« Δώσε και μένα θειά , δώσε και μένα θειά, θεός σχωρέστους , θεός σχωρέστους!...»
--“ Μακριά από την σκάφη, να μην ρίχτε μέσα κανά σαρίδι,.” Μας έλεγε η θειά- Μήτσαινα και κρησάριζε με την ψιλή κρησάρα το αλεύρι. Καταλάβαμε ότι αύριο ήταν Ψυχοσάββατο και όλα έπρεπε να είναι πεντακάθαρα. Θα έφτιαχνε προσφορές και θα τις έδινε στον παπά, για να κάνει δέηση για τους πεθαμένους και κουκιά για να συγχωρεθούν.
Σ’ ένα τραπέζι ξύλινο, η θεια- Μήτσαινα είχε ακουμπισμένη τη σφραγίδα, που θάβαζε στα πρόσφορα και στα μικρά προσφοράκια.
Το ζύμωμα και το πλάσιμο της προσφοράς ήταν γι αυτή και για όλες τις γυναίκες, πραγματκή ιεροτελεστία. Σε λίγο τα πρόσφορα θα έβγαιναν από τον φούρνο αφράτα και προφαντά. Από την πάνω πλευρά ήσαν κεντητά με έναν μεγάλο κύκλο, την ιερή Σφραγίδα.
Μέσα στον κύκλο τα αρχικά γράμματα ΙΣ ΧΡ και σταυρωτά τέσσερεις μικροί σταυροί , που έκαναν τον μεγάλο σταυρό και διάφορα άλλα ιερά σχέδια. Σ’ ένα ταψί είχε καθαρίσει διαλεχτό στάρι, ένα- ένα το σπυρί για να κάνει μ’ αυτό τα κουκιά.
Το Σάββατο χτύπησε η καμπάνα για τον Εσπερινό. Μία- μία οι γυναίκες ερχόντανε στην Εκκλησιά με τις προσφορές τυλιγμένες σε πεντακάθαρες πετσέτες, κάτω από την αριστερή αμασκάλη τους. Με το δεξί τους χέρι κρατούσαν το πιάτο με τα κουκιά. Έβαζαν πρώτα τα κόλυβα με μεγάλη ευλάβεια στο πεζούλι , μπροστά στο Ιερό και στην συνέχεια παρέδιδαν στην αριστερή πόρτα του Ιερού τις προσφορές στον παπά, με ένα σημείωμα , με τα ονόματα των πεθαμένων για να τους μνημονεύσει.
-- Παπαντώνη,
να θυμηθείς να μνημονεύσεις το
όνομα του μακαρίτη ,του πεθερού μου, που το ξέχασες πέρσι . Για ένα μήνα
ερχόταν στον ύπνο μου και με ρώταγε , γιατί τον ξεχάσαμε!.-- Το έχω
υπ όψιν μου κυρά- Θανάσαινα - της είπε ο παππάς - και θα τον διαβάσω πρώτον απ ‘ όλους.Σε λίγη ώρα,
μετά το χτύπημα της καμπάνας για τον Εσπερινό, τα σκαλάκια μπροστά στο
Ιερό της Εκκλησίας ήταν γεμάτα με δεκάδες πιάτα, (στρογγυλά, οβάλ),
κανίστρια και σαγάνια. Είχαν μέσα σπερνά φτιαγμένα με όλα τα καλούδια: ζάχαρη,
σταφίδα, ρόδα , μύγδαλα, μαϊντανό κλπ…Οι
πικραμένες μάνες και αδελφές έστελναν πεσκέσι στους δικούς τους ανθρώπους του
κάτω κόσμου!.. Στο κέντρο των δεκάδων
πιάτων, που ήσαν παρατεταγμένα, άναβαν από ένα κίτρινο κεράκι. Οι μακρόσυρτες φωτεινές γραμμές των κεριών είχαν φωταγωγήσει
την Εκκλησία και οι ψυχές των
πεθαμένων , ένοιωθες ότι φτερούγιζαν στον μοσχοβολημένο αέρα , γύρω από τα κεριά,
το Εικονοστάσι, τα καθίσματα , σε όλο το χώρο της Εκκλησίας και έρχονταν σε επικοινωνία με τις πενθοφορούσες γυναίκες. Μια θεία ψυχική και πνευματική επικοινωνία γινόταν μέσα στο χώρο της Εκκλησίας!. . Οι γυναίκες
σταυροκοπι0ύνται και ζητούν με
παρακλητικά λόγια από την
Παναγία, να συγχωρέσει τους πεθαμένους τους. Οι ίδιες και οι συγγενείς
τους να είναι υγιείς, να έχουν θεία
φώτιση και ο Θεός να συγχωρέσει της
ανομίες και αμαρτίες τους.
Η συνάντηση
ζώντων και νεκρών μέσα στο Ναό, με τη βοήθεια της ψαλμωδίας, παίρνει ουράνια
διάσταση!. Η μάζεψη είναι μεγάλη!. Οι πεθαμένοι
θα νοιώθουν αγαλλίαση
βλέποντας τη μάνα τους και την αδελφή τους, που ήλθαν με τα δώρα τους στην
Εκκλησία να ευμενήσουν, να προσκυνήσουν, και να ζητήσουν με πόνο και λύπη από τον Θεό την σωτηρία της ψυχής τους . Με
το ταξίδι τους σ τον κάτω κόσμο, αποκούμπι εδώ, στον κόσμο των ζώντων, έχουν
την ανάμνηση και την αγάπη των δικών τους ανθρώπων. Σε
αυτούς ελπίζουν πολλά.Οι γυναίκες προσηλωμένες στις αόρατες μορφές των πεθαμένων, με τη δύναμη της σκέψη τους οραματίζονται τους προσφιλείς τους που είναι χαμένοι!. Αυτές οι αγνές, μαυροφορεμένες γυναίκες ξεπέρασαν τα φυσικά όρια και ήλθαν στα υπερφυσικά, στους ανθρώπους του κάτω κόσμου!. Η γριούλα με το σαγανάκι το σιτάρι στην Εκκλησία αυτοσυγκεντρώνεται. Φέρνει στο μυαλό της το χαμένο στον πόλεμο λεβέντη της, τον άνδρα της, τον δικό της άνθρωπο και σήμερα τον τιμά. Είναι αγράμματη. Δεν άκουσε, δε διάβασε, δεν έμαθε, το «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου…….».Μόνη της από γενιά σε γενιά έμαθε να τιμά και να σέβεται όλους, μα προ πάντων τους νεκρούς!. Τα σπερνά είναι μια προσφορά, μια θυσία σε ένδειξη μνήμης και αγάπης.
--Δεν μας αφήνουν οι έγνοιες της ζωής να θυμόμαστε καθημερινά τους νεκρούς μας» έλεγε ή γειτόνισσα . Και πρόσθετε: «Εγώ δεν αισθάνομαι ότι χωρίσαμε απ’ αυτούς. Και όταν ξεχνάμε είναι η καμπάνα που χτυπά εσπερινό και τα κατανυκτικά λόγια που διαβάζει ο παπάς για τις ψυχές, που μας βοηθούν να μιλάμε με τους αλαργινούς ανθρώπους μας. Έρχονται στο μυαλό μας ,στην φαντασία μας, στην ζωή μας και από αόρατοι γίνονται ορατοί».
Και αυτό είναι το θαύμα στον άνθρωπο! Αστραπιαία έρχεται δίπλα στον πατέρα, στην μάνα, στην αδελφή, τον αδελφό το φίλο , τους ανθρώπους που είναι φευγάτοι στον κάτω κόσμο. Βλέπουμε την κάθε στιγμή που ζήσαμε μαζί τους.
--Θεια Κωστούλα, τι σε κάνει να πηγαίνεις κουκιά στην εκκλησία το ψυχοσάββατο;
--Έρχονται και μου μιλάνε, ακούω καθαρά τα λόγια τους και η γνώριμη φωνή τους ηχεί αναλλοίωτη στα αυτιά μου, όπως τους παλιούς καιρούς και μου λένε»: «Είμαι κοντά σου. Παίρνω κουράγιο, δύναμη να συνεχίσω τον κύκλο της ζωής μου». «Νοιάζουμαι τους ανθρώπους μας εκεί που είναι, παιδάκι μου. Άλλωστε δεν σταμάτησα να τους αγαπώ. Όταν ξεχνώ και περνάνε οι ημέρες, που δεν τους θυμάμαι, έρχονται στο ξύπνιο μου, στον ύπνο μου και μου θυμίζουν το καθήκον μου. Τότε σμίγουμε από το χωρισμό, που για μένα δεν είναι χωρισμός και επιδιώκω να είμαι πάντα μαζί τους. Με φοβίζει βέβαια και κάτι άλλο. Σε λίγο χρόνο θα πάμε και εμείς εκεί. Εάν εδώ δεν κάνουμε τίποτα γι αυτούς, μια δέηση, μια προσευχή, πως θα μας δεχτούν;
Εκεί μέσα στην Εκκλησία ακούγεται η φωνή του άνδρα της, να της λέει: «Γυναίκα μου καλώς ήρθες , σε ευχαριστώ που προσεύχεσαι για μένα και με μνημονεύεις». Η γυναίκα κοιτάζει την εικόνα της Θεοτόκου, σταυροκοπιέται και λέει με σιγανή φωνή: «Άνδρα μου, καλώς σμίξαμε, καλώς σε βρήκα, είναι καθήκον μου». Την ίδια φωνή ακούει και τα ίδια λέει και η γερόντισσα πιο πέρα, και η άλλη πιο δίπλα. ΄ Άλλη καλωσορίζει την μάνα, άλλη τον γιό, την κόρη. Εκεί στην Εκκλησία σμίγουν οι ψυχές των χωριανών μας μεταξύ τους, μιλάνε με τις ψυχές των γυναικών και είναι αυτό το σμίξιμο μια μεγάλη και ιερή πανδαισία!. Τόπος λοιπόν συνάντησης των ψυχών το Ψυχοσάββατο στην Εκκλησιά.
Η συνάντηση παίρνει ουράνια διάσταση με τους αγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ να συμπορεύονται με τις ψυχές . Εδώ η σκέψη φτερουγίζει. Η γριά- Θανάσαινα έχει ακούσει για τις ψυχές που περιφέρονται στον Ιερό χώρο της Εκκλησίας να συναντήσουν τους αγαπημένους τους. Τα μάτια των γυναικών είναι στραμμένα στα κανδήλια που σιγοκαίγουν μπροστά στις εικόνες. Κοιτάζουν το Θείο Βρέφος στην αγκαλιά της Παρθένου. Κοιτάζουν τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, τον Άγιο Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη.
Βλέπουν ψηλά στο τέμπλο τον Μυστικό Δείπνο, τον Χριστό με όλους τους μαθητές του γύρω- γύρω . Μια γλυκιά νοσταλγία διακατέχει τις γυναίκες . Πόσο θα ήθελαν να βρίσκονταν ομοτράπεζες, όπως ο Χριστός με τους μαθητές του, με τους φίλτατους ανθρώπους των, τους άνδρες των τους αδελφούς των, τους δικούς των, που βρίσκονται τώρα στον κάτω κόσμο!!. Η πίστη τους αναπτερώνεται, ελπίζουν σε κάποια συνάντηση!.
Μια πεταλουδίτσα κατεβαίνει από τα παράθυρα του κουμπέ και πολλά μάτια την έβλεπαν που πλησίαζε τα κανδήλια. «Σίγουρα κάποια ψυχή είναι», σκέπτονται, και τα μάτια την ακολουθούσαν . Τα χείλη των γυναικών κινούντο. Φαινόταν ξεκάθαρα ότι πρόφεραν το όνομα του δικού τους ανθρώπου. Η πεταλουδίτσα έκανε ένα κύκλο στα πιάτα, στάθηκε για λίγο στο πιάτο της κυρα- Βγενιάς και μετά ανέβηκε προς το ανοιχτό παράθυρο κι εχάθη στον ουρανό.
-- Γιώργο
πιο σιγά , πιο σιγά! Δεν ακούμε τα
ονόματα που διαβάζει ο παπάς , αλλά ούτε η Παναγία , με την παρεμβολή της φωνής
σου»
Το καντήλι φεγγοβολάει στην εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου. Εδώ αλλάζει το σκηνικό , αγάλι, αγάλι φεύγει η πίκρα, η στενοχώρια η αγωνία.
Σκέπτονται
! οι δικοί τους έχουν συντροφιά την Παναγία
, δεν είναι απροστάτευτοι , δεν είναι μόνοι, έχουν το στήριγμά τους στον κάτω
κόσμο. Προσεύχονται : «Παναγία μου, συγχώρεσε τους ανθρώπους μας, έχε τους κάτω
από την σκέπη Σου. Η ψυχή τους γαληνεύει και η μελαγχολία αντικαθίσταται με
χαρούμενο πρόσωπο…….Το καντήλι φεγγοβολάει στην εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου. Εδώ αλλάζει το σκηνικό , αγάλι, αγάλι φεύγει η πίκρα, η στενοχώρια η αγωνία.
Παιδιά ξυπόλητα , κακοντυμένα , με άδεια στομάχια , περιμένουν καρτερικά το : «Δι ευχών των Αγίων πατέρων ημών ….’» του παπά για να ξεχυθούν στο προαύλιο της Εκκλησίας.
Τέλειωσε ο εσπερινός με ανάμικτα συναισθήματα χαράς και λύπης στην ψυχή τους. Το παιδομάνι με το σχόλασμα καιροφυλακτούσε στην είσοδο της Εκκλησίας με απλωμένα τα χέρια φωνάζοντας:
-- Κουκιά θειά!…..κουκιά θειά!!….
Δώσε και μένα θειά, δώσε και μένα θειά, θεός σχωρέστους, θεός σχωρέστους»!… Τα μεγαλύτερα παιδιά έσπρωχναν τα μικρότερα και κείνα αντιστέκονταν στο σπρώξιμο των μεγαλυτέρων …
Ήταν
Ψυχοσάββατο, ημέρα προσευχής για της ψυχές των αγαπημένων μας!....
- Ο Θεός να σας συγχωρέσει, τιμημένοι νεκροί
μας.
B girakas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου