Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ ( Το Πεσκέσι)

                                                                    Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου

31/10/2015 ημέρα Σάββατο. Ο καιρός μουντός. Η  γάτα μου είναι  κουλουριασμένη  στην ψάθινη καρέκλα,  έξω στην βεράντα.
Θαρρώ πως  είναι και γκαστρωμένη. Σαν με είδε σηκώθηκε νωχελικά  και νιαούρισε.
Κάτω στην αυλή , πάνω στο τσίγκινο τραπεζάκι είδα δυο τσάντες.
__Μα εγώ δεν άφησα τίποτα  εχθές εκεί. Πώς βρέθηκαν;  Έτσι σκέφθηκα και κατέβηκα να τις δω. Η μία ήταν γεμάτη ραδίκια και η άλλη είχε μια καρτέλα με αυγά.
Α! Εδώ κάτι γίνεται! Είπα.  Άρα δεν είναι τσάντες που άφησε η γυναίκα μου χθες.






Δεν ήταν η πρώτη φορά που μου άφηνε ο Μάγκας ,ο φίλος μου, ντομάτες, αγγούρια, λαχανικά. Και ας του έλεγα δεν θέλω, γιατί έχω.  Κι αυτό επειδή ντρεπόμουν που δεν είχα δικόν  μου κήπο φτιαγμένο.
Σήμερα πέρασε, όπως κάθε ημέρα, και είπαμε «καλημέρα». Δεν μου είπε τίποτε για τσάντα,  όπως έκανε άλλες φορές.
Ήμουν περίεργος! Ποιος να τα έφερε; Αναρωτιόμουν!
Δεν είχαν το αποτύπωμα σε χαρτί, και ούτε άλλη ένδειξη. Όλη μέρα ψαχνόμουν. Ποιος είναι που με φίλεψε!
Έσπασα το κεφάλι μου να το βρω, πήρα και κάποια τηλέφωνα να ειπώ δήθεν «καλημέρα», μπας και μάθω κάτι.  Έβαλα και την γυναίκα μου να πάρει σε φίλες της για μια «καλημέρα».
Όσο κι αν ήθελα να ξεχάσω το μυαλό μου πήγαινε στον αποστολέα των ραδικιών και των κάτασπρων μεγάλων αυγών.
__Μίλησες  στο τηλέφωνο με την Αγγέλλω, την Βάσω, την Αλέξω; Ρώτησα την γυναίκα μου.
__Ναι,  μου είπε! Αν έστελναν τις τσάντες αυτές, θα μου το έλεγαν.
__Λες να είναι η Γιώτα; Είπα μέσα μου. Και ερχόταν στο μυαλό μου εκείνη όπως την έβλεπα κάθε φορά να περνάει απέξω από το σπίτι μου στο δρόμο. Άλλοτε φορτωμένη ζαλιές τα ξύλα σκυφτή και κουρασμένη. Άλλοτε πέρναγε  χαμογελαστή με μια τσάντα και ένα σχοινί στο χέρι και άλλοτε με άδεια χέρια και πικραμένη, καθώς κατέβαινα από το νεκροταφείο.
Σκέφθηκα. Η Γιώτα σε καρτέλα τ’ αυγά δεν θα τα έφερνε. Αλλά κι έτσι να ήταν, όλη μέρα, θα μου το έλεγε.
Ύστερα άφησα την Γιώτα και το μυαλό μου πήγε στην παπαδιά, στην Κατερίνα κι αλλού.
Απηύδησα και δεν έβγαζα άκρη. Και αυτή που τα έφερε, η ευλογημένη, δεν θα έπρεπε να μου το ειπεί. Σαν να το έκανε εξεπίτηδες.
Έτσι πέρασε η μέρα και ήρθε το απόγιομα. Είχε συννεφιά, είχε βοριαδάκι και το κρύο έτσουζε.
Έφευγα με το αυτοκίνητο για κοντινή βόλτα. Σήμερα δεν χάρηκαν την φύση τα μάτια μου δεν είδαν της φύσης τις ομορφιές!
Μόλις ήταν να πατήσω γκάζι, με πλησίασε ο Ευριπίδης. Όχι ο Τραγωδός, γιατί πλέον δε ζει. Ο Ευριπίδης της Βάσως, της γειτόνισσας ο γιός , που μένει στον Πύργο.
Είχα μιλήσει μια δυο φορές ακόμη μαζί του.  Ένα ροδοκόκκινο παλικάρι, όμορφο, δυνατό, πρόσχαρο και ευγενικό.
__Να, ήρθα από τον Πύργο,  να πάω για κυνήγι μου, είπε.
__Χαίρομαι,  που σε βλέπω εδώ! Καλή επιτυχία να έχεις! Με την συζήτηση ξέχασα τ’ αυγά και τα καλάθια, που λέμε, δηλαδή τις σακούλες  με τ’ αυγά και τα χόρτα.
__Η μάνα μου, έστειλε χαιρετίσματα, με χαρά και αγάπη,, που η γειτονιά μας, με την δική σου παρουσία, δεν ερημώνει!
Τον ευχαρίστησα πολύ και έστειλα χαιρετίσματα από καρδιάς στην μάνα του.
__Βάσω! Το ξέρω. Είναι πατρογονικά έθιμα αυτά, δεν κόβονται,  γιατί η μια γενιά θα αποκοπεί γρήγορα από την άλλη. Και συ τηρείς εκείνα τα έθιμα, που είχαν οι γονείς μας, να δίνουνε……
Βάσω μου, καλά είναι τα πεσκέσια σου, αλλά περισσότερο  μετράει η παρουσία στο χωριό . Στο μυαλό μου με την ευκαιρία ήρθε μια ιστορία που είχε γίνει από την μάνα σου. Μια φορά είχε βγάλει από τον φούρνο ολόφρεσκο μοσχοβολημένο ψωμί.  Πήρε μια πουγανιά, την έκοψε στην μέση. Από την μέση έκοψε μια μεγάλη φέτα που είχε πολύ ψίχα. Την έβαλε σε μια ριγωτή μπόλια και την έστειλε με ένα κομμάτι τυρί σε μια γριά, που ήταν μπίτι φαφούτα. Λέγανε πως ήταν πάνω από εκατό χρόνων η γριά. Τέτοια ψυχικά κάνανε οι δικοί μας και η μάνα σου.
 Τα αυγά τα έφαγα όλα εκτός από ένα. Να το βλέπω και να σε θυμάμαι. Και όποτε  μπορείς, έλα στο χωριό!!!

                                    Κάτι με σέρνει στο χωριό μου,

                                    Κάτι μακριά του μ’ απωθεί

                                    Το βλέπω πάντα στ’ όνειρό μου

                                    Πάντα η ψυχή μου το ποθεί.

                                                            Τυμφρηστός

 6.11.2015




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου