Τρίτη 20 Απριλίου 2021

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΥΡΟΜΑΝΤΗΛΟΥ

 

 

                                                                        Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου

 

                                             

Κόντευε να βγει και ο Νοέμβρης, οι ημέρες ήταν ηλιόλουστες και θαυμάσιες. Ο κορονοιός στις δόξες του και ο Θεός δεν με αξίωσε για  να επισκεφθώ,  έστω μια φορά , το  εξωκκλήσι  της Παναγίας της Μαυρομαντηλούς. 

Αυτή την επιθυμία μου την είπα στον φίλο μου τον Ηλία Καρτέρη  που ήταν κοντά μου.  Είχε το κατάλληλο μεταφορικό μέσο και ποτέ δεν μου χάλαγε το χατίρι.

__Αχ! Βρε Ηλία,  πόσο θα ήθελα να πάμε στα Κερπινιώτικα καλύβια;

__Τι να κάνεις  εκεί;

__Να είναι το εξωκκλήσι των Κερπινιωτών, της Μαυρομαντηλούς. Δεν έχω πάει και πολύ θα το ήθελα.

__Πάμε άμα θέλεις αύριο, αλλά γιατί τόση επιθυμία; Σε τόσα άλλα μέρη μπορούμε να πάμε.  Αυτό το είπε ειρωνικά και   χαμογελώντας.

__Γέρνει η ζωή μας και πρέπει να προετοιμαστούμε για την αιώνια βασιλεία. Του απάντησα!

__Εσύ φίλε ούτε στην πόρτα δεν μπορείς να πλησιάσεις εκεί .

__Εγώ προσπάθεια κάνω και ότι μπορέσω και κερδίσω. Και συ που ξέρεις πως δεν θα με δεχθεί ο Άγιος Πέτρος στον παράδεισο;

__Ξέρω εγώ, έχεις πολλές αμαρτίες και δεν μπορείς να τις απαλείψεις   με επισκέψεις σε εκκλησίες, χωρίς έργα.  Δεν κάνεις τίποτε αγόρι μου, να το ξέρεις, για την κόλαση είσαι.


Πες τουλάχιστον πως εδώ μας έφαγε η μοναξιά με τον κορωνοιό και θέλεις να ξεφύγεις.

__Είναι και αυτό Ηλία. Τις προάλλες είδα σε ένα βίντεο που μου το έστειλε φίλος, τον παπά Γιώργη, με Κερπινιώτες  εκεί , σε γιορτινή διάθεση.

Είχαν στρώσει τραπέζι με τα χρειαζούμενα κοψίδια και κρασί και έτρωγαν ευχαριστημένοι . Το εκκλησάκι φαινόταν όμορφο και πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να πάμε.

__Εγώ παλικάρι μου, έχω πάει εκεί όταν κυνήγαγα. Αλλά να είσαι έτοιμος αύριο πρωί  να πάμε.

Έτσι έγινε και την άλλη μέρα ξεκινήσαμε για το εκκλησάκι της Μαυρομαντηλούς.

Φύγαμε δέκα η ώρα  από το χωριό μας Μυγδαλιά, περάσαμε από το χωριό Κερπινή και η τυχαία συνάντηση έξω από το καφενείο, με τον παπά Γιώργη  ήταν πολύ ευχάριστη.  Μας προέτρεψε να επισκεφθούμε το εκκλησάκι και να προσκυνήσουμε την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής .

Ο παπά Γιώργης, ποιος δεν τον ξέρει, είναι καρδιά ανοιχτή, ξεχειλίζει από αγάπη και καλοσύνη. Είχε και το τρίτο πόδι μαζί του,  την μαγκούρα του καθώς μας πλησίαζε,  έβγαλε την μάσκα του και  άγιος όπως είναι μας ευλόγησε.

__Θα πιάσει καλύτερα η ευχή σου παπά Γιώργη χωρίς την μάσκα;

 τον ρωτήσαμε  κι εκείνος συμφώνησε και  αστειευόμενος  φαινόταν ατόφιο το χαμόγελό του.

__ Εκεί που θα πάτε, το κλειδί είναι στην πόρτα, να την ξανακλείσετε.  Αν και δεν έχει μέσα τίποτε να κλέψουν. Η φθινοπωριάτικη φύση μας αποζημίωσε, μέχρι να φθάσουμε. Το εκκλησάκι  είναι μικρό , όμως κάτασπρο και φανταχτερό και βρίσκεται στις πρόποδες  του καταπράσινου, με πουρναρόδεντρα , Δρακοβουνίου.

Οι Μπαλουρδαίοι  βέρα Κερπινιώτες μεγαλογιατροί στην Αμερική πρωτοστάτησαν  και έκαναν μαζί με πολλά άλλα έργα στο χωριό τους  και αυτό το εκκλησάκι .

Αυτός ο Ηλίας οδηγούσε με το τζιπ, τον αδιάβατο με άλλο αυτοκίνητο δρόμο και αστειευόμενος, γέλαγε κάνοντας ακόμη χαρμόσυνη την ημέρα. Σε δυο μεριές στάθηκε με το αυτοκίνητο και τράβηξα φωτογραφίες τα πλάγια , που είχαν δέντρα με κιτρινισμένα και ματωμένα φύλλα.

Ούτε τσοπάνη, ούτε πρόβατα είδαμε πουθενά, ο τόπος έρημος από φωνές και τραγούδια. Κάποτε έβλεπες τον τόπο γεμάτο ζωντανά και ανθρώπους που δούλευαν τα χωράφια. Άκουγες τραγούδια και τα τσιοκανοκούδουνα χάλαγαν τον κόσμο. Βλέπαμε καλύβια ανοιχτά, κόσμο, πρόβατα,  γίδια , βόδια και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κίνηση.

Πολλά τέτοια ήρθαν στο μυαλό μου, καθώς πλησιάζαμε στην Μαυρομαντηλού. Σε μια στροφή του δρόμου, είδαμε μια βρύση, Όμορφη στο χτίσιμο, με πελεκητές και ταιριαστές  πέτρες , με δυο κορύτες . Εδώ έπεφταν με τα μούτρα στο νερό και ξεδίψαγαν, τα ζωντανά και οι άνθρωποι ύστερα.

Πιο κει φαίνονταν κατάλευκο το εκκλησάκι . Κοντά του ένας πρίνος ψηλός τουφωτός έκανε συντροφιά όλο το χρόνο στο εκκλησάκι και  στους Άγιους.  Την ώρα που φτάσαμε κόντευε μεσημέρι, η πρωινή πάχνη είχε σκορπίσει και λίγα αγριοπούλια φτεράκαγαν εκεί γύρω, χαίρονταν τον ήλιο και τραγουδούσαν.

Πάνω ψηλά του βουνού  η πλαγιά ήταν κατακόρυφη, καταπράσινη, φουντωτή, μέχρι την κορυφή που φαινόταν γυμνή και κάτασπρη από τα βράχια. Την άλλη πάντα από το βουνό, φαινόταν ο φιδίσιος Λάδωνας, με στολισμένες τις  όχθες του με φθινοπωρινά χρώματα. Στο βάθος τα χωριά  η Πουρναριά και  η Δάφνη λιάζονταν σαν αλεπούδες με τον ζεστό ήλιο.

Πιο αλάργα απάτητες βουνοκορφές, άδεντρες, γυμνές από πράσινο, απότομες που μόνο αποδημητικά πουλιά πέρναγαν από πάνω τους.

Θεέ μου πόσος κόσμος υπήρχε παλιότερα εδώ και τώρα πόση μοναξιά υπάρχει;  Αυτή η μοναξιά σε τρελαίνει και νοιώθεις από τώρα  ανυπεράσπιστος  και χαμένος πάνω στην γη.

Γύρω από το εκκλησάκι περπατούσαν οι άνθρωποι , έβλεπαν τα αστέρια , τα φώτα, άκουγαν τα βήματα, τα τραγούδια, τα γέλια, τις χιλιάδες χαρμόσυνες  φωνές, ονειρεύονταν και σχεδίαζαν  χαρούμενα πράγματα για το αύριο και πορεύονταν σαν να ήταν αθάνατοι.

Ευτυχώς δίπλα μου ο Ηλίας τονώνει το ηθικό μου με ιστορίες του χωριού, με τον κόσμο που έζησε και αγάπησε και έτσι σταματάει εκεί το γλυκόπικρο ονειροπόλημα κοντά στην Μαυρομαντηλού.

Κοιτάγαμε τριγύρω μια τις άδεντρες, μυτερές κορυφογραμμές με τον Λάδωνα, τα αντίπερα χωριά και όσο πλησιάζαμε, το μάτι μας έπεφτε στο εκκλησάκι . Πλησιάσαμε στην είσοδο με γρήγορα βήματα, σαν να φοβόμαστε, πως θα έφευγαν οι Άγιοι και δεν θα μας περίμεναν.  Ανοίγοντας την πόρτα, μπροστά ο Ηλίας πίσω εγώ, μπήκαμε μέσα. Ολοχρονίς ψυχή φαίνεται πως  δεν πάτησε εκεί. Κανένας κυνηγός ή κανένας τσοπάνης αν πέρασε. Αράχνες κρέμονταν  στις γωνιές και στα εικονίσματα, μπουχός ήταν κάτω στο δάπεδο, στο τέμπλο και στα καθίσματα. Οι εικόνες μας κοίταγαν με χαρά και ευχαρίστηση για την εκεί επίσκεψή μας.

Είδαμε τις εικόνες και αυτήν της Ζωοδόχου Πηγής, που ήταν στο προσκυνητάρι και την άλλη που ήταν στο τέμπλο και τις προσκυνήσαμε. Είδαμε και τις άλλες εικόνες του Χριστού και της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας. Όλες ήταν αφιερώσεις στο Ναΐσκο από  πιστούς.

Προσευχήθηκα και ζήτησα από την Παναγία να με βοηθήσει να υπομονέψω  τον Ηλία, για όσα σε βάρος μου καταμαρτυρούσε. Ο Ηλίας δεν ξέρω ακριβώς τι ζήτησε από την Παναγία, το βέβαιο όμως είναι πως ζήτησε η εγγονή του η Ηλιάνα να είναι καλά.

Ξανά κάναμε τον σταυρό μας , ρίξαμε μια τελευταία ματιά κατάματα στις εικόνες και βγήκαμε έξω στον περίβολο, που άλλοτε οι άνθρωποι κρασοπίνανε και γλεντούσαν.  Αναπαράσταση για χορό που γινόταν παλιά  δεν γινόταν με τους δυο μας και απέφυγα να το ειπώ στον Ηλία. Δυο κουρούνες ψηλά στον ουρανό σκούζανε κρα  κρα και προχωρούσαν προς την δύση. Ο Ηλίας καθόταν στο τιμόνι και με περίμενε, να βγάλω φωτογραφίες με το πάσο μου,

__Βγές έξω από το αυτοκίνητο  του φώναξα να σε βγάλω μια φωτογραφία, τόσο δρόμο κάναμε να ρθούμε.

__Δεν βγαίνω, θα με βάλεις στο Ιντερνετ και δεν θέλω να κάνω μηνύσεις. Έτσι πήραμε το δρόμο του γυρισμού.

Μάθαμε στον γυρισμό από έναν τσοπάνη  πως γινόταν παλιότερα μεγάλο πανηγύρι , με κλαρίνα και κόσμο από όλα τα χωριά. Πήγαιναν καβάλα στα μουλάρια και στα γαϊδούρια. Τότε είχαν και  άλογα οι Κερπινιώτες και συναγωνίζονταν στο δρόμο. Όταν απόλαγε η εκκλησία άκουγες χαιρετούρες, προσφωνήσεις , χαιρετιόνταν και συστήνονταν σε όποιους δεν γνώριζαν. Πολλά μας έλεγε ο τσοπάνης  και δεν έχασα ευκαιρία να τον ρωτήσω.

__Τον δικόν μου, τον είδες καμιά φορά με το άλογο στην Μαυρομαντηλού;

__Ποιός είναι ο δικός σου;

__Ο μπάρμπας μου ο Τσαγκαρόγιαννης, που είχε την Κωστούλα και τις δυο του τσιούπες , την Ελένη και την Δέσποινα.

__Συγγενής σου Ε!

__Ο μπαρμπα Γιάννης Φουρνόδαυλος  ήταν αδερφός της μάνας μου!!

__Τι λες! Καλός άνθρωπος, όλοι τον αγαπούσαμε, για την πραότητα και τα καλαμπούρια του και βέβαια ερχότανε με τα δύο άλογα τον καρά και τον τσίλη.  Έφερνε μαζί του και δυο τσίτσες κρασί  για όλους. Ευχαριστημένοι πήραμε το πισάγναρο  και γυρίσαμε στο χωριό γεμάτοι από πολύχρωμες εικόνες του φθινοπώρου και τις ευλογίες των Αγίων και της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής.

22/11/2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου