Του Βαγγέλη Κ Χριστοπούλου.
Η θεια Βαγγελιά, αν έβρισκε πλάκωση στο μύλο και ήταν να γυρίσει αργά το βράδυ στο σπίτι, φοβόταν να περπατά στις ρεματιές και το δάσος. Γι αυτό σκέφθηκε να πάρει μαζί της τον μεγαλύτερο γιο της, τον Αριστείδη, μιας και η γειτόνισσα και συννυφάδα της ,η Κατερίνη, η Τσιωτσιολού, δεν θα πήγαινε μαζί της στο μύλο, γιατί είχε αλέσει προ ολίγου χρόνου και είχε πέντε-έξι ζυμωσιές αλεύρι στο κασόνι της, όπως έλεγε.
Η θεια Βαγγελιά, αν έβρισκε πλάκωση στο μύλο και ήταν να γυρίσει αργά το βράδυ στο σπίτι, φοβόταν να περπατά στις ρεματιές και το δάσος. Γι αυτό σκέφθηκε να πάρει μαζί της τον μεγαλύτερο γιο της, τον Αριστείδη, μιας και η γειτόνισσα και συννυφάδα της ,η Κατερίνη, η Τσιωτσιολού, δεν θα πήγαινε μαζί της στο μύλο, γιατί είχε αλέσει προ ολίγου χρόνου και είχε πέντε-έξι ζυμωσιές αλεύρι στο κασόνι της, όπως έλεγε.
Το δικό της
το κασόνι ήταν τελείως άδειο και τα τέσσερα
κουτσούβελα που είχε, σε λίγο θα ζητούσαν ψωμί και θα έκλαιγαν.
Ντρεπόταν να ζητήσει για δεύτερη φορά
δανεικό αλεύρι, εάν δεν επέστρεφε το προηγούμενο. Μια δυο φορές η Κατερίνη δεν
δέχτηκε να πάρει το δανεικό αλεύρι και η θεια Βαγγελιά ήταν
πολύ υποχρεωμένη.
Έπρεπε να πάει να αλέσει και ο μύλος του Μπογάτσα,
που ήταν κοντά στο χωριό, περιστασιακά άλεθε. Είχε λιγοστέψει το νερό και η
φτερωτή δεν μπορούσε να γυρίσει τις περισσότερες φορές. Μόλις κάλυπτε τις
ανάγκες του ιδιοκτήτη και ολίγων από τους συγγενείς του.
Ο μύλος που
ήταν κοντά στο Βαλτεσινίκο , στο Πορί,
έλεγαν ότι είχε σταματήσει ν’ αλέθει από πολύ καιρό και ήταν έρημος. Από το απόγιομα ετοίμασε δυο πλευρά σιτάρι με
αρκετό σκύβαλο μέσα για να αβγατίσει το αλεύρι και με το φώτημα θα ξεκίναγε για
το μύλο.
Σκέφθηκε για μια στιγμή, που να τραβολογάει μια ώρα
δρόμο και παραπάνου ξυπόλητο τον μεγάλο
της γιο. Και τα μικρά παιδιά της ποιος θα τα πρόσεχε;
Αυτές οι
σκέψεις την ανάγκασαν να ανακαλέσει την απόφασή της. Ορμήνεψε τον γιο της να
προσέχει τα παιδιά, όταν σηκωθούν το πρωί, να τους δώσει λίγο ψωμί που είχε
μείνει από την προηγούμενη μέρα και κανένα απίδι για να κοροϊδέψει την πείνα τους. Όταν αυτή θα
γύριζε από το μύλο θα έκανε κουλούρα στο φούρνο να φάνε. Θα άφηνε το άλεσμα στο μύλο και θα πήγαινε
στο καλύβι ενός περαμερίτη τσοπάνη να
πάρει λίγο τυρί από την ενοικίαση του
κτήματός της και έτσι δεν θα έτρωγαν ξερή την κουλούρα.
Αργά το
βράδυ, έδωσε τις τελευταίες οδηγίες, δείπνησε με τα παιδιά της και τα
παρακίνησε να κοιμηθούν. Ύστερα και η ίδια ξάπλωσε στο φτωχικό της και σύντομα
την πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε και σηκώθηκε απάνου χωρίς να έχει χορτάσει τον ύπνο. Βγήκε στην πέτρινη σκάλα
και το ολόγιομο φεγγάρι φώταγε σαν ημέρα. Αγνάντεψε γύρω τα βουνά και νόμισε ότι φώτισε και σε λίγο θα ροδίσει
η φύση. Σκέπασε τα δυο παιδιά της με το απλάδι, που είχαν διώξει από πάνω τους,
χάιδεψε την μικρότερη κόρη της, την Γιώτα, που είχε ξυπνήσει και έκλαιγε μέχρι
που την ξανά πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε και ο μεγαλύτερος γιος που του είχε τάξει να τον πάρει μαζί της.
Του εξήγησε τις δυσκολίες και εκ νέου του ζήτησε να προσέχει τα μικρά μέχρι το
μεσημέρι που θα γύριζε με πολλά καλούδια. Η απόσταση ήταν μακρινή αλλά
υπολόγιζε να μην βρει αλέσματα στο μύλο πολλά. Ήξερε ο μυλωνάς ότι η Βαγγελιά είχε πολλά κουτσούβελα και θα
κλαίγανε, αν έλλειπε πολλές ώρες. Θα έλεγε μια κουβέντα και κάποιος θα
παραχωρούσε την θέση του.
Έβαλε το
φουστάνι της, τα τσαρουχάκια της και βγήκε έξω.
__Πω! Πω!
Άργησα είπε.
Και
βιαστικά, με την βοήθεια της φορτωτήρας , ένα στραβόξυλο με μια διχάλα στο
απάνω μέρος που την είχε για ραβδί και
να ξαμώνει το γαϊδούρι, αλλά και να στυλώνεται στο δρόμο, φόρτωσε μόνη της το
ζώο της με δυο πλευρά σιτάρι.
Χωρίς να το
καταλάβει αποβραδίς ξεκίνησε για το μύλο του Συμεού. Στην αρχή τράβηξε από το
καπίστρι το γαϊδούρι για να του δείξει το δρόμο, αλλά και να μην φοβάται το
ζώο και προγκήξει από καμιά γάτα, από
καμιά αλεπού ή λαγό, που θα πεταγόταν άξαφνα μπροστά του.
Ήταν χήρα η κακομοίρα και όλα έπρεπε να τα
κάνει μόνη της! Μια γιδούλα που είχε, ήταν δεμένη στη γέρικη μυγδαλιά, στο κάτω
μέρος του κήπου.
Δεν θυμήθηκε να ειπεί στο παιδί να της ρίξει λίγο βίκο να φάει και να την
ποτίσει. Για τις λίγες κοτούλες δεν υπήρχε πρόβλημα, θα ανεβαίνανε πολλές
φορές στην πέτρινη σκάλα και θα τις τάϊζαν με σκύβαλο που είχε σε μια λινάτσα
. Ένα - ένα ερχόσαντε στο μυαλό της που
έπρεπε να τα έχει ειπεί στο παιδί, αλλά την αποκόρωσε και δεν τα είπε. Και κείνη η δόλια, τί και αν φοβότανε της
νύχτας τα στοιχειά και τις νεράϊδες που καρτερούσαν σε απόμερα απονέρια να της κάνουν κακό, τι να έκανε; Πώς να μη φοβάται από τα αίματα των σκοτωμένων που, όπως λέγανε,
ανάβανε και καίγανε φωτιές την νύχτα, εκεί που τους είχαν σκοτώσει(!) και τώρα
έπρεπε από κει να περάσει οπωσδήποτε! Να ήταν μόνο αυτό! Όλος ο δρόμος που θα
ακολουθούσε μέχρι το μύλο μέσα στην νύχτα είχε κακοτοπιές. Ο ίσκιος των δέντρων
από το φεγγοβόλημα του φεγγαριού με το μικρό φύσημα του αέρα, άλλαζε σχήμα και
μορφή. Τότε ήταν που έβλεπε τις σκιές να κουνιούνται και να γίνονται
κακομούτσουνες μορφές άγριων θηρίων και ανθρώπων. Έβλεπε τέρατα, δράκοντες όμοια σαν τον διάβολο, όπως φαίνεται στις
εικόνες του Αγίου Γεωργίου. Πολλές φορές είχε ακούσει να μολογάνε οι άνθρωποι για ξωτικά, και ανατρίχιαζε και φοβόταν. Τώρα να που και η ίδια έπρεπε να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα,
που οι άλλοι πολλές φορές αφηγούντο.
Όσο
περπατούσε μπροστά τραβώντας το ζώο από το καπίστρι, κάλυπτε τα νώτα της από τα
φοβερά όντα της φαντασίας της, που κάθε
στιγμή κινδύνευε ,και η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Σε ένα σημείο του
δρόμου, με πολλές πουρναρήσιες τούφες
ένοιωσε απειλή από μια γάτα που είχε ανορθώσει τις τρίχες της και ήταν
έτοιμη να επιτεθεί. Της φάνεκε ότι
άκουσε και την φωνή της. Όταν πλησίασε είδε ότι ήταν ο ίσκιος κάποιου μικρού θάμνου. Τότε άφησε το ζώο να
προπορεύεται μπροστά από αυτήν και απόφευγε να ρίχνει λοξές ματιές δεξιά και
αριστερά. Κοίταγε χάμω να βλέπει που πατάει και
άγγιζε τα καπούλια και το σαμάρι του ζώου.
Πέρασε
κάμποσο δρόμο έτσι χωρίς να έχει τον αρχικό φόβο, ελπίζοντας ότι γρήγορα θα
φωτίσει και θα φύγουν τα κακά πνεύματα.
Πέρασε
κάμποσες στροφές και έφθασε στις Παναγιάς το ρέμα. Και μόνο η ονομασία του
τόπου και η επίκληση για βοήθεια της έδιωξε τον φόβο. Πιο κάτω είχε και χωράφι
πλευρωτό με ψηλά πρίνια. Στο θέρισμα του
χωραφιού για οχτώ ημέρες κοιμόταν εκεί, για να μην αργοπορήσει στο μάζεμα του
σιταριού. Ο τόπος ήταν γνώριμος και ποτέ δεν είχε δει τίποτε το κακό να την
φοβίσει.
Ακολουθώντας
τον κακοφτιαγμένο και γεμάτο πέτρες δρόμο, έφθασε στο εικονοστάσι του
Αγιοταξιάρχη . Ο ναός των Ταξιαρχών ήταν ένα παλιό εξωκκλήσι, γκρεμισμένο από
τα χρόνια και μακριά από το δρόμο που πήγαινε στης Κυράς το Γιοφύρι. Τελευταία
φτιάχτηκε από τον Παπαντώνη και στέκεται παραπονεμένο ανάμεσα στα δυο ψηλά
πλατάνια κοντά στο Βλασαίϊκο καλύβι, στα Σελά, γιατί δεν έχει προσκυνητές και
δεν λειτουργείται. Κάποιος ευλαβής
χριστιανός έκανε το πέτρινο εικονοστάσι πάνω στο δρόμο και έβαλε μέσα την
εικόνα του Μιχαήλ και Γαβριήλ . Μέχρι εκεί η θεια Βαγγελιά είχε
την προστασία των Αγγέλων και
ένοιωθε την ανάγκη να ρίξει στο παγκάρι μια δεκάρα. Αλλά δεν είχε όπως δεν
υπήρχε και κερί για ν’ ανάψει.
Σκέφθηκε
προς στιγμήν να αφήσει λίγο σιτάρι, αλλά πάλι απέρριψε αυτή την σκέψη, καθότι
το σιτάρι θα το έτρωγαν τα πουλιά και τα μερμήγκια και καμία ανάγκη δεν θα
κάλυπτε. Αντίθετα τα τέσσερα παιδιά της
είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Φώναξε το ζω της να σταματήσει και κάθισε μπροστά στο
εικονοστάσι, στην εικόνα των ταξιαρχών. Σταυροκοπήθηκε πολλές φορές και
παρακάλεσε για την συνδρομή και βοήθεια των Αγγέλων. Είχε ακόμη να περάσει με
τον γάϊδαρό της την μεγάλη ρεματιά στο Κάτω Νερό με όλα τα φοβερά που είχε
ακούσει.
Πριν
ξεκινήσει κοίταξε τριγύρω και είδε ότι ακόμη δεν είχε φωτίσει. Ακολουθώντας τον
δρόμο πιο κάτω ήταν διχάλα και αριστερά πήγαινε στο παλιό χαλασμένο
εκκλησάκι, στο Βλασαίϊκο καλύβι και στην πηγή στα Σελά. Αν άκουγε
τουλάχιστον τις πέρδικες, γιατί το μέρος είχε πολλά μπουλούκια να κακαρίζουν
κοντά στις πηγές , θα καταλάβαινε ότι ξημερώνει. Άκουσε όμως κουδούνια από
γίδια προς τις μεγάλες τούφες κοντά στο καλύβι. Φαίνεται ότι κοιμούνται
υπέθεσε.
Έτσι της
ήρθε να βαρέσει το γαϊδούρι της και να πάρει το δρόμο της προς τα κει. Κάποιον
θα έβρισκε να της κάνει παρέα και να
περιμένει ώσπου να φωτίσει. Πώς να περάσει από το Κάτω Νερό με την βαθειά
χαράδρα και τα ξωτικά του; Αργητό ήταν να της κάνουν κακό; Κοντοστάθηκε να
σκεφθεί και ν’ αποφασίσει. Ήξερε εκεί
στα Σελά πιο κάτω ήσαν οι αδικοσκοτωμένοι από τον εμφύλιο. Και αν «ανάψουν τα
αίματά τους»! Πηγαίνοντας προς τα γίδια πάλι, αν δεν βρει κανέναν και αν ο
δρόμος δεν περνάει; Υπήρχε κίνδυνος
κανένα πουρνάρι να σκίσει τα σακιά και να χάσει το γέννημα και ύστερα τι θα έκανε. Σκέφθηκε ακόμη ότι δεν
ήταν μόνο αυτό. Εκείνα τα σκυλιά που είχε ο Βλάσης πήγαιναν κρυφά από πίσω και
δαγκώνανε. Πώς να τα αντιμετωπίσει;
__Θα
ακολουθήσω το δρόμο μου, είπε, και ότι θέλει ας με βρει.
Μισή ώρα
τώρα είχε γίνει σκοτάδι. Το φεγγάρι έγερνε στου Μπαρδάλα και τα Λαγκαδινά βουνά
και όσο κατέβαινε στον πολύστροφο κατηφορικό δρόμο με το ζω της , άκουγε κάτω
στη λαγκαδιά , το βουητό των νερών που κατέβαιναν με ορμή. Είχε φθινοπωριάσει
και οι πρώτες βροχές είχαν πέσει και τα ρέματα κατέβαζαν νερά. Σκεφτόταν, πώς
να περάσει κάτω από τα κατακόρυφα βράχια που η αναπνοή σου κόβεται και την
ημέρα ακόμη;
Σταυροκοπήθηκε
και ακολούθησε το ζω της, χωρίς να το βιάζει, μπας και γλιστρήσει και τσακιστεί
στο γκρεμό. Το γαϊδούρι είχε τράτος να
περπατήσει στη μέση του δρόμου και ακόμα στην άλλη άκρη που δεν κινδύνευε να
κατρακυλήσει στο βάραθρο. Εκείνο όμως περπάταγε στην άκρη του γκρεμού σαν να το
έκανε εξεπίτηδες, σαν να ήταν παρατηρητής και θαυμαστής της ρεματιάς.
Η θεια
Βαγγελιά, αν πέρναγε και στο Κάτω Νερό, ανάμεσα από τα ψηλά βράχια, εκεί που
στενεύει ο δρόμος και το νερό τρέχει με ορμή, εκεί που τα αίματα «ανάβουν
φωτιές» και δείχνουν στους περαστικούς
και διαβάτες για τον άδικο θάνατο των
ανθρώπων, τότε θα πλησίαζε στο μύλο.
Κρύος
ιδρώτας την έλουσε και ας έτσουζε το κρύο στην ρεματιά. Από ψηλά τα βράχια
ξεκόλλησε μια πέτρα, κατρακύλαγε με κρότο στο βάραθρο, παρασύροντας άλλες που
και κείνες με την σειρά τους έκαναν τον δικό τους θόρυβο.
Ο φόβος της
ήταν μεγάλος όσο πλησίαζε στην ρεματιά και στην πηγή με την ξύλινη κορύτα, χωμένη
μέσα στο βράχο. Πολλές φορές είχε
ξεδίψασει με το λιοπύρι, όταν πήγαινε να
θερίσει ή να κουβαλήσει τα δεμάτια από
την Περαμεριά.
Τώρα
όμως μπαίνοντας στα βαθιά,έβλεπε με την
φαντασία της νεράϊδες , που φύλαγαν σ’ απόκρυφα μέρη κοντά στα νερά της
ρεματιάς και στην πηγή. Και δεν ήξερε αν έβλεπε όνειρο, αν ήταν αλήθεια και αν
ήταν ξύπνια με όλα αυτά που ερχόσαντε στο μυαλό της. Τα πόδια της έτρεμαν και
συνέχιζε να βλέπει δράκους να την παρακολουθούν σε κάθε βήμα της. Ήθελε να
φωνάξει:
__Ε! Εσείς
από κει μεριάστε, να περάσω, να πάω στο μύλο. Μα είχε ακούσει ότι δεν ήταν
αργητό να της πάρουν την φωνή.
Στ’ αυτιά
της άκουγε πατήματα και κάτω στην λαγκαδιά κοντά προς το δρόμο είδε παπάδες να
χορεύουν, να την καρτερούν, να γελούν και να την κοροϊδεύουν. Έσφιγγε την
φορτωτήρα στο χέρι της και ήταν έτοιμη να την χρησιμοποιήσει σε κάθε περίσταση.
Περπατώντας, έφτασε στην πηγή με το νερό που άλλοτε ξεδιψούσε και το μικρό
μονοπάτι που πήγαινε μέχρι την ρεματιά στον μεγάλο πλάτανο είδε, λέει, δυο
όμορφες κοπέλες , γύρω από μια γυναίκα με ξέπλεγα μαλλιά που έγνεθε την ρόκα
της.
Βάρεσε το
ζω της σταυροκοπήθηκε και προχώρησε με φόβο πολύ. Σε λίγο πέρασε το στενό
σημείο του δρόμου, με το γκρεμό να χάσκει στα πόδια της και τον
πελώριο βράχο που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι της.
Δεν
περίμενε πια να βρει άλλο κακό μπροστά της. Ήταν γραφτό όμως να περάσει και
άλλη μεγάλη λαχτάρα. Είδε το χάρο με τα μάτια της! Αν δεν την στήριζε η
φορτωτήρα, που την είχε για ραβδί, θα ακολουθούσε το γάϊδαρο με τα σακκιά το
σιτάρι στο ρέμα με το νερό. Βούλιαξε ο δρόμος από το νεροφάγωμα, ένα κομμάτι
βράχου με χώματα αποκολλήθηκε και ο γάϊδαρος που δεν άλλαξε συμπεριφορά,
πήγαινε άκρη – άκρη, έκανε μια τούμπα και έπεσε μέσα στο νερό που έτρεχε στη ρεματιά.
Κόπηκε η
ίγκλα και το σαμάρι με το φορτίο μπήκε στο νερό. Βλέποντας τον γάϊδαρο να
κατρακυλά, άρχισε να κακοπαθιέται και να τον βρίζει.
__Στο
διάβολο να πάς, στραβάδι. Κομμάτια να γίνεις, όπως τα κανόνισες παλιογάϊδουρο.
Ανάθεμα την ώρα που σε βρήκα στο κονάκι μου. Θα σε αφήσω εδευτού έρμο, να βγει η ψυχή σου…..
Αφού είπε και άλλες βρισιές και κατάρες,άρχισε
να μαλακώνει η ψυχή της και συμπόνεσε το γαϊδουράκι, που προσπαθούσε να
απαλλαγή από το φορτίο και το νερό. Προχώρησε λίγα μέτρα του δρόμου και
κατέβηκε εύκολα στην κοίτη του ρέματος.
Εκεί είχε άπλωμα ο τόπος και το νερό ήταν απλωμένο και δεν κινδύνευε να περάσει
απέναντι που ήταν ο γάιδαρος, που μόνο τα μάτια του κούναγε και μέτραγε τις
πληγές του. Της ήρθε να κλάψει για το κακό που έπαθε. Πρώτη φορά της συνέβη με
το γάϊδαρό της, στα είκοσι δύο χρόνια που τον έχει.
Προσπάθησε
να περάσει την απέναντι πλευρά . Έπιασε τον γάϊδαρο από το καπίστρι και το
έδεσε από μια ρίζα πλατάνου. Σιγά σιγά χάνονταν τα’ αστέρια από τον ουρανό και
γλυκοχάραζε.
Της φάνηκε
ότι είδε τις δυο κοπέλες με την γυναίκα απέναντί της που έφευγαν από κοντά
της ,στενοχωρημένες .Πριν χαθούν από
μπροστά της πρόλαβαν και της είπαν τάχα!
__Τυχερή
είσαι που φώτισε όταν γκρεμίσαμε το γάϊδαρο.
Είχαμε υπόψη μας να γκρεμίσουμε
και σένα. Άλλη φορά δεν θα την γλυτώσεις. Η θειά Βαγγελιά πρόσεξε καλύτερα αλλά
τίποτε δεν είδε απ’ αυτά. Κατάλαβε ότι ήσαν
οι.. νεράϊδες που είχε στη φαντασία της, τώρα πια δε φοβόταν, είχε σοβαρότερη
δουλειά να κάμει.
Τα σακιά όμως
δεν είχε το κουράγιο να τα διώξει από το
νερό που τα ‘βρεχε στην μια πλευρά.
__Φτηνά την
γλύτωσα είπε και έκανε το σταυρό της. Άκουσε τον ήχο δυο κουδουνιών από το
γαλάρι της Μαριγώς, που το καλύβι της δεν ήταν μακριά. Κοίταξε προς τα κει και
είδε έναν άντρα ξεσκούφωτο με τσουτσουρωμένα τα μαλλιά και σαλάχαγε τα γίδια του,
να ηρεμήσουν. Πλησίασε στο καλύβι φοβούμενη από το θέαμα που είδε, μπας και δεν
ήταν άνθρωπος. Φώναξε τρείς φορές δυνατά.
__Μαριγώ!
Ε! Μαριγώ. Εκείνη απλοήθηκε και ρώτησε!
__Ποιά
είσαι; Την ίδια ώρα παρουσιάστηκε στην γωνία του καλυβιού και ο άντρας της,
όπως τον είδε με τα μαλλιά σηκωμένα ψηλά.
__Εγώ είμαι
. Η Βαγγελιά ,η Παναζιούλαινα.
__Πώς
βρέθηκες χριστιανή μου, εδώ τέτοια ώρα; Πέρασε μέσα στο καλύβι.
Όσον καιρό της έλεγε να μπει στο καλύβι η
Μαριγώ, επάνω από το πλεχτό βελέσι της, που ήταν κοντό, έβαλε την μεγάλη
φουστάνα της να κρύψει την γύμνια των ποδιών της.
__Αυτό κι
αυτό έγινε! Βοηθάτε με. Της είπε με δυο
λόγια. Εκείνη φώναξε και τον Κώστα ,τον άντρα της που πήγε στο πίσω μέρος του
καλυβιού του και συνέχισε ν’ αρμέγει τα γίδια του.
__Κώστα! Κάνε πάνου Κώστα, να πιάσουμε το γαϊδούρι της
γυναίκας και να ιδούμε και για το σιτάρι ,τι έγινε!
Πήραν και
οι τρείς την άκρη το ρέμα ,έφθασαν στο σημείο που στένευε ο δρόμος και είδαν
τον γάϊδαρο να σηκώνει όρθια τ’ αυτιά και να τους κοιτάζει. Το σαμάρι ήταν μισοβυθισμένο στο νερό και επάνω δεμένα τα δυο σακιά,
ακούμπαγαν στο κάτω μέρος, τις βρεγμένες πέτρες.
Με το καπίστρι
οδήγησαν το ζω κοντά στο σαμάρι με τα σακιά
που τα επανέφεραν στην ράχη του και το βίασαν μέσα απ’ το νερό να περάσει το μικρό ρέμα. Εκείνο κοντοστάθηκε και δεν
ήθελε να έρθει στον κανονικό δρόμο προς τον μύλο. Η θειά Βαγγελιά προπορεύεται
του ζώου της , χωρίς να λέει κάτι, φοβισμένη, στενοχωρημένη από το πάθημά της
και δεν ήξερε τι να κάνει.
__Βαγγελιά,
δυο λύσεις υπάρχουν, της είπε η Μαρυγώ, που την συμπαθούσε και ήθελε να την
βοηθήσει. Ή να έρθεις στο καλύβι μου, ν’ ανάψουμε φωτιά και να στεγνώσεις, όπου
είσαι βρεγμένη και να απλώσουμε το
σιτάρι στον ήλιο να λιαστεί ή να πας στο μύλο που έχει μεγαλύτερη άπλα. Εκεί αν
πας θα έρθω και εγώ να σε βοηθήσω στο άπλωμα και να σου κάνω παρέα. Η θειά
Βαγγελιά ευχαρίστησε τη Μαριγώ και τον
Κώστα το Μασκαρά για την βοήθεια που της
πρόσφεραν και όλοι μαζί πήραν τον δρόμο
για το καλύβι. Δεν κάθισε όμως εκεί, τράβηξε ίσια το δρόμο που φαινόταν της
Κυράς το Γιοφύρι.
Κοντοστάθηκε
λίγο, γιατί της φώναξε ο Κώστας ο άνδρας της Μαριγώς να περιμένει. Της έφερε
λίγο ξερό ψωμί που είχε και σε ένα πανί είχε βάλει δυο φέτες γιδίσιο τυρί για
τα παιδιά της.
__Αυτό έχω
από την φτώχεια μου να σου δώσω, της είπε, και αν μπορείς να γυρίσεις μάτα στο το
καλύβι μου,έχω ξινόγαλο να πάρεις.
__Αυτές οι
ρεματιές έχουν μαζί με όλα τα κακά και καλούς ανθρώπους , του είπε, και τράβηξε
το δεξί μονοπάτι μέσα από χλόη, ιτιές , νερά και πλατάνια.
Πιο κάτω ο
Λάδωνας κύλαγε ήσυχα τα νερά του και ο κάμπος έσφυζε από ζωική κίνηση. Εις την
άλλην πλευρά του ποταμού ήταν ο κάμπος της Ρουπακίνας και εκεί που τελείωνε
άρχιζαν βουνοπλαγιές με χιλιετή δέντρα και πανύψηλα πουρνάρια.
Συντριμμένη
από την κούραση με τους δράκοντες και τα άγρια στοιχειά φτάνει πριν ο ήλιος
ζωγραφίσει με τα ζωηρά του χρώματα τη φύση, στον πολυπόθητο μύλο του Συμεού.
Προσπαθεί να ξεχάσει και δεν θέλει τίποτα να συλλογιέται από όσα πέρασε. Βλέπει
το νερό που φεύγει από το μύλο με ορμή και να σμίγει με αυτό του Λάδωνα. Αλλά
και καπνό να αναδύεται από το τζάκι του μυλωνά.
Ακούει την
γνώριμη φωνή του μυλωνά και τρίξιμο της πόρτας του μύλου που ανοίγει. Πιο πέρα
δυο μουλάρια δεμένα στο αυλακόμυλο, που έρχεται από τον Κουρπό τρώνε, μουχρίτσα
και ξερά χόρτα. Ένας κόκορας γυροφέρνει εφτά κοτούλες και λαλεί.
Σε λίγο,
μόλις την είδε, έφτασε κοντά της ο μυλωνάς την καλωσορίζει και όταν μαθαίνει
την ιστορία της, δυναμώνει την φωτιά με κούτσουρα και την βάζει πάνω στο σάϊσμα
κοντά στην φωτιά να πυρωθεί και να στεγνώσει. Εκείνη δεν θέλει να βγάλει τα
βρεγμένα παπούτσια της για να μην φανούν τα δάχτυλά της, μέσα από τις τρούπιες
κάλτσες της.
Τα χρώματα
του ήλιου βάφουν τα φύλλα των πλατανιών, χώνονται στον κόρφο των ψηλών πρίνων
και στα βαθειά νερά του Λάδωνα.
Οι σκιές των
βουνών χάνονται και αντηχεί παντού η χαρούμενη βοή της ζωής και ο
χαρμόσυνος ήχος του μύλου που αλέθει.
Στον περίβολο του μύλου είναι απλωμένο το σιτάρι της θεια Βαγγελιάς που
στεγνώνει και το προστατεύει από θεοπούλια, δυο κλώσσες από τις κότες και άλλα πετούμενα να μην το
φάνε, η κυρά Μαριγώ.
__Σήκω
Βαγγελιά της φωνάζει ο Μυλωνάς. Καλά στέγνωσες μην κάθεσαι. Και κείνη τον
ρωτάει:
__Τι θέλεις
να κάνω;
__Να πάρε
το άδειο σακί και μάζεψε χαρόνια μην ντρέπεσαι. Στο χτήμα που βλέπεις μπροστά
μας είναι δικό μου. Μάζεψε και αραποσίτια και ντομάτες και κολοκύθια να πάρεις
για τα παιδιά σου. Σε δυο ώρες το άλεσμα θα είναι έτοιμο. Δεν μπορούσε να
μιλήσει και έστριψε προς τον Λάδωνα να μην την βλέπει ο μυλωνάς να σφουγγίσει
τα δάκρυά της.
Όπως ήρθαν
τα πράγματα ούτε δύναμη, ούτε χρόνο είχε να πάει στην Περαμεριά όπως σχεδίαζε
να πάρει λίγο τυρί ν’ αρτυθούν τα παιδιά της. Άλλως τε ο Κώστας και η Μαριγώ
της δώσανε και τυρί και γάλα. Το γεγονός ότι θα μάζευε μποστανικά και δεν θα
γύριζε με άδεια χέρια στο σπίτι της, την
χαροποίησε ιδιαίτερα και προς στιγμήν
ξέχασε τα βάσανά της. Ο μυλωνάς της έβαλε και τρείς οκάδες πατάτες να πάρει
μαζί της.
Από την
σκάφη του μύλου, ο μυλωνάς βοηθούμενος από την θεια Βαγγελιά έβαλαν το αλεύρι
στα σακιά. Είδε ότι αυτά ήταν φουσκωμένα και βαρύτερα από ότι ήταν πριν που
είχαν σιτάρι.
__Μη και
δεν στέγνωσε το σιτάρι, σκέφθηκε προς στιγμήν, και φούσκωσε το αλεύρι; Ο
μυλωνάς όμως ήταν καλός άνθρωπος και έκανε πολλά ψυχικά. Ήταν και παλιός φίλος
του ανδρός της και γέμισε και με δικό του αλεύρι τα σακιά. Αφού απογέμισαν
μέχρι πάνω τα σακιά διαλογίζεται, ότι ο γάϊδαρός της με όσα τράβηξε δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του, όχι να
σηκώσει και τόσο φορτίο.
Ο Μυλωνάς
μάντεψε τις σκέψεις της και της είπε:
__Μην
παραξενεύεσαι. Θα ανεβούμε μαζί στο χωριό και θα πάρω και τα δυο μουλάρια. Το
ένα θα το φορτώσουμε και στο άλλο θα καβαλήκουμε, αν ο γάϊδαρος δεν σε βγάζει
τον ανήφορο. Πέρασαν όλη κείνη την ανηφόρα με τις στροφές και τα ψηλά βράχια.
Την ρεματιά που έτρεχε το νερό, με τα αερικά και τις Νεράϊδες, την πηγή με την
ξύλινη κορύτα , το εικονοστάσι του Αι Ταξιάρχη και το Παναγιάς το ρέμα.
Της θειά
Βαγγελιάς της φάνηκε σαν να ήταν όνειρο. Δεν πίστευε στα μάτια της το αποψινό
πάθημα και την καλοσύνη που είχαν οι καλυβιώτες. Όταν έφτασαν στο σπίτι της
ήταν αργά το απόγιομα. Τα μισά παιδιά κλαίγανε και τα άλλα μισά είχαν
ξεστρατίσει. Ο μυλωνάς κάθισε στο πέτρινο σκαλί της σκάλας, τύλιξε ένα τσιγάρο
σε μια εφημερίδα, το άναψε και φουμάριζε. Ήπιε λίγο ρακί χιλιοχρονίτικο που
είχε ένα μπουκάλι, χαιρέτησε και έφυγε.
Εκείνη
μάζεψε τα παιδιά της, κρησάρισε αλεύρι
σε ένα ξύλινο σκαφίδι. Ύστερα έριχνε μέσα λίγο λίγο ζεστό νερό, έκανε ζυμάρι
και έχωνε τις γροθιές της με δύναμη
απάνω του. Το ζυμάρι το κύλαγε μέσα στην σκάφη από την άλλη του πλευρά, έριχνε
επάνω αλεύρι να μην κολλάνε οι γροθιές της και πάλε τις ξανάχωνε μέσα του.
Αφού
τέλειωσε το ζύμωμα έριξε το ζυμάρι στο
μεγάλο χαλκωματένιο ταψί και με την ανάποδη ενός πιρουνιού έκανε κεντίδια και
συνέχεια το τρύπησε μέχρι δέκα φορές.
Το ταψί το
σκέπασε με την πουγάνα και το έβαλε στην θρακόβολη να ψηθεί.
Στο μεταξύ
πήγε στην σάλα, που ήταν η εικόνα της Παναγίας, την ευχαρίστησε για τη δύναμη
που της έδωσε τη νύχτα να ξεπεράσει τις δυσκολίες και την παρακαλούσε να κάνει
τον κόσμο να αδερφωθεί και να μην μείνουν άλλα παιδιά ορφανά.
Η χαρά της
ήταν όταν ψήθηκε το ψωμί, που άπλωσε ένα
απλάδι και έβαλε την αχνιστή πουγανιά επάνω και με το τυρί τρώγανε όλοι μαζί και δεν
χορταίνανε.
Η θειά
Βαγγελιά, μια πονεμένη γυναίκα, χήρα από μικρή,μαυροφορεμένη σ’όλη της τη ζωή, στοργική μάνα,
φτωχή, ψηλή και λιπόσαρκη, με άσπρο και φωτεινό πρόσωπο, γαλανά μάτια, χαμογελαστή και ακούραστη, πάλεψε μέχρι τέλους
ασταμάτητα με… νεράϊδες,
δράκοντες και κάθε λογής θηρία της εποχής της για την ζωή . Στο τέλος τα κατάφερε καλά σαν μια
πραγματική ηρωΐδα!
Η καλοσύνη ,
η αφοσίωση, η αγάπη της στον κόσμο και στα παιδιά της και ο δυναμισμός της προς παράδειγμα.
B GIRAKAS 3/9/2013
Στο κείμενο αυτό , εκτός των άλλων, αποκωδικοποιούνται όλα τα
ΑπάντησηΔιαγραφήμυθολογικά σοιχεία της φοβερής διαδρομής Γλανιτσιά-Κυράς Γεφύρι.
Μάλιστα με παραστατικότητα αισθητοποιούνται από το Βαγγέλη, που διαβάζοντάς τα,
ξαναζώ εκείνες τις τρεμούλες που νιώθαμε, όταν περνούσαμε από τα φοβικά εκείνα μέρη.
Άραγε να είναι ακόμα πολλοί που θα περνούσαν νύχτα το Κάτω Νερό χωρίς ανατριχίλα; (!)
Βαγγέλη ανατριχιασα
ΑπάντησηΔιαγραφή