Του ΒΑΓΓΕΛΗ Κ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Έτσι θέλει ο μύθος τη γέννηση
του Κουρπού:
Στoύς
πρόποδες του Μαινάλου, στο Ιερό της Γλανιτσιάς
{ΜΥΓΔΑΛΙΑΣ} υπήρχε μια πηγή.
Ποιος ξέρει πόσα παρακάλια
και πόσες θυσίες έκαναν πάνω στον υπάρχοντα βωμό, οι άνθρωποι στους Θεούς ,για
να τους χαρίσουν την πλούσια αυτή πηγή.........
Σύμφωνα με το θρύλο το νερό
που ανάβλυζε, πότιζε, γονιμοποιούσε και έκανε την γύρω περιοχή όμορφη και καρπερή.
Οι βουκόλοι οδηγούσαν εκεί τα
βόδια , τ’ άλογα , τα πρόβατα και τα
γίδια τους να ξεδιψάσουν.
Κοντά εκεί στο μικρό Αρκαδικό
οροπέδιο ,λένε ότι υπήρχε μια πόλη. Άκουσα
τους γέρους, που καλλιεργούσαν τα γύρω χωράφια να λένε, ότι εκεί έβρισκαν πελεκητές πέτρες και πολλά κεραμίδια.
Από έναν μάλιστα άκουσα με τα αφτιά μου να λέει, ότι ο
γέρο Αναγνωσταράς ,όπως όργωνε το χωράφι του, ξαφνικά είδε το υνί να χώνεται μέσα στη Γή μισό μέτρο! Τα μουλάρια του σταμάτησαν
και δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. Εκεί
βρέθηκε ένα μεγάλο άδειο κιούπι! . Όλοι μιλούν για μια παλιά πόλη που βρισκόταν σ’ αυτόν το
τόπο και τ’ όνομά της ήταν Λενικά!
Ο γέρος μού μίλησε με
υπερηφάνεια για τους προγόνους μας
, τους δυνατούς Πελασγούς, που
πρωτοκατοίκησαν στην Αρκαδία και για τα
κυκλώπεια τοίχοι του ΙΕΡΟΥ ΤΗΣ ΓΛΑΝΙΤΣΙΑΣ, που αυτοί μόνο μπορούσαν να χτίσουν.
Σε αυτή την πλούσια με νερά
πηγή που χάριζε ευφορία κι ομορφιά στη
γύρο περιοχή, κάποτε πέρασε κοντά της ένα
Τουρκόπουλο.
Ο ήλιος τσουρούφλιζε τον
τόπο, τύφλωνε τα μάτια και ξέραινε τον λαιμό.
Το Τουρκόπουλο πλησίασε στην πηγή να ρίξει λίγο νερό στα μάτια του, να
διώξει τη λάβα και να ξεδιψάσει.
Για άλλες πηγές ο μύθος λέγει
ότι ο άνθρωπος έμπαινε στο νερό και γινόταν αθάνατος! Έπινε νερό στον κάτω κόσμο και λησμονούσε
τους ζωντανούς! Ο άρρωστος έπινε νερό
και γιατρευόταν…….
Για την πηγή, που ήταν κοντά
στο Ιερό της Γλανιτσιάς, ο μύθος λέει ότι το
Τουρκόπουλο, στην προσπάθειά του να πιεί νερό , γλίστρησε, έπεσε μέσα
και πνίγηκε! Αμέσως η μάνα του, η Τούρκισσα, για το αγιάτρευτο κακό που έπαθε,
καταράστηκε το νερό και είπε: «Σ’ άχρηστο τόπο να βγεί!» . Από τότε το
νερό χάθηκε! Οι παλαιοί
λέγανε ακόμα, ότι η Τούρκισσα
πήρε πολλά ποκάρια (μαλλιά από πρόβατα) και βούλωσε την πηγή . Το νερό έσουρε
μέσα στη Γη και βγήκε κοντά στο Λάδωνα Ποταμό.
Από τότε αναβλύζει εκεί ,και η πηγή λέγεται ΚΟΥΡΠΟΣ. Οι τσοπάνηδες της περιοχής που ήταν η
πηγή, μέχρι και πρόσφατα, ξάπλωναν και
βάζανε το αφτί τους πάνω στο χώμα και άκουγαν, λένε, το νερό που κατέβαινε στα
σπλάχνα της γης με θόρυβο!
Έβαλα κι εγώ τ’ αφτί μου στο
χώμα μια βολά , μα δεν άκουσα τίποτα!
Στην Αρκαδία έχουν καταγραφεί τελετές,
με σκοπό να εξευμενίσουν τις νύμφες σε
εποχές ξηρασίας, που δεν ήσαν και λίγες. Η
πηγή της Αγίας Παρασκευής (έτσι λέγεται σήμερα το μέρος) έρχεται μέσα από τη φαντασία των
ανθρώπων και τους μύθους και, καλά θα είναι, να μην σβήσει. Ας μείνει τουλάχιστον η παράδοση να θυμίζει στους κατοίκους την
πηγή και το νερό του ΚΟΥΡΠΟΥ.
Η έλλειψη του νερού στον τόπο
μας, έκανε την λαϊκή φαντασία να πλάσει τρελές ιστορίες. Αναφέρονται στοιχειά,
δράκοντες, νεράϊδες να κατοικούν και να προστατεύουν τις πηγές, φανταστικές και
μη.
Κάποια από τα στοιχειά, που
δεν ήσαν τόσο καλοπροαίρετα με τους ανθρώπους, έπνιξαν και το μικρό Τουρκόπουλο….
v
Στο τέρμα της πετρόσπαρτης ,
απόκρημνης βουνοπλαγιάς, μέσα από σχισμές βράχων, ξεπετιέται με θόρυβο, με θυμό,
με φοβέρα το νερό του Κουρπού.
Εκεί κοντά στην άκρη του
Λάδωνα, βγαίνει «ο μπούρμπουλας», η μεγάλη πηγή. Γύρω της κι άλλες μικρότερες πηγές αναβλύζουν,
στριφογυρίζουν και σμίγουν τα νερά τους.
Κάνουν μικρούς κύκλους γύρω τους, ώσπου να συνηθίσουν το φώς του ήλιου, τις
χαρούμενες φωνές των νυμφών, το κελάδημα των πουλιών.
Μια όαση νερού, μια μικρή
λιμνούλα γίνεται, αναταράσσεται,
αναδεύεται για να χορέψουν τα κάρδαμα, τα βούρλα και τ’
άλλα υδρόβια φυτά που είναι μέσα της και αυτά που την περιβάλλουν. Ένα ζευγάρι πέστροφες ερωτοτροπούν
ανεβοκατεβαίνοντας στα πρασινογάλαζα νερά και στα καταπράσινα φυτά του βυθού.
Τα νερά ζητούν διέξοδο,
μπαίνουν στ’ αυλάκι, γλύφουν τις ρίζες
του γέρο πλάτανου και των ιτιών που είναι κοντά στις πηγές,
ξεμουδιάζουν και παίρνουν το δρόμο τους.
Πορεύονται σ’ ένα ευρύχωρο και βαθύ αυλάκι που ακολουθεί τα ριζά της πλαγιάς,
παράλληλα προς το ποτάμι, σε αρκετή απόσταση ,ώστε ανάμεσά τους απλώνεται ο
στενόμακρος εύφορος κάμπος , «Το Νησί». Εκεί τα νερά του Κουρπού θα κάνουν το
θαύμα! . Ξεχύνονταν στα χωράφια τα
πότιζαν και τα δρόσιζαν και κείνα ξεχείλιζαν από ομορφιά και παραγωγή. Στο Νησί, στον μεγάλο καρπερό κάμπο, ο
περιβολάρης θα ποτίσει το αραποσίτι ,τα χαρόνια, τις ντομάτες και τα μποστανικά
του. Πόσες οικογένειες του χωριού μας εξασφάλιζαν τη διατροφή τους από την
παραγωγή του περίφημου αυτού κάμπου!
Το νερό είναι πολύ και περισσεύει
και με όση δύναμη έχει, προχωρεί
χιλιόμετρα ώσπου να φτάσει στο μύλο του Συμεού, αγνάντια και κοντά στης
Κυράς το Γεφύρι, να αλέσει εκεί το
σιτάρι και το αραποσίτι για να γίνει το
ευλογημένο ψωμί.
Η κατάρα της Τούρκισσας δεν
έπιασε! Ο Κουρπός έγινε πηγή ζωής για φυτά,ζώα και ανθρώπους!
Μέσα και γύρω στ’ αυλάκι
καθώς το γάργαρο νερό το διατρέχει, χλοϊζει ο τόπος όλος.
Βλαστοί, παρακλάδια,
μουχρίτσα, καλάμια και πολλά πλατύφυλλα φυτά ξεφυτρώνουν. Τα
φύλλα τους σμίγουν, χτυπούν με το
μικρό φύσημα του αέρα κι αυτό είν’ το
τραγούδι τους.
Σμίγει η φωνή τους , με το
θρόϊσμα των γύρω λεύκων, το ζουζούνισμα των εντόμων, το γλυκό κελάδημα των
πουλιών και το όμορφο πέταγμα των πεταλούδων.
Εδώ η φύση έχει συγκεντρώσει όλα
τα θέλγητρά της. Είναι μέρος αντάξιο για
διαμονή των Θεών, όπου συχνά κατεβαίνουν
από τις βαθύσκιωτες πλαγιές των βουνών,
διασχίζουν τον Λάδωνα ποταμό κι έρχονται
ν’ αναπαυθούν στη δροσιά της, ενώ Νύμφες
και Δρυάδες τους θέλγουν με τα τραγούδια τους.
Είναι η αστείρευτη πηγή, νερού, τραγουδιών και θρύλων.
Είναι ένα μέρος πρόσχαρο, ειδυλλιακό, γεμάτο
πρασινάδα, κρυστάλλινα νερά , λουλουδιασμένο τοπίο, πλημμυρισμένο με το φως του Απόλλωνα.
Ένας τόπος επιβλητικός,
αρωματισμένος απ’ τ ’αγριολούλουδα, γεμάτος ψίθυρους και μελωδίες πουλιών ,
φυτών και ζώων.
Κοντά και πάνω απ’ τις πηγές του Κουρπού, υπάρχει μια πλατύστομη
σπηλιά με στενά δρομάκια και μικρά
περάσματα. Θαρρείς πως εκεί κρύβονται
Νεράϊδες και Νύμφες από την ερωτομανία των Θεών και του Πάνα.
Από κει ακούς τον ψίθυρο της γης και την φωνή της
Περσεφόνης. Μπαίνοντας μέσα
βλέπομε υδρατμούς που με την άχνα τους λούζουν τον χώρο και
σταγόνες νερού να πέφτουν συνέχεια από την οροφή.
Στο βάθος, πυκνό σκοτάδι και
όταν το μάτι συνηθίσει ανταύγειες λαμπιρίζουν σε λιμνάζοντα νερά . Πιο μέσα το υδάτινο σπήλαιο
έχει όψη κόλασης. Ακούγονται μυστηριώδεις κρότοι και φόβος σε διακατέχει, θέλοντας
να επιστρέψεις το συντομότερο στο φως της ημέρας.
Από τις δυο πλευρές της
στενόμακρης, εύφορης κοιλάδας ,που τη διασχίζει
με τους φιδίσιους ελιγμούς του ο Λάδωνα και την αρδεύουν οι πηγές του Κουρπού,
σηκώνονται σκαλωτές ,ωραίες, περήφανες , πουρναροσκέπαστες πλαγιές. Στην κορυφή μιας πλαγιάς ανατολικά, φαντάζει ,σαν έμψυχο
απομεινάρι, η παρουσία του Κάστρου. Είναι ο «Παλιόπυργος», ένα οχυρό των Φράγκων που δεσπόζει στην κοιλάδα του Λάδωνα και στη
γύρω περιοχή.
Πάνω από τα ψηλά βράχια που
ρίχνουν τον ίσκιο τους στην απόκρημνη πλαγιά, στρέφω τα μάτια μου. Θέλω να
φανταστώ και να ιδώ στον πύργο παρατεταγμένους φύλακες, φρουρούς και
παρατηρητές να κατοπτεύουν, να επιβλέπουν τον τόπο και να φυλάνε τους αφέντες
τους.
Τριγύρω από το κάστρο στα
λιβάδια βόσκουν πρόβατα, γίδια και γελάδια.
Πιο πέρα στα τριάντα μέτρα
στέκεται ταπεινά το εκκλησάκι του Αγιώργη, ανάμεσα στα πανύψηλα
αιωνόβια πρίνια. Τόπος λατρείας, γαλήνης
και ηρεμίας.
Στην συνέχεια και στον απέναντι λόφο
απλώνεται ολόκληρος συνοικισμός! Τριάντα, τριανταπέντε καλύβια , τα
περισσότερα χωρίς χώρισμα για κότες , γουρούνια, ζα κι ανθρώπους! Μένουν όλοι μαζί! Είναι
ο συνοικισμός Παλιόπυργος. Άνυδρο μέρος
με ένα φτωχικό πολύχρωμο πλήθος
ανθρώπων, μαυρισμένων από τον ήλιο. Παιδάκια που κυνηγιούνται, γαϊδούρια
που σταλίζουν μπροστά στα καλύβια τους.
Οι φωνές σκορπίζονται γύρω χαρούμενες από
τα ευτυχισμένα μικρά παιδιά που παίζουν και
τρέχουν ανέμελα. Δυό γέροι κάθονται στο ρέχτη του καλυβιού πάνω σε δυο πέτρες και άλλος παρέκει, ετοιμαζόταν
να σηκώσει την βαρέλα στο στόμα να ξεδιψάσει. Ένας μικρός πετροβολούσε τις
κότες που βόσκανε λεύτερες σ’ ένα σοκάκι.
Εδώ όμως η ζωή είναι δεμένη απόλυτα με το νερό
του Κουρπού! Καμία άλλη πηγή νερού δεν
υπάρχει στον τόπο αυτό!
Από το μουλαρόδρομο που ανεβαίνει από τον Κουρπό για ‘κείνα τα καλύβια, όσο δεν τον σκεπάζουν
τα ψηλά κλωνάρια των δέντρων μπορείς να
ιδείς απέναντι το Αφροδείσιο όρος, άλλες μικρότερες βουνοκορφές και χωριά
σπαρμένα στις πλαγιές . Ο δρόμος αυτός,
σπαρμένος με πεσμένα κοτρώνια από τα συμπαγή βράχια του βουνού, είναι δύσβατος
και κουραστικός. Ένας δρόμος όμως που
δεν αδειάζει μέρα νύχτα από κίνηση, από κόσμο από ζωή, από βουή.
Αυτόν το δρόμο
κατεβαίνουν και ανεβαίνουν μουλάρια,
βαρυφορτωμένα γαϊδούρια, Παλιοπυργήσιοι γέροι, γριές ,νιές, παιδιά, άλλοι καβάλα, άλλοι πεζοί και ξυπόλητοι. Ακολουθούν
κοπάδια πρόβατα μέσα από περικοπά μονοπάτια, γίδια από γιδόστρατες. Λαχταρούν
το νερό του Κουρπού, του Λάδωνα, να ξεδιψάσουν.
Διψασμένος κόσμος, που
θέλει να
βουτήξει το κεφάλι του στην πηγή του Κουρπού να πιεί νερό και να
χορτάσει , να βρέξει τα μούτρα του, να πλύνει τα πόδια , τα χέρια του.
Φορτωμένα τα ζα με βαρέλες,
βαρέλια κουβαλούν το δροσερό νεράκι για τις ανάγκες τους. Κατεβαίνουν τον άθλιο και πολύστροφο δρόμο με κοφίνια λεβέτια και ρούχα
για πλύσιμο.
Τα κοντοπούρνια, τα βάτα , τα χαμόδεντρα περιτυλίγουν το δρόμο και τα ψηλά δέντρα, αποσκιάζουν και δροσίζουν τον κόσμο του Παλιόπυργου.
Κόσμος κατεβαίνει και
ανεβαίνει όχι μόνο στην πηγή. Είναι τα χωράφια κι ο κάμπος, που πάει η εργατιά με
την αξίνα, τον κασμά να σκάψει, να σπείρει να ποτίσει να θερίσει να μαζέψει τον
καρπό, τ’ αραποσίτια, τα φασόλια, τα κολοκύθια….
Στενός ο δρόμος, κάποτε
μπλέκουν τα φορτωμένα μουλάρια στις κοφτές στροφές , ξαφνιάζονται, προγκάνε.
Στα απότομα γυρίσματα, στους όχθους,
στις σκάλες τα ζώα δυστροπούν, σκουντιούνται, κάποτε κόβεται η ίγγλα και ώσπου να
‘ρθει ο αφέντης, ξεσαμαριάζουν.
Κόσμος, πολύς κόσμος, ανεβοκατεβαίνει
κείνον το δρόμο. Χαιρετιούνται, αστειεύονται, βοηθούνται, γελάνε, τραγουδάνε.
Ρόδισε το χαμόγελο της νιας
στα χείλη, απόδιωξε την κούραση και λέει
γλυκό τραγούδι της αγάπης να το
ακούσει ο νιος και να νοιαστεί.
Στο Νησί στο μεγάλο ίσιωμα
του κάμπου, δυο νέοι ξέκοψαν απ’ την παρέα. Με δυο γιοργαλίτικα άλογα καβάλα
τρέχουν να πιάσουν τα ταξιδιάρικα πουλιά του κάμπου. Τσιγκλάνε τ’ άλογα, οι χαίτες ανεμίζουν και τρέχουν ακράτητα πάνω στο πράσινο πέπλο του κάμπου
Τρέχουν δίπλα στον Λάδωνα με
φουσκωμένα ρουθούνια. Ο ίσκιος τους φοβίζει τα ψάρια που θαρρεμένα γλιστρούν στον αφρό. Πιο πέρα κοπάδια βόσκουν τα τρυφερά χορτάρια
και οι τσοπάνηδες ρίχνουν τις κάπες παράμερα στην ξερόμαντρα να καθίσουν.
Τα δυο άλογα εξακολουθούν να τρέχουν ακράτητα, μέσα
στον κάμπο και περνούν σύνορα χωραφιών, περιβόλια , δεντροστοιχίες αυλάκια και
λογής- λογής εμπόδια . Δεν χρειάστηκε πολύ, σε είκοσι λεπτά οι δυο αναβάτες κρατούν δυνατά τα χαλινάρια. Τα’ άλογα
μένουν ακούνητα, ξεφυσούν, στυλώνουν τα πόδια στο μέρος που έχουν και άλλες φορές σταματήσει ,
το ένα πρώτα και το άλλο μετά.
Φτάσανε στης Κυράς το Γεφύρι!…
Μια επίδειξη δεξιοτεχνίας και
τόλμης είχε τελειώσει. Ο κόσμος καμάρωνε τους νέους και οι νιες έλειωναν από
αγάπη και πόθο για τους δυο λεβέντες!
v
Σήμερα, στον Κουρπό, στον
κάμπο, στο Λάδωνα, στον Παλιόπυργο ερήμωση και σιγή βασιλεύει παντού.
Πάνε οι πολύξερες γριές με τα
ρυτιδωμένα και μαυρισμένα πρόσωπα, που πλέναν στην πηγή του Κουρπού και να
διηγούνταν ιστορίες.
Εχάθη το τραγούδι του
«κόπανου» και η κόρη, που έπλενε και λεύκαινε τα προικιά. Δεν θ’ ακούσουμε τον
ζευγά να φωνάζει τα βόδια , τα μουλάρια να οργώνουν το χωράφι βαθιά. Την γλυκόλαλη φλογέρα του τσοπάνη και το
τραγούδι που έλεγε η ναι για την αγάπη.
Όνειρο ήσαν και πέρασαν οι
αλησμόνητες ώρες στον κάμπο, με την ομορφιά και την πλούσια σοδειά. Πάει το
χλιμίτρισμα των αλόγων και το πέταγμα του σιτοκόρακα.
Πάει ο Λάδωνας του μεγάλου
κάμπου , πνίγηκε στην λίμνη που ο ίδιος έκανε με τα νερά του. Ο κάμπος έμεινε
βυθισμένος στο νερό , ένα τραγικό ερείπιο σπαρμένο με κουφάρια δέντρων και
μισογκρεμισμένων σπιτιών. Οι άρχοντες
του τόπου έφυγαν και λίγοι ζουν από τότε να διηγηθούν τις ιστορίες.
Ο Κουρπός σήμερα ξεχωρίζει
στην όχθη της γραφικής λίμνης του Λάδωνα. Περιτριγυρισμένος με το μυθικό
παρελθόν του τις απείρου κάλους φυσικές ομορφιές της γύρω φύσης και του νερού
του.
Τον παραστέκουνε σαν μάρτυρες ,τα δυο μισοβυθισμένα στο νερό,
γέρικα μα περήφανα πλατάνια που διηγούνται το μεγαλείο του χώρου.
Καθώς οι ακτίνες του ήλιου,
βουτούν στον πλημμυρισμένο με την λίμνη Κουρπό, σχηματίζονται πρασινογάλαζες
ανταύγειες, ποικίλοι χρωματισμοί, ζωηρές κινήσεις του μικρόκοσμου, ομορφιά
απερίγραφτη. Υπάρχει δρόμος να πάμε, στο
γάργαρο νερό του.
Ας ταξιδέψουμε σε χρόνους
μακρινούς ν’ ανταμώσουμε τους Θεούς με τις νύμφες και τις νεράϊδες να χορεύουν
με συνοδεία την λύρα και την φλογέρα.
Αξίζει ο Κουρπός και σήμερα την επίσκεψή μας, θα μας
αποζημιώσει!
B Girakas
Περα απο την ρεαλιστικη περιγραφη του περιβάλλοντα χωρου αλλα και των καταστάσεων που διαδραματιζονται σε αυτόν, ειναι συγκλονιστικη η καταπληκτικη ενναλαγή των εποχων αλλά κυρίως των συναισθημάτων. Διαβαζοντας αυτο το καταπληκτικο κειμενο εισαι σιγουρος οτι θα δεις νεους και γερους παλιοπυργιωτες να γελουν και να προσπαθουν να πλυθουν και να ξεδιψασουν. Είναι σιγουρο ότι θα δεις και σχεδον θα προσπαθησεις να πιασεις τα ψαρια που θα βγουν στον αφρο. Θα συχνωτιστεις όμως και με την προσμονγη και την λατρεια που νιωθουν οι "νιες" βλεποντας τα παλληκαρια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια βαθια αγαπη για τον τοπο σου βγαινει απο αυτο το κειμενο, μια λατρεια για το πως ήταν αλλα και μια γλυκεια θλιψη για το πως εγινε. Τα συναισθήματα αυτά θεωρώ θα πλυμμηρίσουν και οσους μπουν στην διαδικασια να το διαβασουν.
Εγω ως νεοτερη ελπιζω να εισαι καλα Β Giraka έτσι ώστε μέσα από τα κειμενα σου (τα εδω αλλά και αλλού, εντυπα ή ηλεκτρονικα) να συνεχίζεις να μας βοηθας να βλέπουμε τον τοπο μας μέσα απο τα δικά σου ματια. Γιατί η δική σου η ματια διαφερει παρα σαγκας απο αυτο που εμεις , οι νεοτεροι βλέπουμε. Σε προκαλούμε λοιπον το καλοκαιρι να δεσμευτείς να μας κάνεις και μια on site ξεναγηση!!!
Μπράβο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το κείμενο ξυπνάει στους Γλανιτσιώτες κάποιας ηλικίας γλυκές αναμνήσεις και φοβερά συναισθήματα.Οι εικόνες, πραγμαροκές για τότε, μας κάνουν να ξαναζούμε την παιδική μας ζωή, τόσο νοσταλγική κι ανεπανάληπτη, παρά τα δεινά της. Συγχαρητήρια στο Συγγραφέα.
γεια σου μυγδαλια με τα ωραια σου
ΑπάντησηΔιαγραφήγραψε κατι σχετικα με το παλαιοπυργο
ΑπάντησηΔιαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίχα πάει για να αλέσω σιτάρι, νομίζω ,στο μύλο του Συμεού και χρειάστηκε να κοιμηθώ εκεί μια νύχτα. Τον γλυκύτερο ύπνο έκαμα γιατί με νανούριζε ο μονότονος ήχος του μύλου. Πάνω σ' ένα αλευρωμένο κασόνι, με ελάχιστο φως που έστελνε τριγύρω ο τσιμπλής κοιμόμουν "σα μικρό παιδί!"
Εντύπωση μου έκαμε ο μυλωνάς που έμεινε ξαγρυπνος όλη τη νύχτα και οι στίβες τα σακιά από γενήματα που ήσαν για άλεσμα.