυτή η
κουβέντα ειπώθηκε και ξανά ειπώθηκε τότε
στο χωριό τις επόμενες ημέρες, σαν παράπονο, σαν απορία σαν προσβολή! Αλλά
μέχρι εκεί…
Είναι περιττό να ειπώ πόσο βαθιά σημάδεψε την ψυχή μου αυτό το τραγικό
γεγονός! Όμοιο να μη συμβεί σε άνθρωπο και ιδίως σε παιδί.
Ύστερα από πολλές δεκαετίες όταν φέρνω στη μνήμη μου εκείνο το φοβερό
πάθημα του χωριού μου, το ξαναζώ τόσο έντονα, σαν να έγινε εχθές. Και με τις
ίδιες πάντα αναπάντητες ερωτήσεις.
Από τους μάρτυρές μας εκείνους κανένας σήμερα πλέον δεν ζει.
Ο Θεός ας τους αναπαύει και να τους αποδώσει τον στέφανο του άδικου
μαρτυρίου τους.
Η προσπάθεια που έκαμα να καταγράψω τα γεγονότα της αποφράδας εκείνης
ημέρας, γνωρίζω ότι είναι λειψή. Κι άλλα πολλά συνέβησαν που δεν τα αντιλήφθηκα
ή μου διέφυγαν .
Κυρίως αδυνατώ τώρα να κατονομάσω έναν προς έναν τους τριαντα επτά μάρτυρές
μας και δεν είμαι σε θέση να αναφερθώ στο παρασκήνιο, στις διαβουλεύσεις, στο
τι γινόταν στα κρυφά όλη την ημέρα.
Όλα αυτά μπορεί να συμπληρωθούν από άλλους που ίσως έχουν τις πηγές.
Σαν το δικό μας πάθημα, ή ανάλογα με
αυτό, γινόταν τότε σ’ όλη την ύπαιθρο και όχι μόνο. Έτσι μετά από λίγο καιρό,
ήρθε ο τρίτος γύρος των ανταρτών για να συνεχιστεί η αιματοχυσία των Ελλήνων!
Πτωχή Ελλάδα! Τι τράβηξες και τι τραβάς ακόμα!...
Οκτώβριος 2012
Διαβάζοντας αυτό το χρονικό τρόμου για τη Γλανιτσιά, η φαντασία μου, και με τη βοήθεια του κειμένου, οργιάζει και η ψυχή μου επαναστατεί ασυγκράτητα, για το άδικο φονικό, που έγινε σ' αυτό το χωριό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣίγουρα θα υπάρχουν κι άλλες μαρτυρίες, που δεν βγαίνουν στη δημοσιότητα για να συμπληρώσουν τη ζοφερή εικόνα και τα ανείπωτα δράματα.
Μπορεί να είναι και φρόνιμη αυτή η επιφύλαξη.
Στρέφομαι προς το Μνημείο των πεσόντων στις Γούρνες.
Με καθηλώνουν τα δύο ονόματα, γιατί ήσαν αθώοι άνθρωποι.
Στην αρχή με ανατριχιάζει ο Σταυρός του Μνημείου, που μαρτυρεί ότι δύο χριστιανοί εμαρτύρησαν εκεί! (από ομοθρήσκους;;;)
Αιτία;..... Ουδεμία!
Φέρελπις 19χρονος ο ένας, νέος και οικογενειάρχης ο άλλος και σίγουρα πολεμιστής στην Αλβανία, για τη σωτηρία της Πατρίδας!!!
Εκφράζομαι απλά χωρίς να θέλω να εξάψω κάτι.
Ανακράζω μόνο συγκαταβατικά κι εγώ:
Όμορφη και παράξενη Πατρίδα
Ωσαν αυτή που μου ΄λαχε δεν είδα!
...................................................
ΓΟΥΡΝΕΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΚοίταξα τη γωνία των δεικτών στις ώρες
Δε θα 'λεγα ακρίβεια στην περιγραφή
Όμως έλειπε κάτι απ'τα γεγονότα
Ούτε το σύρμα που τους δέσανε τα χέρια
δεν έχω χρόνο να σκεφτώ
Σήκωσε το σύννεφο του μαύρου μαντηλιού της
Ήταν άσπρα τα μαλιά της
Βλαστήμιες βρισιές βασανισμοί
Κι οι γογγισμοί οι σπαραμοί οι κλάψες
ούτε το αίμα που 'τρεξε στ'αυτί
Κι 'αστραψε η ρεματιά καθώς ξεβγαίνουν δυό ψυχές
παρατώντας τα κορμιά τους στους φονιάδες
που τους συχάθηκαν
Δεν είναι εύκολο να δένεις τη γραβάτα
όταν θέλεις να προλάβεις δρομολόγια λεωφορείων
Κείνη φώναξε:<>
Στάθηκα για μια στιγμή.....
Εκείνη η κοτρόνα τόπος μαρτυρίου
Χρήστος π. Μποσμής
19-9-1978
Γούρνες:Τοποθεσία στο χωριό Μυγδαλιά Γορτυνίας.
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΡΙΖΕΣ τεύχος 3 έκδοση της
Παναρκαδικής Ομοσπονδίας Ελλαδος.)
Αυτά που θυμάσαι εσύ Χρήστο σαν μικρό παιδί τα έζησα και εγώ όντας στήν κοιλιά της μανας μου. Αναφέρω με λίγα λόγια όπως τα θυμάμαι που μου τα έλεγε. Τήν πιάσανε έξη μηνών έγκυο σε μένα μαζί με όλους τους άλλους και την έφεραν στην αγορά μπροστά στην Παναγιά. Καποιος έφερε σύρμα και της δέσανε τα χέρια. Αρχισαν να την χτυπούν με ένα κοντό ξύλο. Διπλώθηκε και προστάτεψε την κοιλιά της. Την χτύπαγαν στο κεφάλι στα χέρια στα πλευρά και στα πόδια. Την μαύρισαν στο ξύλο. Ένιωθε τους πόνους όλη της την ζωή.Αν ήτανε Παναγιά θα τους έκοβε τα χέρια, έλεγε, μπροστα στο ιερό που τη βασάνιζαν . Μα και την Παναγιά λεω γω την κυνήγησαν να της σφάξουν το μικρό παιδί της και έζησε τα πάθη του γυιού της . Τη μετέφεραν στις Γούρνες τόν τόπο βασανισμού τους. Συνέχισαν να την χτυπούν όπως και όλους τους άλλους. Ήταν η Ελένη του Σκασίλα που τους έλεγε,αφήστε την χτυπάτε με κι' εμένα. Απ' ότι ξέρω από αφηγήσεις πολύ ξύλο έδωσαν και βασάνισαν εκτός από τον Μπά μπη και τον Γρηγόρη, που τους β γάλα νε τη ψυχή με το ξύλο, όπως έλεγε η Μανα μου , κινδύνεψαν να πεθάνουν από τα πολλά βασανιστήρια και ο Θανάσης ο Γιωργιάς, ο Νί κος ο Μπρής και ο Άλκης του Τζιούφη.Τη φέρανε τη Μάνα μου στο σπίτι όπου δέχτηκε τις φροντίδες των γυναικών του χωριού μας. Θά 'πρεπε να τις αναφέρω με τα ονόματά τους, αλλά δέν τα ξέρω. Την άλλη μέρα καλέσανε από τα Λαγκάδια το γιατρό το Βαχλιώτη, να την εξετάσει για το παιδί που είχε στην κοιλιά της. Εκείνος είπε ότι δεν έχει πάθει το παιδί τίποτα. Έλεγε η Μάνα μου: "με είχαν κάνει μαύρη στο ξύλο σαν τούτο δω", και μου'δειχνε τα μαύρα ρούχα που φορούσε. Και γω έλεγα όταν μεγάλωσα πως "δεν φοβάμαι γιατί έχω φάει ξύλο στην κοιλιά της Μάνας μου". Ο Βαχλιώτης βλαστήμησε: "γαμώ τον θεό τους. Τι γυρεύαν από τη παλιογυναίκα".
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρήστος π. Μποσμής
Πάλι καλά, γιατί στο Βαλτεσινίκο λίγο πριν είχανε σκοτώσει καμιά 20αριά...
ΑπάντησηΔιαγραφή