Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Η ΘΕΙΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ



Του Βαγγέλη Κ Χριστοπούλου
Τραγουδούσαν   όταν  έμεναν στα Ολύμπια παλάτια οι εννέα(μούσες) θυγατέρες του μεγάλου Δία . Η  Κλειώ η Ευτέρπη η Θάλειά η Μελπομένη η Τερψιχόρη η Ερατώ η Πολύμνια η Ουρανία       και η  ΚΑΛΛΙΟΠΗ  αυτή που ξεχωρίζει απ’ όλες τις άλλες……..

Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά και απρόσμενα  που  αιφνιδιάστηκα. Τη σκηνή αυτή την είδα πολλές φορές στον ύπνο μου και κάθε φορά ξυπνούσα φοβισμένος.
Μια φορά γλίστρησα  κι έπεσα  κάτω και έμελε να το  θυμάμαι για όλη μου τη  ζωή.
Ήταν τη χρονιά που πρωτοπήγα στο Γυμνάσιο.
Τότε που το αίμα γοργοκυλά, βράζει και βάζει φωτιές στις αισθήσεις.
Θυμάμαι κείνη την  ημέρα  τ’ Απρίλη, που πήραν απόφαση οι Καθηγητές να πάμε μονοήμερη εκδρομή....
Οι μαθητές ,κι εγώ μαζί, κάτω στο χώρο συγκέντρωσης, με μυριόστομες κραυγές, επικροτούσαμε και ευχαριστούσαμε από τα βάθη της καρδιάς μας.
Θα πηγαίναμε στη “Μάνα”,  μια ώρα μακριά με τα πόδια, που ήταν κοντά στο χωριό Νάσια. “Μάνα” ήταν  μια μεγάλη πηγή που πότιζε ολόκληρο κάμπο.
__Ούου! Είναι πολύ ωραία εκεί, έλεγαν μαθητές, εμείς έχουμε πάει. Είναι στις ρίζες του  Στρεζοβινού και Νασαίϊκου βουνού.  Το βουνό είναι γεμάτο καστανιές και θεόρατα δέντρα, έλεγαν ,και η φαντασία μας οργίαζε.   Έτσι ξεκινήσαμε τραγουδώντας με λαχτάρα να γνωρίσουμε ένα καινούργιο μέρος ,να παίξουμε και να ξεδώσουμε.
Τα δέντρα γεμάτα  μπουμπούκια, λουλούδια και φύλα, στόλιζαν τις άκρες του  δρόμου και μέσα στα χτήματα, σαν γραμμές,   σε κάθε χωράφι δείχνανε  τα σύνορα.
Η άνοιξη μύριζε χώμα, χορτάρι, λουλούδι. Η γη ήταν γεμάτη φως.
Ώρε! να είχαμε στη Γλανιτσιά πέντε στρέμματα χωράφια με τέτοια χώματα! Θα τα ‘σκαβα με τα χέρια μου και θα τα ‘τρωγα!..
 Χορτάρια απάτητα, τρυφερά,  δροσοπίνιχτα. Πιο πέρα το μεγάλο λιβάδι του ΝΤΑΒΟΥ με τις χούνες, τις ράχες, τις μεγάλες λάκκες και τα πλαγιαστά γούπατα. Εκεί ο ξάδερφος ο Πάνος ο γαμπρός του, τσοπάνης βόσκει τα πρόβατά του.  Τι μαγεία ο τόπος! Η στάνη, η μεγάλη καλύβα, οι πηγές με τα νερά, τα απόσκια απ’ τα ψηλά δέντρα, τα πουλιά ο μικρόκοσμος όλος τριγύρω.
 Χωρίς να το καταλάβουμε φτάσαμε στη “Μάνα!”
Εκείνος ο καταπράσινος απ’ την χλόη τόπος, πλημμυρισμένος με νερά  γύρω απ’ την μεγάλη πηγή, μου τράβηξε την προσοχή. Ένα πικάπ σε μια καλύβα έπαιζε μουσική. Ένα μπουλούκι κότες βόσκανε απλωμένες στο χωράφι και ένα μουλάρι , χορτάτο, αγνάντευε.
Ένας κουτσός, με κομμένο το ένα πόδι ,   έξω από την καλύβα, είχε πετάξει την πατερίτσα και χόρευε . Κούναγε το κορμί του με νάζια, χαμογέλαγε, πού και πού μας κοίταγε,  και εμείς τον θαυμάζαμε.
Αλαφροπατώντας πλησίαζα την πηγή. Και να ειπείς δεν ήξερα από κίνδυνο «κομμάτια να γίνει».  Ήξερα και πάρα ήξερα, μα όσο κι αν φυλάχτηκα, έφυγε το ένα πόδι, σάλεψε λίγο και το άλλο, και το κορμί κυλίστηκε χάμω!
Πρόλαβα και στήριξα το σώμα με τ’ αριστερό χέρι. Ντροπιάστηκα για το πέσιμο, γιατί ήταν και κορίτσια κοντά. Σηκώθηκα με έναν γλυκό πόνο στην αρχή, δυνατότερο αργότερα.
Το ίσιο και ευκίνητο χέρι, έμεινε  ακίνητο, ήταν στραβό και πονούσε! Το είδε ο Γυμναστής. « Τρόπον τινά θέλει φτιάξιμο, είπε. Κερκίδα ή ωλένη είναι σπασμένη !»
v   

__Σήκω, παιδάκι μου, να πάμε κει κάτω  στην Σειρήνα, στη γριά  Καναβού  που ξέρει ,να ιδεί το χέρι σου. Ο Γιατρός και λεφτά θέλει και δεν ξέρει. Αυτά λέγαμε με τη θεια μου. Οι πρακτικές είναι γι αυτή την δουλειά.
__Να πάμε, Θειά Θοδώρα, της είπα.  Ήταν αδερφή του πατέρα μου παντρεμένη στη Στρέζοβα. Με αγάπαγε όπως τ’ άλλα τέσσερα παιδιά της. Μεριά γιατί  ήμουν ανίψι της, μεριά γιατί ήμουν ξενιτεμένο παιδί, μακριά από την οικογένειά μου. Τέτοιο καημό, τέτοιο πόνο για το χωριό μας, τον  πέρναγε κάθε ημέρα , κι ας ήταν εξήντα χρόνια παντρεμένη εκεί!
Η γριά  Καναβού, ή γριά Τσιάλταινα,  όπως την έλεγαν αλλιώς,  η πρακτική του χωριού στα σπασίματα ,ήταν πάνω από εβδομήντα πέντε χρονών τότε.
Πασπάτεψε το σπασμένο χέρι μετρώντας τα κόκαλα.  «Πονάς εδώ, πονάς εκεί», έφτασε και στο σπασμένο μέρος και σταμάτησε.
__Εδώ είναι!  είπε. Σπασμένο  τον πήχη έχεις !.
Ζήτησε να της πάμε πέντε αυγά, πλυμένα μαλλιά και ένα σαπούνι. __Καλάμια έχω εγώ, μας είπε. Αύριο πρωί, να βλέπω καλά, ελάτε.  Έδεσε το σπασμένο χέρι με μια πετσέτα και την άλλη ημέρα που πήγαμε ανασκουμπώθηκε.
Έτριψε το χέρι με ζεστό νερό και σαπούνι και έφερε το σπασμένο κόκαλο στη θέση του. Έφτιαξε τα γιατροσόφια, το τύλιξε, το ‘δεσε, «τέλειωσαν  τα βάσανά σου », μου είπε.
__Αυτό ήταν. Περδίκι θα γίνει, είπε στη Θειά μου και σε μένα:  « πέτρα να γίνει το χέρι». Από τότε τη γριά Καναβού  και όλες τις μεγάλες γυναίκες δεν τις υποτιμώ, τις σέβομαι και τις αγαπώ.
Δέκα ημέρες πέρασαν με δεμένο το χέρι και τότε ήρθα  στο χωριό.
v   

__Λύστο, παιδί μου, να το ιδούμε πώς είναι .  Γιατί  σε πονάει;
Αυτά μου είπε η αδερφούλα μου, στο χωριό που επήγα. Το έλυσα , μα αυτό δεν ήταν το χέρι που ξέραμε!  Έμοιαζε σαν παλούκι με ρόζους. Δεν έκανε τίποτα, ούτε η αλοιφή με τ’ ασπράδια  των αυγών  και το τριμμένο σαπούνι, ούτε τα  ξασμένα μαλλιά με τα καλάμια ,δεμένο από την γριά Καναβού.
Πάμε,  μην κάθεσαι. Πάμε! Έχουμε δικόνε μας άνθρωπο, να μας ιδεί  το χέρι. Η θεια Καλλιόπη ξέρει πολλά και έχει γιατρέψει ανθρώπους κι ανθρώπους.
__Πάμε, είπα κι εγώ, που έβλεπα στραβοπιασμένο και με πόνους το χέρι.
Με έβαλε κι έκατσα σε ένα σκαμνί. Πήρε το γυμνό πονεμένο χέρι μου  και ψηλαφώντας, το χάιδευε τρυφερά, μητρικά και συνέχεια.
__Είναι  τα πράγματα λίγο δύσκολα, μας είπε. Ήταν και άλλα πρόσωπα  εκεί. Άκουσα ψίθυρο από πίσω μου, όταν γύρισα το κεφάλι να ιδώ.
__Μην καθόστε, τους είπε με τόλμη.  Εσύ ηρέμισε ,μου είπε με την καλοσύνη που την διέκρινε.  Πρέπει να είσαι ήσυχος και ακίνητος. Μη φοβάσαι  όλα θα γίνουν σαν πρώτα.
Ένα τσουκάλι έβραζε στη φωτιά κι ο αχνός με τον καπνό ανέβαιναν ψηλά.
Ξάπλωσε, μού είπε στο σανιδένιο κρεβάτι.  Τρείς γυναίκες έπεσαν πάνω μου, σαν σε  θρεφτάρι που θέλουν να το σφάξουν. Με ακινητοποίησαν.
Δεν λέω , με  χάιδεψαν και στο μέτωπο και στο κεφάλι και τρυφερά λόγια μου έλεγαν.
Εγώ συμφώνησα και ήξερα ότι έπρεπε να είμαι υπάκουος.
Είχα γυρίσει το κεφάλι μου στην άλλη πλευρά, να μην βλέπω, παραδομένος στα χέρια τους. Κράτησα την ανάσα μου, έσφιξα τα δόντια και περίμενα να ‘ρθει  ο πόνος.
__Κρατάτε καλά, φώναξε κι έπιασε τον καρπό  του χεριού μου και τον λύγισε
Ένα «κρακ!» ακούστηκε στο χέρι και ένα ωχ.. δικό μου. Ο πόνος αγκύλωσε την καρδιά μου και ένα δάκρυ έφυγε απ’ τα μάτια μου.
__Αυτό ήταν, είπε. Τώρα όλα είναι εύκολα.
Το βλέμμα μου πήγε στο πονεμένο  χέρι  και μετά από λίγο στις απαλές κινήσεις, στους αντίχειρες των χεριών της, πάνω κάτω στον καρπό.
Ήθελε να βάλει το σπασμένο κόκκαλο στη θέση του και το χέρι να ισιώσει.
Στη  δεξιά πλευρά του τζακιού είχε τα μέσα θεραπείας του χεριού μου: Ένα μπλε χοντρό χαρτί, ελατόπισσα τυλιγμένη ένα κουβάρι, ένα κομμάτι χοντρό ύφασμα , δυο γάζες, το ψαλίδι και καλάμια μέσα σε μια λεκάνη.
Η αδερφή  μου δεν άντεχε την αγωνία και στην αρχή καιροφυλακτούσε πίσω από την  πόρτα.
__Έλα εδώ και συ, της είπε η θεια Καλλιόπη, κράτα το χέρι.
Όταν έφυγε η κραυγή του πόνου, με ένα μαντήλι που είχε μαζί της, σφούγισε το ιδρωμένο πρόσωπό μου.  Η θεια Καλλιόπη πήρε το σπασμένο χέρι και το έβαλε πάνω στο αχνιστό νερό μέχρι που ίδρωσε. Έπρεπε να μαλακώσει το χέρι και τα κόκκαλα να λυγάνε.
Ύστερα δούλευε γρήγορα και συγχρονισμένα τα δάχτυλα  των  χεριών  της στο πονεμένο χέρι με σιγουριά και σβελτάδα.
Ήξερε την δουλειά, είχε πολλά χέρια και πόδια γιάνει.
__Με βρήκατε πολύ κουρασμένη, μας είπε. Τέτοια θυσία δεν θα την έκανα ούτε για τα ίδια τα παιδιά μου. Αγάπαγα όμως την μάνα σας και για χατίρι της σου φτιάχνω το χέρι.
__Να και άλλη μια αγάπη για την μάνα μου, είπα μέσα μου και τώρα μού ήρθε στο νου, ξεχασμένη ύστερα από τόσα χρόνια.
Όταν σιγουρεύτηκε για το αποτέλεσμα , σταμάτησε, κοίταξε το χέρι ξανά και μου είπε:
__Σχεδόν ούτε κιχ δεν έκανες, ξεπέρασες τους άντρες. Δεν με κούρασες!
Περαστικά και σιδερένιο το χέρι σου…
__Ευχαριστώ θεια, της είπα, απλά και λιτά.
Πήρε το μπλε χαρτί, ζέστανε και άπλωσε πάνω  την ελατόπισσα και τύλιξε το πονεμένο χέρι. Μια ζέστη και μια ευχαρίστηση ένοιωσα μετά από τόσους πόνους. Περιτριγύρισε τον καρπό με το  ύφασμα. Έβαλε και τα καλάμια γύρω από τον καρπό για την ακινησία του χεριού, τα έδεσε με τις γάζες και το χέρι το κρεμάσαμε  στο  λαιμό.
__ Τα μάτια σου δέκα τέσσερα μην ξανά  πέσεις ώσπου να γιάνεις.
__Θα προσέχω θεια.
Της  Θεια Καλλιόπης τα χέρια άξια κι ευλογημένα ήσαν. Για την προσφορά της όλοι την εκτιμούσαμε και την αγαπούσαμε. Ήξερε απέξω κι ανακατωτά να γιατρεύει το μάτι, τους λιθοπάτες,  τον πυρετό και καταπολέμαγε από την ρίζα του την βασκανία. Κακός λόγος από το στόμα της δεν είχε βγει.  Ούτε είχα ακούσει κακό λόγο για αυτή.
Θυμάμαι με κοίταγε λυπημένη για ότι μου είχε συμβεί. Για κάθε κακό που συνέβαινε σε συνάνθρωπο, φαντάζομαι, έτσι πρόθυμη θα ήταν. Η έκφραση των ματιών της έδειχνε μια ξύπνια, αγαθή πονετική και προκομμένη γυναίκα.
Από τότε που μου ίσιωσε  το χέρι , κάθε ημέρα το βλέπω, μα και κάθε ημέρα βλέπω την θεια Καλλιόπη τη Γιοργούτσαινα και θυμάμαι την ιστορία μου.
Να είσαι καλά ΘΕΙΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ εκεί που είσαι! Ο Θεός να σε συγχωρέσει.

  B CIRAKAS 10.3.2013




2 σχόλια:

  1. Αγαπημένη μορφή μιας πατριώτισσας.Λίγοι την θυμούνται. Ρίχνει μια παγερή ματιά, μέσα απ' την φωτογαφία της. Η διεύθυνση κατοικίας της δεν είναι εδώ. Ξένη μέσα στους ξένους σαν μια περαστική ταξιδιώτισσα όπως την παρουσίασε ο Βαγγέλης αλλάζει για λίγο σταθμό!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δυναμική, ψύχραιμη, καντήρισσα και πολύξερη, ιδίως στα ιατρικά!
    Το χωριό για πολλά χρόνια στηριζόταν στις γνώσεις της και στην πρόθυμη βοήθειά της.
    Ο Βαγγέλης με το κείμενό του το αποδεικνύει.
    Από τότε πέρασαν λίγο τα χρόνια και οι νεότεροι δεν ενθυμούνται και δεν συγκινούνται.
    Δυστυχώς σήμερα δεν έχουμε παρόμοιο πρόσωπο να σα ειπώ:
    "...Ήταν σαν την......"
    Σίγουρα μετά δικαίων....

    ΑπάντησηΔιαγραφή