Σάββατο 16 Απριλίου 2016

05 Ο Κ Τ Ω Β Ρ Η 2015

Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου
   Η κυρά  δεν πρόλαβε να φτάσει στο κρεβάτι. Μια σκοτοδίνη της ήρθε,  έβαλε τα χέρια της στον τοίχο και στύλωσε το κορμί της. Προσπάθησε να κρατηθεί όρθια, μα τα πόδια της λύγισαν και έγειρε προς τα κάτω. Έτρεξα με λαχτάρα,  της έπιασα το χέρι και την βόηθησα να ξαπλώσει. Ανήσυχος , άνοιξα την μπαλκονόπορτα να μπει  λίγο φως  και αέρας μέσα στο μικρό δωμάτιο και γύρισα κοντά της.
__Τί έπαθες;  Την ρώτησα.
__Ξέρω κι εγώ! Δεν νοιώθω καλά, ζαλίζουμε όλη αυτή την εβδομάδα.

Ήξερα, την τρύγαγε η πίεση πάνω από μήνα.
__Η πίεση θα ‘ναι . Μετρήθηκες αυτές τις μέρες;
__Μετρήθηκα. Την μεγάλη ανεβασμένη την βρίσκω.
__Μην πικραίνεσαι. Ετοιμάσου, θα πάμε στο γιατρό.

 __Τώρα  θυμήθηκα για την πίεση  μια ιστορία με τον μπάρμπα.  Να στην διηγηθώ να γελάσεις;  Της είπα.
Δεν μου απάντησε, αλλά ήθελα να  αστειευτώ  μαζί της και να  την κάνω να ευθυμήσει:
__Ο μπάρμπα Γιώργης ο Τσιότσιολας καβάλα στο γαϊδούρι του τράβαγε για το χωράφι του στις Γούβες. Οι Γούβες είναι λίγο μετά τα τουρκομνήματα και πριν τα Μαραγκαίϊκα σπίτια. Καθώς πήγαινε στο δρόμο ζαλίστηκε και έπεσε χάμου. Χτύπησε στο κεφάλι και έτρεχαν αίματα.
Το χωριό τότε είχε πολύ κόσμο και από τον δρόμο πέρναγαν  γεωργοί, τσοπαναραίοι, περαστικοί, που πήγαιναν στα καλύβια και στις δουλειές τους .
Σαν τον είδαν, έτρεξαν και τον σήκωσαν. Εκείνη την ημέρα είχε έρθει στο χωριό ο Αγροτικός γιατρός και θεώρησαν καλό να τον πάνε εκεί, για να τον  ιδεί.
Εκείνος τον κοίταξε, του έδεσε την πληγή και του μέτρησε και την πίεση, που την βρήκε πολύ ψηλή.  Στο είκοσι τρία!
__Πολύ μεγάλη την έχεις κύριε Μποσμή, του είπε.
 Σαν να περίμενε  εκείνος την ερώτηση, απάντησε:
__Γιατρέ μου, όλο μεγάλη την έχω.
Ο γιατρός και οι παρευρισκόμενοι γέλασαν ασυγκράτητα. Αλλού το πήγαιναν…
Προς στιγμή και μείς  γελάσαμε με το αστείο.
 Η ώρα πέρναγε και σε λίγο πήραμε το δρόμο για το Νοσοκομείο της Τρίπολης.
Έτσι βρέθηκα κείνη την μέρα εκεί καθισμένος σε μια καρέκλα στον μεγάλο διάδρομο του Νοσοκομείου, κοντά στις αίθουσες εκτάκτων περιστατικών. Ποιο πέρα ήταν αίθουσα και πάνω στην πόρτα ταμπέλες  έγραφαν:
« Χώρος ανανήψεως.»
Απαγορεύεται η είσοδος.
Διέκρινα μια ασυνήθιστη κίνηση ανθρώπων και όλοι κατέληγαν μπροστά στην ισόγεια αίθουσα  ανανήψεως.
Με μιας άδειασαν από γιατρούς και νοσοκόμες τα εξωτερικά ιατρεία  και από τις σκάλες κατέβαιναν με γοργό ρυθμό άλλοι γιατροί και έτρεχαν προς την ισόγεια  αίθουσα. Φαίνεται εκτάκτως είχαν ενημερωθεί για το συμβάν.
Υποπτεύθηκα ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει και οι σειρήνες του ασθενοφόρου το επιβεβαίωσαν.
Πήγα και στάθηκα κοντά στο ανώνυμο πλήθος. Μόλις είχαν βάλει τον ασθενή στην αίθουσα.  Δεν τον είχα δει και προσπαθούσα να μαντέψω σε ποια φάση δοκιμασίας βρισκόταν: Του έκαναν επέμβαση, μαλάξεις στην καρδιά;
Καλά καλά δεν ήξερα αν ήταν άντρας  ή γυναίκα, αν ήταν τροχαίο και πόσα ήταν τα θύματα.
 Οι δικοί του, άγνωστοι σε μένα, ανέκφραστοι, άβουλοι, έριχναν ό ένας στον άλλον ματιές απόγνωσης, σαν να ήξεραν το πεπρωμένο.
Ένας γιατρός που βγήκε από την είσοδο δήλωσε τον ανήξερο,  καρδιολόγοι, είπε, είναι κοντά του. Μια κυρία κούνησε λυπητερά το κεφάλι πάνω κάτω και το έστριψε αριστερά, να μην δούνε την αγωνία της και τα δακρυσμένα μάτια της οι άλλοι.
Από το βάθος του διαδρόμου μια νεράϊδα σαν το άλογο που καλπάζει και δεν πατούν τα πόδια του κάτω ερχόταν προς την αίθουσα.
Σαν πλησίασε στην πόρτα του χώρου ανανήψεως, μια βαριά σιωπή έπεσε στους παρευρισκόμενους. Η θλίψη στα πρόσωπα και τα δακρυσμένα μάτια πλήθυναν.
  Κατάλαβε τί την περίμενε!
__Πέστε μου, τι έγινε; Ζει;  Ρώτησε και με το χέρι της έσπρωξε προς τα πίσω τα ξέπλεγα μαλλιά της, που την εμπόδιζαν. Κανένας δεν άρθρωσε λέξη.  Τί να της έλεγαν, φως φανάρι η ζημιά.
 Φοβήθηκα πως θα λιποθυμούσε.
Εκείνη κατάλαβε για το κακό μαντάτο, δεν άντεξε και φώναξε.
__Γιατί Θεέ μου! Γιατί μου το έκανες αυτό;  Σε είχα παρακαλέσει Θεέ μου, γιατί μου το έκανες;  
__Τί τον έχει; Ρώτησα στην τύχη μια ομάδα γυναικών.
__ Η αδερφή του είναι, και έστρεψαν το κεφάλι τους στην πρωταγωνίστρια τραγωδό, που συνέχιζε να μονολογεί για το μεγάλο κακό.
__Τον είδα εγώ!  Το ξέρω, ο αδελφός μου δεν ζει!
  Μπροστά της είδε με τα θολά μάτια της την Νίκη και της φωνάζει:
__Νίκη, πήγαινε βάρα την καμπάνα, Νίκη..  Να  μάθουν για τον χαμό του. Πήγαινε Νίκη…..
Δεν αντέχω, αδερφέ μου, για δεύτερη φορά! Αχ! Αδερφέ μου ! τί μου έκανες αδερφούλη μου!
Ένας άνδρας πηγαίνει κοντά της, πιάνει τα δυο της χέρια  παρακαλώντας την.
__Μη φωνάζεις, κάνε υπομονή. Ακούνε ασθενείς και δεν κάνει.
__Θα φωνάζω, όσο θέλω. Άσεμε!
Η έξοδος από το νοσοκομείο είναι πολύ κοντά και εξέρχεται προς τα κει.
Οι γνωστοί και οι φίλοι έρχονται κοντά της και σχεδόν κάνουν έναν κύκλο σαν αυτόν του χορού της αρχαίας τραγωδίας.
Το ξέσπασμά της, το κλάμα της είναι τόσο γοερό που και οι πέτρες ραγίζουν και γύρω της όλοι αποσβολωμένοι, συμμεριζόμαστε το απρόσμενο θλιβερό γεγονός, που μας λύγισε . Τόση είναι η θρηνητική κραυγή της, ο πόνος και ο καημός της, που ένα δάκρυ κυλάει από τα μάτια όλων  μας.
Στυλώνει τα δυο της χέρια στον τοίχο και πολλές φορές τον χτύπαγε  με ανοιχτές παλάμες!  Στην συνέχεια έδωσε στον τοίχο μια γερή κουτουλιά!  Δυο στιβαρά χέρια την πιάνουν:
__Μη! Μη μου το κάμεις αυτό, της φώναξε ο άντρας.  Ένα φοβερό ξέσπασμα της ήρθε και φώναζε:
__Αφήστε με! δεν θέλω να ζήσω άλλο.  Αχ! Αδερφέ μου.  Δυο φύτρα άφησε στο σπίτι! Τι θα απογίνουν;  Τι δυστυχία ,τι πίκρα, τι κλάμα και τι πόνος, Θεέ μου!
Γιατί μου το ‘κανες αυτό, αδερφέ μου;  Δεν έχω κανέναν άλλον. Πώς θ’ αντέξω;
Πέρασε αρκετή ώρα. Καθόταν αμίλητη,  ακίνητη με απλανές βλέμμα και μόνη. Ήρθα κοντά της. Τάχα μου με έφερε ο δρόμος .
__Μην κλαίς, κάνε υπομονή, καλή μου, έλεγα  στην άγνωστη γυναίκα. Όλοι μας δικοί Του είμαστε. Σε Αυτόν ανήκουμε. Το ξέρω,  ο θάνατος δικού μας ανθρώπου μας τσακίζει, είναι πληγή αγιάτρευτη.  Κάνε υπομονή…..
 Με κοίταξε και άκουσα :
__Ευχαριστώ.
Έμεινα ώρα πολλή  κοντά στην είσοδο του Νοσοκομείου, απέναντι της και κοντά στο άδειο κιόσκι, που άλλοτε υπήρχε μέσα υπάλληλος και έδινε πληροφορίες.
Πιο πέρα η αδελφή, «η Αντιγόνη» του Σοφοκλή, να κλαίει σπαρακτικά και γύρω γύρω , συγγενείς φίλοι, ασθενείς , επισκέπτες.
__Ο Θεός μαζί σου, ευχήθηκα και μπήκα στον μεγάλο διάδρομο προς το κυλικείο, να της φέρω ένα μπουκάλι νερό για να βρέξει το πικραμένο στόμα της.
Σαν γύρισα ο χώρος είχε παντελώς αδειάσει και η γυναίκα έλειπε .
Πρόφτασα και άκουσα το τελευταίο μαρσάρισμα  και είδα το τελευταίο αυτοκίνητο που έφευγε. Δεν ρώτησα ούτε το όνομα της να μάθω και καθώς χάνονταν από κοντά μου έμεινα για λίγο αμίλητος και χαμένος.

Πέρασε καιρός και ήρθα αρκετές φορές στον ίδιο χώρο του Νοσοκομείου. Μία φορά απ’ αυτές που βρισκόμουν εκεί  πέρασε από κοντά μου μια γυναίκα μαυροφορεμένη,  χλωμή, αδύνατη, παγερή και σαν με είδε μαλάκωσε και γλύκανε το πρόσωπό της. Γύρισε με κοίταξε και με ρώτησε!
__Εσύ δεν ήσουν….   Την γνώρισα και πριν απαντήσω συνέχισε:   Σ’ ευχαριστώ για την συμπαράστασή σου τότε και σιγά σιγά απομακρύνθηκε από κοντά μου.


B GIRAKAS 26/1/2016





1 σχόλιο:

  1. Διάβασα ένα από τα συχνά λυπηρά γεγονότα που μπορεί κανείς να ιδεί σε νοσοκομεία.
    Είναι συμμετρικά δοσμένο σε ένταση, θλίψει και εικόνες!
    Πραγματικά με εντυπωσίασε η δυνατή περιγραφή και μου άφησε λυπητερή διάθεση.
    Πράγματι πολύ δύσκολες στιγμές αυτές για τους ανθρώπους! Και ο Βαγγέλης μας θύμισε τα ακραία αυτά απρόοπτα της ζωής. Μην ξεχνι
    όμαστε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή