Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

ΟΙ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΣ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΑΓΙΑΣΗ

                                                            

                                                                                        Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου

Ξύλο με ξύλο δεν μέλεβε ,ούτε σειρήνα  ούτε κούτσουρο, παρά λίγα πουρνάρια  στιβαγμένα  κοντά στην  συκιά προς το γαλάρι. Η κυρά Διαμάντω με ένα σχοινί στο χέρι  έφθασε στο πάνω μέρος της κουτσοδημητρούς και άρχισε να μαζεύει κουτσούρες , σύγχοντρα ξύλα και πουρνάρια. Ξύλα που πριν λίγες ημέρες είχε κόψει ο πατέρας. Δεν άργησε να ετοιμάσει μια βαριά ζαλιά. Σε λίγο κουβαλούσε το βαρύ δεμάτι στην πλάτη της.

    Πόνους ένοιωθε η φτωχιά από το σχοινί , που είχε δέσει στους ώμους της τα ξύλα. Δεν έφτανε την κούραση που τράβηξε,  την προηγούμενη ημέρα, με το καθάρισμα του σπιτιού. Με όλη την δύναμή της κουβάλαγε  το βαρύ φόρτωμα.

      Ο δρόμος δύσβατος  μόλις μπορούσε να δρασκελίσει.  Σε μια σκάλα διπλώθηκαν τα πόδια της και έπεσε, ευτυχώς πάνω σε δυο τούφες, που την συγκράτησαν  να    μην κατρακυλήσει  στο  ρέμα. Ήταν  τόσο αποκαμωμένη που δεν μπορούσε να λύσει το σχοινί   από το φορτίο για να σηκωθεί. Μια κουτσούρα με το παραμικρό κούνημα της κένταγε τα πλευρά και ο πόνος ήταν δυνατός.  Μπροστά στην φτώχεια της στην δυστυχία   της δεν είχε ποτέ αντικρύσει τέτοιον κατατρεγμό. Μια φορά που έπεσε ,φορτωμένη  με ένα πλευρό βελάνι, ήταν μικρό το πρόβλημα.  

    Ήταν Κυριακή που άλλη αναπαύονται και ευλογούν το όνομα του Θεού. Σε δυο ημέρες ήταν παραμονή της  Πρωτάγιασης. Άστραψε και μπουμπούνιξε ο ουρανός, και άστραψε και στο μυαλό της. Λές ο Θεός να με τιμωρεί; Σκέφθηκε. Ο Θεός  παρήγγειλε έξι  ημέρες να δουλεύεις  και την έβδομη να τον προσκυνάς, είπε και προσπάθησε να φωνάξει βοήθεια και ας μην την ακούει κανείς στην ερημιά που ήταν.

    Τι ήταν μπρός σε αυτό το κακό, η πείνα ,η φτώχεια και η γκρίνια του πατέρα της  Γεμάτη   απελπισία εφώναζε,  και έκλαιγε,  αλλά οι φωνές,  και τα δάκρυα δεν ωφελούσαν. Ώσπου μια φωνή ακούστηκε, Διαμάντω, Διαμάντω  παιδάκι μου που το έβαλες τόσο βάρος; Άιντε  να χαθείς, να χαθείς, της  είπε η γυναικεία φωνή και έτρεξε  να την βοηθήσει να απελευθερωθεί  από το βαρύ φορτίο. Δεν ήταν άλλη από την  Θειά Πατσιεύω.  Με τα ξύλα πρόβλεπε να ανάψει μεγάλη φωτιά, να ζεσταθεί η οικογένεια και να καλοδεχτεί τον Παπά, που πρωί ,πρωί  θ’ αρχόταν  να αγιάσει το σπιτικό.

    Όλη η οικογένεια  σηκώθηκε πρωί , πρωί , νίφτηκαν  όλοι  με την σειρά , και με πουρνάρια και τις κουτσούρες της Διαμάντως  άναψαν  μεγάλη φωτιά. Η κυρά Διαμάντω καμάρωνε, για την προσφορά της , παρ΄ όλον  ότι η πλάτη της την πονούσε, και μικρές γραντζουνιές στο πρόσωπό της και τα χέρια της θύμιζαν την περιπέτειά της. Στα δυο ξύλινα σκαμιά , κοντά στο τζάκι, είχαν  μπεί  κεντηστά μαξιλάρια του αργαλειού  και στο παραγώνι ηταν απλωμ΄ενο  ένα προσκέφαλο..

    Ο κυρ Ντίνος ήθελε την εξ ουρανού θεία φώτιση όλης της οικογένειας, και την δική του. Πίστευε με το αγιασμό θα σταμάταγε τις φωνές, και θα έκανε  καλό ξεκίνημα για τον καινούργιο χρόνο. Δέχτηκε με ευχαρίστηση να ακούσει τα κάλαντα από τα παιδιά του και συμμετείχε και ο ίδιος.

           Ήρθανε τα φώτα και ο φωτισμός, και χαρές μεγάλες των αφεντών……..

          Συριανά κυρά μου μπηγής ,μπηγής, σπάργανα μαζεύω  κεριά βαστείς,

         αύριο θ’ ανεβούμε  στους ουρανούς, να ρίξουμε δρόσους και  λιβανούς,

         να  αγιαστούν οι βρύσες και τα νερά, να αγιάσει κι  ο αφέντης με την κυρά……

    Ο παπάς δεν άργησε να ακουστεί με την συνοδεία δυο μικρών παιδιών, κάτω στα παραθύρια του κυρ Μήτσου. Έπρεπε να γυρίσει  με την σειρά τα γειτονικά σπίτια πρώτα .Όταν ήρθε η ώρα ακούστηκαν βήματα στην πέτρινη αυλή του σπιτιού, και η μαύρη σιλουέτα του παπά ξανάφανε. Μπαίνοντας στο σπίτι, καλημέρισε είπε χρόνια πολλά και αμέσως με την  καλλίφωνη  μουσική του , έψελνε: Eν Ιορδάνη βαπτιζόμενός σου Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη  προσκύνησις του γαρ γενήτορος………

    Με παρατεταμένο τον  Σταυρό και με ένα κλωνί βασιλικό που είχε στην αγιαστούρα ,αγιάζει  με το φίλημα του Σταυρού όλη την  οικογένεια, πρώτα,  και ύστερα το εικονοστάσι, και συνέχεια όλους τους χώρους του σπιτιού. Ο παπάς δέχθηκε το φίλεμα της οικογένειας ,σταφίδες, μύγδαλα, και γλυκά. Και προτού φύγει  ένα με δυό σαγάνια σιτάρι από το κασόνι μπαίνουν στο δισάκι που κρατούν τα παιδιά. Αφήνει λίγο αγιασμό σε μια αλουμινένια κανάτα, εύχεται χρόνια πολλά ,χαιρετά και φεύγει για καινούργια σπιτικά. Ο κυρ Ντίνος χαρούμενος ξεπροβοδίζει τον παπά και του λέγει μπράβο παππά……μας ευχαρίστησες.

    Η κυρά Διαμάντω χύνει τον περσυνό αγιασμό , και  βάζει  τον καινούργιον σε ένα μπουκαλάκι.  Η φωτιά με τις κουτσούρες της Διαμάντως καίει ακατάπαυστα και ζεσταίνει τα σώματα και τις ψυχές της οικογένειας. Παιδιά ε παιδιά, αύριο είναι  ο μεγάλος αγιασμός, σήμερα δεν θα αρτυθεί κανένας, ούτε λάδι θα φάτε , είπε η Διαμάντω. Θα πάμε στην εκκλησιά, είναι τα Θεοφάνεια. Θα πάρουμε αγιασμό για να πιούμε, όποιος δεν νηστέψει δεν θα πιεί αγιασμό, να το ξέρετε, αύτές  τις οδηγίες έδωσε. Θα πρέπει ν’ αγιάσουμε τα ζωντανά μας, τα γαϊδούρια μας, τα πρόβατά μας, τα χωράφια μας. Μα γιατί θα πρέπει να αγιασθούν όλα αυτά που λές Διαμάντω ; την ρωτήσαμε. Ακούτε:  Τα χωράφια θα κάνουν πολλά γεννήματα, τα ζωντανά και αυτά θα είναι  παραγωγικά, και δεν  θα ψοφήσουν. Ενώ εμείς θα φωτιστούμε και θα είμαστε δίκαιοι και καλοί  άνθρωποι  και οι καλικάντζαροι θα φύγουν από κοντά μας.

                                                      B  Girakas  5.1.2011                                           

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου