Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

ΚΕΡΑΜΙΔΑΔΕΣ

                                                                                             Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου



Όλο το βράδυ έβρεχε. Ο  Ντίνος  ξύπνησε τα μεσάνυχτα και  η βροχή είχε κοπάσει. Αναδεύτηκε στο αχυρένιο στρώμα του δυο τρείς φορές και πάλε τον πήρε ο ύπνος. Με το φώτιμα ξύπνησε  κι ετοιμαζόταν να σηκωθεί.
Άπλωσε στοργικά το χέρι του στο κεφάλι του γιού του και ύστερα το έφερε θωπεύοντας  απέξω στο σκέπασμα προς τις πλάτες του. Για λίγο έμεινε αμήχανος και ξανά έσουρε το χέρι του προς την πλάτη του παιδιού του .
.











Θλίψη απέραντη τον

κυρίευσε και μια υπέρμετρη ανησυχία τον έπιασε. Φοβήθηκε  να μην αρρωστήσει ο γιός του. Η πλάτη του παιδιού ήταν βρεγμένη κα μια σταγόνα νερού χτύπησε στον καρπό του χεριού του. Τώρα  στο καταχείμωνο το σπίτι του μέσα στάζει.  Στάζει νερό και φαρμάκι στην ψυχή του.


Δούλευε πάνω από την μπόρεσή του σε διάφορα αφεντικά και στις δικές του δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Αυτό δεν μπόρεσε να το προβλέψει πως θα γινόταν αυτό το χειμώνα. Το καλοκαίρι είχε γυρίσει τα κεραμίδια.
 Δοκιμάσθηκε η αντοχή και η δύναμή του μα  έμεινε ψύχραιμος χωρίς να βλαστημήσει. Πέταξε με δύναμη το σκέπασμα πιο κεί και σηκώθηκε όρθιος. Τράβηξε το στρώμα του γιού του πιο πέρα,  που δεν έσταζε και έβαλε το χαλκωματένιο ταψί να πιάνει το νερό της βροχής που μια  ξεκίναγε και μια  σταμάταγε.
Οι στάλες χτύπαγαν ρυθμικά στο κέντρο του ταψιού τακ, τάκ, τακτάκ τινάζονταν στον αέρα και άφηναν έναν μεταλλικό ήχο στην αρχή. Ύστερα χτύπαγαν πάνω στο μαζεμένο νερό  και ο ήχος άλλαζε και κόπαζε ο θυμός στις σταγόνες, που έπεφταν μέσα. Είχε σχηματιστεί ένας υγρός κύκλος έξω από το ταψί χάμω στο πάτωμα.
 Λίγα κεραμίδια που είχε σε μια γωνιά του κατωγιού,  δεν μπορούσε για την ώρα να τα χρησιμοποιήσει. Τα κεραμίδια της σκεπής βρεγμένα και ραγισμένα όπως ήταν, με το μικρό κούνημα θα έσπαζαν και το νερό θα έπεφτε όλο μέσα.
Και άλλα γερασμένα σπίτια που στέγαζαν ανθρώπινες ζωές είχαν σαθρές κεραμοσκεπές και έσταζαν μέσα. Και του Πάνου το σπίτι  και του Χρίστου και πολλά άλλα σπίτια και  καλύβια είχαν προβλήματα. 
Έτσι  ένα βράδυ έσμιξαν  Ο Τσιριμόπανος,  ο Τζιράκας ο Ντίνος, ο Ντουσιοχρίστος  ο Φωτιόγιαννης, και ο Τσιαγκρής. Συμφώνησαν   την άνοιξη, να κάψουν κεραμιδοκάμινο. Να προστατέψουν τα σπίτια τους,  τις φαμελιές τους τα ζωντανά τους απ’ την βροχή και το κρύο.
Είπαν και στον Ηλία να γίνει συνέταιρος, μα κείνος είπε όχι,  το ξέκοψε.
__ Κεραμιδάς εγώ δεν γίνομαι τους απάντησε. Μια φορά φτιάξαμε κεραμίδια και το κάναμε «κούτσουρο». Είπα κι εγώ να σκεπάσω την φαμελιά μου και να την έχω το χειμώνα  στεγνή. Μα δεν την έβαζα καλύτερα κάτω στο κορμό του μεγάλου δέντρου. Το σπίτι δεν κράταγε ολότελα.
Σαν μέσασε ο Μάης κατηφόριζαν στο ποτάμι  ο Τζιράκας  κι ο Ντουσιοχρίστος φίλοι και αχώριστοι στις δουλειές . Θα έβλεπαν τα καμίνια του Λάγιου  και του Μπάντου   στου Πάλμα κοντά στο Λάδωνα πιο ήταν καλύτερο να χρησιμοποιήσουν.
Εκεί είχε καλό χώμα το νερό κοντά και η ποιότητα  των κεραμιδιών εξασφαλισμένη.
Τυχεροί ήταν που βρήκαν τον Δήμο τον Μπάντο εκεί στον κάμπο. Εκείνος τους παραχωρούσε για την δουλειά τους,  το δικό του καμίνι με λίγα κεραμίδια που θα  έπαιρνε  στο μερτικό του παραπάνω. Ο Δήμος ήταν πολύ ευχαριστημένος που συμφώνησαν να χρησιμοποιηθεί το δικό του καμίνι. Και των άλλων καμινιών η θέση ήταν αρκετά πλεονεκτική. Ζήτησε να γίνει και αυτός συνέταιρος και το δέχτηκαν.  
Τέλος Μάη ήταν που  ξεκίνησαν για το καμίνι που όριζε  ο Μπάντος,  μαζί  με τον Ντουσιοχρίστο. Μέχρι τον Αγιολιά που ήταν ξάγναντο στο χωριό θα συναντούσαν τον Ντίνο τον Τζιράκα , τον Τσιαγκρή και τον Τσιριμόπανο. Αυτοί θα ξεκίναγαν πιο πρωί με ένα γαϊδαράκι  φορτωμένο με φτυάρια, κασμάδες καλούπια  κοφτερά εργαλεία  και το φαί τους, για το καμίνι. Το καμίνι ήταν πάνω από μια ώρα μακριά. Καθώς βγήκαν έξω από το χωριό,  προς το καταράχι άκουσαν την φωνή του Ντίνου και είδαν  τον λαγή γάιδαρο του, με τσουκλωμένα αφτιά να περπατάει νωχελικά. Συντόμεψαν τα βήματά τους να τους φτάσουν.
Το πρωινό κρύο έτσουζε και τα χέρια τους πάγωναν από τον δροσόπαγο καθώς περνούσαν δίπλα από σπαρμένα σταροχώραφα. Η απόσταση που τους χώριζε  μίκρυνε . Στον Αγιολιά σμίξανε και οι  πέντε. Χαιρετήθηκαν πρώτα ο Ντίνος με τον Ντουσιοχρήστο με τον δικό τους τρόπο που ήξεραν και ύστερα αντάλλαξαν την καλημέρα τους όλοι. Περπατώντας έφτιαναν το  πρόγραμμα ποιος θα σκάψει που θα μαζέψουν το κοκκινόχωμα, ποιος θα το κουβαλά ποιος θα το στουμπάει να γίνει ψηλό σαν σκόνη κλπ. Ήταν τόσες πολλές οι δουλειές μέχρι να κάνουν την λάσπη με το ποταμίσιο νερό που ο ένας μπερδευότανε στην δουλειά του άλλου.
Για να φτιάξουν το καμίνι να καίει ήθελε ξύλα κόψιμο και κουβάλημα και τόσες άλλες δουλειές .
Έχει πίκρες το καμίνι ώσπου να βγούνε τα κεραμίδια εξομολογήθηκε  ο Μπάντος. Θέλει μεγάλη προσοχή μην την πάθουμε σαν τον Τσιότσιολα τον συγγενή.
__Όλο ιστορίες είναι ευτούνος (αυτός)! Τι έπαθε ρώτησαν τον Μπάντο.
__Όπως ξέρετε είναι ένας συμπαθητικός άνθρωπος, αργός στις δουλειές του, μα γελαστός και εύθυμος. Είχε δουλέψει στο Μαρουδέϊκο καμίνι. Πρέπει να έμαθε ορισμένες δουλειές γύρω από το ψήσιμο των κεραμιδιών.
__Τήρα μην έμαθε. Τον διέκοψε ο Τσιαγκρής.   
__Είχε μερτικό από την γυναίκα του την Κατερίνη. Πέρσι λοιπόν που δούλευε στο καμίνι πήρε κεραμίδια στο μερτικό του και τα πούλησε στην Ντίνα που τα είχε ανάγκη για το σπίτι της. Εκείνη δεν έμεινε ευχαριστημένη και το είπε στην αγορά που τον συνάντησε μπροστά σε άλλους.  
__Θα τον πρόσβαλε η Ντίνα, κάποιος συμπλήρωσε!
__Ναι θα του χαλάγανε το καλαμπούρι. Την αλήθεια είπε η γυναίκα,  είπε ο Τσιαγκρής αφού της πούλησε κεραμίδια άψητα ! Και το σπίτι δεν κράταγε κουκιά!
__Μπάρμπα τα κεραμίδια που μας έδωσες δεν ήταν καλά. Στάζανε!!! Του είπε. Και εκείνος με γέλια της απάντησε.
__Το ξέρω Ντίνα. Για να ιδείς το καλοκαίρι που δεν θα βρέχει θα στάζουνε;  Έτσι έκλεισε το θέμα εύθυμα και διπλωματικά χωρίς πρόβλημα.
Καθώς προχωρούσαν μέσα τους μεγάλωνε η περιέργεια πως θα βρουν το καμίνι. Αν ήθελε φτιάξιμο, αν το νερό από το ποτάμι που θα έπαιρναν ήταν μακριά και τα ξύλα του δάσους ήταν κοντά και πολλά άλλα.  Ο Δήμος είχε τον πρώτο λόγο. Ήξερε το καμίνι του.
__Όλα είναι  κοντά στο καμίνι τους έλεγε και το χώμα και το νερό και τα ξύλα. Οι γυναίκες μας δεν θα κουραστούν  με ζαλιές να κουβαλήσουν τα ξύλα. Αποκοντά και μείς θα βοηθήσουμε να τελειώσουνε σε μια δυο  μέρες το πολύ.
Καθώς έφτασαν στον Παλιόπυργο, έβλεπαν καλύβια, αχυρώνες και σπίτια μισογκρεμισμένα, με γερτές σκεπές και τοίχους ραϊσμένους από τα νερά της βροχής.
__Αν τα είχαν σκεπάσει, δεν θα είχαν γεραντίσει έτσι, είπε ο Ντίνος ο Τζιράκας. 
__Φτωχοί και κακόμοιρη είναι και τούτοι,  που να βρούν κεραμίδια πέταξε ο Τσιαγκρής.
Στυλωμένος στη μάντρα κοντά στο καλύβι του, στεκότανε ο Φωτειόγιαννης και ο Λάγιος. Περίμεναν να ενωθούν και αυτοί στην παρέα τους. Έτσι είχαν συνεννοηθεί. Να γίνουν όλοι συνεταίροι, μια παρέα, μια δύναμη. Θα έκαιγαν το καμίνι και θα έβγαζαν κεραμίδια να σκεπάσουν τα σπίτια τους.
Το καμίνι  ένα τετραγωνισμένο κτίσμα 12 τ.μ  περίπου καλά κρατιόταν. Λίγες πέτρες πεσμένες τις έβαλαν στις θέσεις τους  και όλοι απλώθηκαν στις δουλειές. Άλλος έσκαβε για να βγάλει το χώμα, άλλος καθάριζε το μέρος και έκανε αλώνι να βάζουν τα κεραμίδια.  Δύο της παρέας  πάνω σε μια τζιβιέρα κουβάλαγαν το χώμα κοντά στο καμίνι και έκαναν σωρό.  Άλλος έφερνε νερό από το ποτάμι.
Τρία τσοπανόπουλα πήραν μέρος  και αυτά στην δουλειά. Με χοντρά γυριστά ματσούκια (ξύλα) χτύπαγαν το χώμα έσπαγαν τους βόλους και τους έκαναν σκόνη. Κοσκίνιζαν ύστερα το χώμα και το  έκαναν σωρούς..
Πέρασαν 4-5 ημέρες δουλειάς ήλιο με ήλιο ώσπου να ξεκινήσουν το φτιάξιμο της λάσπης.  Σήμερα οι περισσότεροι  έκοβαν ξύλα και τα έκαναν αγκαλιές έτοιμες για μεταφορά κοντά στο καμίνι.
Πιο πάνω μέσα στο δάσος έφτυναν τα χέρια τους και κατέβαζαν τα τσεκούρια στους κορμούς των δέντρων. Ακουγότανε ο αχός τους από μακριά  και  από τις ρεματιές κατέβαινε στο ποτάμι και έσμιγε με το βουητό του. Και τα δέντρα  έβγαζαν τον ανοιξιάτικο χυμό και έπεφταν σκόρπια στην γη. Πήραν το δάσος συνέπαγα και έκοβαν ότι έβρισκαν μπροστά τους, πουρνάρια, αχλάδες Πρινιά σφεντάμια. Βιάζονταν να τελειώσουν μέχρι το βράδυ. Αύριο είχαν σειρά οι γυναίκες να κουβαλήσουν τα ξύλα.
Την άλλη ημέρα  μέσα στο λάκκο έβαλαν το χώμα και  έριχναν το ποταμίσιο νερό. Ο Ντίνος με την αξίνα από την μια πλευρά και ο Τσιριμόπανος από την άλλη αναγωμούσαν το χώμα και το νερό πήγαινε παντού. Ο  Φωτειόγιαννης και  ο Λάγιος ετοιμάζονταν για το ζύμωμα   της λάσπης.  Σήκωσαν μέχρι το γόνατο τα μπατζάκια τους, ξυπόλητοι όπως ήταν μπήκαν στο λάκκο. Αυθόρμητα μελωδικές νότες ακούστηκαν που ανατάραξαν την γαλήνη του τόπου και του δάσους. Όλοι πέταξαν τα σύνεργα απ τα χέρια τους, άφησαν τις δουλειές τους, σήκωσαν την κουρασμένη μέση τους και έκπληκτοι αγνάντευαν τους ζυμωτές της λάσπης που τραγούδαγαν  πιασμένοι χέρι χέρι  και χόρευαν.
Άφταστοι σε τέτοια οι κεραμοποιοί μας μαζεύτηκαν γύρω τους , τους κύκλωσαν και με τα παλαμάκια τους σιγοντάριζαν. Έλεγαν ένα γρήγορο τραγούδι συρτό  « Σαν πήρα έναν κατήφορο, την άκρη το ποτάμι και το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο….»  Τα πόδια τους τρέχανε γρήγορα και η λάσπη ζυμωνότανε χωρίς καθυστέρηση.
Οι δυο τους συνέχιζαν να χορεύουν και η λάσπη πιτσιλούσε τα πόδια, το σώμα και το πρόσωπο μέχρι που έγιναν αγνώριστοι.  Είχαν και μια ατυχία. Ο Λάγιος καθώς έκανε μια γυροβολιά, γλίστρησε το πόδι του στην λάσπη και κυλίστηκαν και οι δυο χάμω.  Γέλασαν και με σάτιρα που σκάρωσαν:

                                                Χρίστος ο Ντούσιας  μάστορης

                                                Και λασπιντζής ο Ντίνος

                                                Βοηθός τους ο Τσιριμόπανος

                                                Και Κόφτης ο Μπαντοδήμος.

Ήταν μεσημέρι που κάτσανε σε λιθοσωρό, μισόγυμνοι, κουρασμένοι, άλλοι με ένα μαντήλι δεμένο στο κεφάλι να φάνε.
Κατέβασαν από το δέντρο τα τράϊστα τους και έβγαλαν το φτωχό φαγητό τους ψωμί, μυτζήθρα και κρεμμύδια και τρώγανε. Κάτω στον Κάμπο σε χέρσα χωράφια βοσκούσαν γελάδες, το ποτάμι βούιζε και μακριά στο βάθος κάποιος ερχότανε προς το μέρος τους. Τους ζύγωσε με ένα κοφίνι,  περασμένο το χερούλι του, στο αριστερό μπράτσο. Ήταν ο Γιάνης ο Χρυσόγιαννης. Τον καλωσόρισαν και εκείνος με το δεξί χέρι τους μοίραζε κοντούλες  κατακίτρινα αχλάδια γινωμένα.
__Νυχτώσαμε φώναξε ο Μπάντος. Πρέπει να φτιάξουμε την λάσπη  κεραμίδια. Δεν θα προλάβουμε να την τελειώσουμε  μέχρι την δύση. Είναι πολύ  και αν μείνει θα ξεραθεί.
__Βιαστείτε φώναξε και ο Τσιριμόπανος δεν θα βλέπουμε να πάμε στο χωριό και θα μείνουμε εδώ.
Ποιος τους άκουγε όμως! Όλοι ήταν αφοσιωμένοι στον Ντουσιοχρίστο που τους δίδασκε δήθεν και τους έλεγε:
__Καμίνια είναι οι κλίβανοι που είχαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας και έβγαζαν τσουκάλια, λαήνες, πιθάρια, κανάτια, βίκες, πιάτα και ότι χρειάζονταν για τις ανάγκες τους . Πηλό λέγανε την λάσπη και το χώμα ήταν η πρώτη ύλη για όλα τα πήλινα που φτιάνανε οι αγγειοπλάστες.  Δηλαδή εμείς σήμερα με τα κεραμίδια αν φτιάναμε και κανένα κανάτι η καμιά γαβάθα να τρίβουμε μέσα γάλα, θα λεγόμαστε αγγειοπλάστες και κεραμοποιοί.
Η φωνή του Μπάντου αυτή την φορά  ήταν πιο επιτακτική και όλοι τον άκουσαν και πήγαν στα πόστα τους. Το βάρος το έριξαν να φτιάξουν κεραμίδια.
Ο Ντουσιοχρίστος είχε φτιάξει πάγκους με κορμούς από λεύκες που ήταν στην άκρη το ποτάμι και εκεί επάνω είχαν καλούπια όμοια με κεραμίδια. Ο Μπάντος κι ο Λάγιος έπαιρναν μικρή ποσότητα λάσπης όπως κάνανε και άλλες φορές στα καμίνια τους και την έριχναν με δύναμη στα καλούπια. Με ένα βρεγμένο  ξύλο ίσιωναν την λάσπη ώσπου  να πάρει την φόρμα του καλουπιού.  Αυτό ήταν το άψητο κεραμίδι που το έπαιρναν οι βοηθοί  σιγά σιγά να μην χαλάσει η φόρμα του.  Το  πέρναγαν ελαφρά με βρεγμένο πανί να γυαλίσει το κεραμίδι και να κλείσουν οι πόροι και το άφηναν  στον ήλιο,   τρείς με τέσσερες μέρες να ξεραθεί.
Ο Τζιράκας κι ο Τσιριμόπανος πήραν ένα καλούπι να φτιάξουν και κείνοι κέραμους όπως έλεγε τα κεραμίδια ο Ντουσιοχρίστος.  Μα το καυστικό πείραγμά του « κεραμίδια φτιάχνετε  ή κορύτες» τους απέτρεψε να συνεχίσουν.
Στην αρχή τα λιασμένα κεραμίδια  τα μάζεψαν κάτω από το δέντρο. Μα σαν συγκεντρώθηκαν πάνω από πέντε χιλιάδες τα έβαλαν με τάξη σε ντάνες με ειδικό τρόπο μέσα στο καμίνι για να ψηθούν.
Την άλλη μέρα έφεραν στο καμίνι και τις  γυναίκες και τις  κόρες τους όσες μπορούσαν. Όλες μαζί ζαλιά, κουβάλαγαν η μια πίσω από την άλλη και σώριαζαν αγκαλιές , αγκαλιές τα κλαριά γύρω από το καμίνι.  Εκεί να ιδείτε ομορφιά και κοκκινάδες του τόπου από τα χρωματιστά ρούχα. Εκεί να ιδείτε όμορφα κορμιά, γεροδεμένες κοπέλες και να ακούτε γλυκόηχα τραγούδια.  Στα κεφάλια τους φορούσαν τα μαντήλια τους και είχαν φορέσει  τις γιούρντες τους να μην τους τρυπούν την μέση και τα πόδια τα ξύλα.
Σαν ήρθε η ημέρα να κάψουν το καμίνι, ο καιρός ήταν γλυκός. Το βράδυ θα έμεναν εκεί, θα ξάπλωναν εκ περιτροπής να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν λίγο. Το καμίνι έπρεπε να καίει σταθερά και συνέχεια για είκοσι ώρες.
Η δουλειά ήταν σκληρή, είχανε και αυτόν τον Ντουσιοχρίστο που έδινε όλο διαταγές και το έπαιζε πρωτομάστορας, χωρίς να σκύβει την μέση του να κάνει κάτι.
Έβαλαν φωτιά στο καμίνι και ο μαύρος καπνός ανέβαινε στα ύψη. Καλόψητα και σιδερένια  τα κεραμίδια παρέα φώναξε ο Τσιριμόπανος και καλόκαυτο το καμίνι.
Στραβά κουτσά πέρασε ο καιρός. Μετά από τρείς μέρες τα κεραμίδια είχαν κρυώσει και  ήταν στητά  όρθια το ένα δίπλα στο  άλλο σε ντάνες κοκκινωπά και καλοψημένα . Είχαν κι ατύχημα με το ψήσιμο. Πολλά κεραμίδια μετακινήθηκαν  μέσα στο καμίνι. Άλλα διπλώθηκαν στα δύο, σε άλλα στράβωσαν οι άκρες τους  και άλλα ενώθηκαν μεταξύ τους.  Δεν το έβαλαν όμως  κάτω.
Πέντε  φορές  καμίνιασαν οι συνεταίροι μας και μοιράστηκαν χιλιάδες  κεραμίδια και στέγασαν τις φαμελιές τους.  
 Έδωσαν και σε χήρες και σε αδύνατους συμπατριώτες τους και σε τσοπαναραίους που είχαν ανάγκη οι καλύβες και τα σπίτια τους. Μέχρι σήμερα βρίσκουμε σκόρπια χειροποίητα κεραμίδια περασμένων εποχών. Ξεχωρίζουν από το ακανόνιστο σχήμα, το πλάτος το πάχος και  το χρώμα.
Επάνω τους  έχουν  την μυρουδιά του ιδρώτα αυτών των ωραίων ανθρώπων. Των κεραμοποιών!!!!
Σε ένα κεραμίδι κορφιάτη ίσως χρωστάω κι εγώ την ζωή μου. Καθώς γεννήθηκα με παρέα μικρός και αδύνατος ζέσταναν το κορφιάτη με τύλιξαν με ρούχα και με ακούμπησαν στο ζεστό αυλάκι του κεραμιδιού.
Κάποιοι λίγοι ακόμη κρατούν ζωντανή την θύμηση των καμινιών του χωριού και των ανθρώπων που πάλεψαν αγωνίστηκαν και στέγασαν τα όνειρά τους. Οι νέοι αγνοούν αυτό το αρχαίο επάγγελμα παντελώς.
Οι πρωταγωνιστές του κειμένου μου είναι πραγματικά ονόματα που δεν ζουν πλέον. Οι περισσότεροι όμως δούλεψαν σε καμίνια, ίσως και όλοι. Δούλεψαν πεινασμένοι, βουτηγμένοι μέσα στην λάσπη, στην υγρασία και στην ζέστη του καλοκαιριού και του καμινιού. Εργάστηκαν  σε έναν τόπο γεμάτο κουνούπια που τους έβγαζαν τα μάτια. 

Τους θαυμάζω και τους τιμώ.

7.2.2018



 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου