Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Η Γ Α Τ Ο Υ Λ Α


Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου

Ήταν δέκα η ώρα το πρωί και το κρύο ήταν τσουχτερό. Τα κεραμίδια έσταζαν από το λιώσιμο του πάγου και τα απόσκια ήταν ακόμη κάτασπρα.  Βγαίνοντας έξω στην αυλή να πάρω ξύλα για την φωτιά, μια αγριόγατα χάθηκε , στην άλλη γωνιά του κήπου και κρύφτηκε κάτω από θάμνους. Πισωγύρισα , μπήκα μέσα στο σπίτι , πήρα ένα κομμάτι συκώτι καλοψημένο που είχε περισσέψει από το βράδυ και το πέταξα στους θάμνους.
Εκείνη πείναγε ανήσυχη  το έφαγε με βουλιμία και καθώς έβλεπα από ένα άνοιγμα των κλαδιών ηρέμισε και δέχτηκε και το δεύτερο κομμάτι συκωτιού.
Το τρίτο και τέταρτο πλέον τεμάχιο, το έφαγε με λίγο φόβο, ακάλυπτη και περισσότερο κοντά μου .
Τρείς μέρες την τάιζα και έτσι γίναμε φίλοι με την γάτα της ιστορίας μας και δέχτηκε τα χάδια μου. Την τέταρτη μέρα από αγάπη να την προστατέψω από το κρύο και τον χιονιά, την κάλεσα στ σπίτι μου . Είπα να περάσει λίγες βραδιές που η θερμοκρασία την νύχτα έφτανε τους  μείον οκτώ βαθμούς Κελσίου. Την δέχτηκα με κείνη την εγκαρδιότητα των φιλόξενων ανθρώπων της επαρχίας  που ζούνε απομονωμένοι και θέλουν παρέα.
Καλόγνωμη στην αρχή , επιφυλακτική έτρωγε έπινε και χαιρόταν την ζεστασιά και την φιλία μας και αυτή κι εγώ.  Είχε απόλυτη ανάπαυση, καλή τροφή και ζωή απαλλαγμένη από τα σούρτα φέρτα.
Για την ανάγκη της  με ενημέρωνε ανελλιπώς νιαουρίζοντας κι εγώ την άφηνα μόνη  για λίγο στον κήπο.
Βγαίνοντας έξω από το σπίτι το κακό «ζακόνι» δεν το έκοβε. Ανέβαινε στις μυγδαλιές , στο ψηλότερο σημείο τους και έπιανε σπουργίτια, προς θλίψη μου.
Άλλη μέρα τράβηξε για το ψηλό κυπαρίσσι μου, που φιλοξενούσε μπούφους. Προσπάθησα να  την έχω υπό επιτήρηση χωρίς να πετυχαίνω πολλά πράγματα με την πονηριά και την τσαχπινιά της.
__Δική σου είναι η γατούλα; Με ρώτησε η γειτόνισσά μου όλο χαρά.
__Η άσπρη που βλέπεις στα σκαλιά , δική μου είναι,  της απάντησα.
__Σήμερα έκανε σπουδαία δουλειά! Κότες είχε σκέφθηκα,  πλάκα θα έχει να τους ρίχτηκε. Με απορία και επιφυλακτικότητα την ρώτησα.
__Τι έκανε;
__Νά! Πρωί πρωί κυνήγαγε ένα κουνάβι!
__Δηλαδή  γλύτωσε τις κότες σου;
__Μην το λες αστεία. Μπορούσε να τις έχεις πνίξει όλες. Είναι θαυμάσια γατούλα!! Μέσα μου την καμάρωνα και την θαύμαζα καθώς την έβλεπα άφοβα να κινείτε πάνω σε κρεβατίνες, δέντρα, βεράντες  κεραμίδια, παντού. 
Μα η φιλία μου με την γατούλα μεγάλωσε που την είχα στο σπίτι και να γιατί!
Ταΐζοντας την, μείωσε τις εξορμήσεις της στις μυγδαλιές  και έπιανε το καρτέρι, λιγότερες  φορές για να πιάσει πουλιά.
Εκείνο όμως που έγινε ένα χειμωνιάτικο βράδυ, με έφερε πιο κοντά με την γατούλα.

Θα ήταν τρείς η ώρα την νύχτα , όταν άκουσα επίμονα να νιαουρίζει.  Είχε αφήσει την γνωστή πολυθρόνα που κοιμότανε και ήρθε κοντά στο κρεβάτι μου. Συνέχιζε να νιαουρίζει λυπητερά και έντονα και ξύπνησα. Θυμάμαι έξω έβρεχε, τα σταλάκια χτυπάγανε σε τσίγκο του γειτονικού  χαγιατιού , απολάμβανα τον ήχο του νερού και δεν ήθελα να ανοίξω τα μάτια μου. Αυτή συνέχισε και σαν δεν απαντούσα με τα μπροστινά της πόδια ανεβασμένα στην άκρη του κρεβατιού χάιδευε τα χέρια μου.
Ανασηκώθηκα λίγο από το στρώμα και ένοιωσα μια άσχημη μυρουδιά. Άναψα το φως και τι να ιδώ!!  Το σπίτι ήταν γεμάτο καπνούς. Ένα ξύλο είχε πυρώσει λίγο μακριά της εστίας , σιγόκαιγε και ο καπνός έβγαινε ασυγκράτητος στο χώρο του σπιτιού.
Η γατούλα είχε κάνει το χρέος της. Με ενημέρωσε για το κακό που ερχόταν  και ησύχασε σαν άνοιξα τα παράθυρα.
Αυτή η μανιώδης κυνηγός των πουλιών , η  ΓΑΤΟΥΛΑ έγινε φίλη μου με το σπαθί της , με κέρδισε και αποτελεί μια καλή συντροφιά.

B GIRAKAS  23/2/2017






1 σχόλιο:

  1. Τρυφερή ιστοριούλα. Αναμένομε τη συνέχεια. Πιστεύω θα είναι εξ ίσου θετική και ανθρώπινη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή