Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Η ΛΙΜΝΗ Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ




Του Βαγγέλη Κ Χριστοπούλου
Σαββατόβραδο  είχαν έλθει περί την δύσιν του ήλιου  ψαράδες  στις ερημικές ακτές της. Νύχτωσαν , έστησαν τις σκηνές τους και   κοιμήθηκαν. Περίμεναν να φωτίσει να ξεκινήσουν το ψάρεμα.
Σαν ξύπνησαν με το χάραμα έβαλαν δολώματα στα αγκίστρια άπλωσαν τα ψαροκάλαμα στην δαντελωτή ακτή  και έριξαν  τα ψαροκόφινα στο βυθό της.
Κυριακή  πρωί κατεβήκαμε με τον Ηλία στην  καταγάλανη Λίμνη να ιδούμε τα ψάρια στην άκρη καθώς είναι εποχή που γενούν.
 
Είχε ανεβεί το νερό της λίμνης και κάλυπτε κομμάτια κομμάτια του  πράσινου κάμπου και ολόγυρα  της λίμνης συνέχιζε το πράσινο λουλουδιασμένο  χαλί  μέχρι τους λόφους και τα βουνά. Είδαμε ψαροκόφινα γεμάτα ψάρια να σπαρταρούν και στην ακτή κοπάδια, κοπάδια τα ψάρια έτοιμα να αφήσουν τ’ αυγά τους.
Ομάδες ψαράδων με τα σύνεργα ψαρικής στην άκρη της λίμνης , πάσχιζαν να πιάσουν ψάρια.  Πιο κει  άλλοι ψαράδες είχαν τα πόδια τους μέσα στο νερό, σαν να ήθελαν να πλησιάσουν τα ψάρια του βυθού.  Άλλα από αυτά έρχονταν  στην άκρη  θόλωναν το νερό και σπαρταρούσαν, άλλα  έβγαζαν το κεφάλι τους στην επιφάνεια και άλλα πέταγαν πάνω από το νερό.  Στο βάθος πουλιά ψάρευαν με τον δικό τους τρόπο.
Άνοιξη: Τα δέντρα φουντωμένα όλο  βλαστάρια , γεμάτα χυμούς και δροσιά. Σαν να μας κοίταγαν και να μας καλωσόριζαν.
Με το ελαφρό φύσημα του  πρωινού αέρα το έλεγαν , ψιθυριστά, τραγουδιστά χιλιάδες φωνούλες. Το χαμομήλι ήταν με την μυρουδιά του μια πρόκληση.
Δίπλα στην λίμνη με τους ψαράδες συναντήσαμε την δική μας τσελιγκοπούλα με τα πρόβατά της . Την  ροδοκόκκινη και γεμάτη ζωντάνια, χαρούμενη   και χαμογελαστή  Γιαννούλα. Το σπίτι το ξέρεται μας είπε. Όποτε θέλετε ελάτε για καφέ. Την ευχαριστούμε και από εδώ για την πρόσκληση και την αγάπη της.
Διασχίζοντας ένα μικρό κομμάτι δρόμου  παράλληλα με την λίμνη  φώναξα στον Ηλία.



__ Δεν μπορώ Ηλία σταμάτα το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Και μπήκαμε μέχρι το στήθος στην παχιά  καταπράσινη γη.
Εκείνη η ολόδροση μαλακιά χλόη, μάλαζε τα γόνατά μας τα χέρια μας το στήθος και κλώνοι αγριοβρώμης ακούμπαγαν σαν χάδι στα μάγουλά μας. Πιο κεί προς το κομμένο γεφύρι  ένα μεθυσμένο αηδόνι κελαηδούσε. Η λίμνη καθώς πλησιάσαμε ήταν  καταπράσινη και  έπεφτε μέσα ο ίσκιος μας  από τον ήλιο που έριχνε πάνω μας τις ακτίνες του από το βουνό.
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από την μουσική και την βαθυπράσινη ομορφιά των ιτιών στο νερό, από την λουλουδιασμένη χλόη, τους τυλιγμένους κισσούς στις μεγάλες λεύκες και τα μεθυσμένα πουλιά.
Τότε σαν σε έκσταση, έχωσα τα χέρια μου μέσα στη γη και έκοψα μωβ και κόκκινα  λουλουδάκια.  Ύστερα κοίταγα μια τον καθρέφτη της λίμνης , μια τα όμορφα λουλούδια και μια τον ψαρά στην απέναντι  πλευρά της .
Έβλεπες τα απέναντι δέντρα και  όλο το βουνό να νίβετε στα καθάρια νερά της .
Κείνη την ώρα ήθελα να ειπώ ένα τραγούδι, να απαγγείλω ένα ποίημα μα τα τραγούδια και η μουσική που άκουγα με απέτρεψαν να αμαρτήσω με την φωνή μου  την Κυριακάτική πρωινή ώρα.
__Πάμε;  Έχουμε πολλά μέρη να ιδούμε.. Φώναξε ο Ηλίας.  Μου χάλασε το όνειρο και συμφώνησα να φύγουμε σε λίγο.
Το αυτοκίνητο τώρα έτρεχε παράλληλα της λίμνης  μέχρι που ξεκίναγε το ποτάμι. Κι εδώ αυτοκίνητα , ψαράδες, ομορφιές και στο βάθος στα ολοπράσινα  βουνά η Πουρναριά και η Δάφνη.  Αχ αυτή η Δάφνη!
__Τι είναι ο άνθρωπος. Μονολόγησε ο Ηλείας. Σήμερα είναι εδώ και αύριο φεύγει!  Τίποτε δεν είναι ο άνθρωπος. Ο Θεός είναι παντοδύναμος…. Κάτι ήθελε να ειπεί μα δεν τον άφησα να ολοκληρώσει την σκέψη του και τον διέκοψα.
__Ματαιότητες και δυστυχία, πονηριά και μοχθηρία υπάρχει εδώ..  Δεν απάντησε.
Είχαμε πλησιάσει στο μεγάλο αγρόκτημα του φίλου μας   Αντώνη  που φόρτωνε μπάλες σανό σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο.  Ένα άλλο μεγάλο φορτηγό μας είχε κλείσει το δρόμο. Πέρασε λίγη ώρα, χαιρετηθήκαμε, βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες , είπαν και έκαναν αστείες χειρονομίες ο Αντώνης  με τον φίλο του τον Ηλία και ύστερα με τα δυο αυτοκίνητα  ακολουθήσαμε την πορεία του δρόμου.  Το κτήμα του Κατσίγιαννη με τα πρόβατα δεν απείχε  μακριά. Αφού για λίγη ώρα περπατήσαμε στον κάμπο, στην άκρη με το βουνό και το ποτάμι, ανάμεσα σε θεόρατα πλατάνια και γέρικες ιτιές φτάσαμε κοντά στο αγροτόσπιτο . Απλωμένα τριγύρω τα πρόβατα βόσκανε και τα δυο τσοπανόσκυλα μας φοβέριζαν να  μην τα πλησιάσουμε.
Το τρίτο η Λάση με  το μυτερό μουσουδάκι της ερχόταν κοντά μας   κοίταγε περίεργα και έτρεχε κοντά στην τσοπάνισσα σαν να τις έδινε πληροφορίες.
Σε λίγο ήρθε κοντά μας και η  Βάσω  αυτό είναι το όνομά της και κάθισε ανάμεσα στα σκυλιά  και σε μάς να μας προστατέψει και αρχίσαμε  το κουβεντολόι.

Ο Ηλίας με το τζιπ είναι επιδέξιος οδηγός και γνωρίζει καλά την περιοχή. Να εδώ σκότωσα αγριογούρουνο μου έλεγε, εκεί μας έπεσε μέσα στο ποτάμι και μας έφυγε την απέναντι πλευρά και ένα άλλο σωρό ιστορίες. Και ο Ηρακλής εδώ κυνήγαγε έλεγα με το μυαλό μου, αλλά δεν του είπα τίποτε.
Κάθε λίγο άλλαζε δρόμους και μέσα από χωράφια πλησίαζε στις όχθες του Λάδωνα.
Το ποτάμι πανέμορφο , αλλού βουερό, αλλού ήσυχο,  καμαρώναμε τα τεράστια πλατάνια στις όχθες του τις λεύκες και την φιδίσια χάρη του.
Στο βάθος καθώς κοίταγα σε βαθύσκιωτα  σημεία δεν έβλεπα αλλά φανταζόμουν πως κάθονταν θεότητες ο Πάνας  η  Δήμητρα η  Δάφνη , νεράιδες και νεραϊδομάνες ……..

Φτάσαμε στον κάμπο του Δρακοβουνίου και Θεόκτιστου. Ψυχή πουθενά χορτάρια παντού μέχρι το ταβάνι και χιλιάδες φωνές και παντού  χρώματα και ένας ήλιος ζεστός.
Να και ο μύλος  στους πρίνους  μπροστά μας . Λένε είχε πολλούς ιδιοκτήτες.  Δυο λιθάρια είχε παλιά, έτσι έλεγαν. Τώρα γκρεμισμένος πλεγμένος ο κισσός πάνω στους τοίχους  στις πόρτες και στα παραθύρια του , έχει χάσει την φωνή και τον κόσμο του. Έχει παραδώσει το πνεύμα και το σώμα του και γώ κοιτάζω στα κλαδιά του γέρο πλάτανου μην ιδώ την σκούφια του μυλωνά….
__Κάνε μου την χάρη Ηλία. Κάθε λίγο και λιγάκι του φώναζα ! Σταμάτα.. Εκείνος σταμάταγε, εγώ κατέβαινα κάτω  από το αυτοκίνητο και έβγαζα  φωτογραφίες , τις πλαγιές των πανέμορφων βουνών, λογίς λογίς λουλούδια, τοπία, τον ποταμό Λάδωνα την ομορφιά του τόπου μας.

Τι έβλεπαν τα μάτια μου σήμερα δεν λέγεται.  Σε μια μικρή διαδρομή  είδαμε  ρίζες στρεβλές ροζιασμένες με το καφέ χρώμα της Γής λες και ήταν φίδια που μας κοίταγαν με γκριμάτσες .Ήταν οι ρίζες δέντρων πού έριξαν οι άνθρωποι κατά γης ανοίγοντας αυλάκια.

__Να εδώ  μου φωνάζει ο Ηλίας  είναι η Παναγία  του Δρακοβουνιού, ένα κάτασπρο  ταπεινό , όμορφο εκκλησάκι κάτω από τα πανύψηλα πλατάνια.

Κάναμε τον σταυρό μας και πήραμε τον δρόμο μέσα από τον Φιλέϊκο κάμπο.  Ο δρόμος σχεδόν είναι κλειστός. Τα κλαδιά έκαναν ίσκιο στο αυτοκίνητο και οι αγριοτριανταφυλλιές, τα βάτα, οι αγριομυρτιές  ήταν γεμάτες   λουλούδια. Άλλα δέντρα άγρια , φτελιά πουρνάρια γκορτσιές αγκαθιές , ιτιές  ήταν δεμένα με αγράμπελες κισσούς  και βάτα. Είχαν γίνει  φράχτης του δρόμου  που δεν τον τρύπαγε ούτε το μάτι μας να δούμε τι γίνεται πιο πέρα.. Πιο κεί μόνο που  ακουγόταν το νερό του Λάδωνα. Μια ανεπανάληπτη ομορφιά!
Τα κλαδιά έκαναν ίσκιο στο αυτοκίνητο και μας γέμιζαν παράξενα αισθήματα  σαν περνάγαμε μέσα από την γαλαρία  των δέντρων.
Πηγαίναμε για το γεφύρι του «Αγά» που ένωνε τις δυο πλευρές του Λάδωνα ποταμού. Ούτε εγώ ήξερα τίποτε για την ιστορία του ούτε ο Ηλίας να σας ειπώ.  Το βέβαιο είναι ότι είναι κτισμένο από παλιά επί τουρκοκρατίας αφού έχει αυτό το όνομα.
Στα κλαδιά των δέντρων παντού κρέμονται ανθοί και εδώ η φύση κάθε ημέρα γιορτάζει. Φτάσαμε στο γεφύρι ένα μονότοξο  πέτρινο γεφύρι με δυο υπερχειλίσεις δηλαδή δυο παράθυρα    δεξιά αριστερά  για να χάνει την ορμή του το νερό και να αντέχει  στο πείσμα και την δύναμη του ποταμού.

Ανέβηκα πάνω στο γεφύρι και το τίμησα με αναμνηστικές φωτογραφίες ακόμη έβγαλα φωτογραφίες και στα πόδια που το δρόσιζε ο Λάδωνας και στα πλάγια που το στόλιζαν ανθοί και κλαδιά.
Τίμησα και το νερό του ποταμού που κρατάει το γεφύρι ζωντανό ακόμη και τον ήλιο που δίνει το φως και το χρώμα την νιότη και την ζωή στην πλάση.
Δεν έχουμε χρόνο, το αυτοκίνητο ακολουθούσε τον 111 δρόμο .
Λίγα γιδοπρόβατα, ελάχιστοι άνθρωποι και η γη αφημένη στην μοναξιά της. Φτάσαμε στο Καγιάκ όμορφο  χώρο ανάπαυσης, χαλάρωσης και ξεκούρασης.
Ο δάσκαλος με στραβοκοίταξε που έβγαλα φωτογραφία του Λάδωνα με τα μικρά παιδιά που ετοιμάζονταν να μπούνε στο νερό.
Σχεδόν στο πόδι ήπιαμε έναν καφέ, μιλήσαμε με ντόπιους που είχαν επώνυμα ανθρώπων μιας δυο γενιών που γνώριζα στην Δάφνη καθώς φοιτούσα στο γυμνάσιο.
Άκουσα τα επώνυμα και στη μνήμη μου ήρθαν οι άνθρωποι που ήξερα τότε. Για άλλους έμαθα ότι έφυγαν και άλλοι γεροντάκια δοξάζουν τον Θεό που υπάρχουν.

Και η έκπληξη  ήλθε:
Η Φωτοπούλου πιο κεί είχε ρίξει τα μάτια της πάνω μας σαν περνούσαμε από κεί κοντά. Την γνώρισα! Μου ήρθε στο μυαλό όπως την γνώριζα τότε το 1961. Πανώρια, λυγερόκορμη, χαμογελαστή  και  όμορφη   με πολλές  χάρες , κοπέλα.
 Και σήμερα καθώς την είδα δεν έχασε κείνη την γλύκα του προσώπου της και ας ήταν λιπόσαρκη και κουρασμένη.
Υποχρέωσα στον οδηγό να σταματήσει την χαιρέτησα , βγάλαμε αναμνηστικές  φωτογραφίες ( Αργότερα έκλαψα για την χαρά που μου έδωσε) .
Η γυναίκα ζει ακόμη είπα μέσα μου! Χάρηκα πολύ και έφυγα συγκινημένος χωρίς να με ειδή ο Ηλείας. Άλλα θα έλεγε,…..

Για το χατίρι της αλήθειας οφείλω να ομολογήσω πως ο Ηλίας  Καρτέρης δεν μου στέρησε τίποτε όλη την ημέρα . Οφείλω να τον ευχαριστήσω και να του αφιερώσω αυτό το κείμενο!

B GIRAKAS  17.5.2016








1 σχόλιο:

  1. Αυτό το οδοιπορικό θα κούρασε το Βαγγέλη στην προσπάθειά του να περιλάβει όλη αυτή την συσσωρευμένη ομορφιά που είδε και έζησε στα ειδυλλιακά τοπία της Λίμνης μας. Δεν θα το ένιωσε όμως γιατί πιστεύει ότι χρωστάει ακόμη να αναδείξει τον τόπο του, τον τόσο ωραίο μα και τόσο λειψό από ανθρώπινη παρουσία. Τούτη τη φορά όμως τα βρήκε όλα και μας τα πρόσφερε σαν ένα ωραίο και μυρωδάτο μπουκέτο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή