Του
Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου
Ήταν
φορές που η μάνα του, δεν είχε γάλα και άλλες
φορές δεν ήθελε το αρνί της να βυζάξει.
Το βράδυ με την λάμπα πετρελαίου για να βλέπουμε, πηγαίναμε στο κατώι. Τα κάτασπρα
αρνάκια, μας περίμεναν και με τα
καμώματά τους και τις φωνές , μας γέμιζαν χαρές.
__Για
άϊστε (πηγαίνετε) παιδάκι μου τώρα, να
κουμανταρήστε τα μαρτίνια και καθίστε μετά
όσο θέλετε. Γυρίστε να φάμε και
μετά ότι ώρα θέλετε κοιμάστε. Έχετε το νου
σας στην μπάλια μας.
Τα
μάτια σας δεκατέσσερα μην πάθουμε καμιά ζημιά! Είναι ετοιμόγεννη…
Αυτά μας έλεγε ο πατεράκος μου. Κι ακόμη… Να βάλτε τα δυο μικρά αρνιά να βυζάξουν στη γίδα. Να πιάσει από ένα μαστάρι της, το κάθε ένα. Να μην γίνει τσαγκάδα και χάσει το γάλα της. Πού να ξέρετε, φίλοι μου, τι κλάματα έκανε αυτή η γίδα και την ιστορία της.
Έβοσκε στις πλαγιές του Αγιομηλιανού, σε πυκνό δάσος και μέσα στα βράχια. Εκεί γέννησε, σαν την έπιασαν οι πόνοι. Κρύφτηκε σε ένα απόμερο μέρος. Δεν ήθελε να την βλέπουμε και να την λυπόμαστε, σαν πόναγε. Μα το παιδί της δεν το χάρηκε. Αλεπούδες την ξεγέλασαν. Είχαν φωλιά εκεί κοντά που γένναγε και της το φάγανε!.
Το απόγευμα που την ακούσαμε να βελάζει, ήταν αργά να την βοηθήσουμε. Μόνο από τα δάκρυά, που είδαμε στα μάτια της, καταλάβαμε τον πόνο της.
Σ’ αυτή τη γίδα, ήθελε ο πατέρας μου να βυζάξουμε τ’ αρνιά.
Μα στο μικρό μας κοπάδι έγινε κι άλλη ζημιά:
Μπονόρα βγήκαν τα πρόβατα για βοσκή. Ο τόπος είχε μαυρόπαγο. Φάγανε λίγα χόρτα τα πρόβατα και η σκούκια, η προβατίνα μας, δεν άντεξε κι απόρριξε το αρνί! Ετοιμόγεννη ήταν η κακομοίρα!
Να! Τα μαστάρια της κρεμόσαντε και ακουμπάγανε χάμου. Ώρα την ώρα θα γένναγε. Μα δεν πρόλαβε!
Απόψε κρατούσαμε την σκούκια απ’ τον λαιμό και σπρώχναμε το μουσουδάκι ενός άλλου αρνιού στο βυζί της. Εκείνη μυριζόταν τ’ αρνί, να ιδεί αν ήταν δικό της. Θύμωνε μαζί μας που της βάζαμε ξένο αρνί να βυζάξει. Στο τέλος, μετά από πολλές φορές, δεχόταν το αρνί για παιδί της και με ευχαρίστηση έδινε το γάλα της.
Πολλές φορές κατευθύναμε τ’ αρνιά , σε άλλη προβατίνα από την μάνα τους, που είχε γάλα. Ύστερα φέρναμε τα αρνιά στην δυστυχισμένη γίδα. Εκείνα έπιαναν το βυζί, κούναγαν χαριτωμένα την ουρά τους και έπιναν το γάλα. Κάποια προβατίνα που έφευγε το μικρό της, βέλαζε μέσα στην νύχτα καλώντας το κοντά της.
Εκείνη η χρονιά ήταν δύσκολη. Η γη απόρριξε, δεν γέννησε πολύ χορτάρι, τα πρόβατα δεν έκαναν γάλα και πέντε –εξ αρνιά μεγάλωσαν σαν τα παιδιά με ρωγοβύζι.
Όταν μας έβλεπαν, πλησίαζαν κοντά μας ,μας έγλυφαν τα χέρια και εμείς σκύβαμε και χαϊδεύαμε τα βελούδινα μαλλιά τους. Γινόμαστε φίλοι τους και τ’ αγαπάγαμε. Τον Λαμπριάτη μας έτσι τον μεγαλώσαμε.
Έτσι
τρανήνανε τ’ αρνιά και ήταν καιρός για
πούλημα. Οι χασάπηδες σε λίγο θα ‘ρχόσαντε στα μαντριά να τ’ αγοράσουν. Κόντευε να έρθει το Πάσχα.
Η
θεια Μαρία είχε τρία κουτσούβελα και τον άντρα της άρρωστον από πνευμονία, όπως έλεγαν κείνη την άνοιξη. Είχε στο νου της
να ζητήσει λαμπριάτη από τον Ντίνο.
__Ας
είναι και δευτερούλι, έλεγε με τον άντρα
της και κείνος συμφωνούσε. Πέρναγε ζαλωμένη με ξύλα μπροστά από το σπίτι του Ντίνου. Ο μπάρμπα Ντίνος
έβγαινε, από την κατωγόπορτα, του κατωγιού του. Χαιρετήθηκαν και με
ντροπαλή φωνή τον ρώτησε: Ντίνο, κανά
οψιμάρνι για την Λαμπρή, μην έχεις για μένα;
__Για
σένα και όψιμο και πρώιμο έχω.__Το πρώιμο θα έχει πολλά λεφτά . Εμείς τώρα βρισκόμαστε στην τσίτα!
__Το ξέρω. Όταν έχω εγώ, θα έχετε και σεις. Απάντησε.
Κείνη την ώρα ένα λάγιο αρνί ξεπρόβαλε μαζί με άλλα στην μικρή αυλή του σπιτιού και χοροπήδαγαν χαρούμενα.
__Να ο λαμπριάτης σου, της είπε. Το λάγιο αρνί είναι, και η συμφωνία έκλεισε.
Μικρόσωμο και καχεκτικό είναι εσκέφθη εκείνη! Μα τί να κάνω;
__Ντίνο, μια χάρη θέλω. Το απόγιομα να ‘ρχομαι να δίνω γάλα του αρνιού απ’ την γίδα μου;
__Και ρωτάς ,της είπε!
Ο λαμπριάτης σιγά σιγά βάραινε με την περιποίηση της θεια Μαρίας.
‘Ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι οι χασάπηδες ήρθαν και στου Ντίνου την στάνη. Αρνιά και πρόβατα βόσκανε στις Ράχες, που είχε πολύ τριφύλλι. Έβαλε τα πρόβατα με τ’ αρνιά στο βορό. Εκείνοι έπιασαν τρία τέσσερα αρνιά από τα μπροστινά πόδια και τα σήκωσαν ψηλά. Τα ζύγιαζαν και αποφάνθηκαν:
__Είναι αχαμνά, κυρ Ντίνο, και δεν σηκώνουν βάρος. Τί να σου δώσουμε;
__Τί αχαμνά ψέλλισε εκείνος. Όλο το τριφύλλι φάγανε κι από πάνω πίτουρα και χώρια το γάλα της μάνας τους! Οι προβατίνες σαν κάτι να καταλάβαιναν και βέλαζαν .
__Πάμε
να φύγουμε, είπε ο ένας χασάπης στον άλλον. Να ιδούμε και τ’ άλλα αρνιά. Τούτα
με δυο ώρες δρόμο θα καλντήσουν και θα μας μείνουν στο δρόμο. Θα πέσουν
χάμω, δεν βγαίνουν επάνω.
Είκοσι εφτά χιλιόμετρα δρόμο έπρεπε να κάνουν
για να τα βάλουν μετά σε φορτηγά αυτοκίνητα να πάνε στην πόλη. Η συμφωνία πάντως έκλεισε.__Βάλτε κάτι παραπάνου, ρε παιδιά, τους παρακάλεσε ο Ντίνος.
__Δώκαμε τις καλύτερες τιμές που μπορούσαμε, απάντησε ο ένας.
Και ο άλλος :
__Εκατόν πενήντα δρχ. το κεφάλι, καλά είναι.
__Για σταθείτε, τους είπε. Το λάγιο αρνί είναι ξένο, ξεχάστηκα, δεν μπορώ να το δώσω. Άπλωσε αποφασιστικά με την γκλίτσα και το ‘πιασε.
__Αυτό ήταν υπέρβαρο και καλά ταϊσμένο.
__Για χάρη του πήραμε τ’ άλλα σου αρνιά, του είπε ο ένας.
__Θα τα αφήσουμε τότε τ’ αρνιά σου, του είπε ο άλλος.
Στο
τέλος δέχτηκαν και έκαναν το χατίρι του
Ντίνου, μα πήραν τον δικό του Λαμπριάτη.
Η συμφωνία με την Μαρία, ήταν συμφωνία. Να πάρει τον Λάγιο της και να
κάνει Λαμπρή με τα παιδιά και τον άντρα της. Εκείνος είχε ακόμη ένα οψιμάρνι,
που δεν το έπαιρναν οι χασάπηδες. Αυτό
θα έσφαζε και θα πέρναγε με την φαμελιά του όπως όπως αυτή την μέρα.
Τα
λεφτά που πήρε, τα ‘δεσε σε ένα μαντήλι και τα έβαλε στον κόρφο του. __Καλά κέρδη, είπε στους χασάπηδες.
__Σε καλή μεριά τα χρήματα, του είπαν εκείνοι και καλοφάγωτος ο λάγιος Λαμπριάτης.
__Φχαριστώ, τους είπε, αλλά ο Λαμπριάτης, όπως σας είπα, είναι ξένος, της γειτόνισσάς μου, απάντησε. Να κάνει Λαμπρή η χριστιανή.
Εκείνοι
είχαν μαζί τους ένα κουτί με κόκκινη μπογιά, σαν αυτή που βάφουν τις μέρες του
Πάσχα τ’ αυγά. Έκαναν έναν σταυρό πάνω στη ράχη, στα κάτασπρα μαλλιά των αρνιών.
Να μας δώσεις το παιδί καμιά ώρα, να βγούμε με τ’ αρνιά από τα μαντριά και το χωριό. Να συνηθίσουν λίγο να περπατούν.
Ο Ντίνος δεν αρνήθηκε κι εγώ δεν είχα λόγους να ειπώ όχι. Τον Λαμπριάτη μας θα συνόδευα και θα τον αποχαιρετούσα.
Σαν περάσαμε μια ρεματιά μέσα από στενό δρόμο, αφήσαμε την μεγάλη πλαγιά του βουνού και βγήκαμε σε καταπράσινες χούνες. Πήραν βόσκοντας τ’ αρνιά μέχρι που φτάσαμε στον Βαλτεσινιώτικο κάμπο. Ο Λαμπριάτης παρέα μου κι εγώ συνοδός του. Έκοβα τρυφερό χορταράκι και του έδινα και κείνο με ακούμπαγε μαλακά με το κεφάλι του σε όλο μου το σώμα. Πίσω από το μουλάρι ενός αγρότη που ήταν καβάλα, ερχότανε με το σχοινί δεμένη από το σαμάρι, μια προβατίνα. Άλλη ερχότανε, μόνη της πίσω και ακολουθούσε κοντά της ένα υπέρβαρο αρνί. Τ’ αρνιά άρχισαν όλα μαζί να βελάζουν σαν είδαν την προβατίνα και γινόταν πανζουρλισμός.
__Για σταματάτε, ρε παιδιά, τους είπε ο αγρότης. Μου αλλάζετε τ’ αρνί; Είναι αρσενικό και πίνει το γάλα όλο. Εγώ το θέλω για προβατίνα.
Ο ένας το σήκωσε ψηλά από τα μπροστινά πόδια, «το ζύγιασε» και το βρήκε υπέρβαρο. Δεν είχε άλλο, τόσο βαρύ αρνί.
__Διάλεξε όποιο θέλεις, του είπαν.
__Ο Λαμπριάτης μας, που είχε μάθει κι ερχόταν στα χέρια μου, τον πλησίασε. Ο αγρότης κοίταξε το αρνί κι εκείνο του έκανε χαρές και πήγε κοντά του.
__Αυτό θα πάρω, τους είπε. Είναι μαλακιά και καλή αρνάδα.
Δεν ξέρετε τι χαρές έκανα! Μείναμε όλοι ευχαριστημένοι, μα εγώ περισσότερο που θα γινόταν ο Λαμπριάτης μου προβατίνα, θα γένναγε και ίσως να την ξανάβλεπα.
__Γιατί
τα βάφουν, πατέρα και βάζουν σταυρό επάνω τους; τον ρώτησα.
__Είναι
σημάδι να τα γνωρίζουν και αν σμίξουν με άλλα, να μην τα χάσουν.
Κείνη
τη μέρα εκατόν ογδόντα αρνιά μάζεψαν από τους τσοπάνηδες και έβαλαν πάνω τους «το αίμα του Χριστού». Περπάταγαν στο δρόμο, αρνιά κι ανθρώποι να
φύγουν. Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν με τα
πόδια δύο και τρείς μέρες θα περπάταγαν να φθάσουν στον προορισμό τους.
__Και
πού είσαι, κυρ Ντίνο. Πισωγύρισε ένας κοντά του και του είπε:Να μας δώσεις το παιδί καμιά ώρα, να βγούμε με τ’ αρνιά από τα μαντριά και το χωριό. Να συνηθίσουν λίγο να περπατούν.
Ο Ντίνος δεν αρνήθηκε κι εγώ δεν είχα λόγους να ειπώ όχι. Τον Λαμπριάτη μας θα συνόδευα και θα τον αποχαιρετούσα.
Σαν περάσαμε μια ρεματιά μέσα από στενό δρόμο, αφήσαμε την μεγάλη πλαγιά του βουνού και βγήκαμε σε καταπράσινες χούνες. Πήραν βόσκοντας τ’ αρνιά μέχρι που φτάσαμε στον Βαλτεσινιώτικο κάμπο. Ο Λαμπριάτης παρέα μου κι εγώ συνοδός του. Έκοβα τρυφερό χορταράκι και του έδινα και κείνο με ακούμπαγε μαλακά με το κεφάλι του σε όλο μου το σώμα. Πίσω από το μουλάρι ενός αγρότη που ήταν καβάλα, ερχότανε με το σχοινί δεμένη από το σαμάρι, μια προβατίνα. Άλλη ερχότανε, μόνη της πίσω και ακολουθούσε κοντά της ένα υπέρβαρο αρνί. Τ’ αρνιά άρχισαν όλα μαζί να βελάζουν σαν είδαν την προβατίνα και γινόταν πανζουρλισμός.
__Για σταματάτε, ρε παιδιά, τους είπε ο αγρότης. Μου αλλάζετε τ’ αρνί; Είναι αρσενικό και πίνει το γάλα όλο. Εγώ το θέλω για προβατίνα.
Ο ένας το σήκωσε ψηλά από τα μπροστινά πόδια, «το ζύγιασε» και το βρήκε υπέρβαρο. Δεν είχε άλλο, τόσο βαρύ αρνί.
__Διάλεξε όποιο θέλεις, του είπαν.
__Ο Λαμπριάτης μας, που είχε μάθει κι ερχόταν στα χέρια μου, τον πλησίασε. Ο αγρότης κοίταξε το αρνί κι εκείνο του έκανε χαρές και πήγε κοντά του.
__Αυτό θα πάρω, τους είπε. Είναι μαλακιά και καλή αρνάδα.
Δεν ξέρετε τι χαρές έκανα! Μείναμε όλοι ευχαριστημένοι, μα εγώ περισσότερο που θα γινόταν ο Λαμπριάτης μου προβατίνα, θα γένναγε και ίσως να την ξανάβλεπα.
B GIRAKAS
2/6/2015
Πολύ τρυφερό κείμενο που απηχεί μια ζοφερή πραγματικότητα. Με συγκίνησε η τύχη του Λαμπριάτη. Ωραίο εύρημα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ