Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου
Κάθε ημέρα έπαιρνε τα στενά σοκάκια και γύριζε ούλο το χωριό χαιρετώντας δικούς και ξένους. Σαν έβλεπε κάποια γυναίκα στο μπαλκόνι, της έλεγε καλημέρα και αλλοίμονο αν δεν της απαντούσε.
Τότε τα άκουγε για τα καλά. Ήταν κοντόχοντρη, κουτσομπόλα , περίεργη και στην αρχή μπαινόβγαινε στα σπίτια του χωριού ακάλεστη. Άρχιζε την συζήτηση και οι ερωτήσεις δεν είχαν σταματημό. Τα μάτια της έπεφταν σε πράγματα που λιμπιζόταν και ανθρώπους και στο τέλος ήταν από όλα τα σπίτια ανεπιθύμητη. Χτυπούσε τις πόρτες και άρρωστη όπως ήταν, αν έκανε και κρύο την λυπόνταν οι χωριανοί και την φίλευαν από το υστέρημά τους , ότι είχαν στην φτώχεια τους.
Ώρες μίλαγε όταν εύρισκε ευκαιρία, τι έκανε ο κάθε χωριανός, τι μαγείρευε η νοικοκυρά από την μυρουδιά, ποιος τσακώθηκε. Αν την μάλωνες και την έδιωχνες, φεύγοντας, σε έβαζε πάνω πάνω στην εφημερίδα της και σε άλλη γειτονιά έσουρνε τα εξ «αμάξης».
Ήταν πρακτορείο ειδήσεων, για όλο το χωριό, και η συμμετοχή της, στα τραγούδια, στα γλέντια, μα και στις λύπες με τα μοιρολόγια δεν υστερούσε. Πάσχισε μετά τον θάνατο του άντρα της, να παντρευτεί, άνθρωπο, αποκατεστημένο με καλή σύνταξη και σπίτια. Άλλος την προξένευε με Αμερικάνο που σύντομα θα ερχόταν στην Ελλάδα, άλλος με Βιομήχανο, άλλος με γέρο αλλά με πολλά λεφτά και κάποιος της πρότεινε έναν παπά.
Ήταν σε όλα μέσα, γέλαγε, δεχόταν τ’ αστεία των χωριανών και περίμενε το αποτέλεσμα της πρότασης. Δεν της έστερξε όμως να γίνει κάτι τέτοιο. Μάλωνε εύκολα, σαν να την ευχαριστούσε και διασκέδαζε με τους καυγάδες. Στα σπίτια που έμπαινε μέσα δύσκολα έφευγε. Η αδελφή μου είχε βρει τον τρόπο. Την φίλευε και της έδινε ότι είχε και προσποιείτο πως έχει δουλειά και της έλεγε να έρθει κάποια άλλη ημέρα να κουβεντιάσουν. Έτσι έφευγε και την άφηνε ήσυχη. Έτσι κυλούσε ο χρόνος της στο χωριό.
Σήμερα την είδα μόνη πρωί πρωί, στυλωμένη στην μάντρα του αυλόγυρου . Δεν την άφηνα έτσι και από λόγια και από φιλέματα και πέρναγε συχνά από κοντά μου. Όταν δεν ήμουν έξω, κουβέντιαζε δυνατά, μόνη της, να την ακούσω. Μόλις την φίλευα κάτι, έφευγε λέγοντας « θα φύγω μην σε ενοχλώ άλλο»
__Καλημέρα της φώναξα από μακριά. Είσαι καλά;
__Πάσχα ήρθε κι εμένα κανείς από τους δικούς μου, δεν με θυμήθηκε. Μόνο την δική σου ευχή άκουσα και σ’ ευχαριστώ.
__Πως τα πέρασες αυτές τις ημέρες;
__Πως να περάσω. Άμα βλέπεις αδιαφορία και απονιά, δικών και ξένων, περνάς καλά; Ένοιωσα ξένη, όλες αυτές τις ημέρες σ’ αυτό το χωριό και μόνη. Σαν να μην υπάρχουν άνθρωποι εδώ.
__Δεν ήρθε κανένα από τα παιδιά σου να σε ιδεί, και να κάνετε Πάσχα μαζί ;
__Που να ρθούνε τα παιδιά! Έχουν φαμελιές και δεν μπορούνε. Σήμερα ήταν πολύ στενοχωρημένη. Φαινόταν από το ύφος και τα λόγια που έλεγε δυνατά, ανεβαίνοντας, τον καμπυλωτό ανηφορικό δρόμο. Κοντοστάθηκε σαν πλησίασε, προς την είσοδο του σπιτιού μου και τώρα, ήταν πιο κοντά μου, από πριν.
__Στο σπίτι σου κοντά, έχεις γειτόνισσες, που σε αγαπούν. Δεν είσαι μόνη σου.
__Μόνη μου είμαι, έλα όποτε μπορείς να πιούμε καφέ. Θα σε περιμένω. Όταν με βασανίζει κάτι και έχω στενοχώριες, δεν έχω κανέναν να το ειπώ.
__Να τα λες στις γειτόνισσες στους χωριανούς να ξεσκάς και να σου φεύγουν από μέσα σου οι καημοί και οι στενοχώριες.
__Ναι! Την έννοια μου έχουν. Ας μην έφευγε ο νοικοκύρης μου, απέ είχα εγώ να τα λέω. Έφυγε και μου έκανε την καρδιά περιβόλι, να μην έχει γιατρειά .
Τ’ ακούς; Τα’ ακούω να λες!!
Δεν ήθελα να της ξύσω την πληγή πρωί, πρωί, της είπα πάλι καλημέρα και την άφησα να κάνει τον γύρω της γειτονιάς. Μα αυτή άλλαξε σήμερα ρώτα. Ανέβηκε τον ανηφορικό δρόμο, στα ψηλά κυπαρίσσια. Κάθισε κοντά στο μνήμα του άντρα της και με την γλυκόλαλη φωνή της μοιρολογούσε.
Πέρασε αρκετή ώρα, που κατηφόριζε τον δρόμο, κουρασμένη, θυμωμένη με την ζωή και με νωπά τα δάκρυα στα μάγουλά της.
Ήθελα κάτι να της πω για παρηγοριά και καμώθηκα, πως δεν την άκουσα και δεν ήξερα που πήγε. Ρίχνοντας το βλέμμα της πάνω μου, με ψεύτικο χαμόγελο της είπα:
__ Όπως σε βλέπω, μια χαρά είσαι.
__Μου φαίνεται πως δεν είσαι καλά! Άκου μια χαρά είμαι. Έχω πονέσει πολύ με τον θάνατο του άντρα μου. Έχασα την μάνα μου, τον πατέρα μου και το στήριγμά μου, ήταν ο άντρας μου. Πάει κι αυτός!!
__Τώρα έχεις τα παιδιά σου, μεγαλώσανε, δουλεύουνε αύριο άμα χρειαστείς κάτι, θα σε βοηθήσουν. Ωστόσο είχε μπει στην αυλή του σπιτιού και κάθισε κουρασμένη καθώς ήταν σε μια άσπρη πολυθρόνα κάτω από το χαγιάτι.
__Που τα βλέπω τα παιδιά! Έχω και παιδιά που δεν τα ξέρω που βρίσκονται είπε και απότομα σταμάτησε. Σαν να μετάνιωσε, που βγήκε το μυστικό από το στόμα της. Με τα μάτια της ορθάνοιχτα, κοίταγε τα δικά μου μάτια, για να ίδει τι εντύπωση μου έκανε. Αυτό σε παρακαλώ να μην το ειπείς πουθενά . Ανατρίχιασα σύγκορμος με αυτό που άκουσα, από το στόμα της. Κάτι είχα ακούσει, μα καλά καλά δεν το πίστευα. Ήξερα πως είχε και ψυχικά τραύματα και την συμμεριζόμουν και εγώ και άλλοι για ότι ασυνταίριαστο και αν έλεγε. Τώρα φάνηκε ξεκάθαρα πως έβλεπε σκηνές και εικόνες από την ζωή με τα παιδιά της. Κοίταγε το παρελθόν της, είδε τα παιδιά που με κόπο και αίμα γέννησε και τα σκόρπισε σαν στάχτη, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μακριά σε χωριά και πολιτείες. Ένας βαθύς πόνος και ανιστόρητος θρήνος την έδερνε από τότε! Έκανε αυστηρή κριτική για τον εαυτόν της. Κι εγώ αρκέστηκα να την ρωτήσω.
__Πως το αποφάσισες; Πήγανε τουλάχιστον σε καλά χέρια;
__Δύσκολα τα βγάζαμε πέρα, έτσι σκεφθήκαμε να τα δώσουμε σε ανθρώπους, που πέσανε πάνω μας και μας παρακαλούσαν. Μας έδωσαν και λίγα χρήματα που είχαμε φτώχεια. Είχα την τύχη να πάω στην Σπάρτη, να ιδώ την μια μου κόρη. Σαν την πήρα στην αγκαλιά μου, την φίλησα και από τα χέρια μου δεν έφευγε με τίποτε. Έκλαιγε και χάλαγε τον κόσμο όταν ήθελε να την πάρει άλλος. Άλλη φορά πήγα στο άλλο μου παιδί, που ήταν αγόρι. Μου είπε η θετή μάνα του, πως δεν έτρωγε. Σαν πήρα στα χέρια μου το παιδί και το πιάτο με το φαί, εκείνο με κοίταγε και άνοιγε το στόμα του. Ούτε κουταλιά δεν άφησε στο πιάτο και κείνοι έκαναν το θαύμα τους. Τώρα ξέρεις με αυτά που έκανα εγώ, τι θέλω; Σοκαρισμένος και μηχανικά της απάντησα.
__Τί θέλεις;
__Φαρμάκι θέλω. Κατάλαβες τι λέω. Δύο κορίτσια δίδυμα έδωσα και τώρα στενοχωριέμαι που να βρίσκονται και πώς να ζουν.
__ Την άλλη κόρη σου δεν την συνάντησες;
__Όχι! Εκείνοι που την είχαν, μου μπέρδεψαν τα βήματα σαν τον λαγό. Την μια εδώ, την άλλη εκεί, δεν ήξερα που είχαν σπίτι και δεν μπόρεσα να την δω. Έχασα τα ίχνη της και θα με φάει η στενοχώρια που δεν την είδα. Ούτε έχω ελπίδα να την δω.
Λυπήσου με , μη με ρωτάς άλλα και μη με κάνεις να σου διηγηθώ πως πέρναγα και πως ήταν η υγεία μου. Αν ήσουν σε μια άκρη και με έβλεπες θα το καταλάβαινες. Να ξέρεις πως είναι πάρα πολύ πικρό το ποτήρι, που πίνω κάθε ημέρα. Τώρα αν θέλεις πήγαινε μέσα και φέρε κάτι να βάλω στο στόμα μου, έχω μια λιγούρα.
Στο τέλος βάρυνε πολύ και το περπάτημα γινόταν ποιο δύσκολο. Η φθορά στο πρόσωπό της και στο σόμα της φαινόταν καθαρή. Δεν άντεξε πολύ κάτω από την μοναξιά την στενοχώρια και την κακοπέραση.
Τώρα βρίσκεται στην άκρη του χωριού σε έναν απλό χωριάτικο τάφο χωρίς έννοιες, στενοχώριες, καημούς και λύπες. Έκλεισε τον κύκλο της ζωής της καλώς κακώς, όμως άφησε ένα κενό στο χωριό με την απουσία της. Ν’ απαντιόνται οι ψυχές στην άλλη ζωή, είναι και για μας το αιώνιο ερώτημα, όπως έλεγε και η ίδια θα πα να βρω τον νοικοκύρη μου!!
6.3.2020
Κάθε ημέρα έπαιρνε τα στενά σοκάκια και γύριζε ούλο το χωριό χαιρετώντας δικούς και ξένους. Σαν έβλεπε κάποια γυναίκα στο μπαλκόνι, της έλεγε καλημέρα και αλλοίμονο αν δεν της απαντούσε.
Τότε τα άκουγε για τα καλά. Ήταν κοντόχοντρη, κουτσομπόλα , περίεργη και στην αρχή μπαινόβγαινε στα σπίτια του χωριού ακάλεστη. Άρχιζε την συζήτηση και οι ερωτήσεις δεν είχαν σταματημό. Τα μάτια της έπεφταν σε πράγματα που λιμπιζόταν και ανθρώπους και στο τέλος ήταν από όλα τα σπίτια ανεπιθύμητη. Χτυπούσε τις πόρτες και άρρωστη όπως ήταν, αν έκανε και κρύο την λυπόνταν οι χωριανοί και την φίλευαν από το υστέρημά τους , ότι είχαν στην φτώχεια τους.
Ώρες μίλαγε όταν εύρισκε ευκαιρία, τι έκανε ο κάθε χωριανός, τι μαγείρευε η νοικοκυρά από την μυρουδιά, ποιος τσακώθηκε. Αν την μάλωνες και την έδιωχνες, φεύγοντας, σε έβαζε πάνω πάνω στην εφημερίδα της και σε άλλη γειτονιά έσουρνε τα εξ «αμάξης».
Ήταν πρακτορείο ειδήσεων, για όλο το χωριό, και η συμμετοχή της, στα τραγούδια, στα γλέντια, μα και στις λύπες με τα μοιρολόγια δεν υστερούσε. Πάσχισε μετά τον θάνατο του άντρα της, να παντρευτεί, άνθρωπο, αποκατεστημένο με καλή σύνταξη και σπίτια. Άλλος την προξένευε με Αμερικάνο που σύντομα θα ερχόταν στην Ελλάδα, άλλος με Βιομήχανο, άλλος με γέρο αλλά με πολλά λεφτά και κάποιος της πρότεινε έναν παπά.
Ήταν σε όλα μέσα, γέλαγε, δεχόταν τ’ αστεία των χωριανών και περίμενε το αποτέλεσμα της πρότασης. Δεν της έστερξε όμως να γίνει κάτι τέτοιο. Μάλωνε εύκολα, σαν να την ευχαριστούσε και διασκέδαζε με τους καυγάδες. Στα σπίτια που έμπαινε μέσα δύσκολα έφευγε. Η αδελφή μου είχε βρει τον τρόπο. Την φίλευε και της έδινε ότι είχε και προσποιείτο πως έχει δουλειά και της έλεγε να έρθει κάποια άλλη ημέρα να κουβεντιάσουν. Έτσι έφευγε και την άφηνε ήσυχη. Έτσι κυλούσε ο χρόνος της στο χωριό.
Σήμερα την είδα μόνη πρωί πρωί, στυλωμένη στην μάντρα του αυλόγυρου . Δεν την άφηνα έτσι και από λόγια και από φιλέματα και πέρναγε συχνά από κοντά μου. Όταν δεν ήμουν έξω, κουβέντιαζε δυνατά, μόνη της, να την ακούσω. Μόλις την φίλευα κάτι, έφευγε λέγοντας « θα φύγω μην σε ενοχλώ άλλο»
__Καλημέρα της φώναξα από μακριά. Είσαι καλά;
__Πάσχα ήρθε κι εμένα κανείς από τους δικούς μου, δεν με θυμήθηκε. Μόνο την δική σου ευχή άκουσα και σ’ ευχαριστώ.
__Πως τα πέρασες αυτές τις ημέρες;
__Πως να περάσω. Άμα βλέπεις αδιαφορία και απονιά, δικών και ξένων, περνάς καλά; Ένοιωσα ξένη, όλες αυτές τις ημέρες σ’ αυτό το χωριό και μόνη. Σαν να μην υπάρχουν άνθρωποι εδώ.
__Δεν ήρθε κανένα από τα παιδιά σου να σε ιδεί, και να κάνετε Πάσχα μαζί ;
__Που να ρθούνε τα παιδιά! Έχουν φαμελιές και δεν μπορούνε. Σήμερα ήταν πολύ στενοχωρημένη. Φαινόταν από το ύφος και τα λόγια που έλεγε δυνατά, ανεβαίνοντας, τον καμπυλωτό ανηφορικό δρόμο. Κοντοστάθηκε σαν πλησίασε, προς την είσοδο του σπιτιού μου και τώρα, ήταν πιο κοντά μου, από πριν.
__Στο σπίτι σου κοντά, έχεις γειτόνισσες, που σε αγαπούν. Δεν είσαι μόνη σου.
__Μόνη μου είμαι, έλα όποτε μπορείς να πιούμε καφέ. Θα σε περιμένω. Όταν με βασανίζει κάτι και έχω στενοχώριες, δεν έχω κανέναν να το ειπώ.
__Να τα λες στις γειτόνισσες στους χωριανούς να ξεσκάς και να σου φεύγουν από μέσα σου οι καημοί και οι στενοχώριες.
__Ναι! Την έννοια μου έχουν. Ας μην έφευγε ο νοικοκύρης μου, απέ είχα εγώ να τα λέω. Έφυγε και μου έκανε την καρδιά περιβόλι, να μην έχει γιατρειά .
Τ’ ακούς; Τα’ ακούω να λες!!
Δεν ήθελα να της ξύσω την πληγή πρωί, πρωί, της είπα πάλι καλημέρα και την άφησα να κάνει τον γύρω της γειτονιάς. Μα αυτή άλλαξε σήμερα ρώτα. Ανέβηκε τον ανηφορικό δρόμο, στα ψηλά κυπαρίσσια. Κάθισε κοντά στο μνήμα του άντρα της και με την γλυκόλαλη φωνή της μοιρολογούσε.
Πέρασε αρκετή ώρα, που κατηφόριζε τον δρόμο, κουρασμένη, θυμωμένη με την ζωή και με νωπά τα δάκρυα στα μάγουλά της.
Ήθελα κάτι να της πω για παρηγοριά και καμώθηκα, πως δεν την άκουσα και δεν ήξερα που πήγε. Ρίχνοντας το βλέμμα της πάνω μου, με ψεύτικο χαμόγελο της είπα:
__ Όπως σε βλέπω, μια χαρά είσαι.
__Μου φαίνεται πως δεν είσαι καλά! Άκου μια χαρά είμαι. Έχω πονέσει πολύ με τον θάνατο του άντρα μου. Έχασα την μάνα μου, τον πατέρα μου και το στήριγμά μου, ήταν ο άντρας μου. Πάει κι αυτός!!
__Τώρα έχεις τα παιδιά σου, μεγαλώσανε, δουλεύουνε αύριο άμα χρειαστείς κάτι, θα σε βοηθήσουν. Ωστόσο είχε μπει στην αυλή του σπιτιού και κάθισε κουρασμένη καθώς ήταν σε μια άσπρη πολυθρόνα κάτω από το χαγιάτι.
__Που τα βλέπω τα παιδιά! Έχω και παιδιά που δεν τα ξέρω που βρίσκονται είπε και απότομα σταμάτησε. Σαν να μετάνιωσε, που βγήκε το μυστικό από το στόμα της. Με τα μάτια της ορθάνοιχτα, κοίταγε τα δικά μου μάτια, για να ίδει τι εντύπωση μου έκανε. Αυτό σε παρακαλώ να μην το ειπείς πουθενά . Ανατρίχιασα σύγκορμος με αυτό που άκουσα, από το στόμα της. Κάτι είχα ακούσει, μα καλά καλά δεν το πίστευα. Ήξερα πως είχε και ψυχικά τραύματα και την συμμεριζόμουν και εγώ και άλλοι για ότι ασυνταίριαστο και αν έλεγε. Τώρα φάνηκε ξεκάθαρα πως έβλεπε σκηνές και εικόνες από την ζωή με τα παιδιά της. Κοίταγε το παρελθόν της, είδε τα παιδιά που με κόπο και αίμα γέννησε και τα σκόρπισε σαν στάχτη, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μακριά σε χωριά και πολιτείες. Ένας βαθύς πόνος και ανιστόρητος θρήνος την έδερνε από τότε! Έκανε αυστηρή κριτική για τον εαυτόν της. Κι εγώ αρκέστηκα να την ρωτήσω.
__Πως το αποφάσισες; Πήγανε τουλάχιστον σε καλά χέρια;
__Δύσκολα τα βγάζαμε πέρα, έτσι σκεφθήκαμε να τα δώσουμε σε ανθρώπους, που πέσανε πάνω μας και μας παρακαλούσαν. Μας έδωσαν και λίγα χρήματα που είχαμε φτώχεια. Είχα την τύχη να πάω στην Σπάρτη, να ιδώ την μια μου κόρη. Σαν την πήρα στην αγκαλιά μου, την φίλησα και από τα χέρια μου δεν έφευγε με τίποτε. Έκλαιγε και χάλαγε τον κόσμο όταν ήθελε να την πάρει άλλος. Άλλη φορά πήγα στο άλλο μου παιδί, που ήταν αγόρι. Μου είπε η θετή μάνα του, πως δεν έτρωγε. Σαν πήρα στα χέρια μου το παιδί και το πιάτο με το φαί, εκείνο με κοίταγε και άνοιγε το στόμα του. Ούτε κουταλιά δεν άφησε στο πιάτο και κείνοι έκαναν το θαύμα τους. Τώρα ξέρεις με αυτά που έκανα εγώ, τι θέλω; Σοκαρισμένος και μηχανικά της απάντησα.
__Τί θέλεις;
__Φαρμάκι θέλω. Κατάλαβες τι λέω. Δύο κορίτσια δίδυμα έδωσα και τώρα στενοχωριέμαι που να βρίσκονται και πώς να ζουν.
__ Την άλλη κόρη σου δεν την συνάντησες;
__Όχι! Εκείνοι που την είχαν, μου μπέρδεψαν τα βήματα σαν τον λαγό. Την μια εδώ, την άλλη εκεί, δεν ήξερα που είχαν σπίτι και δεν μπόρεσα να την δω. Έχασα τα ίχνη της και θα με φάει η στενοχώρια που δεν την είδα. Ούτε έχω ελπίδα να την δω.
Λυπήσου με , μη με ρωτάς άλλα και μη με κάνεις να σου διηγηθώ πως πέρναγα και πως ήταν η υγεία μου. Αν ήσουν σε μια άκρη και με έβλεπες θα το καταλάβαινες. Να ξέρεις πως είναι πάρα πολύ πικρό το ποτήρι, που πίνω κάθε ημέρα. Τώρα αν θέλεις πήγαινε μέσα και φέρε κάτι να βάλω στο στόμα μου, έχω μια λιγούρα.
Στο τέλος βάρυνε πολύ και το περπάτημα γινόταν ποιο δύσκολο. Η φθορά στο πρόσωπό της και στο σόμα της φαινόταν καθαρή. Δεν άντεξε πολύ κάτω από την μοναξιά την στενοχώρια και την κακοπέραση.
Τώρα βρίσκεται στην άκρη του χωριού σε έναν απλό χωριάτικο τάφο χωρίς έννοιες, στενοχώριες, καημούς και λύπες. Έκλεισε τον κύκλο της ζωής της καλώς κακώς, όμως άφησε ένα κενό στο χωριό με την απουσία της. Ν’ απαντιόνται οι ψυχές στην άλλη ζωή, είναι και για μας το αιώνιο ερώτημα, όπως έλεγε και η ίδια θα πα να βρω τον νοικοκύρη μου!!
6.3.2020
Α ρε Βαγγέλη,
ΑπάντησηΔιαγραφήάδειασε ο τόπος....λείπει σε όλους μας...τώρα σε σκιάζει η βουβαμάρα στη γειτονιά μας.....