Του ΒΑΓΓΕΛΗ Κ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Τον ειδοποίησα πως ήθελα να τον δω. Δεν είχα μιλήσει μαζί του άλλη φορά. Ήταν γνώριμος και δεν μου χάλασε το χατίρι. Καλόκαρδα με χαιρέτησε και μου έδωσε το χέρι του στο απλωμένο δικό μου.
Ο Παλιός γ ε λ α δ ά ρ η ς, κάθισε στο πεζούλι , πολύ κοντά μου, πάνω σε μια ίσια πλάκα σαν να είχε μυστικό να μου ειπεί.
Ήξερα ότι ήταν πολύ δεμένος με τον Άσπρο του (Αχελώο), που πιο κάτω κατρακύλαγε τα βουερά νερά του. Άλλο τόσο ήταν δεμένος και με τα γελάδια του, που παλιότερα νεότερος τα έβοσκε στα χλοερά λιβάδια του. Σκούντημα ήθελε να ξεκινήσει με ιστορίες για το ποτάμι και τα γελάδια του.
__Πες μου,
κυρ Πέτρο, ιστορίες με τα γελάδια σου. Τον παρακίνησα
Σκύβει το κεφάλι κάτω, σαν να θέλει να πάρει από την γη τις μνήμες. Το πρόσωπό του φωτίστηκε από χαρά. Μιλάει αργά σαν να ζει τώρα κοντά τους. Η έκφρασή του αλλάζει όψη και στο μυαλό του έρχεται η στιγμή που ανοίγει την πόρτα να πάνε τα βόδια για βοσκή.
Νοσταλγικά θυμάται τις
ενενήντα πέντε γελάδες μάνες, που
είχαν γεννήσει κείνη την χρονιά.
Το μυαλό του περιπλανιέται στο χώρο, στα χλωρά λιβάδια, στους αλμυρόβαλτους, στα έλη του γλυκού νερού, στις αμμώδεις όχθες του Ασπροπόταμου κι αρχίζει και ξετυλίγει μια μια τις αναμνήσεις του.
__Μου φαίνεται πως ακούω τώρα το ποδοβολητό που πήγαινα κοντά στο κοπάδι κυνηγώντας το με σφυρίγματα και σελαγίσματα, άλλοτε να φύγουν από τον στάβλο και άλλοτε να μην μπούνε μέσα στους βάλτους.
Έτσι ξεκίνησε και συνέχισε:.
Τα βόδια μας έβοσκαν και τσαλαβουτούσαν στους βοσκότοπους και τα έλη μαζί με σταχτοτσικνιάδες και πελαργούς. Παλιά εκεί είχε και λύκους. Όρμαγαν ομαδικά και έτρωγαν τα βόδια. Τα μικρά ήταν δύσκολο να γλυτώσουν. Τα βόδια μαζεύονταν γύρω από τα μικρά τους για προστασία. Οδοιπορούσαμε ασταμάτητα μέσα στα μονοπάτια. Είχαμε και ο κάθε ένας άλογα από δύο τρία . Όποιος δεν είχε έπιανε από άγρια άλογα και τα ημέρευε. Εδώ είχε πολλά άγρια άλογα. Πώς να περπατήσεις και να φτάσεις κοντά στα γελάδια σου; Ο κάμπος και τα έλη ήταν απέραντα.
Έχει πολλές ιστορίες ο Άσπρος…..
__Απ’ τους χώρους που βόσκανε τα γελάδια σας, θα έχεις πολλές αναμνήσεις! Τον ρώτησα.
__Πολλές! Τούτος ο τόπος είναι για μένα ιερός. Θυμάμαι το ποτάμι αγριεμένο και θολό κατέβαινε και είχε πλημμυρίσει τα χωράφια. Τότε μου πήρε δυο γελάδες, αλλά χαλάλι του, ζούσαν οι άλλες από δαύτονε που πλημμύριζε και κάρπιζε ο τόπος.
Πολλές φορές μέναμε εκεί σε μια καλύβα και έχανα τον δρόμο συχνά για να την βρω . Η νύχτα, όταν δεν είχε φεγγάρι, ήταν πίσσα, σκοτάδι και το νερό γυάλιζε. Κινδύνευες να πέσεις μέσα στα στάσιμα νερά, στους νερόλακκους. Η φύση εκεί δεν κοιμόταν ημέρα νύχτα και ήταν γεμάτη χρώματα και ρυθμούς από τις φωνές του μικρόκοσμου.
Για μένα εκεί τα ζωντανά ήταν η χαρά και η ζήση μου. Ήταν καλότροπα, ήξερα τα χούγια τους και κείνα το μόνο που δεν είχαν μιλιά, να συνεννοηθούμε.
Σαν άκουσε την κουβέντα, δεν άργησε, ήρθε και ο μικρότερος ανιψιός του κοντά μας.
__Θυμάσαι, μπάρμπα, τις δυο γελάδες με το γουρούνι, που τους έσκισε την κοιλιά;
__Πώς δεν το θυμάμαι! Που βγήκαν τα άντερα και το στομάχι κατάλακα!
Σαν άκουσα αυτόν το διάλογο, τους ρώτησα.
__Μα τι έγινε; Επιτέθηκε το γουρούνι στις γελάδες;
__Ναι! Όρμησε πάνω τους πρώτα στην μία και ύστερα στην άλλη και τις χτύπησε στην κοιλιά και της μιας βγήκαν τα άντερα έξω!
Τότε έστειλα τον ανιψιό μου και έφερε κλωστή και βελόνα, και σήκωσε τα μάτια του πάνω του, για επιβεβαίωση.
Ο ανιψιός του συμπλήρωσε:
__Ναι, με έστειλε στον τσαγκάρη και έφερα σουγλί, βελόνα και κλωστή, που έραβε παπούτσια, παπουτσόκλωνα. Πρώτα έραψε ο μπάρμπας μου με μεγάλη τέχνη το στομάχι της γελάδας. Το έπλυνε καθαρά με νερό και ύστερα το έβαλε μέσα στην κοιλιά με τα έντερα. Η αγελάδα καθότανε χάμω ήσυχα. Πού και πού γύριζε και μας κοίταγε. Ύστερα της ράψαμε προσεχτικά και το δέρμα της. Το θυμάμαι καλά, μπάρμπα, που τα χέρια σου ήταν μέχρι ψηλά τα μπράτσα ματωμένα. Έπειτα έβγαλες το πουκάμισό σου και σκούπισες την γελάδα εξωτερικά.
__Κι εγώ το θυμάμαι, ανιψιέ.
Το πρόσωπό του έγινε χαρωπό, πήρε μια ασυνήθιστη γλύκα για ότι έκανε για την γελάδα του και συμπλήρωσε:
__ Η γελάδα έζησε τότε και πέντε φορές γέννησε μετά. Τρείς ημέρες ήμαστε κοντά της και δεν την αφήσαμε μόνη.
Τ’ αγάπαγα τα ζώα μου και με γνωρίζανε. Σαν έβαζα τα χέρια στο στόμα και τα ‘κανα χωνί, φώναζα: «Αστέρω ! Κοκκίνω…»
Ακούοντας τα ονόματά τους εκείνα σήκωναν το κεφάλι ψηλά και με τα μεγάλα μάτια τους με κοίταγαν και άκουγαν. Γύριζαν πίσω σαν ήθελα. Μου είχαν αγάπη, όπως κι εγώ τ’ αγαπούσα. Όταν γένναγαν, άνθρωπος δεν ζύγωνε κοντά τους, τον τρούπαγαν με τα κέρατα. Εγώ πλησίαζα και με γροικάγανε από την μυρωδιά και έπαιρνα το μικρό τους. Το μόνο που έκαναν μουγκάνιζαν και έρχονταν κοντά μου.
Τώρα θα ειπώ μια ιστορία για να καταλάβεις πόσο αγαπάγαμε τα ζωντανά μας.
__Έχει καιρό ακόμη, του είπα.
__Μπα! Σήμερα αύριο θα γεννήσει, επέμεινε, γιατί τα μαστάρια της είναι ερεθισμένα και έχουν κατεβάσει γάλα.
Εγώ το έβλεπα και το ήξερα . Ήθελα όμως να ιδώ πόση γνώση έχει ο ανιψιός μου.
__Απόψε πρέπει να μείνουμε κοντά στην γελάδα, του είπα. Δεν ξέρουμε μέχρι αύριο τί θα μας ξημερώσει.
Απόκαμε η αγελάδα, δυο μέρες γένναγε! Την είδαν και άλλοι βοσκοί, αλλά μαύρο μαντήλι κρέμασα στο μυαλό μου για δαύτηνε.
__Πάει η αγελάδα, είπα, δεν έχει ζήση. Έρχεται ανάποδα το μοσχάρι και η γελάδα ασήκωτη, χάμω σαν τον βράχο. Η γέννα όταν έρχεται ανάποδα από το κανονικό το νεογέννητο είναι ό,τι το χειρότερο και για το μωρό και για τη μάνα. Ο κίνδυνος για τη ζωή τους είναι άμεσος. Κάναμε συμβούλιο με τον ανιψιό και με δυο τρείς βοσκούς ακόμη, που ήρθαν να βοηθήσουν. Μια σκέψη μου ‘ρθε στο μυαλό. Να κάνω καισαρική τομή, να βγάλω από μέσα της όπως όπως το μικρό μοσχαράκι, που ακόμα κλότσαγε με τα πόδια στην κοιλιά της , μπας και γλυτώσω την μάνα γελάδα. Εκείνη μούγκριζε από τον πόνο και τον καημό για το παιδί της που δεν ήρθε ακόμη.
Έβγαλα το σακάκι μου και με τα χέρια τόλμησα και κατάφερα να γυρίσω το μοσχάρι μέσα στην μήτρα της! Μέχρι που εκείνο έβγαινε με τα μπροστινά πόδια και το κεφάλι μαζί. Έτσι γέννησε καλά η γελάδα και… γλύτωσε! Η χαρά της φαινόταν καθαρά μέσα από τα αστραφτερά της μάτια, για την βοήθειά μας στη δύσκολή της ώρα.
Στο μυαλό του Πέτρου έρχονταν έντονες και άλλες αναμνήσεις και εικόνες και ήθελε να τις διηγηθεί. Εμείς, χωρίς διακοπή, την αφήσαμε και συνέχισε:
__Μια άλλη φορά, φαίνεται, είχαμε αργήσει να βοηθήσουμε μια γελάδα μας, που γένναγε. Δεν την πήραμε είδηση έγκαιρα και αποκαμωμένη, έγειρε το κεφάλι της στα πλάγια και πάει. Την σούραμε και με άλλους τσοπάνηδες στην ρίζα του μεγάλου ευκαλύπτου και την θάψαμε μέσα κει. Την τιμήσαμε όσο δεν έπρεπε.
_ Τα βόδια είναι απρόβλεπτα και δεν μπορείς να μαντέψεις την συμπεριφορά τους. Ένα μεσημέρι κοντομάζεψα το κοπάδι στο στάβλο. Εκείνα ανασγουρλεβότανε. Όσο και αν φώναζα να ηρεμήσουν, δεν γινότανε τίποτε. Δυο βόδια σπάσανε με το κορμί τους την ξύλινη λιασιά και έφυγαν τρέχοντας και πέσανε στα βαλτόνερα! Και άλλα ταράζονταν ολόκληρα και ακολούθησαν τα πρώτα, μέχρι που έφυγαν οι μύγες που τσίμπαγαν τα ζώα και ηρέμησαν.
__ «Κούκιξε το βόδι», λέγαμε στο χωριό μου. Του είπα
__Αυτό είναι, απάντησε. Άμα τα πιάσει η μύγα, εκεί να ιδείς τι κάνουν! Τα παίρνουν όλα μπροστά και δεν σταματούν με τίποτε!
Και συνέχισε:
Οι ετοιμόγεννες γελάδες πολλές φορές έρχονταν κοντά μου και με τα μεγάλα τους μάτια ήθελαν να μου μιλούν. Με πλησίαζαν και έτριβαν τα μούτρα τους πάνω μου και, με την μεγάλη τους και χοντρή γλώσσα, με γλύφανε.
Μια φορά η Μπιρμπίλω μας μπήκε στο βάλτο, την ακολούθησε και το μοσχάρι της και σε ένα «μάτι» πνίγηκε το καημένο! Δεν μπορούσαμε να την πάρουμε από εκεί. Από την λύπη της δεν έτρωγε και η ματιά της έπεφτε προς τα κει που χάθηκε το παιδί της. Πώς να περιγράψω την λύπη της!
__Σ’ ακούγανε όταν τους φώναζες; Καταλάβαιναν ότι νοιαζόσουν για αυτές;
__Είχαμε μια καλή σχέση. Άλλοτε τους μίλαγα τρυφερά και χαδιάρικα και άλλοτε σαν πέρναγαν τους φράχτες και χάνονταν στους βαλτότοπους φώναζα σκληρά και απειλητικά να ακούσουν και να γυρίσουν πίσω. Εκείνα καταλάβαιναν.
Είχε η δουλειά μας χαρές και λύπες, συγκινήσεις και στενοχώριες.
Πόσες φορές βρεγμένοι μείναμε στην αχυροκαλύβα χωρίς φωτιά και η κοιλιά να γουργουρίζει από την πείνα και δεν είχαμε ούτε ένα ξεροκόμματο ψωμί να φάμε.
Όλα αυτά τα έλεγε με μια νοσταλγία, με ένα πάθος σαν να ήθελε να τα ξαναζήσει, αν μπορούσε.
Ο ανιψιός, σαν άκουγε τις ιστορίες του μπάρμπα, χαιρόταν και τούτος και πέταγε η ψυχή του να βρεθεί κοντά στο ποτάμι, που και κείνος έβοσκε και καμάρωνε τις γελάδες του.
__Πάμε; Με παρακίνησε.
Κι εγώ άλλο που δεν ήθελα να ιδώ το ποτάμι με τις ομορφιές του. Έτσι πήραμε το αυτοκίνητο και διασχίσαμε τους απέραντους δρόμους, δίπλα από κανάλια, βαλτότοπους, όπου οι αγελάδες έβρισκαν ελευθερία και άφθονη τροφή.
Συνεχίσαμε το ταξίδι, ανάμεσα από ελιές, πικροδάφνες, πλατάνια, απέραντους καλαμιώνες και πυκνή βλάστηση. Ολόγυρά μας βάλτοι, καθρέφτες με στάσιμα νερά, κανάλια παντού, γεμάτα φωνές, ψίθυρους ζωής. Μια ποίηση και μια φύση γεμάτη χρώματα και ρυθμούς, που δεν κοιμάται ποτέ.
__Εδώ ο τόπος ήταν άλλοτε σκεπασμένος με έλη που αποξηράνθηκαν και έγιναν καλλιεργήσιμες εκτάσεις με μεγάλη παραγωγή προϊόντων. Τώρα βλέπεις ένα γοητευτικό θέαμα. Από τη μια οι καλλιέργειες, από την άλλη κοπάδια αγελάδων και προβάτων βόσκουν στους αλμυρότοπους των εκβολών του ποταμού σε καταπράσινα λιβάδια. Είναι πράγματι ένας ζωγραφικός πίνακας.
Σαν είχα ακούσει ότι υπάρχουν άγρια άλογα στην περιοχή ρώτησα τον ανιψιό.
__Πού είναι τα άγρια άλογα;
__Είναι από την άλλη πλευρά στο βάθος, μακριά από δω. Δύσκολα να τα πλησιάσει κανείς. Εγώ τα έχω δει πολλές φορές, μου είπε. Είναι άλογα σε άγρια κατάσταση και χάνονται σαν αστραπή και δεν κάθονται να τα καμαρώσουμε, αντιδρούν και φεύγουν.
Αυτός ο τόπος, έχει πολλά να δεις. Κοίτα ψηλά, με προτρέπει.
Είναι ένας γύπας που τρώγει τα ψόφια ζώα. Ήταν στον ουρανό και έκανε μεγάλους κύκλους.
Στα ξερά κλαδιά μιας ψηλής λεύκης είχαν μαζευτεί καλιακούδες και κάθονταν αμέριμνες. Σαν κούνησα το χέρι μου δήθεν απειλητικά, με κρωξίματα έφευγαν για την κορυφή άλλων δέντρων.
Ο ανιψιός, σε κάθε σημείο που σταμάταγε, αγνάντευε αχόρταγα το μέρος και σαν κάτι να έλεγε.
__Το ξέρεις αυτό το μέρος; Τον ρώτησα και ίσως του διέκοψα τις σκέψεις του.
__Ναι, εδώ βρισκόμουν πολλές φορές με τα γελάδια και τον μπάρμπα μου. Πιο κάτω, έφτιαχνα φράχτες με κέδρους για να συγκεντρώνουμε τα ζώα. Να! εκεί ακόμη φαίνονται τα ίχνη. Ύστερα βάζαμε και σύρμα να μην φεύγουν τα βόδια. Εκεί στο ύψωμα μαζεύαμε τα γελάδια με τον Αρχηγό, και εννοούσε τον πατέρα του! Ήταν δικά μας τα μέρη. Εδώ ήταν όλα όμορφα, ήταν η ζωή μου. Μια ζωή όμως σκληρή και πολύ δύσκολη με στερήσεις και ταλαιπωρία και χωρίς μέλλον.
Έτσι έκλεισα τα μάτια μου και έφυγα, δεν υπήρχε προκοπή εδώ. Πάντως αυτά τα μέρη τώρα μου λείπουν. Είπε και συνέχισε να οδηγεί.
__Εδώ ήταν η καλύβα, που μέναμε πολλά βράδια και γύρω μας τα γελάδια.
Κάθε φορά που έριχνε τα μάτια του προς τα κει, πολλές θύμισες του ερχόντανε και έβλεπα το πρόσωπό του λυπημένο.
__Εδώ ερχόμουν με τον αρχηγό. Είχε πολλούς λαγούς και με μάθαινε κυνήγι. Τί να πρωτοθυμηθείς για αυτά τα ωραία μέρη!
Δεν ήθελε να μου ειπεί πολλά, στενοχωριόταν….
Όση ώρα μιλάγαμε, οδηγούσε κιόλας. Σε κάποια σημεία πλησιάσαμε τσικνιάδες σε ένα καταπράσινο λιβάδι, με τις μεγάλες φτερούγες τους και το περήφανο βάδισμά τους .
Στο βάθος βλέπουμε ένα κοπάδι βόδια. Δυο αγελάδες ξεκομμένες, κοντά η μια στην άλλη, αλλά από διαφορετικά κοπάδια, περιποιούνται τα μικρά τους, που μόλις είχαν γεννήσει. Το κανάλι με το νερό δεν μας επιτρέπει να τις πλησιάσουμε. Σταθήκαμε τάχα να πάρουμε ανάσα και κοιτάζουμε άλλοτε τις δυο γελάδες και άλλοτε στο βάθος το απομακρυσμένο κοπάδι.
__Ποιανού είναι τα βόδια; τον ρώτησα.
_Του ξάδερφού μου, είπε, και τα μάτια του έλαμπαν από χαρά.
Σιγά σιγά αφήσαμε τους βαλτότοπους και φτάσαμε στην μπούκα του Αχελώου. Εκεί που χύνει τα γοργοστρόβιλα νερά του στο Ιόνιο Πέλαγος, απέναντι από τα νησάκια Εχινάδες. Διασχίζοντας τον φαρδύ παραθαλάσσιο δρόμο, συναντήσαμε, στην ακροθαλασιά ψαροκαλύβες πολές, δίπλα σε καταγάλανες δαντελένιες ακρογιαλιές.
Ήμαστε τυχεροί σαν φτάσαμε εκεί. Στην αριστερή πλευρά, εκατοντάδες ερωδιοί είχαν γεμίσει την θάλασσα. Μας μάγεψαν με το περήφανο περπάτημά τους και το κόκκινο χρώμα τους! Το πέταγμά τους, σαν κατάλαβαν την κοντινή παρουσία μας, ήταν απόλαυση!
Βιαζόμαστε να γυρίσουμε πίσω. Η περιοχή αυτή έχει κι άλλες πολλές ομορφιές. Μας περιμένουν οι Αρχαίες Οινιάδες με τον λόφο του Βασιλιά Τρίκαρδου, το σκαλιστό πάνω στο βράχο Θέατρο, το αρχαίο Νεώριο και άλλες πανάκριβες επισκέψεις.
Το μυαλό του περιπλανιέται στο χώρο, στα χλωρά λιβάδια, στους αλμυρόβαλτους, στα έλη του γλυκού νερού, στις αμμώδεις όχθες του Ασπροπόταμου κι αρχίζει και ξετυλίγει μια μια τις αναμνήσεις του.
__Μου φαίνεται πως ακούω τώρα το ποδοβολητό που πήγαινα κοντά στο κοπάδι κυνηγώντας το με σφυρίγματα και σελαγίσματα, άλλοτε να φύγουν από τον στάβλο και άλλοτε να μην μπούνε μέσα στους βάλτους.
Έτσι ξεκίνησε και συνέχισε:.
Τα βόδια μας έβοσκαν και τσαλαβουτούσαν στους βοσκότοπους και τα έλη μαζί με σταχτοτσικνιάδες και πελαργούς. Παλιά εκεί είχε και λύκους. Όρμαγαν ομαδικά και έτρωγαν τα βόδια. Τα μικρά ήταν δύσκολο να γλυτώσουν. Τα βόδια μαζεύονταν γύρω από τα μικρά τους για προστασία. Οδοιπορούσαμε ασταμάτητα μέσα στα μονοπάτια. Είχαμε και ο κάθε ένας άλογα από δύο τρία . Όποιος δεν είχε έπιανε από άγρια άλογα και τα ημέρευε. Εδώ είχε πολλά άγρια άλογα. Πώς να περπατήσεις και να φτάσεις κοντά στα γελάδια σου; Ο κάμπος και τα έλη ήταν απέραντα.
__Πες μου
πρώτα για τον Αχελώο, τον ρώτησα.
__Ο Άσπρος
μας έρχεται ψηλά από τα βουνά, την Πίνδο και τ’ άγραφα. Κατηφορίζοντας χτυπάει
πάνω στα βράχια κι ασπρίζει. Έτσι πήρε και τ’ όνομα Άσπρος ή Ασπροπόταμος.
Είναι ορμητικό ποτάμι και, αν δεν τον
προσέξεις, είναι σαν τον ταύρο ορμητικός και σε σκοτώνει. Όταν θυμώσει
παρασέρνει τα πάντα στο δρόμο του. Όταν είναι ήσυχος είναι ευλογία του Θεού για
τον τόπο μας. Πολλές φορές στα μέσα του χειμώνα, με τις απανωτές βροχές ,
γινόταν θεριό. Πλημμυρούσε τον τόπο, έπνιγε τα σπαρτά και χάνονταν τα κόπια
μας. Τα παίρνει όλα στην ράχη του: βράχια,
φράχτες, φράγματα, γέφυρες και άλλα πνίγονται στα νερά του και άλλα τα
κουβαλάει ως τη θάλασσα. Εμείς οι γεωργοί και οι γελαδάρηδες τρομάζαμε, για μας και τα ζώα μας, με το υγρό
θεριό, όταν κατέβαζε πολλά νερά και
πιάναμε τα υψώματα να μην μας φθάσει . Ημέρευε σιγά σιγά, όταν απλωνόταν σε
όλον τον κάμπο. Εκεί άφηνε την ευλογία του και τις ζημιές του και έφευγε. Έχει πολλές ιστορίες ο Άσπρος…..
__Απ’ τους χώρους που βόσκανε τα γελάδια σας, θα έχεις πολλές αναμνήσεις! Τον ρώτησα.
__Πολλές! Τούτος ο τόπος είναι για μένα ιερός. Θυμάμαι το ποτάμι αγριεμένο και θολό κατέβαινε και είχε πλημμυρίσει τα χωράφια. Τότε μου πήρε δυο γελάδες, αλλά χαλάλι του, ζούσαν οι άλλες από δαύτονε που πλημμύριζε και κάρπιζε ο τόπος.
Πολλές φορές μέναμε εκεί σε μια καλύβα και έχανα τον δρόμο συχνά για να την βρω . Η νύχτα, όταν δεν είχε φεγγάρι, ήταν πίσσα, σκοτάδι και το νερό γυάλιζε. Κινδύνευες να πέσεις μέσα στα στάσιμα νερά, στους νερόλακκους. Η φύση εκεί δεν κοιμόταν ημέρα νύχτα και ήταν γεμάτη χρώματα και ρυθμούς από τις φωνές του μικρόκοσμου.
Για μένα εκεί τα ζωντανά ήταν η χαρά και η ζήση μου. Ήταν καλότροπα, ήξερα τα χούγια τους και κείνα το μόνο που δεν είχαν μιλιά, να συνεννοηθούμε.
Σαν άκουσε την κουβέντα, δεν άργησε, ήρθε και ο μικρότερος ανιψιός του κοντά μας.
__Θυμάσαι, μπάρμπα, τις δυο γελάδες με το γουρούνι, που τους έσκισε την κοιλιά;
__Πώς δεν το θυμάμαι! Που βγήκαν τα άντερα και το στομάχι κατάλακα!
Σαν άκουσα αυτόν το διάλογο, τους ρώτησα.
__Μα τι έγινε; Επιτέθηκε το γουρούνι στις γελάδες;
__Ναι! Όρμησε πάνω τους πρώτα στην μία και ύστερα στην άλλη και τις χτύπησε στην κοιλιά και της μιας βγήκαν τα άντερα έξω!
Τότε έστειλα τον ανιψιό μου και έφερε κλωστή και βελόνα, και σήκωσε τα μάτια του πάνω του, για επιβεβαίωση.
Ο ανιψιός του συμπλήρωσε:
__Ναι, με έστειλε στον τσαγκάρη και έφερα σουγλί, βελόνα και κλωστή, που έραβε παπούτσια, παπουτσόκλωνα. Πρώτα έραψε ο μπάρμπας μου με μεγάλη τέχνη το στομάχι της γελάδας. Το έπλυνε καθαρά με νερό και ύστερα το έβαλε μέσα στην κοιλιά με τα έντερα. Η αγελάδα καθότανε χάμω ήσυχα. Πού και πού γύριζε και μας κοίταγε. Ύστερα της ράψαμε προσεχτικά και το δέρμα της. Το θυμάμαι καλά, μπάρμπα, που τα χέρια σου ήταν μέχρι ψηλά τα μπράτσα ματωμένα. Έπειτα έβγαλες το πουκάμισό σου και σκούπισες την γελάδα εξωτερικά.
__Κι εγώ το θυμάμαι, ανιψιέ.
Το πρόσωπό του έγινε χαρωπό, πήρε μια ασυνήθιστη γλύκα για ότι έκανε για την γελάδα του και συμπλήρωσε:
__ Η γελάδα έζησε τότε και πέντε φορές γέννησε μετά. Τρείς ημέρες ήμαστε κοντά της και δεν την αφήσαμε μόνη.
Τ’ αγάπαγα τα ζώα μου και με γνωρίζανε. Σαν έβαζα τα χέρια στο στόμα και τα ‘κανα χωνί, φώναζα: «Αστέρω ! Κοκκίνω…»
Ακούοντας τα ονόματά τους εκείνα σήκωναν το κεφάλι ψηλά και με τα μεγάλα μάτια τους με κοίταγαν και άκουγαν. Γύριζαν πίσω σαν ήθελα. Μου είχαν αγάπη, όπως κι εγώ τ’ αγαπούσα. Όταν γένναγαν, άνθρωπος δεν ζύγωνε κοντά τους, τον τρούπαγαν με τα κέρατα. Εγώ πλησίαζα και με γροικάγανε από την μυρωδιά και έπαιρνα το μικρό τους. Το μόνο που έκαναν μουγκάνιζαν και έρχονταν κοντά μου.
Τώρα θα ειπώ μια ιστορία για να καταλάβεις πόσο αγαπάγαμε τα ζωντανά μας.
__Ήμαστε μαζί
με τον ανιψιό μου εκεί που σταβλίζαμε τα βόδια.
Στους κορμούς δυο δέντρων είχαμε φτιαγμένο ένα ξυλοκρέβατο και από κει πάνω βλέπαμε τις
αγελάδες να κοιμούνται ή που γύριζαν γύρω γύρω από το στάβλο. Με τα πλατιά
τους πόδια σαν περπατούσανε τριγύρω , κάνανε σημάδια κάτω στην γη.
Θυμάμαι, μας είχε
τελειώσει το ξεροκόμματο το ψωμί με τις σουφρωμένες ελιές και το κομμάτι το
τυρί. Ήμαστε έτοιμοι να γυρίσουμε στο χωριό. Και να! εκείνη η Κοκκίνω, η γελάδα μας, έριχνε ματιές
πάνω μας, σαν να μας έλεγε: «Νοιαστείτε για την γέννα μου».
Την βλέπαμε ανήσυχη και πιο πέρα βλέπαμε το
μεγάλο μοσχάρι, το παιδί της, που
κοιμότανε ήσυχο κοντά στην ετοιμόγεννη μάνα του.
__Κοντεύει να
γεννήσει η Κοκκίνω, μού είπε ο ανιψιός,
καθώς εκείνη έριχνε τα μελαγχολικά μάτια της πάνω μας.__Έχει καιρό ακόμη, του είπα.
__Μπα! Σήμερα αύριο θα γεννήσει, επέμεινε, γιατί τα μαστάρια της είναι ερεθισμένα και έχουν κατεβάσει γάλα.
Εγώ το έβλεπα και το ήξερα . Ήθελα όμως να ιδώ πόση γνώση έχει ο ανιψιός μου.
__Απόψε πρέπει να μείνουμε κοντά στην γελάδα, του είπα. Δεν ξέρουμε μέχρι αύριο τί θα μας ξημερώσει.
Απόκαμε η αγελάδα, δυο μέρες γένναγε! Την είδαν και άλλοι βοσκοί, αλλά μαύρο μαντήλι κρέμασα στο μυαλό μου για δαύτηνε.
__Πάει η αγελάδα, είπα, δεν έχει ζήση. Έρχεται ανάποδα το μοσχάρι και η γελάδα ασήκωτη, χάμω σαν τον βράχο. Η γέννα όταν έρχεται ανάποδα από το κανονικό το νεογέννητο είναι ό,τι το χειρότερο και για το μωρό και για τη μάνα. Ο κίνδυνος για τη ζωή τους είναι άμεσος. Κάναμε συμβούλιο με τον ανιψιό και με δυο τρείς βοσκούς ακόμη, που ήρθαν να βοηθήσουν. Μια σκέψη μου ‘ρθε στο μυαλό. Να κάνω καισαρική τομή, να βγάλω από μέσα της όπως όπως το μικρό μοσχαράκι, που ακόμα κλότσαγε με τα πόδια στην κοιλιά της , μπας και γλυτώσω την μάνα γελάδα. Εκείνη μούγκριζε από τον πόνο και τον καημό για το παιδί της που δεν ήρθε ακόμη.
Έβγαλα το σακάκι μου και με τα χέρια τόλμησα και κατάφερα να γυρίσω το μοσχάρι μέσα στην μήτρα της! Μέχρι που εκείνο έβγαινε με τα μπροστινά πόδια και το κεφάλι μαζί. Έτσι γέννησε καλά η γελάδα και… γλύτωσε! Η χαρά της φαινόταν καθαρά μέσα από τα αστραφτερά της μάτια, για την βοήθειά μας στη δύσκολή της ώρα.
Στο μυαλό του Πέτρου έρχονταν έντονες και άλλες αναμνήσεις και εικόνες και ήθελε να τις διηγηθεί. Εμείς, χωρίς διακοπή, την αφήσαμε και συνέχισε:
__Μια άλλη φορά, φαίνεται, είχαμε αργήσει να βοηθήσουμε μια γελάδα μας, που γένναγε. Δεν την πήραμε είδηση έγκαιρα και αποκαμωμένη, έγειρε το κεφάλι της στα πλάγια και πάει. Την σούραμε και με άλλους τσοπάνηδες στην ρίζα του μεγάλου ευκαλύπτου και την θάψαμε μέσα κει. Την τιμήσαμε όσο δεν έπρεπε.
_ Τα βόδια είναι απρόβλεπτα και δεν μπορείς να μαντέψεις την συμπεριφορά τους. Ένα μεσημέρι κοντομάζεψα το κοπάδι στο στάβλο. Εκείνα ανασγουρλεβότανε. Όσο και αν φώναζα να ηρεμήσουν, δεν γινότανε τίποτε. Δυο βόδια σπάσανε με το κορμί τους την ξύλινη λιασιά και έφυγαν τρέχοντας και πέσανε στα βαλτόνερα! Και άλλα ταράζονταν ολόκληρα και ακολούθησαν τα πρώτα, μέχρι που έφυγαν οι μύγες που τσίμπαγαν τα ζώα και ηρέμησαν.
__ «Κούκιξε το βόδι», λέγαμε στο χωριό μου. Του είπα
__Αυτό είναι, απάντησε. Άμα τα πιάσει η μύγα, εκεί να ιδείς τι κάνουν! Τα παίρνουν όλα μπροστά και δεν σταματούν με τίποτε!
Και συνέχισε:
Οι ετοιμόγεννες γελάδες πολλές φορές έρχονταν κοντά μου και με τα μεγάλα τους μάτια ήθελαν να μου μιλούν. Με πλησίαζαν και έτριβαν τα μούτρα τους πάνω μου και, με την μεγάλη τους και χοντρή γλώσσα, με γλύφανε.
Μια φορά η Μπιρμπίλω μας μπήκε στο βάλτο, την ακολούθησε και το μοσχάρι της και σε ένα «μάτι» πνίγηκε το καημένο! Δεν μπορούσαμε να την πάρουμε από εκεί. Από την λύπη της δεν έτρωγε και η ματιά της έπεφτε προς τα κει που χάθηκε το παιδί της. Πώς να περιγράψω την λύπη της!
__Σ’ ακούγανε όταν τους φώναζες; Καταλάβαιναν ότι νοιαζόσουν για αυτές;
__Είχαμε μια καλή σχέση. Άλλοτε τους μίλαγα τρυφερά και χαδιάρικα και άλλοτε σαν πέρναγαν τους φράχτες και χάνονταν στους βαλτότοπους φώναζα σκληρά και απειλητικά να ακούσουν και να γυρίσουν πίσω. Εκείνα καταλάβαιναν.
Είχε η δουλειά μας χαρές και λύπες, συγκινήσεις και στενοχώριες.
Πόσες φορές βρεγμένοι μείναμε στην αχυροκαλύβα χωρίς φωτιά και η κοιλιά να γουργουρίζει από την πείνα και δεν είχαμε ούτε ένα ξεροκόμματο ψωμί να φάμε.
Όλα αυτά τα έλεγε με μια νοσταλγία, με ένα πάθος σαν να ήθελε να τα ξαναζήσει, αν μπορούσε.
Ο ανιψιός, σαν άκουγε τις ιστορίες του μπάρμπα, χαιρόταν και τούτος και πέταγε η ψυχή του να βρεθεί κοντά στο ποτάμι, που και κείνος έβοσκε και καμάρωνε τις γελάδες του.
__Πάμε; Με παρακίνησε.
Κι εγώ άλλο που δεν ήθελα να ιδώ το ποτάμι με τις ομορφιές του. Έτσι πήραμε το αυτοκίνητο και διασχίσαμε τους απέραντους δρόμους, δίπλα από κανάλια, βαλτότοπους, όπου οι αγελάδες έβρισκαν ελευθερία και άφθονη τροφή.
Συνεχίσαμε το ταξίδι, ανάμεσα από ελιές, πικροδάφνες, πλατάνια, απέραντους καλαμιώνες και πυκνή βλάστηση. Ολόγυρά μας βάλτοι, καθρέφτες με στάσιμα νερά, κανάλια παντού, γεμάτα φωνές, ψίθυρους ζωής. Μια ποίηση και μια φύση γεμάτη χρώματα και ρυθμούς, που δεν κοιμάται ποτέ.
__Εδώ ο τόπος ήταν άλλοτε σκεπασμένος με έλη που αποξηράνθηκαν και έγιναν καλλιεργήσιμες εκτάσεις με μεγάλη παραγωγή προϊόντων. Τώρα βλέπεις ένα γοητευτικό θέαμα. Από τη μια οι καλλιέργειες, από την άλλη κοπάδια αγελάδων και προβάτων βόσκουν στους αλμυρότοπους των εκβολών του ποταμού σε καταπράσινα λιβάδια. Είναι πράγματι ένας ζωγραφικός πίνακας.
Σαν είχα ακούσει ότι υπάρχουν άγρια άλογα στην περιοχή ρώτησα τον ανιψιό.
__Πού είναι τα άγρια άλογα;
__Είναι από την άλλη πλευρά στο βάθος, μακριά από δω. Δύσκολα να τα πλησιάσει κανείς. Εγώ τα έχω δει πολλές φορές, μου είπε. Είναι άλογα σε άγρια κατάσταση και χάνονται σαν αστραπή και δεν κάθονται να τα καμαρώσουμε, αντιδρούν και φεύγουν.
Αυτός ο τόπος, έχει πολλά να δεις. Κοίτα ψηλά, με προτρέπει.
Είναι ένας γύπας που τρώγει τα ψόφια ζώα. Ήταν στον ουρανό και έκανε μεγάλους κύκλους.
Στα ξερά κλαδιά μιας ψηλής λεύκης είχαν μαζευτεί καλιακούδες και κάθονταν αμέριμνες. Σαν κούνησα το χέρι μου δήθεν απειλητικά, με κρωξίματα έφευγαν για την κορυφή άλλων δέντρων.
Ο ανιψιός, σε κάθε σημείο που σταμάταγε, αγνάντευε αχόρταγα το μέρος και σαν κάτι να έλεγε.
__Το ξέρεις αυτό το μέρος; Τον ρώτησα και ίσως του διέκοψα τις σκέψεις του.
__Ναι, εδώ βρισκόμουν πολλές φορές με τα γελάδια και τον μπάρμπα μου. Πιο κάτω, έφτιαχνα φράχτες με κέδρους για να συγκεντρώνουμε τα ζώα. Να! εκεί ακόμη φαίνονται τα ίχνη. Ύστερα βάζαμε και σύρμα να μην φεύγουν τα βόδια. Εκεί στο ύψωμα μαζεύαμε τα γελάδια με τον Αρχηγό, και εννοούσε τον πατέρα του! Ήταν δικά μας τα μέρη. Εδώ ήταν όλα όμορφα, ήταν η ζωή μου. Μια ζωή όμως σκληρή και πολύ δύσκολη με στερήσεις και ταλαιπωρία και χωρίς μέλλον.
Έτσι έκλεισα τα μάτια μου και έφυγα, δεν υπήρχε προκοπή εδώ. Πάντως αυτά τα μέρη τώρα μου λείπουν. Είπε και συνέχισε να οδηγεί.
__Εδώ ήταν η καλύβα, που μέναμε πολλά βράδια και γύρω μας τα γελάδια.
Κάθε φορά που έριχνε τα μάτια του προς τα κει, πολλές θύμισες του ερχόντανε και έβλεπα το πρόσωπό του λυπημένο.
__Εδώ ερχόμουν με τον αρχηγό. Είχε πολλούς λαγούς και με μάθαινε κυνήγι. Τί να πρωτοθυμηθείς για αυτά τα ωραία μέρη!
Δεν ήθελε να μου ειπεί πολλά, στενοχωριόταν….
Όση ώρα μιλάγαμε, οδηγούσε κιόλας. Σε κάποια σημεία πλησιάσαμε τσικνιάδες σε ένα καταπράσινο λιβάδι, με τις μεγάλες φτερούγες τους και το περήφανο βάδισμά τους .
Στο βάθος βλέπουμε ένα κοπάδι βόδια. Δυο αγελάδες ξεκομμένες, κοντά η μια στην άλλη, αλλά από διαφορετικά κοπάδια, περιποιούνται τα μικρά τους, που μόλις είχαν γεννήσει. Το κανάλι με το νερό δεν μας επιτρέπει να τις πλησιάσουμε. Σταθήκαμε τάχα να πάρουμε ανάσα και κοιτάζουμε άλλοτε τις δυο γελάδες και άλλοτε στο βάθος το απομακρυσμένο κοπάδι.
__Ποιανού είναι τα βόδια; τον ρώτησα.
_Του ξάδερφού μου, είπε, και τα μάτια του έλαμπαν από χαρά.
Σιγά σιγά αφήσαμε τους βαλτότοπους και φτάσαμε στην μπούκα του Αχελώου. Εκεί που χύνει τα γοργοστρόβιλα νερά του στο Ιόνιο Πέλαγος, απέναντι από τα νησάκια Εχινάδες. Διασχίζοντας τον φαρδύ παραθαλάσσιο δρόμο, συναντήσαμε, στην ακροθαλασιά ψαροκαλύβες πολές, δίπλα σε καταγάλανες δαντελένιες ακρογιαλιές.
Ήμαστε τυχεροί σαν φτάσαμε εκεί. Στην αριστερή πλευρά, εκατοντάδες ερωδιοί είχαν γεμίσει την θάλασσα. Μας μάγεψαν με το περήφανο περπάτημά τους και το κόκκινο χρώμα τους! Το πέταγμά τους, σαν κατάλαβαν την κοντινή παρουσία μας, ήταν απόλαυση!
Βιαζόμαστε να γυρίσουμε πίσω. Η περιοχή αυτή έχει κι άλλες πολλές ομορφιές. Μας περιμένουν οι Αρχαίες Οινιάδες με τον λόφο του Βασιλιά Τρίκαρδου, το σκαλιστό πάνω στο βράχο Θέατρο, το αρχαίο Νεώριο και άλλες πανάκριβες επισκέψεις.
Αφήνουμε το
θαυμάσιο μέρος με το καταγάλανο Ιόνιο Πέλαγος και τα στολίδια του, τα μικρά νησιά,
και επιστρέφουμε φορτωμένοι εικόνες, χαρούμενοι και γοητευμένοι.
B GIRAKAS 20/1/2016
Την αμυδρή εικόνα, που έχω για την ωραία εκείνη περιοχή της Πατρίδας, την βελτίωσε με την εξαιρετική περιγραφή του ο Βαγγέλης. Το βουκολικό του κείμενο φώτισε πλευρές που δεν τις φανταζόμουν, γιατί εγώ θυμάμαι λίγα βόδια (με το συμπάθιο) στο Χωριό μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν παραβλέπω και τα υπόλοιπα στοιχεία, φυσικά, ιστορικά με τα οποία ολοκληρώνει το κείμενό του. Το καταλαβαίνω λοιπόν γιατί επέστρεψαν "φορτωμένοι εικόνες, χαρούμενοι και γοητευμένοι."