ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ Κ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Απέναντι στη μισάνδρα μας, όταν
ξάπλωνα στο κρεβάτι, έβλεπα κρεμασμένη τη μαγκούρα και τη γκλίτσα μου. Τότε έμπλεκε η σκέψη μου και
ατέλειωτες συζητήσεις γίνονταν μέσα μου. Αυτά τα συμμετρικά ραβδιά, με το
στρογγυλό κεφάλι και την σκαλισμένη και όλο κεντίδια γκλίτσα μού θύμιζαν τους γέρους, που πάνω τους στύλωναν το κουρασμένο κορμί τους.
Τους νιους που καμάρωναν κρατώντας το
περίτεχνο κλιτσοράβδι τους και κόρδωναν το λυγερό τους σώμα.
Αυτά τα ραβδιά μού θύμιζαν ακόμα πολέμους, τότε που δεν υπήρχαν πολεμικά όπλα, μου θύμιζαν μαλώματα, πολεμικές κραυγές και καβγάδες. Μου θύμιζαν το στήριγμα των αδύνατων και το όπλο άμυνας για τον κακό γείτονα, τον κακό άνθρωπο, το κακό σκυλί
Όλες οι χρήσεις, καλές και κακές, πέρναγαν απ’ το μυαλό μου.Αυτά τα ραβδιά μού θύμιζαν ακόμα πολέμους, τότε που δεν υπήρχαν πολεμικά όπλα, μου θύμιζαν μαλώματα, πολεμικές κραυγές και καβγάδες. Μου θύμιζαν το στήριγμα των αδύνατων και το όπλο άμυνας για τον κακό γείτονα, τον κακό άνθρωπο, το κακό σκυλί
Στο καφενεδάκι του χωριού που
κατεβαίναμε, εκτός των άλλων, συζητούσαμε με τις ώρες για τις γκλίτσες και τις μαγκούρες μας. Τις
καμαρώναμε και χαιρόμαστε.
Συχνά κάναμε σύγκριση στις μαγκούρες
και τις γκλίτσες για το ποια είναι η καλύτερη.
__Η δική μου μαγκούρα, είναι πιο
γυριστή, πιο συμμετρική και πιο στερεή, έλεγε ο Μάγκας ( Μαγκογιώργης ) στον Γιώργη τον Ζιολή.
__Είναι πιο γυριστή, έλεγε κείνος,
αλλά και πιο στραβή. Η δική μου αντίθετα,
είναι πιο ίσια και πιο χοντρή. Στο κάτω μέρος
η δική σου είναι στραβή, δεν το βλέπεις;
Ο Μαγκογιώργης που δεν δεχόταν την
κατωτερότητα της μαγκούρας του αντέτεινε:
__Η δικιά μου όμως είναι πιο μακριά!
Το πείραγμα της κοντής δικής μου, της
μακριάς δικής σου , με ότι άλλους συμβολισμούς είχε, κράταγε σε κέφι και σε
καλαμπούρι την παρέα του καφενείου.
Κείνο το βράδυ καθόταν στο τραπέζι
της μεγάλης παρέας ένας γαμπρός, Μεσολογγίτης. Είχε και κείνος την γκλίτσα μαζί
του και το χέρι του ανεβοκατέβαινε μαλακά μαλακά στο ίσιο αγριλίσιο ραβδί της γκλίτσας του. Μα δεν καταλάβαινε τί
έλεγαν οι γύρω του και διασκέδαζαν τόσο
πολύ. Ο θείος του μπήκε στον κόπο να του εξηγήσει.
__Ετούτοι παίζουν σε δυο ταμπλό, άλλα
λένε και άλλα εννοούν….
Όποιος ερχόταν στο καφενείο με
νεόφτιασμένη μαγκούρα ή γκλίτσα, οι
άλλοι ζητούσαν να την πιάσουν, να την ψηλαφίσουν και να ειπούν την γνώμη τους.
Εκείνος που ήταν κάτοχος, τους έλεγε
γελώντας:
__Καλά όλοι θα μου την πιάσετε; και η
παράσταση και το γέλιο συνεχιζόταν.
Ο Ζιολής και ο Μάγκας μιλούσαν, για ξυλόγλυπτα είδη, για μαραγκοδουλειές.
Πώς φτιάχνανε τ’ αλέτρια να οργώσουν τα χωράφια, σκαμνιά, κασέλες, ταβάνια,
πατώματα. Ο ένας έλεγε τις επιτυχίες στον άλλον και ο άλλος θαύμαζε και έλεγε
τις δικές του.
__Πηγαίναμε κοντά σε μαστόρους και
κάτι μαθαίναμε για να φτιάξουμε δουλειές στα δικά μας σπίτια, έλεγε ο Ζιολής.
__Εγώ, λέει ο Μάγκας, αγόρασα το
ταβάνι του σπιτιού μου. Το 63 θα ήταν που πήγα σώγαμπρος. Το έφτιαξα μόνος μου μια χαρά. Τις ρίγες που
θέλανε αυλάκια, για να είναι όμορφες , ήρθε ο μακαρίτης ο Τέλης με μηχάνημα,
που ήταν μαραγκός και τις έφτιαξε και μου έδωσε συγχαρητήρια.
Στο χωριό όλο και περισσότεροι
άνθρωποι ασχολούνται με τις μαγκούρες και γκλίτσες.
Τα καλλιτεχνικά εργαστήρια πλήθυναν .
Από την απάνου γειτονιά ο Λιόγιαννης, ο
Μάγκας και ο Ζιολής φτιάχνουν γκλίτσες, γκλιτσόραβδα, κουτάλες, κόπανους μα
προπάντων μαγκούρες. Κάτι σαν την αρχαία βακτηρία.
Ποιο κάτω ο Βαγγέλης ο Τζιράκας
μαζεύει ραβδιά με κέρατα βερνικωμένα,
γκλίτσες και γκλιτσόραβδα απ’ όλη την Ελλάδα. Έχει γεμίσει το ισόγειο
του σπιτιού του. Δεν έχει φιλοδοξία να γίνει τεχνίτης, γιατί τα στραβά ραβδιά
τα βλέπει ίσια και όσο να προσπαθήσει ποτέ δεν θα έχουν αρμονία και δεν θα
είναι για κόσμο. Μια γκλίτσα, που έφτιαξε με κόπο και κούραση, κινδύνεψε να
πάει στο δικαστήριο γιατί η μύτη της ήταν όμοια με κάποιου πατριώτη. Εκείνος δεν παίζει με την
υπόληψή του.
Το κέντρο του χωριού δεν στερείται
από τεχνίτες. Ο Βλασόπανος, εκτός από μαγκούρες, έφτιαχνε αλέτρια, κουλούρες
για το κρέμασμα των κουδουνιών στα ζώα και άλλα ξυλόγλυπτα καλλιτεχνήματα.
Τελευταία έφτιαξε αλέτρι να οργώνουν οι γάτες! Επειδή όμως είναι βαρύ, και οι
γάτες δε μπαίνουν σε ζυγό, το έχει για στολίδι πάνω στο τζάκι του.
Ο δάσκαλος ο Μαγκοκώστας, που μένει απέναντί
του, για την ώρα πηγαίνει στο δάσος και φέρνει ραβδιά. Τελευταία έφθασε η χάρη
του στις Παλιότεντες και στον Παλιόπυργο. Βρήκε ίσιους μελιούς και τηλεφωνεί
στον φίλο Ζιολή «τί να τους κάνει». Τελευταία διαδίδει ότι θα
κάνει μαθήματα και, αν μάθει να γυρίζει
τις μαγκούρες, και είναι καλές, θα τις
εκθέσει στο μικρό υπόγειο του σπιτιού
του. Για την ώρα αρέσκεται στα έτοιμα κλιτσόραβδα με τις κεντητές γκλίτσες που
έχει κρεμάσει στο σπίτι του.
Στο κέντρο του χωριού είναι και ο
Μπρουκλόγιαννης. Τα στατιστικά λένε, μία στις πέντε γκλίτσες που φτιάχνει αντέχει μέχρι τέλους
και γίνεται κάπως καλή. Οι υπόλοιπες σχίζονται. Ο ίδιος διηγείται: Πελεκάει τις
γκλίτσες με το κοπίδι, υπομονετικά
, με ιδιαίτερο μεράκι και
ξεχωριστή τέχνη. Τις δίνει όμορφο σχήμα,
και κατάλληλη λαβή να πιάνει το πίσω πόδι του ζώου. Ύστερα κάνει μια τρύπα στο
κέντρο και μέσα εκεί προσαρμόζει το ραβδί. Διαλέγει ίσια, μακριά ξύλα κατά
προτίμηση από κόκκινη μυγδαλιά. Τα αφήνει ξεραίνονται και ύστερα τα καψαλίζει
στη φωτιά. Τα ξεφλουδίζει με το κοπίδι και ύστερα τα δένει σε ίσιο ξύλο για
βδομάδες να ισιώσουν καλά…… Ο Γιάννης
συνήθως είναι πολύ καλός στη διήγηση και στην περιγραφή.
__Γιάννη, τί τις θέλεις τις γκλίτσες;
Τον ρωτούμε.
__Η γκλίτσα είναι το τρίτο πόδι μου,
απαντάει. Δεν κάνω πέρα χωρίς αυτή. Είναι αχώριστος σύντροφος και απαραίτητο
εργαλείο.
__Μα χρειάζεται τόσο πολύ;
__Πολύ; Δεν λες τίποτα. Πρώτα πρώτα, ξαμώνεις τα
πρόβατα και σε ακούνε. Όποιο πρόβατο ή αρνί θέλεις, απλώνεις την γκλίτσα και το
πιάνεις από το πισινό πόδι. Την στηρίζεις πάνω στο χώμα ή στα βράχια και
περπατάς άφοβα. Όταν κάθεσαι κατά γης ή σε καμιά πέτρα σε βοηθάει να σηκωθείς.
Τί λες Βαγγέλη, είναι χρήσιμη ή δεν
είναι; Άσε που δεν κοτάει κανένας να σε
απειλήσει. Είναι καλό εργαλείο, μην κάνεις κουβέντα.
Τελευταία γυρίζει με δεμένο το
αριστερό χέρι. Όταν τον ρωτάμε τι έπαθε, μας λέει:
__Το άτιμο το κοπίδι φταίει.
Κοντά στον Μπρουκλόγιαννη μένει ο
Γληγόρης ο Ξερικός. Οι δυο τους δεν
φαίνεται να συνεργάζονται γιατί είναι μακριά
τα ξυλογλυπτικά εργαστήρια. Στην Μπαλιζού του Μπρουκλόγιαννη, στις
Τρούπες του Ξερικού.
Η τεχνοτροπία του έχει καθιερωθεί και
είναι γνωστή σε όλους. Οι γκλίτσες που φτιάχνει ο Γληγόρης έχουν χάρη, ομορφιά
και συμμετρία. Οι γκλίτσες, τα ραβδιά, τα κομπολόγια, τα κουτάλια τα τασάκια
και ότι φτιάχνει παίρνουν μορφή και σου μιλούν.
Υποψήφιοι να κάνουν καλλιτεχνικά
εργαστήρια είναι πολλοί ακόμη. Ο Βαγγογιώργης σε προχωρημένο στάδιο, ο
Ηλιόπουλος ο Γιάννης και ο Τακογιώργης…
Είχε περάσει η ώρα κείνο το βράδυ στο
καφενείο, όταν ακούστηκε η φωνή τουΖολή:
__Η παρέα τί λέει; Θα φύγουμε Μάγκα;
Οι γυναίκες μάς περιμένουν.
__ Να συμφωνήσει και ο Βαγγέλης, απέ
φεύγουμε.
__Τόσο νωρίς Ζιολή. Του απάντησα εγώ.
__Δεν είναι νωρίς. Η ώρα πέρασε κι
εμείς αύριο έχουμε δουλειά. Είναι έντεκα. Έτσι οι τρείς μας επιστρέφαμε, όπως και τόσα
άλλα βράδια ,στα σπίτια μας. Στο δρόμο κοιτάγαμε τον ουρανό με τα λαμπερά του
αστέρια και κάναμε μια μικρή ανακεφαλαίωση για όσα ακούσαμε και λέγαμε στο
καφενείο. Η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη μέχρι τα σπίτια μας. Πριν χωρίσουμε και ειπούμε «καληνύχτα», ο Μάγκας
ρώτησε τον Ζιολή:
__Αύριο θα πάμε εκεί που λέγαμε;
__Να ξημερώσουμε πρώτα και θα πάμε,
απάντησε εκείνος. Εγώ πρόλαβα, είπα καλή νύχτα και μπήκα στην αυλή του σπιτιού
μου.
Όταν ξάπλωσα στο κρεβάτι, θυμήθηκα
την τελευταία κουβέντα τους. «Αν θα πάνε εκεί που λέγανε». Δεν τους ρώτησα το βράδυ από λεπτότητα. Αν παρέμενα λίγο στην παρέα τους θα μου το έλεγαν. Δεν μου
έκρυβαν μυστικά. Είχα μια περιέργεια, το
πού θα πήγαιναν την άλλη ημέρα το πρωί. Το πρωί που ξύπνησα έπινα τον καφέ στο
μπαλκόνι μου. Μπροστά περνάει ο δρόμος που κατηφορίζουν οι άνθρωποι για την
πλατεία και τα μαγαζιά, την εκκλησιά και το σχολείο. Όλοι από κει περνάνε. Τί
να σας πω και τί να σας μολογήσω! Είδα κάτι
που δεν το περίμενα . Το πρωί όπως συνεννοήθηκαν από βραδύς, ζωσμένοι με
ένα πριόνι ο καθένας και μια ψαλίδα πήγαιναν στ’ αμπέλια. Στα σύνορα των
χωραφιών που είναι φυτρωμένες νιτσιές, φτελιά, μελιοί, κυδωνιές, πουρνάρια να
κόψουν ίσιους βλαστούς να φτιάξουν μαγκούρες.
Ήξεραν να πελεκάνε, και με έναν
σουγιά και δυο κοπίδια, έφτιαναν γκλίτσες. Καψάλαγαν λουμάκια και γύριζαν
μαγκούρες. Και οι δυο παλιότερα κουλούριαζαν στη μέγγενη κουλούρες ξύλινες για
προβατοτρόκανα και γιδοτσιόκανα, έφτιαναν αλέτρια, γεωργικά εργαλεία, ξύλινα
αντικείμενα όπως ρόκες, σαίτες, αδράχτια, σφοντύλια και άλλα. Ιδίως καταγίνονται να φτιάχνουν μαγκούρες.
Τελευταία είδα μια δίμετρη μαγκούρα που έφτιαξε ο
Ζιολής και την έδωσε στο Γιώργη τον Πετρούτσο, κατάλαβα ότι παίρνει και
παραγγελίες.
Ο Μάγκας με τον Ζιολή ξόδευαν τις ώρες τους
και ήσαν ευχαριστημένοι και χαρούμενοι να κόβουν ραβδιά στο δάσος, στα αμπέλια
και μέσα στις ρεματιές.
Κατά το μεσημέρι αργά τους είδα που
γύριζαν από τα αμπέλια ζαλωμένοι, κουρασμένοι, αλλά χαρούμενοι.
__Μάγκα πώς πήγατε σήμερα; Βρήκατε ξύλα να γυρίστε μαγκούρες; Και πριν καλά καλά απαντήσει, για να τον
πειράξω, τον ρώτησα: Βρήκατε φορτωτήρες;
Κοντοστάθηκαν να μιλήσουμε.
Άφησαν τα δέματα με τα ραβδιά κατά
γης, στυλώθηκαν λίγο στην μάντρα και μου απάντησε.
__Δεν τα βλέπεις; Βρήκαμε ραβδιά για
όλες τις χρήσεις. Και οι δυο τους είχανε δυο δεμάτια ραβδιά , στραβά,
καμπουριαστά, με ρόζους, ψηλά, χοντρά, μακριά. Αυτά θα τα ξεδιάλεγαν στο
εργαστήριο, όπου σε λίγο θα έφταναν.
__Πιά, είναι καλά εφτούνα Ζιολή για
μαγκούρες; Πολύ στραβά δεν είναι;
__Ας είναι στραβά, το καψάλισμα, η
τέχνη και η μέγγενη, τους ισιώνει το κορμί. Από αυτά που βλέπεις, άλλα είναι
μαγκουρόραβδα, καλά για να γυρίσουν μαγκούρες, άλλα κάνουν για κλιτσόραβδα, να
μπει η γκλίτσα επάνω τους, και άλλα τα κόψαμε για ματσούκια και για στειλιάρια.
__Τα ματσούκια τί είναι Μάγκα;
__Να , τα γαϊδούρια ,άμα τεμπελιάζουν
στο δρόμο και δεν παίρνουν τα πόδια τους, τους φέρνεις μια δυο με το ματσούκι
και τραβάνε το δρόμο τους. Το ίδιο το ματσούκι το χρησιμοποιείς κιόλας να
στυλώνεσαι σαν το μπαστούνι και την μαγκούρα.
Ο
Ζιολής, έμπειρος και καλός
τεχνίτης, ορμήνευε τον Μαγκογιώργη στα
μυστικά της δουλειάς του.
__Μάγκα, το κάθε ξύλο, σου λέει μόνο του, τι θέλει να γίνει. Να, τούτος ο μελιός είναι
ψηλός και ίσιος. Θα γίνει λαμπάδα για γκλιτσόραβδο.
__Για μαγκούρα δεν κάνει; Ρώτησε ο
Μάγκας.
__Κάνει πώς δεν κάνει. Μετά το
ζέσταμα στη φωτιά γυρίζει σαν κερί και γίνεται τέλεια μαγκούρα. Αλλά του πάει
περισσότερο για γκλιτσόραβδο. Το άλλο το ματσουκόραβδο, κάνει για μαγκούρα. Είναι όμως λίγο χοντρό. Αν γυρίσει
θα είναι ένα και ένα.
Κατάλαβες Μάγκα;
__Είναι χοντρό δεν το πιάνει η
μέγγενη να γυρίσει, είπε εκείνος. Ούτε και για στειλιάρι δεν κάνει.
Ο Ζιολής δεν απάντησε, άλλαξε την κουβέντα.
Κατάλαβε ότι ο Μάγκας ίσως είχε και δίκιο.
__Μάγκα, του λέει, τούτο το ραβδί που
έχω στο χέρι μου μοσχομυρίζει, έχει ψυχή μέσα του, σου μιλάει.
__
Εδώ έχουμε και παπάδες, του λέει ο Μάγκας. Φτιάξε και μια…
πατερίτσα.
__Ξέρεις πόση όρεξη και πόσο χάϊδεμα θέλει να γίνει;
__Το ξέρω, έχει πολύ δουλειά. Έχεις όμως
καλή τσίτα στην συκιά. Προσπάθησε με
αυτή ώσπου να την πιάσει η μέγγενη την κουλούρα, απέ
μετά την έφτιαξες. Τα άλλα είναι εύκολα για σένα.
Αυτά έλεγαν οι Γιώργηδες, ο Μάγκας κι ο Ζιολής,
όσο ξεκουράζονταν στο φράχτη του κήπου, οπότε έκανε την παρουσία του ο γείτονάς
μου ο Γιώργης ο Μαρούτας.
__Ανέ καλά κάνατε και πήγατε για
ραβδιά. Αν δεν έχεις μαγκούρα στα χέρια σου σήμερα, δεν μπορείς να
φυλαχτείς,
ούτε να περπατήσεις.
__Δεν πιστεύω να βγήκαν « μαγκούρες»
στην αγορά πάλι σήμερα Μαρούτα, τον ρώτησε ο Ζιολής.
__Το πρωί ξαναπιαστήκανε οι νταήδες,
ο Βαγγέλης με τον Γιώργη. Εφάγανε δυο τρείς μαγκουριές ο καθένας και ησυχάσανε.
Ευτυχώς ακούσανε τις φωνές τους άλλοι
τσοπάνηδες και πήγανε και τους χωρίσανε, αλλιώς θα είχαμε ιστορίες.
__Που έγινε αυτό Μαρούτα;
__Οι δυο κτηνοτρόφοι είναι
συνοριάτες στα χωράφια και έβοσκαν τα
πρόβατά τους στα Σύμπαινα. Ο ένας εμπόδισε τα πρόβατα του άλλου να περάσουν από
το μονοπάτι, γιατί θα πέρναγαν και από το δικό του κτήμα. Κουβέντα στην
κουβέντα, ήρθαν πρώτα στα χέρια και στο τέλος « μίλησαν» οι μαγκούρες. Η Αστυνομία που έφτασε ρωτούσε για τους
μαγκουροποιούς που προμήθευσαν τα φονικά
όργανα.
__Εμείς δεν έχουμε καμία ευθύνη είπε ο Μάγκας. Αν είχανε φορτωτήρες στα χέρια
τους από ποιόν θα ζητούσαν ευθύνες;
__Καλά λες Μάγκα συμφώνησε ο Ζιολής
κι εγώ.
Ο Μαρούτας πήρε το δρόμο του για το παζάρι.
Και οι τρείς μας τραβήξαμε στη συνέχεια στο
εργαστήρι του Ζιολή.
Με κείνα τα ραβδιά που φέρανε και
άλλα που είχαν στα εργαστήριά τους προχώρησε η παραγωγή. Έκαναν ένα μικρό
απολογισμό και βάζανε πολλά σχέδια
, για την προοπτική της δουλειάς.
Ακούστε τους:
__Όπως βλέπεις Μάγκα, παίρνουμε την
πάνω βόλτα. Μέσα σε λίγο καιρό, φτιάξαμε του κόσμου τα κλιτσόραβδα και
μαγκούρες για όλο το χωριό.
__Το βλέπω Ζιολή, καλά πάμε. Μας
καμαρώνουν και οι μαγκούρες μας έχουν ζήτηση.
__Τί σου έλεγε ο Βαγγογιώργης;
__Καλά μου έλεγε. Να κάνουμε Εταιρία
και να τον κάνουμε κι αυτόν συνέταιρο.
Έλεγε θα έχουν καλύτερη πέραση τα ραβδιά μας. Αυτός, σαν τσοπάνης, έχει γυρίσει
μαγκούρες και έχει φτιάξει και μονοκόμματες γκλίτσες. Αν
μπει στην Εταιρία, θα είναι χρήσιμος.
Μπορεί να μας προμηθεύει καλά και γερά ραβδιά.
__Και δεν την κάνουμε, Μάγκα, την Εταιρία;
__Καλά θα είναι, Ζολή, να μας
ορμηνέψει κάποιος. Πρέπει να συγκεντρώσουμε υπογραφές, πόσοι δέχονται να γίνουν
συνέταιροι κα να κάνουμε καταστατικό, με
αριθμό μητρώου από το Επιμελητήριο, όπως κάνουν σε νεοσύστατες εταιρίες.
__Εμείς οι δυο, Μάγκα, συμφωνούμε να
γίνει η Εταιρία. Ο Βαγγογιώργης ζήτησε μόνος του να γίνει εταίρος. Ανταγωνιστές
μας είναι ο Βλασόπανος με τον Μπρουκλόγιαννη. Θα τους αναλάβω εγώ, να γίνουν μέτοχοι. Ένας ανταγωνιστής μένει,
ο Γληγόρης ο Ξερικός. Αν θέλει θα του το ειπούμε να έρθει στην Εταιρία,
αλλιώς ας κάνει ότι νομίζει.
__ Η Εταιρία σας θα πάει καλά, αν θα πάρετε
πιστοποίηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι οι μαγκούρες σας είναι από
υψηλής ποιότητας υλικά και παρέχουν ασφάλεια στο κοινό, πρόσθεσα εγώ. Συγχρόνως
γύρισα το πρόσωπό μου προς το σπίτι του Κολοβούρδου να γελάσω, χωρίς να
με ιδούν. Η Μαργαρίτα καθότανε στο δικό της μπαλκόνι και άκουγε. Τι λες εσύ
Μαργαρίτα; Την ρώτησα.
__Ακούω για ωραίες δουλειές και
σχέδια και πολύ χαίρουμε. Το γέλιο της ακόμη το θυμάμαι.
Για όλα τούτα τα παράξενα
συζήταγαν στο εργαστήρι του Ζιολή,
πίνοντας τσίπουρο, με το μυαλό να ταξιδεύει σε ιδέες και σχέδια.
Το
απόγιομα της ίδιας μέρας και οι τρείς σμίξαμε στο εργαστήρι του Μάγκα.
Κάποια μαγκούρα είχε στραβογυρίσει και ζήταγε την βοήθεια του Ζιολή.
Τρείς μισογυρισμένες μα και σπασμένες
μαγκούρες ήταν πεταμένες στην αυλή, στα αζήτητα. Άλλα ραβδιά άχρηστα, που δεν έκαναν
για τίποτε, φορτωτήρες, μπαστουνόραβδα, ματσουκομπάστουνα, μαγκουρο
ραβδομπάστουνα, ήταν πεταμένα για
καυσόξυλα.
Τον ρώτησα:
__Μάγκα, τί είναι εδώ; Και του έδειξα
τα άχρηστα και σχισμένα ραβδιά.
__Τα τυχερά του επαγγέλματος, μου
απάντησε και γέλαγε ασυγκράτητα.
__Βάσω τι κάνεις ; Φώναξα στην
γυναίκα του, που καθόταν στο μπαλκόνι της. Εκείνη γέλαγε με πάταγο και κοίταγε
μια τον άντρα της και μια εμένα με τον Ζιολή.
__Τα καταφέρνει ο άντρας μου στο χάλασμα των ραβδιών. Δεν είναι τα μόνα. Πόσα σπασμένα κάψαμε φέτος
δεν λέγεται!.
Η Εταιρία είναι στα σκαριά να γίνει.
Περιμένουμε να μάθουμε για τους συνεταίρους να συμφωνήσουν και να τους ευχηθούμε καλή επιτυχία.
B GIRAKAS
13/11/2014
Αυτό το ρεπορτάζ που διάβασα, έχει ένα πολύ καλό νέο. Αν κατάλαβα καλά είναι στα σκαριά η δημιουργία ενός γορτυνιακού οικονομικοκαλλιτεχνικού άξονα με τα αρχικά:
ΑπάντησηΔιαγραφήΒ-Β-Α (Βυτίνα-Βαλτεσινίκο-Αμυγδαλιά). Συγχαίρω όλους τους πατριώτες γλανιτσιώτες
για το παραγωγικό καλλιτεχνικό τους ξέσπασμα και τους καλώ με τις υψηλές καλλιτεχνικές
κλιτσομαγκουροπαραγωγές τους να αντιστρέψουν τον άξονα σε Α-Β-Β (Αμυγδαλιά-Βαλτεσινίκο-Βυτίνα)
Το σπίτι του Βαγγέλη του Τζιράκα είναι όλο με κλήτσες και άλλα παλιά πράγματα που είχαν στα πρώτα χρόνια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια έκθεση των γλανιτσιώτικων καλλιτεχνικών κατασκευών θα ήταν νομίζω
ΑπάντησηΔιαγραφήένα πρώτης τάξης τουριστικό γεγονός για το Χωριό.
Μήπως υπάρχει κάποια τέτοια σκέψη;
Είπαμε, η Γλανιτσιά έχει ζωηρέψει....
σαμπως δεν εχετε τι να φτειαξετε μου φαινεται και γιομησατε τον τοπο κλειτσοραβδια και κλιτσες
ΑπάντησηΔιαγραφή