Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Ο Γυμνασιάρχης μου Ανδρέας Παπαθεοδώρου

  Του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ  ΚΡΙΜΠΑ
Στο διάστημα της δικτατορίας του Μεταξά, μέχρι και τον πρώτο κατοχικό χρόνο, Γυμνασιάρχης στο Πρώτο Γυμνάσιο Τρίπολης, ήταν ο Αντρέας Παπαθεοδώρου. Η δικτατορία του Μεταξά, κράτησε ως το έτος 1941 που πέθανε ξαφνικά ο δημιουργός της, ο λαϊκιστί επιλεγόμενος και «Μπαρμπαγιάννης»........

Η ονομασία είχε εκπορευθεί από το περιβάλλον του, για να υποδηλώσει λαϊκή αποδοχή και στήριξη στον ίδιο και το καθεστώς του. Ως πρώτο κατοχικό έτος θεωρείται η περίοδος 1941-42 που μπήκαν οι Γερμανοϊταλοί  και έπεσε φοβερή πείνα, ιδίως στα μεσοαστικά και μικροαστικά πληθυσμιακά στρώματα, της ηρωικής, αλλά και τραγικής πατρίδας μας. Όσο περνούσε ο καιρός, η πείνα και οι στερήσεις δυνάμωναν. Παράλληλα δυνάμωναν και οι περιορισμοί, καθώς η τρομοκρατία, τόσο, που η ζωή είχε γίνει αφόρητη. Ο αγώνας για επιβίωση ήταν απεγνωσμένος και απελπιστικός.
Όσοι κατάγονταν από χωριά και είχαν κάποιον εκεί, έκλειναν τα σπίτια τους και έτρεχαν πανικόβλητοι προς τις πατρογονικές ρίζες να βρουν ένα κομμάτι ψωμάκι και λίγα αγριόχορτα, να κορέσουν την πείνα και να στυλωθούν στα τρεμάμενα πόδια τους. Οι υπόλοιπο, παρέμεναν και φυτοζωούσαν.
Αυτά γράφονται έτσι στα πεταχτά, για τους νεότερους που δεν έχουν ιδέα. Οι παλιότεροι, τα έζησαν, τα ξέρουν και οφείλουν να τα λένε και ας μην τους ακούει κανένας. Κι ας απευθύνονται «εις ώτα μη ακουόντων» που λένε και οι γραφές.
Τότε με την ομαδική σχεδόν, αλλά αναγκαστική παλιννόστηση, έφυγε και ο Γυμνασιάρχης του Πρώτου Γυμνασίου Αρρένων Τρίπολεως Αντρέας Παπαθεοδώρου, οικογενειακώς, για το δικό του χωριό, που ήταν η Γλανιτσιά Γορτυνίας. Σήμερα, τη λένε Μυγδαλιά. Τη βάφτισαν έτσι μεταπολεμικά, με τις μετονομασίες. Είχαν αλλάξει σε πολλά χωριά τα ονόματα, γιατί ήσαν ξένα και έβαζαν ελληνικά. Τη γειτονική Κερπινή την έκαναν Μονάστρα, αλλά οι Κερπινιώτες κινήθηκαν κατάλληλα και μαχητικά και ξανάδωσαν στο χωριό τους το αρχικό όνομα. Όσοι παλιότεροι έχουν απομείνει λένε Γλανιτσιά, Κερπινή, Γλόγοβα, Αγρίδι Καρνέσι, Τοποριστα κλπ. Δεν μπορούν να συνηθίσουν τα καινούργια. Το αντίστροφο συμβαίνει με τους νεότερους. Ακούνε τα παλιά από τους παππούδες τους και φαίνονται κινέζικα.  Στην πρώτη κατηγορία ανήκει και ο θυμόσοφος Ευάγγελος Γιαννόπουλος , ο Γλανιτσιώτης, που δεν του ‘ρχεται καλά να ειπεί Μυγδαλιά. Ενώ όταν λέει τη λέξη Γλανιτσιά, πετάει από την χαρά του. Και τούτο, από τηλοψίας και εις επήκοον σύμπαντος του Ελληνισμού.
Στη Γλανιτσιά ο Ανδρέας  (έτσι θα τον λέμε στο εξής, για συντομία) βρήκε το πατρικό σπίτι σε υποφερτή κατάσταση και κάτι χωραφάκια, κάτι αμπελάκια μικρής παραγωγικής αξίας , αλλά για κείνες τις κρίσιμες περιστάσεις ανεκτίμητα και σωτήρια. Ο πατέρας του ήταν παπάς στο χωριό και όσο ζούσε, τα δούλευε με τα άξια χέρια του για να αναθρέψει καλά τα παιδιά, αφού οι παπάδες τότε ήσαν άμισθοι και τα τυχερά πενιχρά.
Δεν ξέρω αν ήταν παράλληλα και δάσκαλος , όπως συνέβαινε με πολλούς άλλους.. Δεν θυμάμαι. Ήταν ένας  λεβεντάνθρωπος, μαυριδερός και λυγερόκορμος , γλυκομίλητος και φιλόξενος. Έτσι διατηρώ την εικόνα του στο θυμητικό μου από μικρό παιδί που τον είδα κάποτε που είχα πάει εκδρομή στη Γλανιτσιά με κάτι άλλα παιδιά από το Βαλτεσινίκο.
Τον έλεγαν Παπά – Κώτσιο,  χαϊδευτικά ίσως, αντί για Παπά – Κώστα. Στα χρόνια της κατοχής δεν ζούσε πια, είχε πεθάνει.
Ο Αντρέας , πήγε με την γυναίκα του και τα δυο παιδιά του. Ένα αγόρι , τον Κώστα, που είχε το όνομα του παππού του και όταν μεγάλωσε έγινε πολιτικός  μηχανικός και μια κόρη, που είχε το ποιητικό όνομα Σαπφώ  και έγινε δασκάλα. Τότε, ήσαν μικρά. Εκεί « την έβγαλε καθαρή» που λένε και οι Νεοέλληνες, οικογενειακώς, όλα τα δύσκολα κατοχικά χρόνια. Η αναφορά σ’ αυτό το στάδιο ζωής, έχει το λόγο της. Θα γυρίσουμε στα γυμνασιακά χρόνια, θα μιλήσουμε όσο χρειάζεται γι’ αυτά και θα καταλήξουμε στη Γλανιτσιά,  ΟΠΟΥ ΑΝΘΙΣΕ ΤΟΝ ΔΕΝΤΡΟ Της ΕΘΝΙΚΗΣ  ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ.
Τον Ανδρέα Παπαθεοδώρου τον είχα Γυμνασιάρχη και καθηγητή μόνο σε μια τάξη, την Έκτη, την τελευταία.  Ήταν φιλόλογος  και δίδασκε τα δυο σχετικά μαθήματα: Αρχαία Ελληνικά και νέα;. Τότε το αξίωμα του Γυμνασιάρχη το έπαιρναν μόνο οι φιλόλογοι. Οι άλλοι, μαθηματικοί, φυσικοί κλπ το κατέκτησαν πολύ αργότερα μεταπολεμικά.
Ως εμφάνιση και παρουσία ο Αντρέας δεν ήταν εντυπωσιακός, αλλά ήταν επιβλητικός. Κανονικού αναστήματος, με αδρά χαρακτηριστικά. Μάτι έξυπνο και διαπεραστικό, που ήξερε να  «ετάζει καρδίας και νεφρούς». ¨όταν σε καθήλωνε αυτό το μάτι, έμενες ακίνητος  και αποσβολωμένος. Λες και σε διαπερνούσαν ακτίνες ραίντγεν. Είναι οι ακτίνες  «Χ» όπως αλλιώς μας τις έλεγε ο αξέχαστος καθηγητής της Φυσικής Γεώργιος Σπυρόπουλος, όταν προσπαθούσε να μας μπάσει στα μυστήρια των νέων, για τότε, εκπληκτικών  τεχνολογικών εξελίξεων.
Το πρόσωπο του Αντρέα Παπαθεοδώρου ήταν καθαρό, ροδαλό, αρυτίδωτο, όλο υγεία και ακμή. Οι Γλανιτσιώτικες καταβολές , ενισχυμένες με αγριολάχανα, ξυνόγαλο και τραχανοχυλοπίτα, αλλά και με πρόσφορα από καθάριο σταρίσιο αλεύρι που κουβαλούσαν στον πατέρα του τον Παπά – Κώτσιο οι νοικοκυράδες του χωριού, του εξασφάλισαν υγεία και δύναμη σταθερή και αξιοζήλευτη.
Πρέπει να ήταν μελαχρινός, αν και τα μαλλιά του ήταν κατάλευκα, παρά την μέση ηλικία του. Υπολογίζω πως δεν θα ήταν παραπάνω από 55 ετών. Ωστόσο, είχε ασπρίσει πρόωρα. Όχι βέβαια από στερήσεις και κακοπέραση, αλλά από ιδιοσυγκρασία. Το νεανικό πρόσωπο και τα κάτασπρα μαλλιά, έκαναν μια αντίθεση γοητευτική, όλο σοβαρότητα, θαλερότητα και αρχοντιά.  Ήταν ένα αρχοντάνθρωπος.
Αυτά τα μαλλιά τα έκοβε πολύ κοντά. Θα  ήταν φαίνεται άγρια και ανυπότακτα και με το κόψιμο τα τιθάσευε, τα δάμαζε και τα έβαζε σε αναγκαστική τάξη. Κι έμοιαζαν με βούρτσα η με σύγχρονο ελικοδρόμιο. Δεν υπήρχε η τωρινή μόδα να αφήνουν σκόπιμα μια τούφα να πέφτει στο μέτωπο και να σκεπάζει ακόμη και τα μάτια. Είναι λένε «μαγκιά» που έχει κυριέψει όλους τους μαλλιάδες της προεφηβικής ηλικίας.  Κι ας κινδυνεύουν να μη βλέπουν μπροστά τους από την τουλούπα που κρέμεται στο κούτελό τους.  Έτσι είναι αυτά τα πράγματα και άλλα πολλά, που έχουν σχέση με την ανθρώπινη εμφάνιση και συμπεριφορά. Κάθε εποχή διαμορφώνει το δικό της κλίμα που εμπνέει, επιρεάζει και αιχμαλωτίζει τους πάντες. Είναι η μόδα, που πολλοί λίγοι έχουν τη δύναμη να αντισταθούν στη σαρωτική της επέκταση.
Τον χειμώνα τις καθημερινές ο Αντρέας  φόραγε πάντα ένα μαύρο παλτό καλής ποιότητας, ενώ στις μεταβατικές εποχές άνοιξη – φθινόπωρο, φορούσε μια κολοσιδερωμένη καμπαρντίνα  , μπεζ ανοιχτόχρωμη, που του πήγαινε μα χαρά και του ‘δινε μια γραμμή αισθητικά άψογη. Τα παπούτσια του πάντοτε καλογυαλισμένα και καθαρά, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες, που συνήθως δεν ήταν και τόσο ευνοϊκές. Οι σκόνες στην καλοκαιρία και οι λάσπες στην κακοκαιρία, ήσαν μόνιμες ρυπαντικές εστίες για τα ρούχα, τα παπούτσια και για την υγεία.
Στο δρόμο περπατούσε σταθερά, γερά, κάπως γοργά, αλλά όχι βιαστικά. Ήταν συνοφρυωμένος και συλλογισμένος. Μια εσωστρέφεια και κάποιος καταφανής σκεπτικισμός δεν τον απομόνωνε από τον έξω κόσμο. Δεν τον έκανε αφηρημένο και ξεκομμένο από την αντικειμενική πραγματικότητα. Τα κατάφερνε και τα δυό : και να σκέπτεται και να βλέπει μπροστά και γύρω του. Αλλιώς θα υπήρχε φόβος να σκοντάψει κάπου και να έχει και κανένα ατύχημα. Τέτοιο πράγμα δεν του συνέβη ποτέ. Εξάλλου τα αυτοκίνητα ήσαν ελάχιστα και περνούσαν πολύ αραιά. Ένα την ώρα και ακόμη περισσότερο. Μόνο κάτι σούστες ανάλαφρες η κάτι κάρα τετράτροχα, βαρυφορτωμένα με σάκκινες αλεύρι που τις μετέφεραν από τον σταθμό του τραίνου στα διάφορα μπακάλικα. Όσο για τα χαριτωμένα και γραφικά μόνιππα, κυκλοφορούσαν συνήθως απογευματινές ώρες, για τον περίπατο των ρομαντικών προς την δεντροστοιχία, του Αγιώργη και σπανιότερα προς την Κάρτσοβα, τον Μαηθανασάκο και τις άλλες μαγευτικές τοποθεσίες της  Τριπολιτσάς, που ήσαν όλες δημιουργήματα της ιδιωτικής ή συλλογικής πρωτοβουλίας.
Όταν έκανε κρύο, τα χέρια τα έβαζε στις τσέπες. Γάντια δεν φορούσε ποτέ, ούτε γαλότσες. Τα συνήθιζαν οι άλλοι και τα δύο. Ιδίως οι νεότεροι, για να εντυπωσιάσουν, για να κάνουν το κομμάτι τους, όπως λέγαμε στη λαϊκή γλώσσα, που ήταν σεμνή, εκφραστική και χαριτωμένη και όχι γεμάτη αθυροστομίες και ξεδιαντροπιές, σαν την σημερινή.
Το κορμί του ο Αντρέας Παπαθεοδώρου το κράταγε σφιχτά, λές και επρόκειτο να δεχτεί επίθεση και ήταν έτοιμος να φυλαχθεί. Το έγερνε λίγο αριστερά, μονόπαντα, αλλά ελαφρά και ανεπαίσθητα. Στάση, καθαρά αμυντική.
Ποιος ξέρει τι αταβιστικά κατάλοιπα κουβαλούσε, όπως συμβαίνει με όλους τους ορεσίβιους και τους ξωμάχους, που οι συνθήκες τους έκαναν σφοχτόσωμους και πανέτοιμους να αντιμετωπίσουν κάθε ενδεχόμενο κίνδυνο. Ωστόσο πάντα κομψός, με πεντακάθαρο πουκάμισο και γραβάτα ταιριαγμένη στο καλοσιδερωμένο κοστούμι. Κοστούμια φαίνεται θα είχε πολλά, γιατί άλλαζε συχνά, κατά περίσταση. Όχι σαν κάτι άλλους που το τραβούσαν μονοφόρι και τα καπούλια τους γυάλιζαν από την πολυχρησία, ενώ οι αγκώνες τους κινδύνευαν να πεταχτούν έξω. Ο Αντρέας ήταν αξιοπρεπής και αλλότριος σ’ αυτές τις μίζερες καταστάσεις. Ακόμα και στην κατοχή, κατάφερνε να είναι καλοβαλμένος , παρότι αναγκαζόταν να αλωνίζει τα βουνά και τα λαγκάδια, καταθέτοντας την πολύτιμη συμβολή του στις απαιτήσεις  του αντιστασιακού αγώνα εναντίον των Ιταλογαρμανών κατακτητών.
Στην έδρα συνήθιζε να κάθεται. Ποτέ δεν δίδασκε όρθιος. Κι όταν τον καλούσε η ανάγκη να γράψει κάτι στον πίνακα, δεν σηκωνόταν ο ίδιος , έβγαζε κάποιο καλλιγράφο μαθητή και του υπαγόρευε τα σχετικά. Δεν ξέρουμε γιατί τηρούσε αυτή την τακτική. Ίσως έκανε οικονομία δυνάμεων, αν και ήταν  γερός και διέθετε πληθωρική σωματική ζωτικότητα, κατά το φαινόμενο, τουλάχιστον.
Ίσως έτσι, ένιωθε άνεση και σταθερότητα. Θρονιασμένος στη σκοπιά του, ήταν ορατός μερικώς, από το στήθος και πάνω. Οι παλιές σχολικές  έδρες ήταν έτσι φτιαγμένες, που αποτελούσαν μια προστατευτική ασπίδα , που κάλυπτε τα κάτω άκρα, ως τη μέση.
Θρόνος εξουσίας η έδρα. Ταμπούρι, που εξασφάλιζε υπεροχή και φράγμα, που καθόριζε σύνορο και απόσταση από τον υποτακτικό, που ήταν ο μαθητής. Πολλοί καθηγητές είχαν την συνήθεια να αρμαθιάζονται στην έδρα και να μην το κουνάνε από κεί από την ώρα που έμπαιναν, ως τη στιγμή που χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα.
Ήσαν οι ντελικάτοι, οι νωθροί και τελμπεχανάδες , που φρόντιζαν να μην ξοδέψουν ούτε ικμάδα από την σφριγηλή κορμάρα τους, για να εκφραστούμε και με το σύγχρωνο γλωσσικό ιδίωμα, που όσο και να θέλουμε, δεν τα καταφέρνουμε να παραμείνουμε αδιάφοροι και αμέτοχοι στις προκλήσεις του.
Υπήρχαν και μερικοί που έκαναν εναλλαγές. Όταν το καθισιό στην έδρα τους κούραζε, σηκώνονταν, στέκονταν λίγο η έκαναν καμιά βολτίτσα να ξεμουδιάσουν, παρά την στενότητα του χώρου.  Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που στέκονταν και δίδασκαν όρθιοι όλη την ώρα. Σπάνια περίπτωση τέτοιας στάσης, ήταν ο αείμνηστος Ευάγγελος Παπανούτσος, που λάμπρυνε με το πνεύμα του τη Παιδαγωγική Ακαδημία και την Τρίπολη. Δεν καθόταν ποτέ . Δίδασκε πάντα όρθιος και ήταν τόσο συναρπαστικός, που έλεγες να μην τέλειωνε ποτέ ο γλαφυρός λόγος του και  να μην έφευγε καθόλου από μπροστά σου, η γοητευτική μορφή του. Ο Γυμνασιάρχης και καθηγητής μας Αντρέας Παπαθεοδώρου, «αν και καθήμενος, ορθώς ομιλούσε»  καθώς έλεγε και το παλαιό σκωπτικό ευφυολόγημα. Δεν ήταν ντελικάτος, ούτε οκνός, ούτε τεμπελχανάς (τι πλαδαρή και άκομψη αυτή η τουρκαλάδικη λέξη!).  Αντίθετα, ήταν γεροδεμένος, κινητικότατος και εργατικότατος. Αλλά το να  «κάααααθεται….» ήταν φυσικό του, πώς να το κάνουμε. Άλλωστε δεν μας ενοχλούσε σε τίποτε αυτό. Κι από κει, ήταν κοντά μας, δίπλα μας, ανάμεσά μας, με το μάτι, την ακτινοβολία, την υποβλητική διδασκαλία του.
Αυστηρός βλοσυρός, αγέλαστος, επιβλητικός. Ήξερε να κρατάει την πειθαρχία, την ενότητα και την αφοσίωση στο μάθημα, μόνο με την απλή παρουσία του. Χωρίς απειλές, φωνασκίες, εκνευρισμούς τιμωρίες και άλλα ευτελή και απωθητικά μέσα.. Μόλις ακούγαμε τα βήματά του έξω από την πόρτα, είμαστε κι όλας έτοιμοι να τον δεχτούμε, χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση  και εκτροπή από την κανονικότητα που απαιτούσε η περίσταση.
Και ο πιο άτακτος και φωνακλάς μαθητής έτρεχε στη θέση του και γινόταν από λύκος , αρνάκι φρόνιμο, γαλήνιο και καλοκάγαθο.
Τα συναισθήματα που νιώθαμε  απέναντι στον Αντρέα, ήσαν μίγμα σεβασμού, θαυμασμού και φόβου. Ο σεβασμός και ο θαυμασμός ήσαν ψυχισμοί συναφείς. Είχαν την πηγή τους στη μεγάλη εμπιστοσύνη που κατάφερνε να μας εμπνέει. Είχε ικανότητες, είχε γνώσεις, είχε κύρος, είχε μεταδοτική δεξιοτεχνία, είχε στενή επαφή με τους μαθητές του.  Τα είχε όλα όσα χρειάζεται ο δάσκαλος, που φέρνει επάξια αυτό το όνομα και διεξάγει άψογα το βαρυσήμαντο και υπεύθυνο μορφωτικό έργο του.
Από πού πήγαζε ο φόβος δεν μπόρεσα να καταλάβω ούτε να εξηγήσω ποτέ μου.
Ως δάσκαλος ήταν άψογος. Μεταδοτικός και αποδοτικός. Κάτεχε άριστα την ύλη. Ήταν πάντοτε έτοιμος. Δεν προχειρολογούσε, δεν αυτοσχεδίαζε. Δεν τον πιάσαμε ποτέ ακατατόπιστο, αδιάβαστο. Είχε πλούσια αποθέματα γνωστικού υλικού, τακτοποιημένα μέσα του με μεθοδικότητα και συνάφεια, έτσι που δεν αιφνιδιαζόταν ποτέ. Μπορούσε να απαντήσει εύστοχα και άνετα σε οποιαδήποτε ερώτηση, αρκεί να ήταν σχετική με τα αντικείμενα της δικής του ειδικότητας.
Μας μιλούσε συχνά για την αποδελτίωση, την αφαιρετική ικανότητα και την κατάταξη, γιατί οι γνώσεις είναι απέραντες και δεν αφομοιώνονται, εάν δεν περικόψεις τα περιττά και δεν διατηρήσεις τα απολύτως ουσιώδη.  Κι αυτό χρειάζεται μέθοδο, σύστημα και γενναία παρέμβαση της κριτικής σκέψης. Διαφορετικά, τα ποικίλα υλικά θα συσσωρεύονται στο εσωτερικό « ώσπερ λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα». Μας τόνιζε συχνά αυτή τη ρήση του Σωκράτη, που την αποθησαύρισε ο Ξενοφώντας και την περιέλαβε και ο Αχιλλέας Τζάρτζανος στο περίφημο συντακτικό του.
Για να αποφύγουμε την σύγχυση, την περιπλοκή, την απαξία και την εσωτερική αποδιοργάνωση. Ο  νους  ο παντεπόπτης νους, είναι εκείνος που επιλέγει, που κατατάσσει. Ο νους είναι εκείνος που φοβερίζει το τυφλό  ζώο του δογματισμού, το κρατάει μακριά και το καταντάει ακίνδυνο να δουλώσει και να αποθηριώσει τον άνθρωπο. Μας θύμιζε συχνά και το ρητό του αρχαίου Έλληνα σοφού Επίχαρμου, για να έχουμε κανόνα πνευματικής ζωής: « Νους ορά και νους ακούει, πάντα δε τ’ άλλα τυφλά και κωφά»: Ο φωτισμένος άνθρωπος βλέπει και ακούει με το μυαλό του. Όλες οι άλλες ιδιότητες, είναι δευτερεύουσες.  Η υπεροχή του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος, μας έλεγε, οφείλεται κυρίως στην καλλιέργεια της αυτόματης κριτικής σκέψης.  Όταν όλοι οι άλλοι λαοί ήσαν υποταγμένοι στους μεταφυσικούς μύθους, ο Ελληνικός , είχε το προνόμιο να σκέπτεται, να κρίνει, να ελέγχει. Να απορρίπτει τα ανυπόστατα, τα φοβερά τα θολά και φαντασιώδη και να αποδέχεται τα καθαρά, τα ήμερα τα αισθητά και ορθολογικά.
Η Αναγέννηση μας έλεγε, για να απαλλαγή από τον μεσαιωνικό παπικόδογματισμό, με τα ανήκουστα θεοκρατικού τύπου εγκλήματα είς βάρος της ελεύθερης σκέψης και της αυτόνομης βούλησης, στην αρχαία Ελληνική σοφία βούτηξε το κουβαδάκι της, για να αντλήσει πεντακάθαρα νάματα, για την πνευματική και κοινωνική απολύτρωση και παλιγγενεσία. Και επιβεβαίωνε του λόγου το αληθές, με τη ρήση του Γάλλου αναγεννησιακού φιλόσοφου Καρτέσιου, που έχει τις ρίζες της στο καθαρό μυαλό των προγόνων μας: « Cogito ergo sum» Σκέπτομαι, άρα υπάρχω. Αλλοίμονο στον άνθρωπο που δεν σκέπτεται και ακολουθεί την μάζα σαν αγελαίο ζώο, με οδηγούς τους λαοπλάνους, τους καιροσκόπους και τους κερδοσκόπους.
Βλέπουμε ότι ο Ανδρέας δεν περιοριζόταν ποτέ στην ξερή μετάδοση γνώσεων, αλλά έβρισκε τρόπο να διευρύνει τη διδασκαλία, χωρίς να πελαγοδρομεί και να τρώει την ώρα, με αερολογίες και ανούσια ξεστρατίσματα, όπως έκαναν άλλοι όταν εβαριόντουσαν να κάνουν μάθημα. Εκείνος άγγιζε την ουσία.  Και ουσία ήταν η αφύπνιση, η καλλιέργεια, η αληθινή μόρφωση. Ουσία ήταν να διδάξεις και να εθίσεις τους νέους να χρησιμοποιούν σωστά το πολύτιμο εργαλείο που λέγεται στοχασμός και όχι να αποστηθίζουν, άκριτα και ανεξέλεγκτα, τις πνιγηρές σελίδες των βιβλίων της ύπουλης πονηριάς και της ύποπτης σκοπιμότητας.
Ο Ανδρέας Παπαθεοδώρου ήθελε να διαπλάσει ελεύθερα σκεπτόμενους πολίτες και όχι άβουλους πιθηκιστές της εσκεμμένης σκοταδιστικής κρατικής βιομηχανίας. Εκεί σκόπευε. Αν και πόσο το πέτυχε, είναι άλλο θέμα. Εξαρτάται από τη δεκτικότητα και την ιδιαιτερότητα του καθενός. Πάντως όταν ακούς την αλήθεια , κάτι σου μένει. Το κακό είναι να σου την κρύβουν και να μη βρίσκεις ευκαιρία να την ανταμώσεις.
Την εποχή εκείνη εμείς οι μαθητές του, είναι αλήθεια ότι τον εκτιμούσαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ήταν ένας από τους καλύτερα, βαθύτερα και αρτιότερα καταρτισμένους φιλόλογους της χώρας μας.
Γνωρίσαμε και άλλους συναδέλφους του, αλλά πολύ λίγοι θα μπορούσαν να παραβληθούν μαζί του. Στην Τρίπολη, ένας Θανάσης Καλογερόπουλος και ένας Γεώργιος Δημητρακόπουλος μπορούσαν να σταθούν επάξια δίπλα του.
Ας αφήσουμε και μερικούς που χωρίς την μετάφραση, δεν κατάφερναν να παραδώσουν ούτε μια αράδα από την Ιλιάδα και ούτε μια παράγραφο από την Αντιγόνη. Την ώρα που  «δίδασκαν» είχαν την μετάφραση μπροστά τους, κάτω από το κείμενο, μέσα στο κοίλωμα της έδρας και από κει έκαναν τις βαρύγδουπες και βαθυστόχαστες αναλύσεις, λέξη προς λέξη, από τους τυφλοσούρτες. Άσε που συχνά του ξεχνούσαν, οπότε τις βρίσκαμε εμείς και αρχίζαμε τα σχόλια που δεν ήσαν καθόλου κολακευτικά για τους δράστες. Ντροπής πράματα, τουρκιστί ρεζιλίκια. Πάει και το κύρος και η εμπιστοσύνη και η επιστημοσύνη και τα πάντα. Συνολικός κλονισμός και ξεπεσμός.
Η φιλολογική κατάρτιση του Αντρέα Παπαθεοδώρου έγινε ευρύτερα γνωστή αργότερα, όταν ανέλαβε την επιμέλεια των εκδόσεων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων γνωστού εκδοτικού οίκου. Συνεργάσθηκε με τον Ευάγγελο Παπανούτσο για λόγους βιοπορισμού σε καιρούς χαλεπούς και δύστροπους, όταν το ξενόδουλο κράτος του ζόφου και του τρόμου τους πέταξε στο δρόμο για τις ιδέες τους και μόνο, επειδή έτυχε να είναι δημοκρατικές, φιλελεύθερες και ανθρωπιστικές.
Όταν ήμαστε μαθητές, δεν ήταν δυνατόν να υποπτευθούμε τέτοια πράγματα. Απλώς, θαυμάζαμε την άρτια κατάρτιση του γυμνασιάρχη και καθηγητή μας, αλλά το μυαλό μας δεν πήγαινε παραπέρα, δεν είχαμε συγγενή ερεθίσματα, αφού η τεταρτοαυγουστιανή απολυταρχία « φύσηξε σαν  πνοή χαλάστρα, που έσβησε όλα τα λουλούδια και όλα τ΄ άστρα, που έσβησε όλα τα λουλούδια και όλα τ’ άστρα» όπως έλεγε και ο μεγάλος Παλαμάς, που ήταν «πάθος» από πολύ παλιότερα.
Μιας και μιλάμε για την Τετάρτη Αυγούστου, ας θυμηθούμε ότι κείνη την περίοδο ακριβώς, βρισκόταν στην κορύφωση και την ακμή της. Είχε βάλει στόχο την άλωση της νεολαίας, εξωσχολικής και εσωσχολικής. Είχε συγκροτήσει την περίφημη ΕΟΝ που σήμαινε Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, κατά τα μουσολινικά αρχέτυπα και τι χιτλερικά πρότυπα.  Ο Μουσολίνι είχε προηγηθεί με τα τάγματα φασιστικής νεολαίας. Συνέχισε και υπερέβαλε ο Χίτλερ, με τις ναζιστικές οργανώσεις της χρυσής χιτλερικής νεολαίας. Ακολούθησαν ως κακέκτυποι, κακόζηλοι και « παλίμψηστοι» μιμητές, ο Φράνκο της Ισπανίας και ο Μεταξάς της Ελλάδας, με τις διατεταγμένες φάλαγγες από σκαπανείς και σκαπάνισσες και από συναγωνιστές και συναγωνίστριες.
Ο Μεταξάς , είχε εξαγγείλει με στομφώδη μεγαλοστομία, τη δημιουργία του τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού, όπως σεμνοπρεπώς τον αποκαλούσε, πάντα κατά τα υποδειγματικά χιτλερικά είδωλα του διαβόητου στρατοκρατικού και στραγγαλιστικού Τρίτου Ράιχ. Οι δυο πρώτοι πολιτισμοί, ήσαν ο αρχαίος και ο μεσαιωνικός. Ενώ ο τρίτος, που θα ξεπερνούσε σε αίγλη και μεγαλείο τους προηγηθέντες, θα ήταν οπωσδήποτε αυτός της βασιλομεταξικής δικτατορίας.
Η ένταξη στη μεταξική νεολαία ( Ε.Ο.Ν.) ήταν για τους μαθητές των σχολείων, υποχρεωτική. Κάθε Τετάρτη, δεν γίνονταν μαθήματα, αλλά υποχρεωτική προσέλευση στα σχολεία για παρακολούθηση ειδικών παραδόσεων, ειδικής αγωγής απο ειδικούς εκπαιδευτές, που είχαν μαθητεύσει σε ειδικά σεμινάρια η μελετούσαν ενδελεχώς και επισταμένως, τα ειδικά φυλλάδια με τις ειδικές γνώσεις που κατέφθαναν σωρηδόν , από τις ειδικές ηγετικές μονάδες της οργάνωσης. Τη δουλειά αυτή στα σχολεία έκαναν δάσκαλοι και καθηγητές. Μερικοί, γιατί πίστευαν στις εξαγγελίες του «Εθνικού Κυβερνήτη, του πρώτου εργάτη και πρώτου αγρότη» της χώρας και έκαναν το έργο τους με ζήλο και προθυμία απαράμιλλη. Άλλοι, επειδή έπαιρναν τέτοιες εντολές και σαν δημόσιοι υπάλληλοι, δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά και κάτι πονηρούληδες που λούφαζαν πως πειθαρχούν, άλλα έλεγαν τα χειλάκια τους κι άλλα είχαν στην ψυχούλα τους. Είναι το αιώνιο παλαιοελληνικό και πάντα επίκαιρο « ανάγκα  και θεοί πείθονται».  Για να μη χάσουν το ψωμάκι τους, έμπαιναν κι αυτοί στο τρελό χορό της εθνικοσοσιαλιστικής αναμόρφωσης.
Δεν είχα ιδεί ποτέ, μα ποτέ, τον Αντρέα Παπαθεοδώρου να πάρει μέρος η να μπει απλώς σε αίθουσα , την ώρα που γίνονταν  αυτές οι εμβριθέστατες αναλύσεις των πολιτικοστρατιωτικών γεγονότων και φαινομένων. Υποχρεωμένος και υπεύθυνος να εφαρμόζει τις διαταγές, τηρούσε τα διατεταγμένα, αλλά δεν έπαιρνε μέρος προσωπικά. Δεν του πήγαινε, ερχόταν σε σύγκρουση με τις εσώτερες αρχές και πεποιθήσεις του. Γι’ αυτό, έβαζε άλλους να συντελούν στα λεγόμενα και στα δρώμενα. Και τι έλεγαν: Άρρητα ρήματα που λένε, κοινώς αρλούμπες, η έπεα πτερόεντα, λόγια που τα πήρε ο άνεμος, μόλις άφησε το μάταιο αυτό κόσμο ο μεγαλεπήβολος και ρηξικέλευθος «εθνικός κυβερνήτης» όπως ενασμενιζόταν να αυτοαποκαλείται.
Οι οργανωμένοι φορούσαν και κάτι φανταχτερές στολές στρατιωτικού τύπου, γαλάζιες με δίκοχο, άσπρη γραβάτα, άσπρες γκέτες και οι βαθμοφόροι, δερμάτινες ζωστήρες στη μέση και άλλα διακριτικά που δεν τα θυμάμαι, γιατί δεν αξιώθηκα ποτέ να φορέσω αυτή την τιμητική στολή. Ίσως από συστολή και δέος μπροστά στα προκλητικά και φανφαρονίστικα μεγαλεία της.  Όχι από συνειδητή αντίδραση, αλλά μάλλον από ασυναίσθητη , αλλά υπαρκτή αποστροφή και αντιπάθεια σε κάθε τι το κραυγαλέο και προκλητικό. Το προβάδισμα το είχαν άλλα παιδιά, και άδολα καλοπροαίρετα, αλλά λίγο φιλόδοξα  και επιδεικτικά.
Τέτοιος τύπος ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, γιός του Διευθυντή της Νομαρχίας, άρτι μετατεθέντος εκ Πύργου Ηλείας, στην  εύανδρη Αρκαδία. Ύψωνε  παντού και πάντα τότε το επιβλητικό ανάστημά του, με την εντυπωσιακή στολή και την πρώιμη επίδοση στη μουσική. Είχε γράψει και ύμνο για τον πατερούλη Μεταξά, και είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό ΝΕΟΛΑΙΑ. Μελοποίησε και το τροπάριο της Κασσιανής και πήγαμε όλοι τη Μ. Τρίτη το βράδυ στην Αγία Βαρβάρα όπου το έψαλε λίαν επιτυχώς , με μαθητική χορωδία. Ακροατές του επίσημοι: Ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο Σπύρος Παπαηλιού και όλοι οι εξέχοντες του τόπου. Το όργανο επικοινωνίας και μετάδοσης των γνώσεων δηλαδή η γλώσσα που  χρησιμοποιούσε ο Αντρέας Παπαθεοδώρου, ήταν η δημοτική. Τόσο στον προφορικό λόγο, όσο και στα γραπτά του κείμενα, χειριζόταν την νεοελληνική γλώσσα με ευχέρεια, απλότητα  και γλαφυρότητα. Την ήξερε καλά, όσο ήξερε και την αρχαία και την καθαρεύουσα.
Μας μετέφερε συχνά την πίστη του Παλαμά:  « Για να γίνεις καλός δημοτικιστής, πρέπει να γνωρίζεις καλά την καθαρεύουσα».  Αυτά τα σοφά λόγια, όσοι τα τήρησαν, έμαθαν να μιλούν και να γράφουν σωστά νεοελληνικά. Αντίθετα, όσοι τα αγνόησαν η βτα παράβλεψαν, έπεσαν σε βαρύ γλωσσικό παράπτωμα, του οποίου οι αρνητικές συνέπειες υπήρξαν επιβλαβέστατες και ίσως ανεπανόρθωτες.
Στο μάθημα των εκθέσεων, στις παρατηρήσεις που έκανε, μας μιλούσε για το λογοτεχνικό ύφος, την απλότητα, την αλήθεια, τη ζωντάνια  και την επαφή με την πραγματικότητα. Και όλ΄ αυτά, εκφράζονται με την λαϊκή μας γλώσσα. Δεν παρέλειπε όμως , να μας δένει και με το πνεύμα των αρχαίων. Ως θέματα, μας έβαζε διάφορα αρχαία ρητά, να τα αναπτύξουμε και να σχετίσουμε το περιεχόμενο και το νόημά τους με τις δικές μας συνθήκες και τα περιστατικά της εποχής μας, έτσι που να καταδειχτεί η διαχρονικότητα των αποφθεγμάτων. Θυμάμαι ότι στο πρώτο εξάμηνο, στο διαγώνισμα, το θέμα που μας έβαλε στην έκθεση ήταν το πασίγνωστο ρητό του Μαίνανδρου: « Ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος, όταν άνθρωπος η».
Πόσο χαριτωμένος είναι ο άνθρωπος , όταν είναι άνθρωπος.
Κι έκανε ένα κρύο κείνο το βαρύ χειμώνα. Τρέχαμε και τρίβαμε τα χέρια μας και τα χουχουλάγαμε για να ζεσταθούμε λιγάκι, να πιάσουμε τον κοντυλοφόρο, να γράψουμε κάπως υποφερτά. Τότε δεν υπήρχαν στυλ, χρησιμοποιούσαμε κοντυλοφόρους με πένα μετάλλινη, με μελανοδοχείο (καλαμάρι ή  καλαμαριά) που περιείχε υγρή μελάνη μπλέ συνήθως χρώματος ή σπανιότερα και μαύρου. Αυτά τα μεταφέραμε από το σπίτι και τα χρησιμοποιούσαμε με μεγάλη προσοχή μην τύχει και χυθεί η μελάνη και λερώσει το θρανίο, το τετράδιο, τα χέρια η τα ρούχα μας. Τέτοια κωμικοτραγικά περιστατικά, δεν ήταν ασυνήθιστα. Είχαμε και φύλλα απορροφητικού χάρτου (στυπόχαρτα) που τραβούσαν την μελάνη (το μελάνι το λέγαμε) όταν χυνόταν ή όταν θέλαμε να αλλάξομε σελίδα στο γραπτό, γιατί κι εκεί είχαμε πρόβλημα, αφού τα γράμματα ήσαν φρέσκα και δεν στέγνωναν εύκολα. Περιπέτειες και σκοτούρες.
Κι ύστερα σου λένε οι ρομαντικοί νοσταλγοί του ωραίου παρελθόντος, ότι τότε, ήταν καλύτερα. Μαύρη καλοσύνη είχε. Σε άλλα σημεία   ήταν καλύτερα, όπως στα ήθη, στην εγκαρδιότητα, κοινωνικότητα, συμπόνια, αλλά στα υλικοτεχνικά μέσα, να πάνε και να μη γυρίσουν, τα χρόνια.
Κι εκείνο το αίσχος των ιδιωτικών κτιρίων. Ολόκληρη Τρίπολη, πρωτεύουσα του Μοριά, με ηρωϊκό παρελθόν να μην έχει μερικά κρατικά κτίσματα της προκοπής, να στεγάσει τα σχολεία της.  Ήσαν όλα νοικιασμένα και στα τρία γυμνάσια, στα δύο αρρένων και στο θηλέων. Τότε ήσαν ξεχωριστά, η μεικτή φοίτηση εφαρμόστηκε στα πρόσφατα χρόνια. Και ούτε προαύλιο, ούτε επάρκεια χώρου, ούτε διδακτικά μέσα, ούτε θέρμανση, ούτε τίποτε. Κατάσταση πρωτόγονη και πανάθλια. Μεγαλοστομίες και κενολογίες η εξουσία, ενώ στη πράξη και στη βάση, η εγκατάλειψη και εσκεμμένη απάθεια και αδιαφορία.
Ώσπου, μεταπολεμικά, ξέσπασαν οι κατακραυγές, οι διαμαρτυρίες και διεκδικήσεις κι αναγκάστηκαν να δώσουν λύση στο διδακτηριακό. Από φόβο μη φύγει ο κόσμος έξω από το μαντρί της ολιγαρχικής εξουσίας.
Κάποτε με έστειλε σε κάποια δημόσια υπηρεσία να του κάνω μια προσωπική εξυπηρέτηση.  Απ΄αυτά που με έλεγε, ελάχιστα κατάλαβα. Πήγα αλλά γύρισα άπρακτος, γιατί ο υπάλληλος δεν κατάφερε να βγάλει νόημα από τις ασυναρτησίες που του έλεγα. Μου λέει: « Πήγαινε να ξαναρωτήσεις τι ακριβώς ζητάει και να ξανάρθεις» Επιστρέφοντας σκυφτός και κατακόκκινος , του μουρμούριζα κάτι ακατανόητα επιφωνήματα. Χωρίς να θυμώσει, μου τα έκανε πιο λιανά, επανέλαβα το δρομολόγιο και ολοκλήρωσα αισίως την αποστολή μου.
Γύρισα καταχαρούμενος και του είπα τα σχετικά. Και πάλι με ηρεμία, γυρίζει και μου λέει: « Όταν δεν καταλαβαίνεις κάτι, να ρωτάς, να μη ντρέπεσαι. Αν δεν καταλάβεις, αν δεν μπει κάτι στην αντίληψή σου, δεν θα μπορέσεις να κάνεις βήμα, έτσι στα τυφλά»
Και τέλειωσε μ΄αυτή την παροιμία, που ακόμα κουδουνίζει στα αφτιά μου: « Του φτωχού μια δεν του φτάνει, δυό του φτάνουν  και του περισσεύουν». Εννοούσε το διπλό κόπο που έκανα. Φτωχός, εδώ είναι ο ανεπαρκής στο μυαλό, ο «πτωχός το πνεύματι».
Ο Αντρέας Παπαθεοδώρου παρά την φαινομενική του αυστηρότητα, στο βάθος ήταν επιεικής και καλόψυχος. Η  βαθμολογία του ήταν δίκαιη. Ήταν ευσυνείδητος. Διόρθωνε με προσοχή τα γραπτά και σχημάτιζε ορθή γνώμη για τον κάθε μαθητή, χωρίς να επιρεάζεται από άλλους παράγοντες. Φαινόταν εγωιστής και απρόσιτος, αλλά στην πραγματικότητα, είχε καλοσύνη και ευαισθησίες.
Όταν τον πλησίαζες, διέκρινες ένα στοργικό άνοιγμα και ια κατανόηση απροσδόκητη. Ήταν καλός επιστήμονας, καλός παιδαγωγός και καλός άνθρωπος. Αν η εκπαίδευση διέθετε στελέχη με τέτοια προσόντα, θα ήταν αξιοζήλευτη.
Από διοικητικές ικανότητες, ο Αντρέας Παπαθεοδώρου διέθετε πολλές και αποτελεσματικές. Το πρώτο γυμνάσιο ήταν πληθωρικό σε μαθητές και καθηγητές. Είχε και παραρτήματα και δεν ήταν εύκολο να διοικηθεί. Κι όμως ο Αντρέας , τα κατάφερνε μια χαρά. Κρατούσε τη συνοχή και την εύρυθμη λειτουργία, χωρίς βία και καταναγκασμό. Ήξερε να κρατάει τις ισορροπίες με αυστηρότητα και αξιοπρέπεια. Τα ηνία δεν ξέφυγαν ποτέ από τα στιβαρά χέρια του. Ούτε χαλάρωση που οδηγεί στην απειθαρχία και τη διάλυση, αλλά ούτε και βαρβαρικά μαστιγώματα που προκαλούν αφηνιασμούς και αποχαλινώσεις. Οδηγοί αλάθητοι, τα προγονικά δελφικά προστάγματα: « Μηδέν άγαν» και « Παν μέτρο άριστον». Και όλα πήγαιναν θαυμάσια.
Στην εξωσχολική ζωή του, την κοινωνική, ήταν μετρημένος και αυτοελεγχόμενος. Δεν είχε φανερά ελαττώματα. Δεν κάπνιζε, δεν έπινε, δεν χαρτόπαιζε. Χωρίς να σημαίνει ότι όσοι τα κάνουν αυτά είναι και αξιοκατάκριτοι. Κάθε άλλο, αρκεί να μη φθάνει κανείς στα άκρα και πέφτει στα κακά στόματα ιδιαίτερα, όταν τον θέλουν πρότυπο συμπεριφοράς.
Αυτά τα είχε συνειδητοποιήσει  Αντρέας και δεν έπεφτε σε παγίδες. Ήξερε να ελέγχει τις παρορμήσει του.
Τις ελεύθερες ώρες του τις περνούσε στο ιστορικό Μεγάλο Καφενείο, όπου σύχναζαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, δικαστικοί, εκπαιδευτικοί και άλλοι εξέχοντες. Έπιναν το καφεδάκι τους, διάβαζαν εφημερίδες, συζητούσαν και καμιά φορά έπαιζαν και την πρεφούλα ή το ταβλάκι τους.  Ειδικά ο Αντρέας πήγαινε κάθε απόγευμα, στο βιβλιοπωλείο του Οδυσσέα Παπαναστασίου.
Ο  ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ήταν ένας θαυμάσιος  άνθρωπος, ένας αληθινός αρχοντάνθρωπος, με ευγενική και επιβλητική φυσιογνωμία. Συνταξιούχος δάσκαλος, αλλά με ευρύτητα μόρφωση και βαθιά καλλιέργεια. Είχε ανοίξει αυτό το βιβλιοπωλείο, όχι για να κερδίζει χρήματα αλλά για να περνάει τις ώρες του σε περιβάλλον πνευματικό. Γι΄αυτό και τα βιβλία τα πουλούσε πολύ φθηνότερα από τους άλλους, πράγμα που ήταν γνωστό στους μαθητές και κατέφευγαν εκεί όταν ήθελαν να αγοράσουν κανένα βιβλίο, με το φτωχό τους βαλάντιο.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ήταν κι αυτός Γλανιτσιώτης, όπως ήταν και ο Αντρέας. Είχαν κοινή καταγωγή και κοινά ενδιαφέροντα. Το βιβλιοπωλείο βρισκόταν στην κεντρική πλατεία κάτω από το Εργατικό Κέντρο, δίπλα από το σημερινό ζαχαροπλαστείο των αδερφών Παπαγεωργάκη. Έφερνε καλά βιβλία και τα έβαζε με καλαισθησία στα βιτρίνες για να φαίνονται. Ανέβαινε κανείς δυο τρία σκαλάκια και έμπαινε μέσα, όπου έλαμπε από καθαριότητα και τάξη.
Στην κατοχή, το βιβλιοπωλείο έκλεισε λόγω των δεινών περιστάσεων και ο Οδυσσέας κατέφυγε στην γενέτειρα για ηρεμία, ασφάλεια και επιβίωση. Εκεί βρέθηκε και ο φίλος του ο Αντρέας. Ξανάσμιξαν και μόλις ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, «οικεία βουλήσει» αυθορμήτως και ανιδιοτελώς, πήραν μέρος στον πατριωτικό αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, ο καθένας από τη δική του σκοπιά και σύμφωνα με τα ιδιαίτερα προσόντα του.
Ο Οδυσσέας ήταν βέβαια δάσκαλος στη δημόσια ζωή του, αλλά με τους συνεχείς πολέμους, μεγάλο μέρος του βίου του το πέρασε στις τάξεις του στρατού.
Με την πάροδο του χρόνου, αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Όταν άρχισε να φουντώνει ο αντιστασιακός αγώνας, βρέθηκες στις επάλξεις του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού ( Ε.Λ.Α.Σ.) σε ηγετικό αξίωμα.  Είχε αναλάβει την οργάνωση, εκπαίδευση και ετοιμότητα του Εφεδρικού Ε.Λ.Α.Σ Αρκαδίας.
Παρά την ηλικία του, έπαιρνε τα όρη και τα λαγκάδια, να αντιμετωπίζει με επιτυχία τα δύσκολα προβλήματα του τομέα του.
Έδρα είχε την Γλανιτσιά, που ήταν το κέντρο της αντιστασιακής δραστηριότητας, γι΄ αυτό και την έλεγαν Μικρή Μόσχα, μιας και η κίνηση αυτή, είχε σχετιστεί ιδεολιγικά με την αριστερή ιδεολογία.
Ο Αντρέας ,δέχτηκε να αναλάβει την οργάνωση της εκπαίδευσης. Λόγω των συνθηκών τα σχολεία είχαν κλείσει και τα παιδιά θα έμεναν αγράμματα, αν δεν ξεκινούσε αυτή η πρωτοβουλία, με σύνθημα» Ούτε ένα σχολείο κλειστό, ούτε ένα Ελληνόπουλο αγράμματο». Ως κεντρικός οργανωτής και επόπτης της εκπαιδευτικής αναμόρφωσης, ο Αντρέας Παπαθεοδώρου, επέδειξε μοναδική δραστηριότητα, έτσι που πολύ σύντομα, το σύνθημα πήρε σάρκα και οστά και έγινε ζωντανή πραγματικότητα.
Στα επικά και πικρά εκείνα χρόνια, τον είδα κάπως φευγαλέα, στην Ελεύθερη Ελλάδα, την περίοδο που ετοίμαζε πυρετωδώς, κάποιο παιδαγωγικό συνέδριο. Με χαιρέτησε θερμά και δεν έκρυψε τη χαρά του, που με είδε στην παράταξη της περιφάνειας και της λεβεντιάς. Ήμουν περαστικός από το μέρος αυτό και δεν υπήρχε καιρός για περισσότερη επικοινωνία. Εμένα με περίμενε ο μακαρίτης ο Μπελογιάννης, να μου δώσει οδηγίες για κάποια πολύ ριψοκίνδυνη αποστολή και ήμουν περαστικός και βιαστικός.
Ο Αντρέας  με περιέλουσε με ένα ολοφώτεινο χαμόγελο. Ήταν μια θερμαντική λάμψη, που μου έδωσε δύναμη και θάρρος.
Ασφαλώς θα σκεπτόταν: «Πόσο καλά αισθάνομαι τώρα, που βλέπω τον άλλοτε δειλό και συνεσταλμένο μαθητή μου, να ακολουθεί το δρόμο που τόσο έντεχνα και υποβλητικά του  χάραξα!...».
Ναι δάσκαλε φωτισμένε, δάσκαλε οραματιστή. Πολλοί ήσαν οι μαθητές που είχες εμπνεύσει και από μαθητούδια φρόνιμα και πειθαρχικά, είχαν μεταβληθεί σε αγέρωχα, ανυπότακτα, φιλελεύθερα και γενναία παλικάρια. Έτσι ήταν τότε, δεν μπορεί να γινόταν διαφορετικά. Η αντίσταση στον κατακτητή και η λαχτάρα για την πανώρια λευτεριά, μας γέμιζε ενθουσιασμό και αυταπάρνηση. Και εκείνες οι ονειρικές προεκτάσεις για μια δίκαιη κοινωνία, από την οποία θα έλλειπε «πάσα λύπη, οδύνη και στεναγμός» αλλά θα κυριαρχούσε η επάρκεια, η αξιοκρατία, η αξιοπρέπεια και η απολύτρωση από τη βία, την πενία και την αμάθεια, όπως συνήθιζες να επισημαίνεις.
Αυτά τα ωραία όνειρα δάσκαλε, έγιναν στάχτη και μπαρούτι. Τα αφάνισε η μυωπία, η στενοκεφαλιά και η μικροψυχία της ηγεσίας της ανά τον κόσμο Αριστεράς από το ένα μέρος, και η κακότητα, η απληστία, η διαφθορά και δολιότητα  της ολιγαρχικής μειοψηφίας από το άλλο. Είσαι ευτυχής που έφυγες νωρίς, μαζί με τόσους άλλους εκλεκτούς και δεν δυστυχήσατε να ιδείτε τα νεοταξικά αγαθά του τρόμου, του σκοταδισμού, της διαφθοράς, της ανεργίας, της πείνας, της πορνείας, της ανθρωποδουλείας, της εγκληματικότητας , της εμποριοποίησης των αξιών, της ταπείνωσης και του εξευτελισμού του ανθρώπου, που από  «χαρίεν» πλάσμα, το κατάντησαν εξαχρειωμένο, εξαθλιωμένο, ταπεινό και καταφρονεμένο, νηστικό, πουλημένο, σφαγιασμένο, τρομαγμένο και εξουθενωμένο.
Ας είναι. Θέλησα να σου ειπώ γα να ξεσπάσω και να ξεσκάσω, τόσα χρόνια που τα κράταγα μέσα μου. Γιατί εσύ δάσκαλε ήσουν ο αίτιος του κακού. Και το κακό ήταν ότι θέλησες να μας κάνεις ανθρώπους, με ανθρωπιά ανθρώπους. Καλά έκανες δάσκαλε. Έτσι έπρεπε να κάνεις. Και είμαι σίγουρος αείμνηστε δάσκαλε, τι αν είχες κι άλλη ζωή, αν είχες και άλλες ζωές, χίλιες ζωές κι αν είχες, θα τις διέθετες για το καλό και όχι για το κακό του ανθρώπου. Το ίδιο θα έκαναν και οι μαθητές σου, όσοι είχαν την ευκαιρία να σε ακούσουν και να ενστερνιστούν τα ανθρωπιστικά σου διδάγματα. Τέλος πάντων, ας μη τα πολυλογούμε. «Δόξα σοι ο Θεός. Ας πάει στο διάβολο!...» όπως έλεγε και ο μακαρίτης Θοδωρής Μπιλιούρης ο εκ Βαλτεσινίκου, με την οξύμωρη θυμοσοφία του μυαλού, της ψυχής και του καιρού του. Τι να κάνουμε δάσκαλε, σου θυμίζω τα λόγια σου:  « Ο σπόρος της λευτεριάς, έχει μακάβριες απαιτήσεις. Για να ριζώσει, να φυτρώσει, να φουντώσει, να ανθίσει και να καρπίσει, χρειάζεται αίμα. Πολύ αίμα, ανθρώπινο αίμα, λαϊκό αίμα!».
Τελευταία φορά που είδα τον Αντρέα Παπαθεοδώρου, τον παλιό καλό γυμνασιάρχη και καθηγητή μου, ήταν το έτος 1965 στα Ιεροσόλυμα. Παροικούσα και παρεπιδημούσα εκεί μερικά χρόνια, οπότε κάποιο βραδάκι ανοιξιάτικο που βγήκα περίπατο με ένα φίλο μου έξω  από την πύλη της Δαμασκού, άκουσα φασαρίες και φωνές.
Ήσαν Έλληνες πατριώτες που κατέβαιναν από το τουριστικό λεωφορείο τους, για να διανυκτερεύσουν στο κοντινό ξενοδοχείο. Σε μια στιγμή, βλέπω ανάμεσα στους πολλούς και τον Αντρέα Παπαθεοδώρου. Καλά διατηρημένος, φορούσε εκδρομικό μπερεδάκι. Τον γνώρισα αμέσως, αλλά δεν τον πλησίασα. Παραμέρισα με τρόπο και στάθηκα πιο πέρα, για να αποφύγω την συνάντηση. Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί αντέδρασα έτσι. Ίσως η συγκίνηση, ο αιφνιδιασμός.
Ίσως ο καλπασμός των αναμνήσεων που άρχισαν να συσσωρεύονται μέσα μου σαν χιονοστιβάδα, να έφεραν την αμηχανία και οδήγησαν στην αποφυγή και την έντεχνη φυγή.
Το παράδοξο είναι ότι και κείνος έκανε το ίδιο με μένα. Να πως το ξέρω: Ο φίλος μου, με άφησε ξεμοναχιασμένο και πλησίασε τον όμιλο ερευνητικά μην τύχει και ανακαλύψει κανέναν πατριώτη η γνωστό. Ο Αντρέας τον ρώτησε για μένα, ποιος είμαι, πως λέγομαι κλπ χωρίς να δώσει συνέχεια.  Αρκέστηκε στις πληροφορίες και τίποτε περισσότερο. Φαίνεται ότι μας είχε ιδεί από το παράθυρο του πούλμαν όταν έκανε μανούβρες να παρκάρει και με αναγνώρισε. Οι ίδιοι ανεξήγητοι λόγοι, τον έκαναν να τηρήσει κι αυτός στάση επιφυλακτική. Είναι κάτι πράγματα στη ζωή, που γίνονται έτσι καθώς γίνονται, χωρίς να εξηγούνται. Από τότε, καμιά επαφή, καμιά είδηση. Λίγο αργότερα, η οριστική εκδημία του για τους ασφοδελούς λειμώνες.
Αλλά καιρός να σε αφήσω αλησμόνητε καλέ δάσκαλε. Αρκετά σου διατάραξα την αιώνια γαλήνη, εκεί στην απροσπέλαστη χώρα των μακάρων όπου βρίσκεσαι.
Ας είναι τα παραπάνω λόγια μια μικρή ένδειξη ευγνωμοσύνης, στα όσα πολύτιμα έδωσες σε μένα και τους καλούς μαθητές σου και συμμαθητές μου, τον παλιό καλό καιρό που είχαμε την αγαθή τύχη να μαθητεύσουμε κοντά σου.
Για την Αντιγραφή Βαγγέλης Κ Χριστόπουλος

                                    B GIRAKAS

10 σχόλια:

  1. Ο καθηγητής της δραματικής σχολής και δάσκαλος Χρυσόστομος Κριμπάς μέσα απ' αυτή την υμνωδία μ' έκανε να σκιρτίσω από ανατριχίλα και περηφάνεια.

    Όχι γιατί ο Αντρέας Παπαθεοδώρου ήταν συγγενής μου, αλλά γιατί ήταν γλανιτσιώτης, γιατί ήταν πατριώτης, γιατί ήταν πραγματικός δάσκαλος και γιατί πάνω απ' όλα ήταν αυτός που τόσο ζωντανά παρουσίασε ο Κριμπάς.

    Είμαι γλωσσικά " γυμνός " να γράψω ευχαριστίες και παινεψιές.......

    Μια ευχή μόνο κάνω (αν με ακούει κανείς από τους συλλόγους μας) αυτό το κείμενο να γίνει ένα απλό φυλλαδιάκι και να μοιραστεί.

    Το αξίζουν όλοι τους. Και ο Αντρέας Παπαθεοδώρου και ο Κριμπάς και όποιος άλλος μνημονεύεται σ' αυτό το καταπληκτικό κείμενο.

    Αξίζεις και συ Βαγγέλη που το αναδημοσίευσες και σίγουρα πολλοί πατριώτες μας θα αισθανθούν υπερηφάνεια.

    χψ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεν υπάρχουν λόγια. Τι ωραίο κείμενο!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Διάβασα κι εγώ με ενδιαφέρον το καταπληκτικό κείμενο του Κριμπά για τον πατριώτη μας Παπαθεοδώρου. Παρατηρώ κατ' αρχήν ότι έναν εξαιρετικόν καθηγητή τον περιγράφει ένας σπουδαίος μαθητής του και αυτά τα ανακαλύπτει και τα δημοσιεύει στο site ένας καλός και επίμονος ερευνητής, ο Βαγγέλης. Τρία σ' ένα όπως λέμε.
    Είχα την τύχει να φοιτήσω κι εγώ στο Α' Γυμνάσιο Τριπόλεως μερικά χρόνια αργότερα όμως. Ήμουν στο παράρτημα που το χώριζε απλός η οδός Ναυπλίου από το κύριο κτίριο. Δυστυχώς τότε δεν είχα ακούσει κάτι σχετικό με τον πατριώτη μας, πέραν της γενικής πληροφορίας ότι ήταν κάπου καθηγητής.
    Θέλω να διηγηθώ ένα περιστατικό σχετικά με τον καθηγητή της φυσικής Σπυρόπουλο μια και αναφέρεται στο κείμενο του Κριμπά. Καταγόταν από το Κακούρι ήταν λίγο είρων και ευνοούσε σκανδαλωδώς τους συμμαθητές μου από το χωριό του.
    Αυτό είναι άλλο.
    Μια ημέρα είχαμε φυσική με θέμα τους μοχλούς. Το μάθημα μου φαινόταν εύκολο και νόμιζα ότι τα είχα καταλάβει όλα. Α΄είδος , Β' είδος κλπ.
    Κλασσικό παράδειγμα Α' είδους ο... ζυγός (Το σατέρι, έλεγα εγώ). Προς το τέλος του μαθήματος με πλησιάζει και μου υποβάλει απότομα την ερώτηση: "Ώστε τί μοχλός είναι το καντάρι;" Κόκαλο εγώ! Μιλιά!
    'Ώστε δεν ξέρεις ε;, Βγαζει το δεφτέρι του, ανοίγει και μου λέει. "Παίρνεις μηδέν!" Χρειάστηκε ένας χρόνος με απανοτές ερωτήσεις για να διορθώσω εκείνο το λάθος που δεν ξέρω ακόμη αν ήταν δικό του ή δικό μου.
    (

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καταπληκτικό κείμενο!!!!!!

    Είναι ο πατέρας του αβαδαίου ή θείος του????

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ο παπακώτσιος (παπαδάσκαλος) είχε παντρευτεί τη Σταθούλα (αδερφή του Μαλαπέρδα-πατέρα του Μακρή της ντούσιενας κλπ)

    Απόχτησαν πολλά παιδιά.


    -Τη Γιαννουλίτσα (που παντρεύτηκε το Θύμιο το σμπόρα στην κοκαλιάρα)

    -Τον Αντρέα (το γυμνασιάρχη, για τον οποίο γράφτηκε αυτό το καταπληκτικό κείμενο και που έχει παιδιά τον Κώστα και τη Σαπφώ)

    -Την Κατέρω (που παντρεύτηκε στην Κερπινή κάποιον από τους δασκαλαίους)

    -Την Αντιγόνη (που παντρεύτηκε τον Μπλατσάρα)

    -Τον Θόδωρο (Γεςνικό δντή του υπουργείου εμπορίου)

    -Τον Βασιλάρα (επιθεωρητή δημοτικής εκπαίδευσης)

    -Τον Περικλή (στέλεχος των ΤΤΤ που τον κρέμασαν οι Γερμανοί στην Τρίπολη)

    -Τον Γιωργίλα.


    Παιδιά του Γιωργίλα είναι

    Ο Κώτσιος (αβαδαίος)

    ο Χρήστος

    Ο Πάνος

    Η Σταθούλα

    Η Κανέλλα

    Η Μαγδάλω


    Ελπίζω να τα ΄γραψα σωστά, διαφορετικά το ληξιαρχείον " μπάνταρος" θα με διορθώσει.

    χψ


    Υ/Γ Αυτό το μίνι γενεαλογικό δέντρο ίσως κάνει πιο "γλανιτσιώτη" τον Αντρέα Παπαθεοδώρου του Παπακώτσιου.


    Βαγγέλη δεν ξέρω αν έχεις υλικό για τον Παπακώτσιο για να γράψεις κάποτε κάτι,αλλά αν έχει όρεξη ζήτα από τον αβαδαίο και όποιον άλλον νομίζεις στοιχεία. Εγώ θα συμβάλλω αρκετά για να γραφεί κάποτε γι αυτόν κάτι και ειδικά για τον Περικλή που εκτέλεσαν οι γερμανοί στην τρίπολη.

    χψ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Δύο (2) αιώνες Παπαθεοδωρέϊκο.
    Εν αρχή -ιστορικός - υπήρξε ΠΑΠΑΓΛΑΤΖΙΝΑΣ όνομα: Κωσταντής
    Παιδιά του ΠΑΠΑΓΛΑΤΖΙΝΑ: 1)Διαμαντής,με απογόνους του τους Μαρουδαίους.2) Παρασκευάς με απογόνους του τους Μπουρεκέους. και 3) Πολυχρόνης Παπάς, με παιδί του το Τζοροβίλα στο όνομα Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος. Ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος είχε 4 τσιούπες και ένα σερνικό τον Παπαθόδωρο. Ο Παπαθόδωρος είχε 7 παιδιά τον Παπακώτσιο,Σωτηράκη Γιώργο Α΄,Γιώργο Β΄,Ελένη,Βάσιλα,Θύμιο και Γιάγκο. Ο Παπακώτσιος είχε 9 παιδιά τη Γιαννούλα,Περικλή, Αντρέα,Θεώνη,Αντιγόνη,Γιωργίλα,Κατέρω, Θόδωρο και Βασίλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Απαντήσεις
    1. Βρήκα μεταφρασμένα κείμενα του απο τον Παυσανία τον περιηγητή. Σίγουρα ήταν δάσκαλος με τα όλα του και δεν το ξέραμε!!!!!!!!!!

      Διαγραφή
  8. Σας ευχαριστώ όλους για τα θερμά σας λόγια για τον παππού μου!
    Εύχομαι καλή δύναμη για το 2014!

    Ανδρέας Παπαθεοδώρου

    ΑπάντησηΔιαγραφή