Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

ΛΑΜΠΡΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ


ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ Κ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Μπαίναμε στη Mεγάλη  Eβδομάδα  και τα βράδια με τον πατέρα  μαζευόμαστε όλοι νωρίς στο σπίτι και ψέλναμε τα κατανυκτικά τροπάρια που έλεγαν στην εκκλησία τις μέρες αυτές. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα…..» .
Η χαρά μας ήταν μεγάλη. Μετά λέγαμε το: « Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον….»   Την Μεγάλη Βδομάδα που σταμάταγαν  τα σχολεία,  λίγα μαρτίνια που είχαμε τα βόσκαμε στο δρόμο πηγαίνοντας προς τον Άγιο Θόδωρο. Ο τόπος σχεδόν όπως και τώρα ήταν  σκεπασμένος με πουρνάρια και λίγα  ξάρια παρέμεναν ακάλυπτα για να βόσκουν.
Οι πανέμορφες βουνοπλαγιές με τους πολυπληθείς λόφους κατέληγαν σε βαθύσκιωτες ρεματιές. Σε μεγάλη πλαγιά του βουνού, ανάμεσα σε λόφους βρίσκεται το εξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων. Δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει κανένας την ύπαρξή του, εάν δεν ήταν γνώστης του χώρου. Εκεί στον προαύλιο χώρο ερχόμαστε με τα πρόβατα.
Γύρω από το Ναό, χάμω στο βραχότοπο μαζί με το χορτάρι, γαλάζια αγριολούλουδα και κίτρινα και άσπρα ξεπρόβαιναν ταπεινά, χαριτωμένα.
Φτάνοντας με τα πρόβατα ανοίγαμε την πόρτα του εξωκκλησιού, με σεβασμό κάναμε τον σταυρό μας και ασπαζόμαστε την εικόνα στο εικονοστάσι και τις εικόνες του ξυλόγλυπτου τέμπλου μία μία. Με ένα σπίρτο ανάβαμε ένα κεράκι με την κίτρινη φλόγα του το βάζαμε στο μανουάλι και πάλε κάναμε τον σταυρό μας.
Κοιτάγαμε τους Αγίους, όπως έκαναν και αυτοί και για να τους ευχαριστήσουμε λέγαμε   τροπάρια και, λόγω των ημερών,τα εγκώμια:  « Η Ζωή εν τάφω, κατετέθης Χριστέ …. Αι γενεαί   πάσαι ύμνον τη ταφή σου προσφέρουσι, Χριστέ μου…»
Στον μεγάλο πρίνο κρεμόταν η καμπάνα με το μικρό στρογγυλό  στόμα της . Κρατώντας το σιδερένιο γλωσσίδι της την χτυπούσαμε λυπητερά και συμμετείχε και αυτή με τον γοερό θρήνο της   εξ ίσου στα θρηνητικά εγκώμια. Ο αχός στριφογυρνάει στην κούφια καμπάνα και έρχεται στα αυτιά μας. Και όσο την χτυπάμε ο ήχος γίνεται ανατριχιαστικός και μας φαίνεται τώρα ότι κλαίνε τα πουλιά και τ’ αγρίμια του Αγιοθόδωρου, για τον άδικο θάνατο του Χριστού μας.
Πιο πέρα στο τρεχούμενο νεράκι κακαρίζει ένα μπουλούκι πέρδικες.  Οι πέρδικες είχαν ακούσει το λυπητερό χτύπημά της καμπάνας: ντάν, ντάν….  και συμμετείχαν στη λύπη της.
Έτσι πέρναγε η ώρα  και τα πρόβατα βόσκανε στο χώρο γύρω από τον Αγιοθόδωρο, ώσπου ξεκινάγαμε την επιστροφή στο χωριό.
Πριν  φύγουμε ξανά χτυπάγαμε λυπητερά την καμπάνα, ν’ ακούσουν οι λόγγοι και τα βουνά,  ν’ αντιβουίσουν οι ρεματιές και να θυμηθούν τον μαρτυρικό θάνατο του Χριστού.
Κάτω στην μεγάλη ρεματιά της βρυσούλας μια βάγια ακούει τον ήχο, μαθαίνει για το μεγάλο κακό, σιγοψιθυρίζει κλαψιάρικα με το φύσημα του αγέρα και καλεί τα πουλιά να μοιρολογήσουν πάνω στα κλαδιά της.
Η καμπάνα που χτυπάγαμε  έκανε τα κατάλευκα πρόβατα που έβοσκαν γύρω της  να σηκώσουν την μουσούδα τους προς τα κει. Άραγε να αισθάνονταν κι αυτά κάτι;
Μα  κι όταν ερχόταν η Ανάσταση στο ταπεινό εκκλησάκι ψέλναμε πολλές φορές  το: «Χριστός Ανέστη…» και δεν έμενε παραπονεμένο και τελείως αλειτούργητο.


Ποιος δεν έκανε όνειρα, ποιος δεν είχε μεγάλη χαρά σαν βρισκόταν την Λαμπρή στο χωριό;
Μας τραβούσαν πολύ κείνες οι ημέρες . Ήταν ιδιαίτερα όμορφες   , ξεχώριζαν μέσα στην γιορταστική φύση, το οργιαστικό πράσινο και τους λουλουδότοπους της Γλανιτσιάς  η Μεγάλη Βδομάδα και η  γιορτή της Λαμπρής.
Πολλοί έρχονταν την Μεγάλη Εβδομάδα στο χωριό από το δρόμο στις Γούρνες, για να περάσουν την Λαμπρή με τους δικούς τους. Τους έφερε αργά το απόγιομα της Μεγάλης Πέμπτης ένα παλιό σαράβαλο Λεωφορείο στο Βαλτεσινίκο.
Δεν ήξεραν οι χριστιανοί αν θα φθάσουν , γιατί είχε και τούτο βάσανα.
Στις Γούρνες καθώς κατέβαιναν με τα γαϊδουράκια φορτωμένα τα πράγματά τους, οι πρώτοι που τους καλοδέχονταν,  τους καλώς όριζαν και  χαίρονταν  για τον ερχομό τους  στο χωριό ήταν ο Μπουρμπουλοδιαμαντής και ο γέρο Κομπόλης.
Περίμεναν στη μέση του δρόμου  έλεγαν καλά λόγια , χαρούμενα καλωσορίσματα  και  η   φιλιά που έπαιρναν  ήταν κανένα τσιγάρο ή και λουκούμι . Αυτοί ήσαν τσοπάνηδες και είχαν κανονίσει τα γίδια τους να κατεβαίνουν την πλαγιά του βουνού  προς το δρόμο και να φαίνονται και να ακούγονται από τους ταξιδιώτες. Πιο κάτω τους περίμενε ο Αγγελέτος με το τσιγγελωτό μουστάκι  που μόλις ξανάφαιναν  οι ταξιδιώτες και τους έβλεπε, σταυροκοπιόταν.   Τα «πράματά» του αυτός τα είχε στην απέναντι πλαγιά και απόφευγε να σμίξουν με των άλλων για να μη χάσει κανένα κατσίκι ή κανένα οψιμάρνι.
Οι ταξιδιώτες που βιάζονταν και  δεν είχαν ώρα για κουβέντα για να τους ευχαριστήσουν έδιναν τα χέρια και ρώταγαν:
__Από υγεία μπάρμπα ,καλά είσαι,  βλέπουμε δεν ρωτάμε. Πώς πάει το κοπάδι;  αυγατισμένο φαίνεται από πέρσι.
__Κάθε χρόνο και καλύτερα, έλεγε και χαμογέλαγε ολόκληρος.
__Χορτάρια έχετε φέτος;
__Δόξα τω Θεώ. Έβρεξε φέτος . Τα πρόβατα και τα γίδια βρίσκουν βοσκή και είναι τσιτωμένα με γάλα.
__Η φαμελιά σου γέρο, καλά είναι;
__Καλά, ούλοι καλά είμαστε, αφού λάλησε και φέτος ο κούκος.
Ένα μπουλούκι ανθρώπων, επισκεπτών, έφτασε στο απάνω χωριό. Πέρασε το σπίτι του Τσιριμόπανου και το παλιό σπίτι της Κωσταντάκαινας.
Εκεί στο φούρνο της μοσκομύριζε το φρέσκο ψωμί που έψηνε. Ήταν οχτώ νοματαίοι που
έρχονταν παρέα.  Ο γιός του Σπηλιώτη, ο Πάνος, ο Μίμης του Νικολού με τα ξαδέρφια του τον  Μίμη  τον Αντώνη και τον Θανάση, ο Χρίστος του Ντίνου ο Θανάσης του Αγγελή και ο Πάνος του Τσιαγκρή από την απάνου Ρούγα και πίσω άλλοι με δυο γαϊδουράκια βαλίτσες και πράγματα.
__Ώρα καλή γιαγιά. Καλώς σε βρήκαμε, της είπαν οι ταξιδιώτες.
__Καλώς ήρθατε παλικάρια μου.  Απάντησε εκείνη και με τα μάτια της σαν να τους μέτραγε.
__Μοσκοβολάει η αυλή  κι ο  φούρνος σου, δεν μας  δέχεσαι για μουσαφιραίους και να μας κάνεις τα έξοδα;
Η Κωσταντάκαινα σχεδόν το περίμενε αυτό που της είπαν και πράγματι τους προσκάλεσε.
__Να σας κάνω, τους είπε.  Καθίστε  λίγο,  έρχομαι εκεί.
Έκοψε δυο κουλούρες την μια πρώτα και την άλλη μετά σε κομμάτια και τις μοίραζε στους ταξιδιώτες. Πριν από λίγη ώρα τις είχε βγάλει ζεστές από τον φούρνο, τις ακούμπησε πάνω στο κασόνι και επάνω έριξε την ράσινη ποδιά της να διατηρηθούν ζεστές.
__Έχω και τυρί να σας δώκω, τους είπε, αλλά την Μεγάλη Βδομάδα νηστεύουμε. Έφαγαν και ευχαρίστησαν.
Πέρασαν μετά από το σπίτι του Ρούμπου που και κει η Ρούμπαινα με την γειτόνισσά της την γριά Κομπόλω, που ήταν κοντά της, τους καλοδέχτηκαν. Και η  Καταιρίνη του Αγγελέτου και άλλες γυναίκες έβγαιναν στις αυλές , στα παράθυρα και τους καλώς όριζαν.
Μετά άρχισαν να χωρίζουν και ο κάθε ένας πήγαινε στο σπίτι του.
Από τον κάτω δρόμο, τα Μαλαπερδαίϊκα ,κατέβαινε άλλη ομάδα που ερχόταν και αυτή από τις Γούρνες με τα Κολοβουρδόπλα, το Γιώργη του Σειρήνη, τον Δήμο και άλλους.
Στις απάνω Ράχες ξανάφαναν άλλοι ,που δεν χώραγαν στο παλιό λεωφορείο του Βαλτεσινίκου και κατέβηκαν με άλλο στην Γλόγοβα.
Έρχονταν οι χριστιανοί να ακούσουν απόψε τα Δώδεκα Ευαγγέλια  στην μοσχοβολημένη εκκλησιά τους, να προσευχηθούν και να παρακαλέσουν την Παναγία, άλλος να του δώσει υγεία, άλλος να καλοπαντρευτεί η αδερφή του, άλλος να είναι η στάνη του καλά και ότι ο καθένας ήθελε. Μάλιστα ο Γιάννης της Πάναινας σκόπευε να ζητήσει από την Παναγία να τον φωτίσει αυτόν και την γυναίκα του να μην μαλώνουν,  να μην βρίζονται και ο μελλούμενος της κόρης τους να αποφασίσει να την στεφανώσει επί τέλους!  Μα και κείνο το παιδί του Τζιράκα με τι χαρά ερχόταν κάθε χρόνο στο χωριό  για τα πασχαλόγιορτα.
Μέσα σε τούτη την υπέροχη ομορφιά της φύσης με την πλούσια ανθοφορία της, το οργιαστικό πράσινο να ψέλνει με την γλυκιά φωνή του: « Ιδού ο Νυμφίος έρχεται έν τω μέσω της νυκτός και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα….»
Και η εκκλησία γεμάτη από προσκυνητές έψαλαν μαζί με τους ψαλτάδες, τον γέρο Τζιμπάκο, τον Ντουσιοχρίστο, τον Αντρέα,  τον Σταμάτη:  «Τον νυμφώνα σου βλέπω Σωτήρ μου κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω έν αυτώ……»
Μεγάλη Βδομάδα φρόντιζαν  οι χωρικοί να βρίσκονται αυτές τις μέρες στο χωριό, να χαρούν τις γιορτές.
Οι ψαλτάδες μας οι καλλίτεροι του κόσμου(!), κάθε βράδυ σμίγουν τις φωνές τους και η ολονυκτία ήταν κατανυκτική και υπέροχη. Ο Ντουσιοχρίστος τα ήξερε όλα , ήθελε να τα ειπεί όλα.  Ο μπάρμπα Δήμος δεν αστειευόταν.
__Χρίστο, άσε  το παιδί του Ντίνου να ειπεί το εξαποστειλάριο, του είπε κάποια στιγμή.
Εκείνος που δεν ήθελε υποδείξεις  απάντησε.
__Ξέρει περισσότερα το παιδί από μένα;
__Δεν έχεις δίκαιο, του αντέτεινε ο μπάρμπα Δήμος και ο παπάς που κατάλαβε έγκαιρα την διαφωνία τους, έριξε την ματιά επάνω τους και απέτρεψε τον καυγά.
Του  νεαρού Τζιρακοχρίστου η φωνή  είχε ιδιαίτερη χάρη. . .  Γνώριζε την τέχνη της ψαλτικής. Η φωνή του είχε ρυθμό, αρμονία και χρώμα. Είχε ένα θαυμάσιο ψάλσιμο με σκαμπανεβάσματα της φωνής του και ένα γλυκό γύρισμα  του ήχου  από δεύτερον σε πλάγιο τέταρτο όπως έλεγε.
Είχε μαζί του ένα τετράδιο με γράμματα μέσα: το α α α ,  το η η η,  το  ο ο ο ο πολλές φορές στην σειρά κάτω από κάτι μαγκούρες και γραμμές που τα έλεγε Βυζαντινή μουσική. Αυτά φαίνεται  έκαναν την φωνή του μοναδική.
Ψάλτες  είχαμε πολλούς και καλούς, αλλά το ρίχνανε στο τραγούδι που μοιάζει, αλλά δεν είναι ψαλτική
Για τον Τζιρακοχρίστο που είχε τα πρωτεία, λέγανε(που μάλλον είναι μύθος) ότι για ένα εξάμηνο έμενε στο Μέγα Σπήλαιο κοντά στον Άγιο Αβακούμ, που τον αγάπαγε για την φρονιμάδα και εξυπνάδα του. Αυτός του έδωσε μαθήματα βυζαντινής μουσικής  όσο καιρό έμεινε εκεί.
 Πάντως   τελειοποίησε την βυζαντινή μουσική, που με πάθος αγαπούσε,  στο Ωδείο Πατρών.  Σαν  δάσκαλος που ήταν έψελνε και καλλιέργησε την γλώσσα του στη μουσική.
   
Μεγάλη Βδομάδα. Τα πατώματα των σπιτιών τα έπλεναν και έβαζαν ώχρα για χρώμα και καθαριότητα. Στα ντουλάπια και τις πιατοθήκες έβαζαν κουζινόκολλες.  Οι αυλές , τα σοκάκια καθαρίζονταν, τα τζάκια ξεκαπνίζονταν.  Άσπριζαν τις μάντρες και  τους λερωμένους τοίχους των σπιτιών και η μυρουδιά  απ’ το  χορίδι (ασβέστη) ήταν έντονη. Όλα έπρεπε να είναι παστρικά, να υποδεχθούν στο χωριό τούς δικούς τους,  τους ξένους που έρχονταν από  στο χωριό  και την Ανάσταση του Κυρίου.
Μα τι ήταν κι αυτό απόψε. Βελόνα δεν χώραγε η εκκλησιά. Η γριά Ανάσταινα και η Μπροδήμαινα ,που άργησαν  να έρθουν στην εκκλησιά, δεν μπορούσαν να μπουν μέσα από τον κόσμο. Ήταν απόψε βλέπεις τα Δώδεκα Ευαγγέλια και το μικρομέγαλο είχε έρθει από νωρίς.  Τις διευκόλυνε ο επίτροπος  της γειτονιάς τους ο  Ζιογούλας κι έτσι μπόρεσαν  να παρακολουθήσουν  την ιερή Ακολουθία. 
Άκουσαν από τα Ευαγγέλια την διδασκαλία του Χριστού που έκανε στους μαθητές του,  την προδοσία του Ιούδα, την σύλληψή  του  από τους Ρωμαίους, το πήγαινε έλα του Χριστού στον Άννα και Καϊάφα και την μεταμέλεια του Ιούδα. Τον όχλο που έβριζε τον Χριστό και τον κορόιδευε.
Κάθε φορά  που   ο παπάς διάβαζε γονατιστός μπροστά στην Ωραία Πύλη ένα από τα δώδεκα Ευαγγέλια ,το πλήθος του κόσμου και οι γριές γονάτιζαν σταυροκοπιούνταν  και είχαν την προσήλωσή τους στο μαρτυρικό θάνατο του Ιησού.
Και να!  Με μεγάλη κατάνυξη ο παπάς εξήλθε από το Ιερό με το σώμα του Χριστού  και περιφέροντας Το στον κυρίως Ναό, ψέλνει  με τρεμάμενη φωνή το: «Σήμερον κρεμάται επί  ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας….», σκορπίζοντας ρίγη συγκινήσεως στο εκκλησίασμα.  Είναι η στιγμή που ο Χριστός οδηγείται στον Κρανίου Τόπον για Σταύρωση.
Ήσαν και γριές αποκαμωμένες  με όσα άκουσαν στη συνέχεια της Σταύρωσης:  Το μοίρασμα των ιματίων του Χριστού και τον μαρτυρικό Του θάνατο, που δεν μπορούσαν να σηκωθούν από κάτω.  Γαλήνεψαν και χάρηκαν  μόνο με το άκουσμα του τελευταίου Ευαγγελίου που έλεγε: « Κύριε, εμνήσθημεν  ότι εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζων, μετά τρείς ημέρας εγείρομαι…»
Τα μικρά παιδιά, άλλα έκλαιγαν, άλλα έπαιζαν και άλλα εχώνονταν ανα δύο , ανά τρία κάτω από τα φαρδιά φουστάνια των γριών. Εκείνες τα απόδιωχναν να πάνε στις μάνες τους λέγοντας.
__Φευγάτε από δω, μη μας κολάζετε, παιδάκι μου.
__Πώς μπορείς  θεια Μοίρα τόση ώρα γονατιστή;
Την ρωτάγαμε. Και κείνη έλεγε:
__Τι λέτε ρε. Έχουμε υποχρέωση στο Χριστό μας που σταυρώθηκε, τον κεντήσανε στην πλευρά του, υπέφερε  και ήπιε για χάρη μας ξύδι και χολή. Εμείς δεν μπορούμε να μείνουμε  λίγες ώρες γονατιστοί; Ποιος την καταλάβαινε!...
Τα Δώδεκα Ευαγγέλια τελείωσαν. Ο κόσμος έβγαινε από την εκκλησιά συλλογισμένος και λυπημένος με τα όσα άκουσε απόψε στην Ακολουθία..

Ξημέρωσε  η Μεγάλη Παρασκευή!
Θα ήταν περασμένη δέκα η ώρα το πρωί, ο ήλιος ήταν ψηλά μισοσκεπασμένος με σύννεφα, ρολόϊ δεν υπήρχε . Η φύση όλη θρασομανούσε. Η άνοιξη στην καλή της ώρα!
Πέντε-έξι παιδιά: ο Πάνος , ο Κώστας, ο Νίκος, ο Σωτήρης ,ο Λώρης  κι ο Βαγγέλης  πήραν τον ανήφορο στο ρέμα του Μητρόγιαννη, μαζεύοντας αγριολούλουδα.
Τα ήθελαν οι κοπέλες του χωριού,  να στολίσουν τον Επιτάφιο. Το βράδυ θα γινόταν η περιφορά του.
Αρχίσαμε ν’ ανηφορίζουμε   ανάμεσα στα κοντοπούρνια, αλλά τ’ απότομα  βράχια δεν μας επέτρεπαν να προχωρήσουμε  μέχρι την κορυφή του λόφου και της Κουτσοδημητρούς , που υπήρχαν  εκεί χτήματα και θα βρίσκαμε κόκκινες παπαρούνες και ανεμώνες που ήσαν τόσο όμορφες .  Με δυσκολία σκαρφαλώσαμε το μικρό μονοπάτι ανάμεσα στα βράχια και μπήκαμε, μετά από λίγο, σε καλλιεργημένα  χωράφια.
Μέσα στα λουλούδια βάζαμε κλωνιά βίκου και λαθουριού με τα μωβέ λουλούδια τους και μαζί με το άσπρο και ροζέ χρώμα του ζαχαροκάλαμου και των άλλων λουλουδιών, κάναμε ωραίες ανθοδέσμες  που σε λίγες ώρες θα στόλιζαν  αφάνταστα όμορφα  τον Επιτάφιο.
Βρήκαμε πολλές μαργαρίτες, βιολέτες  και πολύχρωμα άλλα  λουλούδια.


Οι επίτροποι της εκκλησιάς  μάς έταξαν πως για κάθε ματσάκι λουλούδια που θα πηγαίναμε, θα μας έδιναν από σαράντα μέχρι πενήντα λεπτά. Αρκεί να ήσαν φτιαγμένα με όμορφα λουλούδια. Το χρηματικό ποσό ήταν αρκετό.  Αν ειπούμε ότι θα πηγαίναμε δυο  φορές  στο βουνό, θα μαζεύαμε έξι με οχτώ  ματσάκια ,κάπου τρισήμιση με τέσσερες δραχμές,  ίσως και παραπάνου για το κάθε παιδί!
Ήταν ο μοναδικός μας πόρος γιατί οι γονείς μας δεν είχαν λεφτά να μας δίνουν.
Τι χαρές κάναμε!  Θα αγοράζαμε στρακαστρούκες και φελά γύρω στα είκοσι κομμάτια. Τα «φελά» ήσαν σαν τα βουλώματα των μπουκαλιών .  Τα βάζαμε το ένα δίπλα από το άλλο πάνω  στα πέτρινα  τουράκια  της εκκλησίας . Με μια άλλη πέτρα τα χτυπάγαμε και εκείνα έσκαγαν με το μπαρούτι που είχαν μέσα . Ήταν η μόνη χαρά και διασκέδασή μας αυτές της μέρας του Μεγαλοβδόμαδου.
__Βρέ, τι κάνετε αυτού; μας έλεγαν, θα στραβωθείτε.  Σηκώσατε τον κόσμο στο ποδάρι με τους κρότους!.
Εμείς καμαρώναμε και χαιρόμαστε.
Χτύπαγε λυπητερά όλη μέρα η καμπάνα και οι καρδιές ράγιζαν  από τον πένθιμο ήχο της.
Ούτε η γη  μου φαίνεται σήμερα γελούσε, ούτε ο ουρανός. Πλήθος σύννεφα σκεπάζουν όλους τους γύρω λόφους, μέχρι πέρα τις ψηλές κορφές των βουνών. Ο αέρας δυνάμωσε και βροντές κατρακυλούν και σταγόνες βροχής πέφτουν στην γη.
Κάθε χρόνο την Μεγάλη Παρασκευή κατσουφιάζει ο τόπος και βρέχει. Ο Μεσσίας, αυτός που αγαπάει όλο τον κόσμο, σήμερα  πεθαίνει!!. Η Φύση συμπάσχει!
Χίλιες δυο εικόνες περνούν απ’ το μυαλό μου με την Σταύρωση, την Ταφή και την Ανάσταση Του Κυρίου.
Μετά την δύση του ήλιου, με το κάλεσμα της καμπάνας, ήλθαμε στην εκκλησία παιδιά, νέοι, γριές με τα μπαστούνια τους, φορώντας τα πλατιά και μακριά φουστάνια τους που ακούμπαγαν μέχρι το χώμα. Είχαν σκεπασμένα τα κεφάλια τους με μαύρες μαντήλες.
Στο μέσο του Ναού είχε τοποθετηθεί ο καταστόλιστος Επιτάφιος με το πληγωμένο Σώμα του Χριστού «εν Τάφω»!
Εμείς τα παιδιά βιαζόμαστε να ασπασθούμε  το σταυρωμένο  Σωτήρα  και το Ευαγγέλιο και ύστερα να περάσουμε γονατιστά  κάτω από τον ολάνθιστο επιτάφιο, που είχαν στολίσει από το μεσημέρι οι κοπέλες του χωριού .  Θέλαμε να πάρουμε την δύναμη και την ευλογία του Ιησού.
Οι γριές έσκυβαν , έκαναν γονυκλισίες, ασπάζονταν αργά αργά το σώμα του Χριστού και το Ευαγγέλιο πολλές φορές. Οι πιο νεότερες γονάτιζαν τρείς φορές σταυροκοπιούνταν  και έπειτα ασπάζονταν , χωρίς να νοιάζονται για μας τα παιδιά που βιαζόμαστε.
Είχε κόψει η νύχτα και εντός της εκκλησίας, μέχρι και τον γυναικωνίτη, υπήρχε πλήθος κόσμου. Ένας μικρός διάδρομος παρέμενε  για να προσκυνούν οι πιστοί τον Επιτάφιο. Η εκκλησία ολοφώτιστη και ο πολυέλαιος ,με τις κίτρινες λαμπάδες αναμμένες, έλαμπε. Οι ψάλτες κατανυκτικά απέδιδαν με γλυκές παλλόμενες  από συγκίνηση φωνές  το δράμα και το πάθος του Κυρίου. Ήμαστε πια όλοι έτοιμοι για τα εγκώμια! Ήταν η ώρα να ψάλλουμε τον Επιτάφιο Θρήνο!
 Από τους πιστούς δέκα ομάδες είχαν γίνει και η κάθε μια  έψελνε το δικό της στίχο από τα εγκώμια. Πρώτος ο παπάς εξέρχεται του Ιερού Βήματος και  ψέλνει το: «Η ζωή εν τάφω, κατετέθης Χριστέ και αγγέλων  στρατιαί….»  μέχρι που φθάνει στον Ιερό Επιτάφιο και θυμιατίζει Αυτόν και ύστερα το πλήθος του κόσμου γύρω  γύρω.
Επαναλαμβάνεται  «Η  ζωή  εν  τάφω …» από τους ψάλτες και το εκκλησίασμα άλλες δυο φορές.
Τώρα ανά δύο, ανά τρείς ψέλνουν τα εγκώμια και  κάθε ομάδα περιμένει την σειρά της να ψάλει ξανά και ξανά.
Μετά ο παπάς  ψέλνει πάλι με τον ίδιο μεγαλοπρεπή τρόπο το «Άξιον εστί μεγαλύνειν σε τον ζωοδότην….»  Ακολουθεί την ψαλμωδία όλο το εκκλησίασμα και τέλος ψέλνει το: «Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή Σου προσφέρουσι  Χριστέ μου….»
Με τον ίδιο τρόπο ψέλνουν και οι ομάδες  και το εκκλησίασμα ολόκληρο γιατί αυτή η στάση των εγκωμίων είναι η μελωδέστερη, η λυρικότερη μα και η ευκολότερη. Μετά από λίγα ακόμη τροπάρια ήρθε η ώρα για την περιφορά του Επιταφίου. Όλοι οι πιστοί με αναμμένες λαμπάδες, βγήκαν από την εκκλησία και ακολουθούσαν τον Επιτάφιο. Μπρος ήταν ο παπάς, οι ψάλτες και πλήθος παιδιών που έψαλλαν  «Κύριε, ελέησον,  Κύριε, ελέησον»  ασταμάτητα καθ’ όλον τον χρόνον που χρειάστηκε για να γίνουν  τρεις περιφορές του Επιταφίου  γύρω από την εκκλησία και το σχολείο.  Την ώρα εκείνη ελαφρά σύννεφα σκέπαζαν τη Σελήνη και το φως της ήταν ελάχιστον.  Σταγόνες βροχής έπεσαν εδώ κι εκεί , τα δε αναμένα κεριά με το ελαφρό αεράκι τρεμόσβυναν .Η κωδονοκρουσία κάλυπτε την υμνωδία των ψαλτών, που έψελναν το : « Ω, γλυκύ μου έαρ……» και τα διάφορα ακούσματα του πλήθους που ακολουθούσε. Έτσι η πομπή με κεριά, ύμνους και βαρελότα έφθασε στην κύρια είσοδο του ναού και όλοι  μπήκαν μέσα αφού πέρασαν κάτω από τον υψωμένο Επιτάφιο  «για το καλό»!
Τρείς γριές, που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τον Επιτάφιο, κάθονταν πλησίον της εισόδου της εκκλησίας. Είχαν κάνει την δική τους χορωδία και  μουρμούριζαν κι αυτές το «Κύριε  ελέησον».
Σε ένα στασίδι παρέμεινε και η γριά Πατσιέβω σχεδόν ακίνητη, μόλις έβγαινε ο Επιτάφιος από την εκκλησία. Η γριά Μαλεβή, με την οποία μαζί είχαν έλθει μέχρι την εκκλησία ,υπέθεσε ότι ήταν κουρασμένη και ανήμπορη να ακολουθήσει την περιφορά και δεν έδωσε καμιά σημασία. Της φάνηκε  μάλιστα ότι τα χείλη της  ψιθύριζαν  το «Κύριε, ελέησον…»  Όπως είπε η ίδια, με την έξοδο  του Επιταφίου την πήρε  ελαφρά ο ύπνος στο στασίδι που καθόταν και είδε όνειρα που δε θυμόταν  ή δεν ήθελε να ειπεί.
Σε λίγο  ακούστηκαν μερικά ακόμη τροπάρια όπως « Ο ευσχήμων Ιωσήφ….» , «Οτε κατήλθες προς τον θάνατον……» και  συγχρόνως ο παπάς έπαιρνε τον Εσταυρωμένον από τον Επιτάφιον και τον απέθεσε  «εις καινόν Μνημείον»!  Έτσι η μεγαλόπρεπη ακολουθία του Επιταφίου, με το « Δι’ ευχών των αγίων…….» του παπά, πήρε τέλος.
Όλοι πλησίασαν ευλαβικά το ιερό κουβούκλιο(κενοτάφιο) παίρνοντας απ’ αυτό λίγα λουλούδια αγιασμένα και με αναμμένες λαμπάδες στα χέρια σταυροκοπούμενοι έφυγαν για τα σπίτια τους. 

Ήταν πρωί Μεγάλου Σαββάτου. Είχαν περάσει τέσσερες ημέρες που ο Ντίνος πούλησε δέκα οκτώ αρνιά και τρία κατσίκια της κόκκινης γίδας στους χασάπηδες ,που είχαν έρθει στο χωριό. Αυτοί είχαν πάρει και αρνιά από τους  άλλους τσοπάνηδες  κι έτσι περίσσευε αρκετό γάλα να φιλέψουν τους πιο φτωχούς  στο χωριό με κανένα καρδάρι γιαούρτι και λίγο γάλα.
Στο γαλάρι και κοντά στην συκιά έδεσε τον Λαμπριάτη που προοριζόταν να θυσιαστεί , να μαγειρευτεί για να φάει η οικογένεια κρέας και να γιορτάσει την Ανάσταση του Κυρίου.
Βέλαζε το αρνί γιατί ήταν μόνο του και ξεκομμένο από την μάνα του. Σ’ όλο το χωριό ακούγονταν τα βελάσματα, σαν τελευταία διαμαρτυρία των μελλοθάνατων
Περνώντας στο δρόμο για το σπίτι του ο Αγγελής, άκουσε και είδε το αρνί.
__Αυτός είναι ο Λαμπριάτης σου, Ντίνο;  είπε κάπως ειρωνικά.
__Αυτός είναι Αγγελή. Και πάρα λίγο οι χασάπηδες να μου αφήσουν τ’ άλλα αρνιά απούλητα. Ήθελαν, σώνει και καλά, να τους δώσω και τον Λαμπριάτη.
__Για φτούνο το ψιμάρνι καμωνόσουνα έτσι χτες, Ντίνο;
__Εσύ έχεις καλύτερο Αγγελή; του είπε  σχεδόν πειραγμένος.
__Βλέπω να μην φτάσει το κρέας για το μεσημέρι της Λαμπρής, του είπε και σκαπέτησε γελώντας στου Σπηλιώτη το σπίτι.
Ο Ντίνος είχε αποκόψει τα πρώιμα αρνιά  πριν από δεκαπέντε ημέρες και είχε φτιάξει λίγο φρέσκο τυρί και μέχρι οχτώ κεφάλια μυτζήθρες . Θα κράταγε λίγα για την οικογένειά του να περάσουν το Πάσχα και  όλα τα άλλα σχεδόν τα είχε ονοματίσει  να τα προσφέρει σε φτωχούς. Θα έδινε και  σε  όσους έκανε ζημιές με τα πρόβατά του στα  χωράφια  τους και, από συμπάθεια, δεν του κάνανε μήνυση. Κάθε χρόνο έστελνε το καρδάρι με γιαούρτι στον αγροφύλακα που τον είχε ανάγκη και στους φίλους του, τον παπά και τον Οδυσσέα.

Η πλατεία του χωριού το Μεγάλο Σάββατο ήταν γεμάτη κόσμο, που έκανε βόλτα από την μια άκρη μέχρι την άλλη. Ήταν κυρίως Αθηναίοι χωριανοί, που είχαν να ειδωθούν ένα χρόνο !.
Διηγούντο ιστορίες παλιές , για παντρολογήματα, για γιορτές, για πολιτική, για την Ανάσταση του Χριστού και τα ήθη και έθιμα άλλων τόπων.
Τα καφενεία και αυτά είχαν κόσμο. Κάθονταν στα στρογγυλά τραπεζάκια και έπιναν κανένα τσίπουρο. Οι μπακάληδες καλοδέχονταν τους Αθηναίους με ευγένεια ,με χαρά με χαμόγελο κι εκείνοι έμπαιναν μέσα στο μαγαζί και ψώνιζαν.
Έβγαζαν επιδεικτικά ένα μάτσο λεφτά και έπαιρναν καφέ, ρύζι, μακαρόνια για τη γριά μάνα τους,  όπως έλεγαν, και για το γέρο πατερα τους κανένα κουτί καλαμαράκια, που νήστευε και ήταν ξανάρτυγος όλη την Σαρακοστή, να φάει να μην πέσει κάτω.
Κέρναγαν και κρασάκι στις παρέες που κάθονταν στα τραπεζάκια. Τα νέα του χωριού πήγαιναν και έρχονταν και είχαν να κάνουν με τις γιορτινές ημέρες και το φαγοπότι που ετοίμαζαν .
Ακούστηκε ότι ο Κόλιας πήγε με την φοράδα του στον Παλιόπυργο να πάρει τον Λαμπριάτη από τον Φωτιόγιαννη, τον κουμπάρο  του.
Του είχε δώσει μια προβατίνα να την φυλάει και ένα χτήμα να βόσκει τα πρόβατά του.  Ο Κόλιας θα έπαιρνε κάθε χρόνο το  πασχαλινό αρνί και ο Γιάννης θα είχε ωφέλεια το γάλα και τα μαλλιά της προβατίνας.
Η προβατίνα, όταν γέννησε, ψόφησε και το αρνί έμεινε καχεκτικό και αδύνατο. Ο Κόλιας έπιασε ένα μεγάλο αρνί  για Λαμπριάτη ,το φόρτωσε και πάει.
__Στο δρόμο που συναντήθηκε τυχαία με τον Φωτιόγιαννη,  είδε εκείνος τι είχε γίνει και τον ρώτησε;
__Πού το πας Κόλια, εφτούνο; Δεν σου ανήκει.
__Κουμπάρε ,του είπε, παίρνω το αρνί γιατί το χωράφι μου έκανε πολύ χορτάρι φέτος και το πολύ πολύ να μην μου δώσεις του χρόνου άλλο αρνί. Ο Κόλιας όπως πάντα, «καθάρισε»!
Η θειά Γιώργαινα έφθασε στις Ράχες σχεδόν τρέχοντας με ένα καλαθάκι, που είχε περάσει στο αριστερό αγκώνα της. Κρατούσε ένα μαχαίρι με το δεξί της χέρι, έσκυβε και μάζευε καυκαλήθρες, τζοχιά και μυρώνια . Μαζί με μάραθο ,που είχε στον κήπο της, θα έκανε την μαγειρίτσα. Ήθελε  να γυρίσει στο σπίτι σύντομα γιατί ο άντρας της θα έσφαζε τον Λαμπριάτη και υπήρχαν πολλές δουλειές.
Βιαστικά γέμισε το καλαθάκι της κι ερχόταν στα Ρουμελιωταίϊκα σπίτια πλησίον του πηγαδιού. Είδε στον καλά καλλιεργημένο κήπο του, τον Χαρλάμπη τον Μπρή.
«Ας πάω κοντά να γυρέψω κανένα κρεμμύδι και κανένα μαρούλι,σκέφθηκε, και αν με φιλέψει έχει καλώς ,ειδάλλως τι έχω να χάσω;»
__Εγώ πάντως όταν πέρασε από την γειτονιά μου, κοντά στο σπίτι μου, του έδωκα τρείς φορές από δύο κούπες κρασί. Αν θέλει και τούτος, ας μου δώσει δυο κρεμμύδια να νοστιμήσει  η μαγειρίτσα μου.
Όταν τον πλησίασε δεν χρειάστηκε να του ζητήσει κρεμμύδια και μαρούλια. Του είπε:
__Χαραλάμπη ,τα κηπευτικά σου είναι ένα και ένα για μαγειρίτσα!
Εκείνος ,όπως φαίνεται,υποχρεώθηκε  με το κρασί που τον είχε κεράσει  και προβλέποντας κι άλλα τέτοια κεράσματα, της είπε:
__Έλα κυρά Γιώργαινα, να σου κόψω μαρούλια και να πάρεις κρεμμύδια. Ξέρω εσύ δεν έχεις κήπο και θα σου χρειαστούν.
Έτσι ήταν οι παλαιοί και έδιναν και έπαιρναν , δεν είναι σαν και τώρα που δεν βάζουν ούτε κερί στην Παναγιά.
Το Μεγάλο Σάββατο είχαν μεριάσει τα σύννεφα κι ο ήλιος άρχισε να φωτάει στις κορυφές των βουνών, στα ψηλά τσιούμπια, στις λάκκες και σ’ όλο το χωριό. Πήρε πλατειά η ημέρα.
Τ΄ αρνιά που ήταν μοναχά και δεμένα όσα δεν είχαν σφάξει βελάζαν.
Ο κυρ Θόδωρος, που ήρθε απ’ την Αθήνα με την οικογένειά του για Πάσχα, δεν είχε μεριμνήσει
για Λαμπριάτη. Λογάριαζε να πάει στα Φουρνοδαυλαίϊκα ,στον Άγιο Θόδωρο. Εκείνοι είχαν πολλά γίδια, θα του δίνανε ένα κατσίκι. Είχε πάρει και τον αραβωνιαστικό της μεγάλης του κόρης, τον Γιώργο, μαζί του, να γνωρίσει τους ανθρώπους που ήταν μακρινοί συγγενείς  και να κουβαλήσει το κατσίκι στον ώμο του, που ήταν νέος.
Στο χωριό ήταν και η ξαδέρφη του, η Ελένη της Μάρκαινας, μόνη από σύντροφο και ο γιός της στα ξένα. Θα την καλούσε να συμφάγουν  στο πασχαλινό τραπέζι .Αν δεν ήθελε να έρθει, θα της έδινε το κεφαλάκι για σούπα με λίγο κρέας από το σβέρκο, να κάνει Πάσχα κι αυτή.

Οι δρόμοι γεμάτοι κίνηση με ανθρώπους που βιάζονται να προλάβουν τις δουλειές. Καλημέριζαν ο ένας τον άλλον κι εύχονταν καλή Ανάσταση.
Οι γυναίκες  μάζευαν στις αυλές τους σωρούς τα ξύλα για την φωτιά και  ετοίμαζαν να κάνουν πίτες. Άναβαν τους φούρνους και μαύρος καπνός ανέβαινε ψηλά. Έψηναν πουγανιές ψωμί, λαμπροκουλούρες με κεντίδια και πίτες που μοσχοβολούσαν.
Ετοίμαζαν τα έντερα, τα σπληνάντερα, την συκοταριά να είναι καθαρή και κομμένη, και με τα χορταρικά και τα μυριστικά να κάνουν την μαγειρίτσα.
Ήσαν φερμένοι στο χωριό ηλικιωμένοι  Παλιοπυργήσιοι, Περαμερήσιοι κι απ’ όλα τα άλλα καλύβια. Είχαν έρθει και νέες κοπέλες ,η Ελένη, η Θοδώρα, η Μαρία με πολλά μικρά παιδιά.
__Φωτούλα, εδώ είσαι;  την ρώτησε η Στάθαινα.
__Ήρθα να συμμορφώσω το σπιτάκι, που θα μείνουν οι γέροι απόψε, να πάνε στην Ανάσταση.
__Εσύ δεν θ’άρθεις απόψε;
__Τώρα  θα πάω κάτω στον Παλιόπυργο και μέχρι το βράδυ θα ξανανέβω με παρέα. Έχω δουλειές κει κάτω με τα μαντριά, τα κοτερά και τα παιδιά. Ώσπου να τα ετοιμάσω να ‘ρθούμε για Ανάσταση.
Νύχτωσε καλά και ήρθε η ώρα έντεκα που χτύπησε η καμπάνα χαρμόσυνα και δυνατά. Οι καρδιές όλως πέταγαν από χαρά.
Οι μαγειρίτσες  γίνονταν και ο τόπος μοσκοβόλαγε από τα καλοψημένα ψωμιά, τις μυρουδιές από τα κανελλογαρύφαλα , τα πιπέρια και από την λουλουδιασμένη άνοιξη.
Ο γέρο Θύμιος δεν ήθελε να πάει στην Ανάσταση και η Γιαννουλίτσα τον μάλωνε.
__Σήκω γέρο, του χρόνου ζούμε δε ζούμε, να κάνουμε το Σταυρό μας και ν’ ανάψουμε ένα κερί , του πρότεινε η γριά του.
__Γιαννούλα, μη με κολάζεις. Δεν είναι Ανάσταση τούτη. Ποιος να  τ’ ακούσει, να βαρέσει η καμπάνα έντεκα η ώρα το βράδυ!. Η Ανάσταση γίνεται με το γλυκοχάραμα,  που είναι  όλη  η φύση ξύπνια να ιδεί του Χριστού την Ανάσταση και να πιστέψει. Έτσι γινόταν κάθε χρόνο, γιατί το άλλαξαν; δεν καταλαβαίνω.
__Ο Δεσπότης τα κανονίζει αυτά.  Ίσως έτσι, γέρο, να είναι καλύτερα.
Μα τι υπέροχη  βραδιά ήταν απόψε! Σαν την Λαμπρή που περιμένουμε να ξημερώσει. Όπου να στρίψεις το μάτι σου, άκουγες φωνές παιδιών, φαναράκια αναμμένα, κεριά που αναβόσβυναν από το ελαφρό αεράκι. Καλοντυμένοι οι άνθρωποι, μπροστά οι νέοι και οι νιες με τους γέρους ν’ ακολουθούν . Ομάδες έρχονταν από τον Αγιολιά, του Λώλη ,τις λάκες, τους γύρω συνοικισμούς να προφτάσουν την Ανάσταση.
Συντροφιά είχαν και το φεγγάρι που φώταγε, άλλοι κρατούσαν φακούς και όλοι την πίστη που τους έκαιγε να πάρουν το φως της Αναστάσεως.
Οι καμπάνες χτύπησαν και ξαναχτύπησαν και η εκκλησία γέμισε κόσμο.  Ο μπάρμπα Πάνος αποκοιμήθηκε, κουρασμένος όπως ήταν,  με τον γλυκό ήχο της καμπάνας και δεν μπόρεσε να πάρει και κείνος το Φως.
Οι  γυναίκες, που έπρεπε να έχουν ετοιμάσει την μαγειρίτσα και να στρώσουν το τραπέζι με τα κόκκινα αυγά, τα κουλούρια, την λαμπροκουλούρα και όλα τα’ άλλα πάνω στο τραπέζι, είχαν έρθει στην εκκλησία, ντυμένες με τις καλύτερες φορεσιές τους,
Ο μπάρμπα Δήμος ο Ψάλτης, ο Μαγγογιώργης  ο Χρίστος, ο Σταμάτης και άλλοι ψάλτες έλεγαν τα δοξαστικά και έψαλαν το τροπάριο «Κύματι θαλάσσης..» 
Ακούστηκε ο πεντηκοστός ψαλμός και το τροπάριο  « Ότε κατήλθες προς το θάνατον…»
Τότε ο παπάς ήρθε μπροστά στην Ωραία Πύλη με αναμμένη την λαμπάδα του και μας προσκαλεί ν’ ανάψουμε τις λαμπάδες μας.
Ψέλνει μεγαλοφώνως το:  «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός….» Και μετά από λίγο ακούμε το Ιερό Ευαγγέλιο της Αναστάσεως του Χριστου. Οι ψάλτες υμνούν την Ανάσταση του κυρίου και ο παπάς θυμιατίζει στέλνοντας το θυμίαμα στους ουρανούς και ψέλνει το:
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών,
θανάτω, θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν
χαρισάμενος.
Τότε γίνεται πανζουρλισμός! Όλο το εκκλησίασμα ψέλνει με μια φωνή το « Χριστός Ανέστη….» Και ύστερα…..
Ύστερα γέροι φιλούν τις νιες, γριές τους νιους και νέοι τις νιες και ο κάθε ένας, λέγοντας
«Χριστός Ανέστη» ασπάζεται όποιον βρει μπροστά του!
Ο  κυρ Χρίστος ο Δικηγόρος, ένας εβδομηντάρης χοραταντζής, αποζητούσε κι αυτός κάποιο φιλί, αλλά απέφευγαν οι κοπέλες τον δικόν του ασπασμόν και αυτός βλέποντας ότι εσκεμμένα το έκαναν, κυνήγησε τη Βασίλω εντός της εκκλησίας και θέλοντας και μη την φίλησε. Οι άλλες υποτάχτηκαν έφτανε μόνο να τις κοιτάξει και δεν έφεραν αντίρρηση να τις φιλήσει, να τον ασπασθούν κι αυτές και να του ειπούν το Χριστός Ανέστη…. Στιγμιότυπα που φέρνει η χαρά της Ανάστασης.
Με το τέλος της Θείας Λειτουργίας, η φωταψία της εκκλησίας μετεφέρθη, με τις αναμμένες λαμπάδες, στην πλατεία, στους δρόμους και στα καντήλια των σπιτιών. Πρώτα όμως έγινε ο μαύρος σταυρός στο πρέκι  της πόρτας με τον καπνό της λαμπριάτικης λαμπάδας,  για να στέκει πιστός φύλακας όλο το χρόνο  στο σπίτι μας.
Φωνές χαρούμενες έβγαιναν από στα σπίτια, απ’ το στρωμένο τραπέζι.  Έτρωγαν, τσούγκριζαν τα ποτήρια ευχόμενοι «Χριστός Ανέστη».
Το μεσημέρι έγινε το μεγάλο φαγοπότι με όλη την οικογένεια καθήμενη στο λαμπριάτικο τραπέζι τσουγκρίζοντας τα κόκκινα αυγά, τρώγοντας ψημένο κρέας πίνοντας διασκεδάζοντας και ευχόμενοι ο ένας στον άλλον Χριστός Ανέστη και του χρόνου…..
B GIRAKAS 24.4.2013



 



4 σχόλια:

  1. Όλα τα λαμπριάτικα έθιμα τότε που το χωριό ήταν στις δόξες του.Το κείμενο μπορεί να μείνει ως μνημείο αναφοράς. Μπράβο στο συγγραφέα και ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ σε όλους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή


  2. μ





































    Θα ήταν νομίζω χρήσιμο να είχαμε και την περιγραφή
    του εφετινού Πάσχα στο χωριό, μία-μία τις αντίστοιχες ημέρες
    με το πιο πάνω κείμενο του Βαγγέλη. Θα βλέπαμε πού ήμαστε τότε,
    πού βρισκόμαστε τώρα και πώς διαγράφεται το μέλλον.





    ΑπάντησηΔιαγραφή

  3. Εάν κάποιο παιδί αποκτούσε τότε ένα βιβλιαράκι με τη "Ζωή εν τάφω", τα Εγκώμια, ήταν πολυ ευτυχισμένο. Τα άλλα παιδιά πήγαιναν παρέα του για να ασκηθούν λίγο στό ψάλσιμό τους και περιμέναμε με ανυπομονησία την Μ. Παρασκευή το βράδυ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

  4. Γύρο στις τρεις τη νύχτα χτύπαγε η κάμπάνα
    για την Ανάσταση και στις πεντέμιση γινόταν η απόλυση. Λίγο δύσκολο αλλά πολύ ρομαντικό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή