Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

ΣΤΟΝ ΑΓΙΟΘΟΔΩΡΟ ΤΗΣ ΓΛΑΝΙΤΣΙΑΣ






                                                                      Του Βαγγέλη Κ Χριστοπούλου

Αισθανόμουν την ανάγκη ν’ αναζωπυρώσω παλιές  καλές αναμνήσεις από το χωριό μου, μιας και ήταν ακόμη Μάϊος μήνας και βρισκόμουν εκεί.  Ένιωσα κυρίως την  υποχρέωση να βρεθώ στον Αγιοθόδωρο και να προσκυνήσω, στο μικρό εκκλησάκι, την εικόνα των Αγίων Θεοδώρων!
Ήθελα ακόμη να καμαρώσω τα δέντρα που φυτέψαμε  στον προαύλιο χώρο του Αγίου το 2008 και να χαρώ την όμορφη άνοιξη. Στο νου μου ήταν να ψάλω, όσο ήταν καιρός, το «Χριστός Ανέστη»,  όπως έκανα παλιά σαν μικρός βοσκός, που πήγαινα με τα πρόβατα στις κοντινές πλαγιές.
Είχα να πάω εκεί  από πέρσι το καλοκαίρι, που έγινε το εξαίρετο υπαίθριο γλέντι του φίλου Φώτη Φουρνόδαυλου, όπου βόηθησα στο βράσιμο της γίδας.
Σήμερα δεν  το άντεξα άλλο. Θες η νοσταλγία των παλιών αναμνήσεων από  γιορτές και πανηγύρια , που γίνονταν εκεί, θες η αγάπη για το όμορφο τοπίο, θες η μοναξιά μου στο χωριό, μ’ έκαναν να τραβήξω από  το χωριό προς τον Αγιοθόδωρο.
Τα στενά παλιά δρομάκια που περπατάγαμε παλιά είναι τώρα  αθέατα από τα ψηλά πουρνάρια που έχουν φυτρώσει και δεν φαίνονται από τον δημόσιο δρόμο, που υπάρχει σήμερα.
Πόσα οδοιπορικά δεν ήρθαν στο μυαλό μου πηγαίνοντας αυτή τη διαδρομή! Τότε, μικρός που ήμουν, ο χώρος κατακλυζόταν από επισκέπτες, προσκυνητές, τσοπαναραίους  και εκδρομείς. Ήταν ένας τόπος ανάτασης,  αναψυχής και ο κόσμος τιμούσε τον Άγιο με γιορτές , γλέντια, βιολιά, χορούς και τραγούδια. Και κείνες οι Πρωτομαγιές! Όλο εδώ ερχόμαστε και  θα μας μένουν αξέχαστες.
Πλησίαζα στον Άγιο Θόδωρο. Οι φουντωτές καταπράσινε κλέουσες και η μεγάλη καρυδιά, κάλυπταν τον υγρό δρόμο και μόλις στο βάθος φαινόταν η πετρόχτιστη βρυσούλα με το καθάριο νεράκι της να κελαρύζει.  Το εκκλησάκι από κει δεν ήταν τριάντα μέτρα μακριά.
Προχώρησα λίγο με λαχτάρα  και βρέθηκα αντίκρυ στο εξωκκλήσι .
Αλλά αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μου ήταν αιφνίδιο και μου φάνηκε  παράξενο.  Προ της εισόδου ήταν δυο νεαρές  γυναίκες και, καθώς με είδαν, εισήλθαν εντός του Ιερού Ναού. Δεν είχα προλάβει καλά καλά να τις ιδώ!  Υπέθεσα ότι μπορεί και να φοβήθηκαν.
Δεν ήξερα τι να βάλω με το μυαλό μου. Τι να  γύρευαν εδώ στην ερημιά τέτοια ώρα δύο ξένες γυναίκες; Ο Ήλιος, παρ’ όλο ότι είχε γύρει προς τα Καρυτινά βουνά, έκαιγε. Θα είχε περάσει η Τετάρτη απογευματινή και τα απόσκια στις βαθύσκιωτες ρεματιές είχαν απλωθεί κανονικά.
Μετά την πρώτη έκπληξη πλησίαζα, να ιδώ καλύτερα περί τίνος επρόκειτο.  Εις τον προαύλιο χώρο του Ναΐσκου ήταν σκόρπια  δοχεία, καρέκλες, έπιπλα και αντικείμενα  απλωμένα καθ’ ομάδας.
Οι  γυναίκες, όσο πλησίαζα στην είσοδο, δεν τόλμησαν να εξέλθουν του Ιερού Ναού προς προϋπάντηση , έτσι υπολόγισα, διότι ήμουν άγνωστος σε αυτές, όπως και αυτές σε μένα.
Πλησιάζοντας περισσότερο παρατήρησα ότι η πρόσοψη του Ναΐσκου ήταν πάλλευκη και δια πρώτη φορά έβλεπα εκεί  συνδυασμό άσπρου με το γαλάζιο του ουρανού και το πράσινο της φύσης.
Στην ανατολική πλευρά, αμέριμνος ,άγνωστος τεχνίτης με βούρτσα στα χέρια, έβαφε τον τοίχο, χωρίς να νοιάζεται για την παρουσία μου.
Στην είσοδο κοντοστάθηκα, κοίταξα μέσα να ιδώ τις δυο γυναίκες. Ένας νεαρός άνδρας καθάριζε μια εικόνα Αγίου και πιο πέρα  εκείνες, με πανιά στα χέρια, με σκούπα και σύνεργα, καθάριζαν τον χώρο.
Πρώτος απεύθυνα χαιρετισμό, και τότε έφεραν άπαντες  να μάτια  τους επάνω μου και ανταπέδωσαν. Από το σκοτεινό σημείο του Ναού  ερχόταν, πληροφορηθείς την άφιξή μου   προς προϋπάντηση, ηλικιωμένος κύριος για να μάθει ποιος είμαι.
Ήταν ο πατριώτης και συγγενής Θοδωρής Φουρνόδαυλος, γνώριμος  που  με πλησίασε. Χαιρετηθήκαμε και δώσαμε τα χέρια χαρούμενοι.  Επί τέλους λύθηκε ο γρίφος, είπα μέσα μου . Έλλειπε από το χωριό και τον έβλεπα μετά από πολλά χρόνια.
Μου σύστησε μετά από λίγο τις δυο πανέμορφες κόρες του, την Κυπαρίσσω,  που έφερε το όνομα της μάνας του και την Αγγελική, το όνομα του πατέρα του, αείμνηστου Αγγελή.
Δεν παρέλειψε να μου συστήσει και τον γαμπρό του, τον Γιάννη Σταθόπουλο, χαμογελαστόν και χαρούμενον άνθρωπο.
__Θα ήταν και η Κωνσταντίνα μου εδώ μου είπε. Η άλλη μου κόρη μα δούλευε και δεν ήταν εύκολο να γίνει αυτό.
Θλιβερή απουσία από την ωραία αυτή οικογένεια η μάννα, η αείμνηστη Ελένη. Ήταν γειτόνισσά μου και τη θυμάμαι με πολλή αγάπη. Μια όμορφη και περικαλλής κοπέλα με ένα χαρακτήρα διαμάντινο και ψυχή οσίας. Δυστυχώς μας έφυγε πολύ νωρίς. Αλλά την ξαναείδα τώρα στο πρόσωπο των δύο θυγατέρων της.
__Βοήθειά  σας, τους είπα, και οι Άγιοι μαζί σας
Μια μοσκοβολιά μου ήρθε από τους φρεσκοβαμμένους τοίχους , από το γαλάζιο βαμμένο ταβάνι και από το καφέ ξύλινο τέμπλο
Έλαμπε ο μικρός Ναΐσκος και καλά καλά δεν είχαν ακόμη τελειώσει τις εργασίες.
Με τ’ αναμμένα καντήλια φώταγε το πρόσωπό τους και η ψυχή τους ήταν γεμάτη αγάπη για τους Άγιους από πολλά χρόνια.
Παρακολούθησα το εσωτερικό του Ναΐσκου για λίγο, το τέμπλο, τα καντήλια και, από την αριστερή πόρτα,  μέσα  το Ιερό που ομολογουμένως άστραφτε από καθαριότητα.
Έμαθα ότι η παρέα τέσσερες ημέρες πηγαινοέρχεται από την Τρίπολη με πρωτοβουλία και επιθυμία δική τους να καλλωπίσουν το ξωκλήσι! Και οι κόρες έρχονται εδώ σαν νύμφες, σαν ιέρειες, σαν γυναίκες με γλυκύτητα, με καλοσύνη , με πίστη και αγάπη να προσφέρουν στην Χάρη των Αγίων.
Εδώ έρχονταν με χαρά και για έναν άλλο λόγο. Να περπατήσουν πάνω στα βήματα της μάνας τους, που τις πότισε με το χάρισμα της καλοσύνης και της αγάπης στον Θεό και τους ανθρώπους όσο καιρό ζούσαν εδώ.  Οι κόρες νοσταλγούσαν και ονειρεύονταν ότι θα την έβλεπαν να ανάβει τα καντήλια όπως τότε που ζούσε εδώ.
Μα και οι άντρες βόηθαγαν, έβαφαν, αντάλλασαν τεχνικές πληροφορίες.
Εκεί κοντά που αρχίζει ο ψηλός κάθετος ανήφορος , τριακόσια μέτρα μακριά του εξωκκλησιού είχαν άλλοτε το καλύβι τους και το ποιμνιοστάσιό τους.  Το καλύβι κρύβεται πίσω από τον δασωμένο λόφο και με δυσκολία διακρίνει κανείς σήμερα το μονοπάτι , μέσα από τους πυκνούς θάμνους να πάει  εκεί.
 Εκεί μεγάλωσαν οι κόρες του  Θοδωρή  και με τις ευλογίες των Αγίων καλά πορεύτηκαν.
Βράδια είχε να κοιμηθεί, ως φαίνεται, ο Θοδωρής, που φέρει και  το όνομα των Αγίων.
Ο μικρός ναός είχε περιέλθει εις παρακμή, διότι η θρησκευτική ευλάβεια μειώθηκε στους ολιγομελείς πιστούς.
Υπήρχαν λαδωμένες εικόνες, βρώμικα καθίσματα, λερωμένοι τοίχοι , δάπεδο γεμάτο σκόνες. Μια θλιβερή εγκατάλειψη!
Και ο Θοδωρής, που ήξερε τι γίνεται εκεί,  κάλεσε τις κόρες του, σαν να το είχε τάμα ,και συμφώνησαν να ανακαινίσουν το εξωκκλήσι.
Οι Άγιοι ήταν προστάτες της οικογένειάς του, τους θεωρούσε δικούς του Άγιους.
Χάρηκε η ψυχή μου! Τους επαίνεσα μέσα μου για την αγαθοεργία τους και έκανα ένα γύρω στην εκκλησία και το χώρο. Στον μεγάλο πάγκο ήταν κατσαρόλια, πιάτα και λίγα αποφάγια από το μεσημεριανό φαγητό.
Ο τεχνίτης συνέχιζε το άσπρο βάψιμο των άλλων τοίχων.
Τα βήματά μου με έφεραν μαζί με τον τεχνίτη  πάλι εντός του Ναού. Είδα σκυμμένες τις δυο κόρες και τους τρείς  άντρες να κάνουν απολογισμό και να βάζουν σχέδια.
__Πώς να αφήσω τον Άγιο έτσι;  μου είπε ο Θοδωρής. Εδώ μεγάλωσα, έζησα και ανάθρεψα  την  οικογένειά μου.  Σε δέκα ημέρες είναι της Αναλήψεως, παραδοσιακά εδώ  γιορτάζαμε  τη Χάρη τους. Πια πάει ν’ αφήσω  παραπονούμενους τους Άγιους;
Κάθισε στο τουράκι κοντά στην εξώθυρα του Ναού στηριζόμενος στην μαγκούρα του και αγνάντευε στο δασωμένο λόφο, που βρισκόταν το προφυλαγμένο από τους αέρηδες καλύβι του. Ήταν και κείνο παρατημένο χρόνια Τώρα τον βάραιναν τα πόδια του και δεν μπορούσε να πάει μέχρι εκεί. 
__Πες μου για την ζωή σου εδώ, τον ρώτησα.
__Κάθε ημέρα κατέβαινα από το καλύβι στην βρύση να νιφτώ. Φορτωνόμουνα και την βαρέλα   και μια καρδάρα γεμάτα με νερό, που χρειαζόταν στο καλύβι για τις ανάγκες μας.
Εδώ έμαθα από τον πατέρα μου και έπηζα τυρί και έφτιανα μυζήθρα.
Έρχονταν εικόνες στο νου του και τις διηγείτο σαν να γίνονταν αυτή την στιγμή.
Θυμόταν το λεβέτι κρεμασμένο γεμάτο γάλα και είχε δει εκεί φίδι που γευμάτιζε. Είχε ιδεί αητό να παίρνει οψιμοκάτσικο στα πόδια και να πετάει ψηλά, να πάει να το φάει.  ‘Έλεγε για τις ζημιές, που ψόφαγαν τα πρόβατα  και ένα σωρό άλλες ιστορίες.
__Πολλά θα είχαν ακόμη συμβεί, αν δεν είχαμε τους Άγιους προστάτες. Έλεγε.
Ο Θοδωρής έχει ακλόνητη την πίστη του στους Αγίους Θεοδώρους για την ζωή και την υγεία  της οικογένειάς του και, μαζί με την αγάπη τους, έταξε με τις κόρες του να ανακαινίσουν το εκκλησάκι.
Τους καμάρωσα όλους μαζί  για την αγάπη τους και την τόλμη να αναλάβουν και να αποπερατώσουν ένα σπουδαίο έργο. Την ανακαίνιση του Ναΐσκου των Αγίων Θεοδώρων της Γλανιτσιάς.  Βοήθειά σας,φίλοι μου.

GIRAKAS  29.5.2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου