Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου
Στο μεγάλο ποτιστικό χωράφι, κοντά στον Λάδωνα, Κερπινιώτες φύτευαν μποστάνια χαρούμενοι και σκεπτικοί για την ζωή και τον πλούτο που θα έφερναν οι μικροί σπόροι. Ήταν σχεδόν αμίλητοι από την κούραση, όταν άγνωστος ξανάφανε κόκκινος από το γρήγορο βάδισμα, στο λουλουδιασμένο μονοπάτι, που ήταν και χώρισμα με τα γειτονικά χτήματα.
Ξερόβηξε να δώσει το σήμα του ερχομού του, και να μην ξαφνιάσει τους νοικοκυραίους του χωραφιού. Από το πρωί ήταν εκεί ο κυρ Ζαφείρης , με την γυναίκα και την κόρη του και φύτευαν, ντομάτες, κολοκυθιές, πατάτες και μαυρομάτικα φασόλια. Πιο πέρα στον κάμπο και άλλοι, έσπερναν και φύτευαν. Ένα κομμάτι του χωραφιού το είχαν σπείρει αραποσίτι και μικρές τρυφερές μυτούλες είχαν τρυπήσει το χώμα και το χωράφι πρασίνιζε. Ο κυρ Ζαφείρης σαν άκουσε τον ξερόβηχα, έκανε νόημα στην γυναίκα του που ήταν πιο πέρα, να κάνει ησυχία, για να σιγουρευτεί για την επίσκεψη του ξένου.
Εκείνος πλησίασε, είπε ξερά ένα γεια σας και κάθισε μπροστά τους , χωρίς να ειπεί άλλη κουβέντα, λες και του κόπηκε η φωνή.
__Πως από δω πατριώτη; Τον ρώτησε ο κυρ Ζαφείρης.
__Αν ξέρετε να μου δείξετε τον πόρο να περάσω στο ποτάμι απέναντι, απάντησε .
__Κάτσε λίγο να ξεκουραστείς του είπε ο Ζαφείρης, να καπνίσουμε και ένα στριφτό. Μη θέλεις νερό; Θα πιεις να σε κεράσω μια κούπα κρασί; κουρασμένος θα είσαι!
__Έχω να βάλω μπουκιά στο στόμα μου είκοσι ώρες , απάντησε εκείνος. Για να πιώ είμαι;
__Ώστε πεινάς; Ε! Πήγαινε γυναίκα φέρε το καρβέλι εδώ και το τυρί, να δώσουμε στον ξένο να φάει. Εκείνος δεν απάντησε και ο κυρ Ζαφείρης συνέχισε. Αν είμαστε κι εμείς στον τόπο σου και πεινούσαμε το ίδιο θα έκανες κι εσύ για μας.
__Γιώργο με λένε και σας ευχαριστώ πολύ για τα φιλόξενα αισθήματά σας. Μακάρι να περάστε κι εσείς από το χωριό μου να βγάλω αυτή την μεγάλη υποχρέωση που αισθάνομαι.
Έφαγε δυο μεγάλες φέτες ψωμί χοντρές με τυρί και συνήλθε κάπως από την πείνα. Τα μάτια του άνοιξαν και ένα χαμόγελο, άνθησε στα χείλη του. Πιο πέρα η μάνα κουβεντιάζει με την κόρη και ο ξένος βλέπει την λεπτούλα κόρη με τα γοητευτικά μάτια, ψηλή με ξανθά μαλλιά όλο ομορφιά και χάρη. Τι όμορφο πρωινό που είναι συλλογιέται ο Γιώργος.
Ήπιε στην υγειά τους δυο κούπες κρασί και ύστερα τράβαγε το στριφτό τσιγάρο, που του έδωσε ο κυρ Ζαφείρης , καθιστός πάνω σε ένα κούτσουρο λεύκας. Είχε τελειώσει το κάπνισμα και γύρισε τα μάτια του στο ποτάμι, όταν ένας βήχας βαθύς τον έπνιγε στο λαιμό.
__Μην πνιγείς από τον βήχα, το ποτάμι φοβόμαστε του είπε ο Ζαφείρης. Κατάλαβε πως βιαζόταν να φύγει ο ξένος και τον ενημέρωσε. Στα ριζά της ψηλής κορυφής, χαμηλά που περνάει ο Λάδωνας έχει μια βέργα. Είναι ένα πέρασμα πάνω σε ενωμένους κορμούς από λεύκες. Μα φέτος είχε πολλές κατεβασιές το ποτάμι και τους παράσυρε.
Εδώ κοντά έχει ένα μονάχα πέρασμα που ξέρω, σε κείνον τον λόφο. Αν είσαι τυχερός θα περάσεις. Είναι ύπουλο το ποτάμι. Εκεί που περνάς την μια ημέρα, την άλλη είναι αδιάβατο.
__Είναι καλή η παρέα σας Ζαφείρη, μα βιάζομαι, πρέπει να φτάσω το συντομότερο στην Δάφνη. Σε μια ώρα, πρέπει να είμαι εκεί, να αποχαιρετίσω τον φίλο μου.
__Γιαυτό χτυπάει πένθιμα από το πρωί η καμπάνα του Αγίου Χαραλάμπους;
__Φτάνει ο ήχος της εδώ;
__Εδώ ακούγεται η πνοή ολάκαιρης της Δάφνης , και το γαύγισμα των σκυλιών και τα κοκόρια που λαλούν και φωνές ανθρώπων και το περπάτημα και τα κουδούνια των μουλαριών. Τα Χελιδόνια και τα κιρκινέζια από κεί έρχονται εδώ και μας φέρνουν τα χαιρετίσματα και την άνοιξη. Ο Γιώργος σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και θαύμασε τον λαχταριστό ουρανό της γαλάζιας άνοιξης , με τον ζεστό ήλιο και τον δροσερό αέρα. Μαγεύτηκε από την ομορφιά και δεν ήθελε να φύγει. Γύρισε στον Ζαφείρη και του είπε.
__Όμορφα είναι αλλά πρέπει να φύγω ο φίλος δεν μπορεί να περιμένει.
__Τότε πάμε στο πέρασμα, ο χρόνος σε τέτοιες ώρες φεύγει πιο γρήγορα, του είπε εκείνος. Εκείνη την ώρα χτυπούσε μία η ώρα το ρολόι της Αγίας Τριάδος. Και μετά από λίγο ακούστηκε το γκάρισμα ενός γαιδάρου που ήταν ελεύθερος και έβοσκε σε ένα χωράφι. Καθώς πέρασε την απέναντι πλευρά από το Λάδωνα, έβαλε το παντελόνι του και τα παπούτσια του , που κρέμονταν από τον ώμο του, κούνησε το δεξί χέρι αργά αργά , χαιρετώντας ευχαριστημένος τον κυρ Ζαφείρη με κατεύθυνση την Δάφνη.
__Πέρασε ο ξένος καλά στο ποτάμι, τον ρώτησε η γυναίκα του.
__Δεν μπορώ να περιγράψω το πέρασμά του, στην άλλη άκρη του ποταμού, στ΄ αλήθεια ντρέπομαι.
__Μα τι έγινε; Τον ρώτησαν μάνα και κόρη.
__Να! Καθώς μπήκε στο ποτάμι και σήκωσε τα χέρια του ψηλά να μην βραχούν, το σώβρακο του φαρδύ καθώς ήταν, φούσκωσε και βρήκε την ευκαιρία το νερό και το τράβηξε στην πορεία του. Κι εκείνες ξέσπασαν σε γέλια με το πάθημα του. Ας μάθουν πως ο Λάδωνας δεν είναι αθώος.
10.5.2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου